Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Το καλοκαίρι στα Χανιά, η θερμοκρασία σπανίως σκαρφαλώνει πάνω από τους 32–33 βαθμούς, γιατί αλλιώς, με την υγρασία που έχουν, οι κάτοικοι θα έλιωναν στο ζουμί τους. Όσο κι αν καούν όμως, πάντα θα περισσεύει μικροαστικό λίπος, που δεν εξατμίζεται, γιατί τρέφεται από τον τουρισμό και την προσδοκία του εύκολου χρήματος.
Ο τουρισμός είναι μια ζωογόνος μάστιγα, που χαλάει τον άνθρωπο, φορώντας του τα καλά του, το υποχρεωτικό χαμόγελο, την προσποιητή ευγένεια, το φτηνό φοκλόρ και τις προκάτ αναμνήσεις, για να τις κουβαλήσει στη μνήμη του ο τουρίστας. Ευτυχώς όμως, στο νησί υπάρχει αρκετό ανθρώπινο απόθεμα αυθεντικών χαρακτήρων, που πολλές φορές μοιάζουν να μην τους αγγίζει ο χρόνος και η εξέλιξη.
Η σχέση πάντως λειτουργεί κι αντίστροφα. Δεν είναι μόνο ο έμπορας που επιδιώκει την ψυχρή, άψυχη συναλλαγή, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Είναι κι ο πελάτης που έχει μάθει να το αποζητά, αλλοιώνοντας το δικό του κριτήριο, με τη δύναμη της συνήθειας κι ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Δε φαίνεται να έχει την ανάγκη του παραθερισμού, της επαφής με τη φύση, την επανασύνδεση δηλ με το ανόργανο σώμα του, όπως έλεγαν οι κλασικοί, αλλά να καταναλώσει στιγμές κι αντικείμενα, αντί να ζήσει γεγονότα. Από τον άθλιο συνωστιμό στο μπιτσόμπαρο με τις ομπρελοξαπλώστρες, μέχρι την πλαστική γεύση στο τουριστικό εστιατόριο: mousaka, souvlaki, opa…
Το θέμα είναι ότι οι διακοπές δεν έρχονται να διακόψουν τίποα απολύτως, αλλά ως συνέχεια και φυσιολογική προέκταση του καθημερινού φαύλου κύκλου. Δεν είναι άρνηση, αλλά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, εκτόνωση από κάτι που μας αδειάζει τις μπαταρίες, και δεν μπορεί να μας δώσει ποτέ διέξοδο, αφού μας γεμίζει με καύσιμα, για να κάνουμε μία από τα ίδια, κι όχι για να προχωρήσουμε παραπέρα.
Τα τουριστικά θέρετρα γίνονται μικρογραφίες των πόλεων, με όλα τα κουσούρια από τα οποία θες να αποδράσεις, αλλά μας ακολουθούν σαν τη σκιά, μαζί με τους εαυτούς μας. Ενώ οι πόλεις νεκρώνουν σα θέρετρα και (μακαρίως) θερινά φέρετρα, για τα διακοπικά όνειρα, που δεν ευδοκίμησαν και σιγοβράζουν κάτω από τόνους τσιμέντου και ιδρώτα, για να πάρουν κάποτε εκδίκηση και τη χαμένη τους ζωή πίσω.
Αντί επιλόγου, μια πιο ρόδινη νότα, με προτάσεις για κάποιους γαστριμαργικούς προορισμούς στο νομό Χανίων, που παραμένουν αυθεντικοί ‑μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Στο “Καπηλειό” στο Βατόλακκο, μετά τη Λίμνη της Αγιάς, μπορεί να σκάσεις εσύ από τα ορεκτικά, και το κοπέλι με το μαγαζί από το κακό του, αν του φανεί ότι πλήρωσες κάτι παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Στο καφενείο στου Ασκίφου (δε χρειάζονται ταμπέλες και ονόματα), ο μαγαζάτορας σε ρωτάει μόνο “φαγητό ή καφέ;” και σου φέρνει ό,τι έχει, με συνοπτικές διαδικασίες. Στον Παζινό στο Ακρωτήρι (προς το Αεροδρόμιο), η βασική του έγνοια είναι να σου γεμίσει το ποτήρι τσικουδιά (ρακή τη λεν στο Ηράκλειο), για να πιείτε μαζί. Στη Ριζινία, στη Ζούρβα (μετά το Θέρισο), έχει κάνει κεφάλι από το πρωί, αλλά σου φέρνει τα καλύτερα ‑ίσως- παϊδάκια που μπορείς να βρεις.
Υπάρχει κι η Δροσοσταλιά, στους Αρμένους, που μπορεί να σε αφήσει με ανοιχτό το στόμα από την ποσότητα, και άλλη τόση ώρα μετά για να την καταναλώσεις. Αλλά είναι καλύτερα να την αποφύγεις σε σεζόν αιχμής (Ιούλιος-Αύγουστος) και να την επισκεφτείς Ιούνιο ή Σεπτέμβριο. Όπως και τα Χανιά δηλ. Αλλά και κάθε άλλη γωνιά της Ελλάδας…