Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κρίση… στον κύβο!

Διή­γη­μα της Βαγ­γε­λιώς Καρα­κα­τσά­νη //

Το απο­με­σή­με­ρο, ο Κωστής κατέ­βαι­νε το σοκά­κι δακρυ­σμέ­νος αλλά τα γυα­λιά ηλί­ου που φορού­σε έκρυ­βαν τα μάτια του απ’ τους περα­στι­κούς. Δεν ήταν ούτε η πρώ­τη φορά ούτε επρό­κει­το να ήταν η τελευ­ταία που τα έβα­ζε με τη Ρηνιώ. Κι αυτή η επι­μο­νή της να του ρίχνει το φταί­ξι­μο για την ανερ­γία που τους τρύ­πα­γε το στο­μά­χι και προ­πά­ντων την ψυχή κι είχε διεισ­δύ­σει σα δαί­μο­νας ανά­με­σα στα στέ­φα­νά τους, τον είχε σακα­τέ­ψει. Δεν ήταν μονά­χα πως είχα­νε και­ρό πολύ να βρε­θούν ερω­τι­κά και σχε­δόν είχαν ξεχά­σει τι εστί έρως, μα ήταν που είχαν απο­μα­κρυν­θεί συναι­σθη­μα­τι­κά ο ένας από τον άλλο σε σημείο που θα έλε­γε κανείς αβί­α­στα πως δεν πάει άλλο έτσι, κάτι πρέ­πει να γίνει…

Ο Κωστής όμως επέ­με­νε… όπο­τε μάλω­ναν κατέ­βαι­νε κάτω, έβρι­σκε τα συντρό­φια, αντάλ­λα­σαν μια δυο κου­βέ­ντες και στά­νια­ρε. Έπαιρ­νε ανά­σες. Εκεί­νη που ανα­νέ­ω­νε τις δυνά­μεις της δεν είχε κατα­λά­βει κανείς, αλλά όσο πέρ­να­γε ο και­ρός, έχω­νε τα σου­βλι­στά λόγια της όλο και πιο μέσα στην καρ­διά του.

«Άντρας είσαι ‘συ, πανά­θε­μά σε; Εεεε; Άντρας; Να περι­μέ­νεις απ’ τη γυναί­κα σου να φέρει το ψωμί στο σπίτι;»

Κι αυτός έστε­κε εκεί, στη μέση της εξώ­πορ­τας, έτοι­μος να τελειώ­σει η κυρά του το ξέσπα­σμά της και να σηκω­θεί να φύγει για να μη δει τα μάτια του τα βουρκωμένα.

Εκεί κατα­με­σής της σιδε­ρέ­νιας πόρ­τας, κάτω ακρι­βώς απ’ το κασα­λί­κι, ορθός, άπρα­γος κι αμί­λη­τος… Τι να της έλε­γε; Πως είχε άδι­κο; Πως δεν έφται­γε εκεί­νος που χτύ­πη­σε η κρί­ση και το δικός τους σπι­τι­κό; Όταν είχε δου­λειά καθό­ταν; Δεν καθό­ταν! Τσά­ντες κου­βα­λού­σε τα εφό­δια του σπι­τι­κού τους κάθε Σάβ­βα­το που πλη­ρώ­νο­νταν. Τσά­ντες απ’ τον κρε­ο­πώ­λη, από τον ψαρά, από τον μανά­βη, τσά­ντες και από το σού­περ μάρ­κετ… και όταν πήγαι­νε σπί­τι φώνα­ζε γλυ­κά και χαμογελαστά:

«Ρηνιώ, έλα να με βοη­θή­σεις, μην πλα­κώ­σουν αμά­ξια και κλεί­σου­με την κυκλο­φο­ρία» και ‘κεί­νη έβλε­πε τις τσά­ντες και δεν μπο­ρού­σε να κρύ­ψει τη χαρά της:

«Κωστή μου, τόσα πράγ­μα­τα τι θα τα κάνου­με; Λόχο ταΐ­ζου­με, λόχο!» έλε­γε κρυ­φο­γε­λώ­ντας και κου­βα­λού­σε χωρίς να πονά­νε ούτε τα χέρια της, ούτε η μέση της, ούτε τα πόδια της από τα βάρη.

Αλλά τότε ήταν αλλιώς… άλλες επο­χές! Ο κόσμος ζού­σε πλου­σιο­πά­ρο­χα. Και ο πιο φτω­χός είχε το κατι­τίς του… Έβλε­πε κι αυτός μία στο τόσο άνοι­ξη, αλλά έβλε­πε… Τώρα είχε πέσει βαρυ­χει­μω­νιά και δεν φαι­νό­ταν άνοι­ξη που­θε­νά, όχι για τους φτω­χούς αλλά για κανέ­ναν! Μόνο οι μεγα­λο­καρ­χα­ρί­ες του πλού­του εξα­κο­λου­θού­σαν να γεμί­ζουν τα σεντού­κια τους με χρυ­σό. Η φτω­χο­λο­γιά περί­με­νε ουρά έξω απ’ τα ενε­χυ­ρο­δα­νει­στή­ρια για να σκο­τώ­σει όσο όσο τα ενθύ­μια και τα δώρα και να αγο­ρά­σει με τα λιγο­στά χρή­μα­τα που θα της έδι­ναν οι αετο­νύ­χη­δες τα αναγκαία.

Κι ο Κωστής έβλε­πε τι γίνο­νταν στον κόσμο καθώς και μελε­τη­ρός ήταν, και κυκλο­φο­ρού­σε και στο σωμα­τείο πήγαι­νε, συχνά πυκνά. Η γυναί­κα του πού να τα μάθει; Κλει­σμέ­νη όλη μέρα στους τέσ­σε­ρις τοί­χους του σπι­τιού παρέα με την τηλε­ό­ρα­ση ή τις κου­τσο­μπό­λες της γει­το­νιάς, που δεν ήξε­ραν τίπο­τα άλλο παρά να παρα­κο­λου­θούν και να σχο­λιά­ζουν τα καθέ­κα­στα; Μόνο όταν μάλω­νε η Ρηνιώ με τον Κωστή, μόνο τότε δεν πήγαι­ναν σπί­τι της για­τί ήξε­ραν, πως άμα έπια­νε πάνω στο θυμό της καμία στο στό­μα της, θα έψα­χνε την πόρ­τα για να φύγει. Έτσι, για να απο­φύ­γουν την συμπλο­κή καθό­ταν σπί­τια τους, έκλει­ναν και τις κουρ­τί­νες ή τα παν­τζού­ρια μόλις ξεκι­νού­σε ο καυ­γάς κι όταν πήγαι­ναν την άλλη μέρα στης Ρηνιώς και τις ρωτού­σε αν άκου­σαν τίπο­τα, εκεί­νες αθώ­ες κι ανή­ξε­ρες καθώς έδει­χναν, σήκω­ναν τα χέρια τους ψηλά και φύλα­γαν σταυ­ρό, άσχε­τα που είχαν ακού­σει τα πάντα πίσω απ’ τα πατζου­ρο­πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λά τους.

Η συζή­τη­ση για την κρί­ση και τον χαρα­κτή­ρα της είχε ανά­ψει για τα καλά… στην τηλε­ό­ρα­ση κάθε βρά­δυ πρό­σθε­ταν και μια και­νούρ­για λέξη τη μια γκόλ­ντεν μπόι, την άλλη μπίζ­νες, έτσι που να μην κατα­λα­βαί­νει ο κόσμος τι και για­τί γίνε­ται και να περ­νά­νε τα αντι­λαϊ­κά μέτρα αβίαστα…

Φόροι, μεί­ω­ση μισθών και ανερ­γία είχαν φέρει τους εργα­ζό­με­νους σε τρα­γι­κή θέση. Κάθε σπί­τι μέτρα­γε και ένα άνερ­γο… κι ήταν τόσο μαζι­κά εξα­πλω­μέ­νη η εξα­θλί­ω­ση, που ούτε τα μέσα ενη­μέ­ρω­σης των εφο­πλι­στών και των βιο­μη­χά­νων μπο­ρού­σαν να κρύ­ψουν τη σαπί­λα του συστή­μα­τός τους…

Το πιο δύσκο­λα αντι­με­τω­πί­σι­μο ήταν να σε πάρει από κάτω, να νιώ­θεις ανί­κα­νος να προ­σφέ­ρεις στην οικο­γέ­νεια σου, στους ανθρώ­πους που αγα­πάς, να νιώ­θεις φταί­χτης που έχεις χάσει τη δου­λειά σου, πως δεν είχες επαρ­κή προ­σό­ντα και ικα­νό­τη­τες για να σε κρα­τή­σουν τα αφε­ντι­κά… Και τού­το το ήξε­ρε ο Κωστής. Το ήξε­ρε καλά! Γι’ αυτό και το πάλευε όσο μπο­ρού­σε καλύ­τε­ρα, με ό,τι όπλα είχε, με την επα­να­στα­τη­μέ­νη σκέ­ψη του και την συλ­λο­γι­κή δρά­ση του… αν έμε­νε στα ξεσπά­σμα­τα της Ρηνιώς την είχε άσχη­μα, θα ‘χε χάσει από χέρι. Δεν έπαυε όμως να τον στε­να­χω­ρεί αυτή η κατάσταση.

«Είναι δυνα­τόν, ανα­λο­γί­ζο­νταν, η γυναί­κα μου να με θεω­ρεί τεμπέ­λη και οκνη­ρό; Να πιστεύ­ει πως περι­μέ­νω από αυτήν να με θρέ­ψει με τις σκά­λες και το καθά­ρι­σμα δυο τριών σπιτιών;»

Αυτό που τον στε­νο­χω­ρού­σε περισ­σό­τε­ρο είναι πως ερχό­ταν ολο­τα­χώς πόλε­μος κι αντί να τους βρει ενω­μέ­νους σαν μια γρο­θιά, όχι μόνο αυτούς, όλους τους εργά­τες, θα τους βρει ο καθέ­νας και πάνω του… Ο ένας θα κοι­τά­ει δεξιά, ο άλλος αρι­στε­ρά, κι όλοι μαζί να χορεύ­ουν το χορό που παί­ζουν τα αφε­ντι­κά. Και τού­τος ο πόλε­μος δεν είναι όνει­ρο χει­με­ρι­νής νυκτός, ούτε πόλε­μος τηλε­ο­πτι­κός. Θα είναι πόλε­μος πραγ­μα­τι­κός, με θύμα­τα τους λαούς και θύτες τους καπι­τα­λι­στές και το περί­γυ­ρο τους. Συνέ­χεια του πολέ­μου που διε­ξα­γό­ταν καθη­με­ρι­νά, με άλλα, λιγό­τε­ρο βίαια μέσα…

Άντε όλα τού­τα να τα κατα­λά­βει η Ρηνιώ που το μόνο που την ένοια­ζε ήταν, τι θα βάλει στο τσι­κά­λι της να μαγει­ρέ­ψει, λες και το φαΐ που στε­ρού­νταν εκεί­νοι και η φτω­χο­λο­γιά δεν ήταν ο πλού­τος που συσ­σώ­ρευαν οι καπι­τα­λι­στές. Μια φορά δεν κρα­τή­θη­κε και της το είπε νέτα σκέτα:

Ρηνιώ, αν θες να ‘χου­με φαΐ πρέ­πει να ‘ρθεις στην απερ­γία πριν μας πάρουν και τα βρα­κιά μας και μας βάλουν να σκο­τω­θού­με ανα­με­τα­ξύ μας.

Και η απερ­γία θα μου δώσει εμέ­να φαί; Αέρα κοπα­νι­στό φέρ­νεις όπο­τε πηγαί­νεις… Μπα θες και του λόγου σου αέρα κοπα­νι­στό να σου σερ­βί­ρω από αύριο;

Τ’ ακούς Ρηνιώ; Όσο και να παλεύ­ου­με μονά­χοι, άκρη δεν βρί­σκου­με… Όλοι οι φτω­χοί στο ίδιο καζά­νι βρά­ζου­με… κι άμα βρά­σει το τσι­κά­λι, το καπά­κι θα πετά­ξει, το έχει πει ο Μαρξ και έχει γίνει πράξη.

Μωρέ άσε με εκεί που αρνέ­υ­γω… Μη με βγά­ζεις όξω από τα ρού­χα μου Σαβ­βα­τιά­τι­κα και με κολά­σεις. Ούτε στην εκκλη­σία δεν θα με αφή­σεις να πάω αύριο σατα­νά, ε σατα­νά!. Τρά­βα να βρεις τους υπό­λοι­πους δαι­μο­νι­σμέ­νους στο σωμα­τείο, που τα βρί­σκε­ται, πριν αρχί­σω πάλι για­τί δεν έχω όρε­ξη. Μόνο τράβα!

Όταν την παντρεύ­τη­κε ο Κωστής το ‘ξερε πως η Ρηνιώ δεν είχε ιδέα από πολι­τι­κή και σωμα­τεία, αλλά δεν τον ένοια­ζε και πολύ. Ποτέ άλλω­στε δεν του είχε μπει εμπό­διο στη δική του ενα­σχό­λη­ση και δρά­ση. Η αλή­θεια ήταν πως κι εκεί­νη από μέσα της προ­τι­μή­σου­με να πηγαί­νει ο Κωστής της στο σωμα­τείο, παρά να πηγαί­νει σε κανέ­να καφε­νείο να μπε­κρου­λιά­ζει με τους αργό­σχο­λους. Τώρα όμως τα πράγ­μα­τα ήταν αλλιώς, για­τί είχαν σφί­ξει για τα καλά τα ζωνά­ρια κι ό,τι κι αν έκα­νε ο κακό­μοι­ρος, που δεν έφερ­νε ψωμί στο σπι­τι­κό της, ήταν κακώς καμω­μέ­νο. Εκεί­νο απο­κλει­στι­κά ήταν το κρι­τή­ριο: παίρ­νει λεφτά καλώς είναι καμω­μέ­νο, δεν παίρ­νει καλιά να μην κάνει πρά­μα. Κι όλα ετού­τα γίνο­νταν, ώρες και φορές, ένας κόμπος στο λαρύγ­γι του Κωστή που όλο έλε­γε να πάρει αέρα κι όλο τον έπνιγε.

Έτσι κυλού­σε άσχη­μα και τρα­γι­κά η ζωή τους, ώσπου μια μέρα, μια Τρί­τη μεση­μέ­ρι, χτύ­πη­σε το τηλέ­φω­νο σπά­ζο­ντας τη γενι­κή μελαγ­χο­λία που είχε πέσει στο σπι­τι­κό τους. Η Ρηνιώ παρα­τά­ει το τσι­κά­λι που ‘χε βάλει για να ψήσει λίγα φασό­λια που ‘χε μαζέ­ψει απ’ το περ­βό­λι της η γει­τό­νισ­σα η κυρά Κατί­να και της τα είχε πάει για­τί είχε κατα­λά­βει πως δεν είχαν τίπο­τα σπου­δαίο για φαγη­τό. Αφή­νει η Ρηνιώ το τσι­κά­λι πάνω στη φωτιά να ψήνε­ται το φαΐ και σηκώ­νει το ακου­στι­κό του τηλε­φώ­νου. Από την άλλη άκρη της γραμ­μής ακού­ει μια φωνή να της λέει:

«Η κυρία Παπαδάκη;»

«Ναι, η ίδια» τ’ αποκρίνεται.

«Κυρία Παπα­δά­κη ο άντρας σας είχε ένα μικρό ατύ­χη­μα με το μηχα­νά­κι. Είναι καλά: Μην ανη­συ­χεί­τε. Ελά­τε στα έκτα­κτα του νοσο­κο­μεί­ου να τον παραλάβετε.»

Η Ρηνιώ τα ‘χασε! Αν είναι δυνα­τόν. Ο άντρας της, ο Κωστής της, ο άνθρω­πός της, το καμά­ρι της, ο μερα­κλής της, ο αγω­νι­στή της, ο σύντρο­φός της, να μην γυρί­σει σπί­τι αλλά να πάει στα επεί­γο­ντα… «Άρα­γε να ’χει κάτι σοβα­ρό και να μην της το είπαν… Αλλά αν είχε κάτι σοβα­ρό δεν θα της έλε­γαν να τον παρα­λά­βει… θα της έλε­γαν απλώς να πάει…»

Τη μια σκε­φτό­ταν τα χει­ρό­τε­ρα και την άλλη τα καλύ­τε­ρα… Μέση οδό δεν μπο­ρού­σε να βρει… και το ‘χε δει το κακό όνει­ρο. «Ήτα­νε, λέει, ένας δρό­μος σαν αυτόν έξω απ’ το σπί­τι της, στε­νός και γεμά­τος λακ­κού­βες από λασπό­νε­ρα κι ήτα­νε νύχτα. Κι εκεί­νη πήγαι­νε σιγά σιγά κι ήθε­λε να τον περά­σει μα ήταν αδύ­να­το τόσο μεγά­λες που ήταν οι λακ­κού­βες. Εκεί που περ­πα­τού­σε έντρο­μη, είδε μπρο­στά της τη συχω­ρε­μέ­νη τη μάνα της που κρα­τού­σε από ένα σκοι­νί μια αγε­λά­δα, μια αγε­λά­δα πολύ μεγά­λη που μού­γκρι­ζε αφη­νια­σμέ­νη. Κι εκεί που προ­χω­ρού­σε, ακού­ει τη μάνα της να της λέει: «Μη φοβά­σαι παι­δί μου, μα θα κάνω πολ­λά χρό­νια να σ’ αντα­μώ­σω, μόνο πρό­σε­χε!» και μόλις τελειώ­νει, εξα­φα­νί­ζο­νται οι μάνα, η αγε­λά­δα και οι λακ­κού­βες και ο δρό­μος γίνε­ται βατός για να περά­σει η Ρηνιώ».

Κι όπως έσβη­νε το όνει­ρο πετά­χτη­κε απά­νω η Ρηνιώ κι έμπη­ξε τις φωνές:

«Κωστή, Κωστή, η μάνα μου με καλεί κοντά της!»

«Δεν είναι τίπο­τα Ρηνιώ, κοι­μή­σου!» της απο­κρί­θη­κε εκείνος.

«Το ‘δα σου λέω στ’ όνειρο…»

«Κοι­μή­σου, κι αύριο το πρωί τα συζη­τά­με.» είπε εκεί­νος κι άλλα­ξε πλευρό.

Ξύπνη­σε βέβαια από το φόβο της η Ρηνιώ, αλλά τα καθη­συ­χα­στι­κά λόγια του Κωστή τη μαλά­κω­σαν κάπως κι έτσι μπό­ρε­σε να κλεί­σει τα μάτια της, δυο τρεις ώρες ακό­μα, ώσπου να ξημερώσει.

Αλλά τώρα, καθώς ετοι­μα­ζό­ταν στο πι και φι για ο νοσο­κο­μείο, μαύ­ρα φίδια την έζω­ναν. «Αν έχει ο Κωστής της κάτι σοβα­ρό, ποιος άρα­γε θα την ηρε­μή­σει; Αν η ζωή της, η ανά­σα της, η ανα­πνοή της έχει κάτι σοβα­ρό, ποιος θα της βρε­θεί; Και που θα βρού­με λεφτά να πλη­ρώ­σου­με τους για­τρούς; Άρα­γε, θα χρεια­στούν θερα­πεί­ες και φάρ­μα­κα και πώς θα τα αγο­ρά­σου­με; Εδώ, καλά-καλά, δεν μπο­ρού­με να ζήσου­με..» Σκε­φτό­ταν καθώς κατέ­βαι­νε τις σκά­λες για να βγει τρέ­χο­ντας λίγο παρα­κά­τω, στην κεντρι­κή λεω­φό­ρο, να πάρει ταξί για το νοσοκομείο.

Κι ύστε­ρα, του ‘ριχνε μέσα της την ευθύ­νη για ό,τι συνέ­βαι­νε και σιγο­ψι­θύ­ρι­ζε: «Ανα­θε­μα­τι­σμέ­νη η ώρα που ‘φυγε το πρωί, και του το ‘πα: Έχε το νου σου για­τί η συχω­ρε­μέ­νη μου στεί­λε σημά­δι! Αλλά δεν άκου­σε ο κερα­τάς, που να τον πάρει ο διά­ο­λος να τον σηκώ­σει. Σε τέτοιους μπε­λά­δες που μας βάζει, τέτοια επο­χή! Τον και­ρό διά­λε­ξε ο ψευ­το­ε­πα­να­στά­της… την ώρα διά­λε­ξε ο αναθεματισμένος!»

Έπει­τα ανα­ρω­τιό­νταν «ο Κωστής μου είναι έμπει­ρος οδη­γός, πώς στο καλό χτύ­πη­σε; Αυτός οδη­γεί παπά­κι εδώ και τριά­ντα κοντά χρό­νια, και λίγα λέω πως στο καλό έγι­νε ό,τι έγι­νε;» Χτύ­πη­σε, τον χτύ­πη­σαν ιδέα δεν είχε. Κι ούτε την ένοια­ζε προς το παρόν. Εκεί­νο που την έκαι­γε τώρα ήταν «ο άντρας της να ‘ναι καλά… Α, και να μην του μεί­νει κου­σού­ρι… Βοή­θη­σέ με Πανα­γία μου, βοή­θη­σέ τον κι αυτόν τον άπι­στο κι εγώ θα του αλλά­ξω μυα­λά, θα τον κάνω να πιστέ­ψει Πανα­γία μου, βοή­θη­σέ μας… τι είναι αυτό που μας βρή­κε Πανα­γία μου, δεν μας έφτα­ναν όλα τα άλλα;» διε­ρω­τό­ταν μέσα της και τα μάτια της έτρε­χαν ποταμός…

Ύστε­ρα συλ­λο­γί­στη­κε την κατά­στα­σή τους, το Σωμα­τείο που τους πήγαι­νε συχνά πυκνά τρό­φι­μα και πιο αραιά ρού­χα, την επα­να­σύν­δε­ση του ρεύ­μα­τος, που είχαν πετύ­χει μετά από δια­μαρ­τυ­ρία στη ΔΕΗ, τους συντρό­φους που τους καλού­σαν στα σπί­τια τους για να γελά­σει λίγο το χει­λά­κι τους, και μονο­λό­γη­σε: «Ανά­θε­μά σε τύραν­νε, ανά­θε­μά σε… Εδά θα με κάνεις να πιστέ­ψω τον κομ­μου­νι­σμό. Αυτό μόνο μού λείπει…»

Μετά από λίγη ώρα περι­συλ­λο­γής και σιω­πής η Ρηνιώ μήτε έκλαι­γε, μήτε γελού­σε, μόνο κοί­τα­ζε έξω από το τζά­μι του ταξί παρα­τη­ρώ­ντας τη φτω­χο­λο­γιά που πηγαι­νόρ­χο­νταν στους δρό­μους. Λες κι ήταν σε αφα­σία… Κι εκεί που έβλε­πε γύρω τρι­γύ­ρω την φτώ­χια και την απελ­πι­σία ζωγρα­φι­σμέ­νη στα πρό­σω­πα των ανθρώ­πων που συνα­ντού­σε το ταξί στο δρό­μο του, ολο­κλή­ρω­σε τις σκέ­ψεις της, που φεγ­γο­βο­λού­σαν τώρα κι άστρα­φταν και πλημ­μύ­ρι­ζαν φωτιά το μέσα της:

«Ας είναι καλά και θα πάω κι εγώ να γρα­φτώ στο Σωμα­τείο… Μόνο να ‘ναι καλά ο άντρας μου, ο σύντρο­φός μου! Μόνο να ‘ναι καλά!»

Βαγ­γε­λιώ Καρακατσάνη

Συγ­γρα­φέ­ας. Πρό­ε­δρος Δ.Σ. ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ, σωμα­τείο ενά­ντια στην προ­κα­τά­λη­ψη για τις ψυχι­κές δια­τα­ρα­χές. Αντι­πρό­ε­δρος Δ.Σ. Συλ­λό­γου Γυναι­κών Αρχα­νών (μέλος της ΟΓΕ)

Αφιε­ρω­μέ­νο στην 4η Πανελ­λα­δι­κή Συν­διά­σκε­ψη του ΠΑΜΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο