Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ξύλινης γλώσσας, το εγκώμιο

Γρά­φει το Σπα­σμέ­νο Παρά­θυ­ρο //

Σε και­ρούς που ευδιά­κρι­τες έννοιες συγ­χέ­ο­νται στο δημό­σιο λόγο, όπως κομ­μου­νι­σμός και νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, είναι ανα­με­νό­με­νο να υπάρ­χει σύγ­χυ­ση και σε έννοιες με πιο λεπτές δια­φο­ρές. Όταν ακούς τον Κατρού­γκα­λο να αυτο­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται κομ­μου­νι­στής, ενώ πετσο­κό­βει συντά­ξεις χαμη­λο­συ­ντα­ξιού­χων κατα­λα­βαί­νεις ότι ο πολι­τι­κός αναλ­φα­βη­τι­σμός προ­ω­θεί­ται από τα πάνω. Και ακό­μα περισ­σό­τε­ρο γίνε­ται εμφα­νές πως η σύγ­χυ­ση αυτή, εξυ­πη­ρε­τεί την κυρί­αρ­χη ρητορική.

Σε αυτό το άρθρο ασχο­λού­μα­στε με τις δια­φο­ρές ανά­με­σα στις έννοιες της ξύλι­νης γλώσ­σας και του κενού πολι­τι­κού λόγου. Δύο ορι­σμοί που βρή­κα­με για την ξύλι­νη γλώσ­σα είναι οι παρακάτω:

“Ξύλι­νη” ονο­μά­ζου­με συνή­θως υπο­τι­μη­τι­κά τη γλώσ­σα, που περι­λαμ­βά­νει λέξεις που δεν κατα­λα­βαί­νου­με, ή που δεν θέλου­με να κατα­λά­βου­με. Αρκε­τές φορές πρό­κει­ται για επι­στη­μο­νι­κούς όρους που ποτέ σε διδα­χθή­κα­με, ή τους διδα­χθή­κα­με λαθεμένα.

dioti.gr

Ξύλι­νη γλώσ­σα ονο­μά­ζε­ται ένας τρό­πος έκφρα­σης βασι­σμέ­νος σε κωδι­κο­ποι­η­μέ­νες και τυπο­ποι­η­μέ­νες εκφρά­σεις, κοι­νο­το­πιών, κυρί­ως ανα­φε­ρό­με­νος σχε­τι­κά με τη γλώσ­σα των πολι­τι­κών. Η έκφρα­ση «ξύλι­νη γλώσ­σα» στα ελλη­νι­κά δημιουρ­γή­θη­κε στις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες του δεύ­τε­ρου μισού του 20ού αιώ­να, ως γλωσ­σι­κό δάνειο από τη γαλ­λι­κή φρά­ση «langue de bois», φρά­ση που χρη­σι­μο­ποιεί­ται συνή­θως με ανα­φο­ρές στη γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιού­σαν τα κομ­μου­νι­στι­κά καθε­στώ­τα αλλά και τα αντί­στοι­χα κόμ­μα­τα στην Ευρώ­πη. Με τη σει­ρά της η γαλ­λι­κή φρά­ση «langue de bois» άρχι­σε να χρη­σι­μο­ποιεί­ται τη δεκα­ε­τία του 1980, με βάση αντί­στοι­χη πολω­νι­κή έκφρα­ση που προ­ϋ­πήρ­χε στη Ρωσία.

wikipedia.org

Πολύ συχνά όμως η έννοια της ξύλι­νης γλώσ­σας συγ­χέ­ε­ται με τον κενό πολι­τι­κό λόγο τον οποίο εμείς ορί­ζου­με ως έναν θεα­τρι­νι­σμό που προ­φα­σί­ζε­ται τη σοβα­ρό­τη­τα, την αρε­τή και την εποι­κο­δο­μη­τι­κό­τη­τα, χωρίς όμως να περιέ­χει την ουσία τους.

Χάρη σε αυτή τη σύγ­χυ­ση μέρος της κοι­νής γνώ­μης κατα­λή­γει να δίνει τον ορι­σμό που βλέ­που­με στο slang.gr

Οι στε­ρε­ό­τυ­πες, δογ­μα­τι­κές, κενές περιε­χο­μέ­νου πλην πάντα καμα­ρω­τές κασέ­τες πολι­τι­κών, δημο­σιο­κά­φρων, συν­δι­κα­λι­στών και πάσης φύσε­ως ‑πατέ­ρων και λοι­πών δημο­κρα­τι­κών δυνάμεων.

Σε καμία περί­πτω­ση δεν θεω­ρού­με πώς το slang.gr είναι ο από­λυ­τος εκφρα­στής της κοι­νής γνώ­μης αλλά πιστεύ­ου­με και από την εμπει­ρία μας, πως εκφρά­ζει μέρος της στη συγκε­κρι­μέ­νη περίπτωση.

Μπο­ρεί κανείς να εντο­πί­σει δύο ομοιό­τη­τες ανά­με­σα στην ξύλι­νη γλώσ­σα και τον κενό πολι­τι­κό λόγο. Αφε­νός είναι και οι δύο δυσ­νό­η­τοι και αφε­τέ­ρου χρη­σι­μο­ποιούν δύσκο­λες λέξεις. Ορι­σμέ­νες φορές μάλι­στα μπο­ρεί να είναι δυσ­νό­η­τοι ακρι­βώς επει­δή χρη­σι­μο­ποιούν δύσκο­λες λέξεις, αλλά ενί­ο­τε μπο­ρεί να είναι δυσ­νό­η­τοι και λόγω δόμησης.

Όμως υπάρ­χουν και δια­φο­ρές που δια­κρί­νουν αυτά τα δύο είδη λόγου, φέρ­νο­ντας τα μάλι­στα σε αντί­θε­ση μετα­ξύ τους.

Η ξύλι­νη γλώσ­σα χρη­σι­μο­ποιεί ορο­λο­γία της πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας με στό­χο να επι­κοι­νω­νή­σει δύσκο­λα νοή­μα­τα. Από την άλλη ο κενός πολι­τι­κός λόγος είναι επι­τη­δευ­μέ­να δυσ­νό­η­τος, με στό­χο να συσκο­τί­σει το περιε­χό­με­νο του, ή την έλλει­ψη αυτού.

Η ξύλι­νη γλώσ­σα έχει στό­χο να ανοί­ξει μία πολύ­πλο­κη συζή­τη­ση με τον ακρο­α­τή και να οδη­γή­σει στην ανά­λυ­ση του περιε­χο­μέ­νου της. Ο κενός πολι­τι­κός λόγος έχει ως στό­χο να απο­τρέ­ψει τον ακρο­α­τή από όποια ανά­λυ­ση, ορθώ­νο­ντας ένα δυσπρο­σπέ­λα­στο γλωσ­σι­κό τείχος.

Η ξύλι­νη γλώσ­σα απαι­τεί από τον ομι­λη­τή να είναι μετρη­μέ­νος στις εκφρά­σεις του ώστε να μην ξεφύ­γει ο διά­λο­γος από τα πλαί­σια της δια­λε­κτι­κής. Ο κενός πολι­τι­κός λόγος από την άλλη, ανα­βλύ­ζει ξιπα­σιά και επίτηδευση.

Ένα παρά­δειγ­μα που μπο­ρού­με να αντλή­σου­με από την επι­και­ρό­τη­τα, είναι ο σχο­λια­σμός της επί­σκε­ψης Ομπά­μα από δύο δια­φο­ρε­τι­κά μέσα ενη­μέ­ρω­σης. Στο Ριζο­σπά­στη, δια­βά­ζου­με:

Πολ­λή συζή­τη­ση έγι­νε όμως και για τη «γεω­πο­λι­τι­κή ισχύ» της χώρας, με αφορ­μή τις επι­σκέ­ψεις Λαβρόφ και Ομπά­μα. Ετσι αρέ­σκε­ται να ονο­μά­ζει η κυβέρ­νη­ση τη βαθύ­τε­ρη εμπλο­κή της στους ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κούς αντα­γω­νι­σμούς, προς όφε­λος των οικο­νο­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων που δρα­στη­ριο­ποιού­νται στη χώρα, εν μέσω «δια­σταυ­ρού­με­νων πυρών» σε όλα το τόξο από την Ουκρα­νία έως τη Βόρεια Αφρική.

ενώ στην Αυγή:

Παρά το γεγο­νός ότι στο εσω­τε­ρι­κό μέτω­πο η εικό­να κατα­στρο­φο­λο­γί­ας πολ­λές φορές επι­κρα­τεί, είτε από την αντι­πο­λί­τευ­ση είτε από μερί­δα των ΜΜΕ, από πολ­λούς ξένους παρά­γο­ντες ανα­γνω­ρί­ζε­ται ότι έχει βρε­θεί ένας πραγ­μα­τι­κός δίαυ­λος επι­κοι­νω­νί­ας με την παρού­σα κυβέρ­νη­ση για πολι­τι­κά ή οικο­νο­μι­κά ζητή­μα­τα. Έτσι φαί­νε­ται να απο­τε­λεί κοι­νό τόπο για τους ισχυ­ρούς παί­κτες της παγκό­σμιας σκα­κιέ­ρας ότι μπο­ρεί η Ελλά­δα να βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο του ‑κατά Κοτζιά- τρι­γώ­νου της αστά­θειας, εντού­τοις (ή, ακό­μα, ακρι­βώς γι’ αυτόν τον λόγο) το μικρό και νευ­ραλ­γι­κό κομ­μά­τι αυτό του κόσμου θα πρέ­πει να παρα­μεί­νει σταθερό.

Με βάση τα παρα­πά­νω απο­κτά­με και μία πρώ­τη ιδέα για τις αιτί­ες αυτής της σύγχυσης.

Και τα δύο είδη λόγου είναι εκ των πραγ­μά­των δυσ­νό­η­τα, με δια­φο­ρε­τι­κούς βέβαια τρό­πους το ένα από το άλλο.

Η αστι­κή τάξη ωφε­λεί­ται από αυτή τη σύγ­χυ­ση και την προ­ω­θεί προ­πα­γαν­δι­στι­κά. Κάνει την πολι­τι­κή να φαντά­ζει σαν κάτι το πολύ­πλο­κο και από­μα­κρο για την “πλέ­μπα”. Από την άλλη χρω­μα­τί­ζει αρνη­τι­κά, όποια από­πει­ρα γίνε­ται για τη δια­τύ­πω­ση των αιτη­μά­των της εργα­τι­κής τάξης με όρους πολι­τι­κής οικονομίας.

Και ο ίδιος ο ακρο­α­τής πολ­λές φορές πέφτει στην παγί­δα να ακο­λου­θή­σει τον εύκο­λο δρό­μο και να χαρα­κτη­ρί­σει ως κενό νοή­μα­τος, κάτι που δεν κατα­λα­βαί­νει αντί να επι­μορ­φω­θεί σχε­τι­κά με αυτό.

Ο λαϊ­κι­σμός στη­λι­τεύ­ει την ξύλι­νη γλώσ­σα και όταν θέλει να φανεί σοβα­ρός, κατα­φεύ­γει στον κενό πολι­τι­κό λόγο.

Είχα­με ένα σάπιο κομ­μα­τι­κό σύστη­μα το οποίο έβα­ζε τις παθο­γέ­νειες κάτω από το χαλί

Βασί­λης Λεβέντης

Ο κενός πολι­τι­κός λόγος όμως δεν είναι απο­κλει­στι­κό προ­νό­μιο του λαϊ­κι­σμού. Η ψευ­το­κουλ­τού­ρα που θέλει να ντυ­θεί το μαν­δύα της σοβα­ρο­φά­νειας, προ­σπα­θεί να υιο­θε­τή­σει την ορο­λο­γία της ξύλι­νης γλώσ­σας, χωρίς όμως να μετα­φέ­ρει κάποιο μήνυ­μα, μετα­τρέ­πο­ντας την σε κενό πολι­τι­κό λόγο:

Αν ο καπι­τα­λι­σμός μπό­ρε­σε να λει­τουρ­γή­σει και να ανα­πτυ­χθεί στο παρελ­θόν, αυτό έγι­νε επει­δή κλη­ρο­νό­μη­σε μια σει­ρά ανθρω­πο­λο­γι­κών τύπων τους οποί­ους ΔΕΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ Ο ΙΔΙΟΣ: αδιά­φθο­ρους δικα­στές, ακέ­ραιους δημό­σιους υπαλ­λή­λους ικα­νούς να υπη­ρε­τούν το κοι­νό καλό, εκπαι­δευ­τι­κούς αφο­σιω­μέ­νους στο καθή­κον τους, εργά­τες για τους οποί­ους η δου­λειά ήταν –παρά τις σκλη­ρές συν­θή­κες- πηγή αξιο­πρέ­πειας και υπε­ρη­φά­νειας κλπ

Κορ­νή­λιος Καστοριάδης

Στην τελι­κή όμως, η χρή­ση της ξύλι­νης γλώσ­σας από μόνη της, δεν εξα­σφα­λί­ζει ότι αυτό το οποίο λέγε­ται είναι και σωστό. Μόνο ότι μπο­ρεί να μιλή­σει ο ομι­λη­τής για θέμα­τα πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας χωρίς να τα ορί­σει από την αρχή.

Αυτά
Σπα­σμέ­νο Παράθυρο

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο