Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαξίμ Γκόρκι: Στη φάτνη του θρύλου του

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Αρχές καλο­και­ριού του 1967 ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος  με την « ηλε­κτρο­κί­νη­τη γαλέ­ρα» που φέρει το όνο­μα του Λένιν, φτά­νει  στο λιμά­νι του  Κάτω Νόβγκο­ροντ, την πολι­τεία που πήρε το όνο­μα Γκόρ­κι. Στην πεντά­ω­ρη παρα­μο­νή του περι­η­γεί­ται τη μεγά­λη πόλη και κάνει μια  στά­ση στο σπί­τι όπου έζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια του χρό­νια ο Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς Πεσκώφ, ο Γκόρκι.

gkorki2

[…] Το επι­σκε­πτή­ριο ανά την πόλη Γκόρ­κι το κλεί­σα­με στο σπί­τι του γέρο – Κασί­ριν, εκεί που έζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια ο Αλιό­σα Πεσκώφ.

Πολ­λά μπο­ρεί νάχει δια­βά­σει κανείς για το Γκόρ­κι, αλλά ένα πέρα­σμα από τα θαμπά χαμη­λο­τά­βα­να καμα­ρά­κια του σπι­τιού είναι μια γνω­ρι­μία από την αρχή. Το βαρύ χνώ­το των περα­σμέ­νων νιώ­σα­με να μας παίρ­νει στο πρό­σω­πο πριν ακό­μη δρα­σκε­λί­σου­με το κατώ­φλι του. Ο Γκόρ­κι γρά­φει στα «Παι­δι­κά Χρό­νια»  πώς πρω­το­εί­δε το σπί­τι του παπ­πού του, καθώς ανέ­βαι­ναν τον ανή­φο­ρο από το λιμά­νι όλο μαζί το συγ­γε­νο­λόι: ένα χαμη­λό μονό­πα­το σπι­τά­κι πασα­λειμ­μέ­νο με άθλια ροδο­μπο­γιά, η σκε­πή βου­λιαγ­μέ­νη σαν κάποιος να την πάτη­σε από πάνω, τα παρά­θυ­ρα τιναγ­μέ­να έξω από τους τοί­χους σα γουρ­λω­μέ­να μάτια. Έτσι περί­που είναι και τώρα. Ένα παλιό φανά­ρι στην αυλό­πορ­τα, το πεζο­δρό­μιο στρω­μέ­νο με τού­βλα όπως ήταν τότε, στον ξύλι­νο τοί­χο κάποιες παλιές ταμπέ­λες. Είναι μου­σείο, παράρ­τη­μα του κεντρι­κού μου­σεί­ου που λει­τουρ­γεί στην πόλη, σ’ ένα παλιό αρχοντικό.

Θα δρα­σκε­λί­σου­με την ξύλι­νη αυλό­πορ­τα αφή­νο­ντας να μας ξενα­γή­σει η μνήμη:

«Βρέ­θη­κα στην αυλή. Ήταν όλα άθλια κι εκεί μέσα: παντού κρέ­μο­νταν μεγά­λα μου­σκε­μέ­να πανιά, παντού κάδες με πηχτές μπο­γιές όπου ήταν πετα­μέ­να ρού­χα να μου­σκεύ­ουν. Στη γωνιά μέσα σ’ ένα χαμη­λό μισο­σκε­πα­σμέ­νο χαγιά­τι έκαι­γε η φωτιά, κάτι έβρα­ζε εκεί, κάτι κόχλα­ζε κι ένας άνθρω­πος που δεν φαι­νό­ταν φώνα­ζε κάτι παρά­ξε­να λόγια:

- Σου­λι­μάς, φου­ξί­να, βιτριόλι…»

Όλα αυτά, δηλα­δή το χαγιά­τι, οι φούρ­νοι, τα καζά­νια είναι σήμε­ρα στη θέση τους, αλλά σε απο­μα­χία, στε­γα­σμέ­να κάτω από ξύλι­νο παρά­πηγ­μα. Στην πόρ­τα δια­βά­ζου­με, γραμ­μέ­νη με παλιούς ρωσι­κούς χαρα­κτή­ρες, την επι­γρα­φή της επι­χεί­ρη­σης του γερο – Κασί­ριν: «Β α φ ε ί ο ν».

Όποιος κρα­τά­ει λίγο – πολύ στη μνή­μη του τα περι­στα­τι­κά που γνω­ρί­ζου­με από το βιβλίο, νιώ­θει αμέ­σως πως βρί­σκε­ται σε γνώ­ρι­μο περι­βάλ­λον. Άλλω­στε ο καθέ­νας μπαί­νο­ντας εδώ ξανα­γυ­ρί­ζει κατά κάποιο τρό­πο στα δικά του παι­δι­κά χρό­νια, όπως τότε που πρω­το­διά­βα­ζε Γκόρ­κι. Είμα­στε στην αυλή των θαυ­μά­των, εντοι­χι­σμέ­νοι στο απο­πνι­χτι­κό παρελ­θόν , μετα­ξύ κάποιου μαντρό­τοι­χου και του ξύλι­νου γέρι­κου σπι­τιού. Το βαφείο, το αχού­ρι των Κασί­ριν, θα μας θυμί­σει ένα από τα δυνα­τό­τε­ρα επει­σό­δια, τη σκη­νή της πυρ­κα­γιάς. Οι νυχτε­ρι­νές φλό­γες της σα να μας φωτί­ζουν και τώρα τον ζωντα­νό­τε­ρο ίσως τύπο του Γκόρ­κι, τη γριά Ακου­λί­να, την ενσαρ­κω­μέ­νη μοί­ρα της Ρωσί­δας με την πλα­τιά ψυχή, την αγά­πη προς όλα και όλους και την απί­θα­να δυνα­τή θέλη­ση που ξυπνά­ει και θαυ­μα­τουρ­γεί στις κρί­σι­μες ώρες, όταν οι άλλοι, οι «θρα­σείς εν ειρή­νη», έχουν παρα­λύ­σει και αφε­θεί στη μοί­ρα τους. Ο Γκόρ­κι έγρα­ψε την Τρι­λο­γία του όταν ήταν πια διά­ση­μος σ’ όλο τον κόσμο. Η αυτο­βιο­γρα­φία του δεν είναι μόνο μια ολο­ζώ­ντα­νη αφή­γη­ση, αλλά κι ένα σοφά συγκρο­τη­μέ­νο βιβλίο. Η σοφία του βρί­σκε­ται στο ότι μας φέρ­νει σε άμε­ση επι­κοι­νω­νία με την αφη­γη­μα­τι­κή μαγεία των γεγο­νό­των, τα οποία όμως έχουν φιλ­τρα­ρι­στεί και ανα­σκευα­στεί από το χέρι του μάστο­ρα. Όταν ο Γκόρ­κι καθό­ταν να γρά­ψει τη βιο­γρα­φία του ήξε­ρε πως η ρωσι­κή λογο­τε­χνία είχε μια μεγά­λη παρά­δο­ση πάνω στο είδος αυτό – έφτα­νε και περίσ­σευε η παι­δι­κή τρι­λο­γία του Τολ­στόι. Η προ­σπά­θειά του αφά­ντα­στα δύσκο­λη, έπρε­πε να γρά­ψει κι όχι απλώς να αφη­γη­θεί τη ζωή του.

«Ποτέ άλλο­τε μπρο­στά σε κάθε τίμιο Ρώσο δεν έστε­καν τόσα πολ­λά και μεγά­λα καθή­κο­ντα όσα σήμε­ρα κι έχει μεγά­λη σημα­σία τώρα να μιλή­σου­με για το παρελ­θόν όχι γι’ άλλο λόγο μα ίσα – ίσα για να φωτί­σου­με τους δρό­μους του μέλλοντος»

- με αυτή τη σκέ­ψη ο Γκόρ­κι καθό­ταν το 1911 να γρά­ψει το μυθι­στό­ρη­μά του. Όλα τα καθέ­κα­στα του έργου είναι περα­σμέ­να από τη σκέ­ψη αυτή, έχουν μου­σκέ­ψει με το νόη­μά της, όπως μού­σκευαν μέσα στα καζά­νια με τις μπο­γιές οι αλα­τζά­δες της πελα­τεί­ας του γερο – Κασί­ριν. Γι’ αυτό το λόγο το μήνυ­μα του έργου του είναι πλα­τύ­τε­ρο από μια βιο­γρα­φία, είναι ο δρό­μος των βασά­νων της λαϊ­κής ζωής στη Ρωσία, ο ταπει­νός άνθρω­πος που ξεκι­νά­ει έρπο­ντας για να ανέ­βει σιγά – σιγά μέχρι τη συνεί­δη­ση της ζωής του και της ανά­γκης να αγω­νι­στεί γι’ αυτήν. Σε άλλα αυτο­βιο­γρα­φι­κά έργα Ρώσων λογο­τε­χνών δε θα δού­με αυτή τη στε­νή σχέ­ση  του μικρού ήρωα με τη ζωή του φτω­χού λαού. Η ψυχή του Αλιό­σια, ένα φύλ­λο πάνω στο δέντρο, σαλεύ­ει όπως και τ’ άλλα φύλα: Αλλά και στο φτω­χό­σπι­το όπου μπαί­νου­με δεν θα ψηλα­φή­σου­με μόνο πώς ξεκι­νού­σε εκεί­να τα χρό­νια ο Γκόρ­κι. Στο εσω­τε­ρι­κό του, στα ταπει­νά υπάρ­χο­ντά του, είναι απο­τυ­πω­μέ­νη η μοί­ρα της ρωσι­κής φτω­χο­λο­γιάς που δε φαί­νε­ται να είχε καμ­μιά ουσια­στι­κή δια­φο­ρά από το πώς ζού­νε τη ζωή τους οι φτω­χοί σ΄όλη τη γη. Το σπί­τι είναι κι ένα μου­σείο της ρωσι­κής φτώχειας.

Αλλά μας ενδια­φέ­ρει τώρα ο Γκόρ­κι. Θα επω­φε­λη­θού­με να ρίξου­με μια προ­σε­χτι­κό­τε­ρη ματιά, αφού βρε­θή­κα­με σήμε­ρα στη φάτ­νη του θρύ­λου του. Ο ίδιος γρά­φει στα «Παι­δι­κά Χρόνια»:

«…Το σπί­τι του παπ­πού μου είχε φλο­μώ­σει από την έχθρα που ένιω­θαν εκεί μέσα όλοι για όλους. Το μίσος είχε ποτί­σει ακό­μη και τα μικρά παι­διά. Σπά­νια κάποιος γελού­σε εδώ μέσα κι όπο­τε γελού­σαν μου ήταν αδύ­να­το να κατα­λά­βω για­τί γελάν. Βρί­ζο­νταν, φώνα­ζαν, όλο κάτι κρυ­φο­ψι­θύ­ρι­ζαν στις γωνιές. Τα παι­διά ήταν μου­λω­χτά, ζού­σαν μέσα στο σπί­τι δίχως να τα βλέ­πουν οι άλλοι, ήταν κολ­λη­μέ­να χάμω όπως η σκό­νη μετά τη βρο­χή. Εγώ ένιω­θα ξένος εκεί, η ζωή αυτή έκα­νε την ψυχή μου να κρα­τιέ­ται άγρυ­πνη σα να μου έκα­ναν συνέ­χεια ενέ­σεις. Ξυπνού­σε μέσα μου την καχυ­πο­ψία, μ’ έκα­νε να στρέ­φω παντού το βλέμ­μα με προ­σο­χή ακοίμητη…».

Ο Γκόρ­κι είναι ο αυτο­δη­μιούρ­γη­τος – οι ενέ­σεις της απο­ρί­ας μπρο­στά στο αίνιγ­μα της ζωής και των ανθρώ­πων που τις ένιω­θε  μέρα νύχτα εδώ, σ’ αυτό το σπί­τι, πρω­το­ξύ­πνη­σαν την ευαι­σθη­σία, την παρα­τή­ρη­ση, την πικρή γνώ­ση. Πολ­λά, πάρα πολ­λά πράγ­μα­τα απ’ όλον τον κατο­πι­νό Γκόρ­κι « εδώ έχουν την αρχήν των». Λένε πως κάπο­τε ο Αντρέ­γιεβ του είπε:

- «Η φύση, Αλε­ξέι, δε σε προί­κι­σε με ταλέ­ντο, το έφτια­ξες μονά­χος σου»

- «Το ξέρω, του απά­ντη­σε ο Γκόρ­κι. Εγώ είμαι το υπο­ζύ­γιο της ρωσι­κής λογοτεχνίας». 

Η ζωή του Γκόρ­κι είναι αδιά­κο­πη μαθη­τεία, από την πλευ­ρά αυτή το δίδαγ­μα του θα μένει για μας εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρον. Ο Γκόρ­κι είναι ο κλασ­σι­κός που ζωγρά­φι­σε τη ζωή του ρωσι­κού λαού, ο βάρ­δος των πρώ­των επα­να­στα­τι­κών αγώ­νων των Ρώσων προ­λε­τα­ρί­ων. Τον έχουν πει και αλμπα­τρό της σοσια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης. Αυτά είναι σωστά. Για να φτά­σει όμως ως εκεί το φτω­χό­παι­δο από το Κάτω Νόβγκο­ροντ δού­λε­ψε σκλη­ρά. Τα μεγά­λα προ­βλή­μα­τα της επο­χής του τα είδε από υψη­λό επί­πε­δο πνευ­μα­τι­κής και καλ­λι­τε­χνι­κής καλ­λιέρ­γειας. Αυτό είναι το κατόρ­θω­μά του. Τότε που ο Γκόρ­κι τρα­βού­σε των παθών του τον τάρα­χο σ’ αυτό το σπί­τι, βασί­λευε στο Κάτω Νοβγο­ρόντ ο μεγα­λέ­μπο­ρος Μπου­γκρώφ, ένας απί­θα­νος τύπος αυτο­δη­μιούρ­γη­του επι­χει­ρη­μα­τία, αγράμ­μα­του, αλλά πανέ­ξυ­πνου και παρά­τολ­μου στις δου­λειές του. Μάζευε με ικα­νό­τη­τα το ρού­βλι. Μα ένιω­θε και τους κιν­δύ­νους , που απει­λού­σαν τα πλού­τη του και την τάξη του από τις λαϊ­κές φτω­χές τάξεις. Ήταν ο μέγας ληστής και ο μέγας φιλάν­θρω­πος της περιο­χής – τάι­ζε τους φτω­χούς για να μη τον γδύ­σουν. Ο Γκόρ­κι είχε και αυτός πάρει από το χέρι του κάποιο βοή­θη­μα, τότε που ήταν ένας ξυπό­λη­τος πιτσι­ρί­κος και είχε κοι­μη­θεί στο σπί­τι των αστέ­γων που λει­τουρ­γού­σε με τα έξο­δα του Μπου­γκρώφ σε μια πλα­γιά, κάτω από τεί­χη του αρχαί­ου Κρεμ­λί­νου. Αργό­τε­ρα όταν τύπω­σε τα πρώ­τα του βιβλία, έγι­ναν με τον Μπου­γκρώφ φίλοι. Κι αυτός δεν έπαυε να τον ρωτά κάθε φορά που συνα­ντιό­νταν: Πώς τα κατά­φε­ρες να γίνεις τέτοιος σπου­δαί­ος άνθρω­πος εσύ,  έ ν α ς  α π ό  ε κ ε ί ν ο υ ς  — ένας δηλα­δή από τη μάζα των αθλί­ων που ζού­νε με όσα πετώ εγώ;

Και θα μετα­φέ­ρου­με εδώ κι ένα από­σπα­σμα από τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του Κορ­νέι Τσουκόφσκι:

«…Από τότε που δου­λεύ­α­με μαζί με το Γκόρ­κι είχα κατα­λά­βει πως ήξε­ρε καλύ­τε­ρα από τον καθέ­να μας τα πιο άγνω­στα κατα­τό­πια της ρωσι­κής λογο­τε­χνι­κής ιστο­ρί­ας. Πεί­στη­κα πως ξέρει έως τις λεπτό­τα­τες απο­χρώ­σεις τους τα διά­φο­ρα «ρεύ­μα­τα», «κατευ­θύν­σεις» και «τάσεις», τα οποία συν­θέ­τουν την ιστο­ρία της λογο­τε­χνί­ας. Το βυρω­νι­σμό, το νατου­ρα­λι­σμό, το συμ­βο­λι­σμό, όλους τους κάθε λογής ισμούς τους έπαι­ζε στα δάχτυλα.

Όσο κι αν φαί­νε­ται παρά­ξε­νο, μερι­κούς συγ­γρα­φείς τότε τους πεί­ρα­ζε η απέ­ρα­ντη ευρυ­μά­θειά του. Ένας απ’ αυτούς μου έλε­γε πριν ακό­μα γνω­ρί­σω από κοντά το Γκόρκι:

- Μας λένε πως είναι αλμπατρός…πρόκειται όμως για έναν βιβλιο­πό­ντι­κα, έναν παπα­γά­λο, που έμα­θε από­ξω όλη την εγκυ­κλο­παί­δεια του Μπρογ­χά­ουζ από το άλφα μέχρι το ωμέγα.

Οι άνθρω­ποι αυτοί, συνε­χί­ζει ο Τσου­κόφ­σκι, δεν μπο­ρού­σαν να κατα­λά­βουν ότι μεγά­λος, αλη­θι­νά προ­λε­τα­ρια­κός ποι­η­τής μπο­ρεί να είναι μόνο ένας συγ­γρα­φέ­ας μέγι­στης κουλ­τού­ρας, ένας άρι­στα μορ­φω­μέ­νος άνθρω­πος της επο­χής του και ότι μόνο το «έμφυ­το» και το « αυθόρ­μη­το» δεν επαρκεί».

Η συνερ­γα­σία του απο­μνη­μο­νευ­μα­το­γρά­φου με το Γκόρ­κι άρχι­σε το 1918 στην Πετρού­πο­λη, τότε που ο Γκόρ­κι ίδρυ­σε την «Παγκό­σμια λογο­τε­χνία», ένα  εκδο­τι­κό που έμελ­λε να εκδώ­σει στα ρωσι­κά τα αρι­στουρ­γή­μα­τα της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας. Επι­κε­φα­λής ορί­στη­κε ένα «επι­στη­μο­νι­κό συμ­βού­λιο». Πρό­ε­δρος ο Γκόρ­κι. Σύμ­βου­λοι οι καλύ­τε­ροι γνώ­στες της ξένης λογο­τε­χνί­ας – της ινδι­κής ο ακα­δη­μαϊ­κός Όλδε­μπουργκ, της αρα­βι­κής ο ακδη­μαϊ­κός Κρα­το­κόφ­σκι, της κινε­ζι­κής ο ακα­δη­μαϊ­κός Αλε­ξέ­εφ, της μογ­γο­λι­κής ο ακα­δη­μαϊ­κός Βλα­ντί­μιρ­τσεφ, της γερ­μα­νι­κής ο ποι­η­τής Μπλοκ και δύο ακό­μη καθη­γη­τές της γαλ­λι­κής ο Γκου­μι­λιώφ και ο Λεβιν­σόν, της αγγλο – αμε­ρι­να­νι­κής ο Ζαμιά­τιν και ο Τσου­κόφ­σκι, της ιτα­λι­κής ο Βολίνσκι.…

«…Δου­λέ­ψα­με αρκε­τά χρό­νια με πρό­ε­δρο το Γκόρ­κι και πρώ­τη φορά μου δόθη­κε η ευκαι­ρία να δια­πι­στώ­σω  ό,τι μέχρι τότε δεν υποψιαζόμουνα.

Πρώ­τα μας έκα­νε εντύ­πω­ση ότι ήταν άρι­στος γνώ­στης της ξένης λογο­τε­χνί­ας. Μερι­κοί έξω από την επι­τρο­πή έλε­γαν: «Ένας προ­λε­τά­ριος που δεν ξέρει ούτε μια ξένη γλώσ­σα προ­ε­δρεύ­ει στο επι­στη­μο­νι­κό συμ­βού­λιο». Αλλά ο προ­λε­τά­ριος αυτός απο­δεί­χτη­κε πως ήξε­ρε περισ­σό­τε­ρα από τους καθη­γη­τές. Για όποιον συγ­γρα­φέα να γινό­ταν λόγος ο Γκόρ­κι μιλούσε 

σα να γνώ­ρι­ζε όλη τη ζωή του…Κάποιος αίφ­νης ανα­φέ­ρει κάποιον άση­μο Γάλ­λο συγ­γρα­φέα που εμείς οι άλλοι είχα­με απλώς ακου­στά το όνο­μά του. Ο Γκόρ­κι παίρ­νει το λόγο: Ο συγ­γρα­φέ­ας αυτός έγρα­ψε αυτό κι εκεί­νο. Αυτό δε λέγει πολ­λά πράγ­μα­τα, το άλλο όμως είναι ένα αξιό­λο­γο έργο…»

Περ­νώ­ντας από τις χαμη­λές κάμα­ρες του σπι­τιού σκε­φτό­μα­στε αυτήν ακρι­βώς την πλευ­ρά από το δημιουρ­γι­κό έργο του Γκόρ­κι που η ζωή του ήταν μια αδιά­κο­πη προ­σφο­ρά μέσα από μια αδιά­κο­πη μαθη­τεία. Περιερ­γα­ζό­μα­στε τα αντι­κεί­με­να  που είναι εδώ εκτε­θει­μέ­να. Το τρα­πέ­ζι, γύρω από το οποίο είχαν παι­χτεί τόσα και τόσα δρά­μα­τα, τα μαυ­ρι­σμέ­να τσου­κά­λια του μαγει­ριού, τα εικο­νί­σμα­τα, μια πέν­σα κι ένα σφυ­ρί βολε­μέ­να σ’ ένα δοκά­ρι του ταβα­νιού, η κιθά­ρα του θεί­ου Γιά­κω­βου που κρέ­με­ται στον τοί­χο της κου­ζί­νας, η γού­νι­νη πατα­τού­κα του γερο – Κασί­ριν, το τσα­γιε­ρό, ένα μπα­ού­λο, ένας χει­ρο­ποί­η­τος πάγκος – αυτός ο ίδιος που έγερ­νε με γυμνά τα πισι­νά ο μικρός «Λεξέι» για να του τα μαυ­ρί­σει με τον βούρ­δου­λα ο γέρος – όλα αυτά τα γνω­στά φτω­χο­πράγ­μα­τα όλο και κάτι θα μας θυμί­σουν, ένα κάποιο επει­σό­διο από τη γνω­στή ιστο­ρία. Αλλά για μας τώρα τα πράγ­μα­τα αυτά παίρ­νουν μιαν άλλη υπόσταση.

«Η ζωή αυτή έκα­νε τη ψυχή μου να κρα­τιέ­ται άγρυ­πνη σαν να μου έκα­ναν συνέ­χεια ενέ­σεις. Ξυπνού­σε μέσα μου την καχυ­πο­ψία, μ’ έκα­νε να στρέ­φω παντού το βλέμ­μα μου με προ­σο­χή ακοίμητη».

Πάνω στο καθέ­να από τα παλιά αντι­κεί­με­να του σπι­τιού σα να συλ­λα­βαί­νει κανείς και τώρα αυτό το ερευ­νη­τι­κό βλέμ­μα, η ματιά μας δια­σταυ­ρώ­νε­ται μαζί του. Βρι­σκό­μα­στε σ’ ένα σχο­λείο κι έχου­με μπρο­στά μας ό,τι από­μει­νε από το παλιό διδα­χτι­κό προ­σω­πι­κό του – τα πράγ­μα­τα. Θα νιώ­σου­με και στο σπι­τά­κι του Καζάν το ίδιο περί­που που θα νιώ­σου­με αύριο στο Καζάν και μεθαύ­ριο στο Ουλιά­νοφσκ, περιερ­γα­ζό­με­νοι τις αίθου­σες του σχο­λεί­ου  από­που πέρα­σε ένα άλλο από τα ένδο­ξα παι­διά του Βόλ­γα, ο Λένιν. Με τη μεγά­λη όμως δια­φο­ρά ότι εδώ τώρα βρι­σκό­μα­στε σ’ ένα κρυ­φό σχο­λειό, στο πρώ­το από τα πολ­λά κρυ­φά σχο­λειά που έβγα­λε ο Γκόρκι.

gkorki3

 

 

Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου, Από τη Μόσχα στη Μόσχα. Εκδό­σεις Καρα­νά­ση, Αθή­να 1975

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο