Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάνα κουράγιο

Σχο­λιά­ζει ο Οικο­δό­μος //

Αει­κί­νη­τη, θαρ­ρα­λέα, πει­σμα­τά­ρα η μάνα του δολο­φο­νη­μέ­νου Παύ­λου Φύσ­σα, από τη στιγ­μή που έθα­ψε το παι­δί της μάχε­ται με πάθος για να βρει στο δικα­στή­ριο ο δολο­φό­νος του την πλη­ρω­μή που ορί­ζουν οι νόμοι της αστι­κής δικαιο­σύ­νης. Αντι­με­τω­πί­ζο­ντας απ’ όταν ξεκί­νη­σε η δίκη κωλυ­σιερ­γί­ες, ανα­βο­λές και δικο­νο­μι­κά τερ­τί­πια και  καθη­με­ρι­νά τις προ­κλή­σεις, τις χυδαιό­τη­τες και τις απει­λές του φονιά Ρου­πα­κιά και της χρυ­σαυ­γί­τι­κης ναζι­στι­κής αγέ­λης που τον συντρέ­χει, η μάνα του Παύ­λου Φύσ­σα κου­βα­λά­ει στους ώμους της εκτός από το σταυ­ρό της και την τιμή αυτών που κλεί­νουν τα μάτια, αυτών που  σωπαί­νουν, αυτών που κρα­τά­νε «ίσες αποστάσεις».

Η μαυ­ρο­φό­ρα μάνα που δεν πρό­λα­βε να κλά­ψει το παλι­κά­ρι της, παλεύ­ει να ξεπλύ­νει και την ντρο­πή μιας κοι­νω­νί­ας (και των θεσμών της) που δακρύ­ζει για τον πόνο των άλλων φτά­νει αυτοί οι «άλλοι» να μην περ­νά­νε τα κάγκε­λα της αυλής της. Που στρου­θο­κα­μη­λί­ζει περί δημο­κρα­τι­κών ελευ­θε­ριών στέλ­νο­ντας τους φασί­στες στη βου­λή. Που έχει εμπι­στο­σύ­νη στη δικαιο­σύ­νη και παρα­κο­λου­θεί αμέ­ρι­μνη να κυκλο­φο­ρούν ελεύ­θε­ροι εγκλη­μα­τί­ες και δολο­φό­νοι. Που εθί­στη­κε να νίπτει τας χεί­ρας της και να ενα­πο­θέ­τει σε θεούς και μεσ­σί­ες το παρόν και το μέλ­λον της.

Η Μάνα του Παύ­λου Φύσ­σα αξί­ζει τον βαθύ σεβα­σμό και την υπό­κλι­σή μας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο