Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάνα

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

…Πρωί – πρωί μπλο­κα­ρι­σμέ­νο το χωριό απ’ τους Γερ­μα­νούς και τα τσι­ρά­κια τους. Απ’ το σταθ­μό στη ρεμα­τιά και πέρα μέχρι το κτή­μα του Μπα­λα­βά­νη. Βουί­ζα­νε τα χωνιά μέσ’ στ’ αυτιά μας για τα παλι­κά­ρια του χωριού να μαζευ­τού­νε στο λιβά­δι του Μπό­τσα­ρη, όπου κλο­τσού­σαν τα παι­διά το τόπι τις Κυριακές.

Μπαί­νουν στα σπί­τια ουρ­λιά­ζουν και απει­λούν, κι ένας – ένας οι άντρες του χωριού μαζωγ­μέ­νοι απ’ τα χωρά­φια και τα κτή­μα­τα, από τα σπί­τια και τον καφε­νέ τρα­βούν το δρό­μο για το λιβά­δι. Οι «δικοί μας» βρί­ζουν πιο πολύ και φωνά­ζουν πως ήρθε η μαύ­ρη μας η ώρα.

Μέσ’ στα παλι­κά­ρια κι ο Δημή­τρης. Γίνα­νε όλα τόσο ξαφ­νι­κά που δεν πρό­λα­βε να το σκά­σει. Απ’ ότι λεν οι δια­δό­σεις, αντί­ποι­να για έναν δικό τους, και είκο­σι και τριά­ντα και πενή­ντα δικά μας παλικάρια.

Το χωριό είναι ανα­στα­τω­μέ­νο. Ο παπάς χτυ­πά­ει την καμπά­να. Ύστε­ρα παίρ­νει το δρό­μο κι ακο­λου­θεί μαζί τους. Ο Γερ­μα­νός δεί­χνει σεβα­σμό και του κάνει νόη­μα να γυρί­σει πίσω. Ο « δικός μας» ο σπιού­νος, όμως, τον σπρώ­χνει και τον τρα­βο­λο­γά. « Προ­χώ­ρα, τρα­γό­πα­πα. μη σε σου­βλί­σω, έχω ράμ­μα­τα για τη γού­να σου.» ( ο γιος του ήταν στ’ αντάρτικο).

Πέρα στο βάθος καί­γο­νται οι καλα­μιώ­νες και μαύ­ρος καπνός, μαύ­ρη συφο­ρά προ­μη­νύ­ει. Έχει αδειά­σει το χωριό, κι εμείς οι έρμες στις αυλές κλαί­με και προ­σευ­χό­μα­στε για το κακό που μας βρή­κε. Η Βιρ­γι­νία πλάι μου τρέμει.

«Μάνα, φοβά­μαι για τον Δημή­τρη μας.»

Ο Δημή­τρης και τ’ άλλα παλι­κά­ρια. Ποια­νού το ριζι­κό είναι γραμ­μέ­νο. Και λέει το Κατι­νιώ, που το’ χει ακου­σμέ­νο, για τον άντρα τον μασκο­φό­ρο, κι όποιον δεί­ξει αυτός αλί­μο­νό του. Η φωτιά προ­χω­ρεί απ’ την Πανα­γιά και γλεί­φει τ’ αντι­κρι­νό σοκά­κι, κι εγώ και όλες του χωριού οι μανά­δες δεν ξέρου­με τι να πρω­το­συλ­λο­γι­στού­με. Τα παλι­κά­ρια που’ πεσαν στα χέρια τους, για τη φωτιά που καταφθάνει.

Βγά­ζου­με απ’ το πηγά­δι νερό με τους κου­βά­δες και κατα­βρέ­χου­με να βρει η φωτιά νωπά. Η Βιρ­γι­νία καλού – κακού ετοι­μά­ζει το παλιό πει­ρα­τι­κό σεντού­κι με τα πρε­πού­με­νά μας.

Κι είπε η άλλη το Φρο­σί – που το’χει ακου­σμέ­νο – για τους άντρες που τους φορ­τώ­νου­νε στις κλού­βες και τους στέλ­νου­νε εργά­τες στη Γερ­μα­νία. Μόνο τους γέρους αφή­νουν να γυρί­σουν στο χωριό.

Στα­μά­τη­σε ο αγέ­ρας κι η φωτιά δεν προ­χω­ρεί. Είπα­με να μαζευ­τού­με όλες να τρα­βή­ξου­με για το λιβά­δι να μάθου­με τι γίνε­ται. Άφη­σα τη Βιρ­γι­νία στο σπί­τι. Κι η Λάμπραι­να, και το Φρο­σί της Στά­σας και το Κατι­νιώ που’χε πατέ­ρα κι αδελ­φό. Παίρ­νου­με την καμέ­νη ρεμα­τιά και πλά­για και κρυ­φά απ’ τα περι­βό­λια και τις καλα­μπο­κιές. Πίσω στον παλιό μύλο με τη στέρ­να και τη μεγά­λη λεύ­κα που μάζω­νε τα γιδο­πρό­βα­τά του ο μπαρ­μπα – Λου­κάς να ξεχει­μα­διά­σει. Φτά­νου­με στο λιβά­δι. Είναι περι­κυ­κλω­μέ­νο. Οι Γερ­μα­νοί μάς πήρα­νε χαμπά­ρι και μας φοβε­ρί­ζουν. « Ράους – Ράους». Κρα­τά­νε μαύ­ρους άγριους σκύ­λους και απει­λούν να τους αμο­λή­σουν πάνω μας. Κι άλλες χωρια­νές φτά­νουν ένα γύρω και χώνο­νται στα σπαρτά.

Σουρ­νό­μα­στε μαυ­ρο­φο­ρού­σες δρά­και­νες στο ξερό χορ­τά­ρι. Ήλιος μαύ­ρος και καυ­τός σαν πίσ­σα. Μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νος ουρα­νός. Στέ­κο­νται ολόρ­θοι ένα γύρω οι άντρες και σφουγ­γί­ζουν τον ιδρώ­τα με μαντί­λι. Είναι Αύγου­στος, και η στα­λαγ­μα­τιά πικρή αρμύ­ρα. Λέω της πλαϊ­νής σαν πάρει το μάτι της τον Δημή­τρη να μου τον δεί­ξει. Μα το μάτι το δικό μου παί­ζει σαν γέρα­κας και βλέ­πω το παλι­κά­ρι μου με την άσπρη ολά­νοι­χτη που­κα­μί­σα, είναι αψη­λός και ξεχω­ρί­ζει. Είναι μαύ­ρα κορα­κά­τα τα μαλ­λιά του και ξεχω­ρί­ζει. Είναι πανέ­μορ­φος κι αλύ­γι­στος και ξεχω­ρί­ζει. Δεν έρι­ξε το βλέμ­μα χαμη­λά και φεγ­γο­βο­λά η ματιά του κατά­φα­τσα στην μπού­κα των ντου­φε­κιών τους. Τρέ­μω ολό­κορ­μη. Δαγκώ­νω ρίζα αλυ­γα­ριάς να κρατηθώ.

«Μάνα, φοβά­μαι πως ο γιος μου δε θα γεν­νη­θεί ποτέ!. Φοβά­μαι πως ο γιος μου δε θα γνω­ρί­σει ποτέ τον κόσμο που ονει­ρεύ­τη­κα γι’ αυτόν.»

Κάθε στιγ­μή, κάθε λεπτό ήταν έτοι­μος ν’ αντι­με­τω­πί­σει τον κίν­δυ­νο. Ήξε­ρε τι τον περι­μέ­νει, κι ήταν αποφασισμένος.

Του’ πα: « Γιε μου, τα’ χου­νε βάλει μαζί σου, φύγε, ανέ­βα στο βουνό.»

«Μάνα, η θέση μου είναι εδώ στους χωρια­νούς. Έτσι πρέ­πει να κάνω, κατά­λα­βέ το.»

Στρι­μώ­χνε­ται το Κατι­νιώ πλάι μου και με τσι­μπο­λο­γά κάτι να προ­σέ­ξω. Βλέ­πω με τα μάτια μου ένα γερ­μα­νι­κό καμιό­νι. Στα­μα­τά κατα­με­σίς του λιβα­διού. Πέντ’ έξι Γερ­μα­νοί ξεμπου­κά­ρουν και κυκλώ­νουν τ’ αμά­ξι. Κατε­βά­ζουν έναν άντρα μασκο­φο­ρε­μέ­νο. Τότε σκο­τεί­νια­σε ο ουρα­νός και δυνα­τή κραυ­γή ξεχύ­θη­κε απ’ τα σπλά­χνα και πνί­γη­κε στο λάρυγ­γα, μην ακου­στεί και προδοθώ.

Σε χίλιους άντρες, σ’ εκα­τό αντί­κρυ να με βάζαν, δε θα με ξεγέ­λα­γε κανείς πως τού­τος ο μασκο­φό­ρος που τρε­κλί­ζει δεν είναι άλλος απ’ το παι­δί μου. Το δεύ­τε­ρο παι­δί μου, τον Κωνσταντή.

Πριν συνέλ­θω, πριν τσι­μπη­θώ πως όλα αυτά δεν είναι όνει­ρο κακό, δεν είναι ψέμα, τον βλέ­πω αργά – αργά με τ’ αδύ­να­τα στρα­βά κανιά του, με την ανά­λα­φρη πατη­μα­σιά που ξεχώ­ρι­ζα ακό­μα και βαθιά μέσα στη νύχτα, να προ­χω­ρά. Κάνει τα βήμα­τα με κόπο. Παρα­πα­τά και τον στη­ρί­ζει ένας Γερ­μα­νός με τον υπο­κό­πα­νο. Κοι­τά­ζει πρό­σω­πο κατά πρό­σω­πο τους άντρες. Ματιά αγω­νί­ας, ματιά θανά­του. Στέ­κε­ται αντι­κρι­στά στο άλλο μου παλι­κά­ρι. Είναι ολά­νοι­χτη άσπρη που­κα­μί­σα και ξεχω­ρί­ζει. Είναι το ξέσκε­πο στή­θος με το σημά­δι του σταυ­ρού. Είναι το βλέμ­μα τ’ αετί­σιο που δια­περ­νά τη μαύ­ρη κου­κού­λα. Είναι η αγέ­ρω­χη κορ­μο­στα­σιά και ξεχω­ρί­ζει. Είναι η ολό­μαυ­ρη και σκο­τει­νή κου­κού­λα με τη νεκρο­κε­φα­λή σε χια­στί σπα­θιά και ξεχω­ρί­ζει. Είναι αντι­μέ­τω­ποι κι αντι­κρι­στοί. Άσπρο και μαύ­ρο και καπνι­σμέ­νος ουρανός.

Κάνει ένα ανα­πο­φά­σι­στο δει­λό βημα­τά­κι. Απλώ­νει χέρι. Χέρι τρε­μά­με­νο και τον δαχτυ­λο­δεί­χνει. Χέρι βαριο­σή­κω­το τον ήλιο να σκιά­σει. Σαν γύπες και σαν κόρα­κες αρπά­ζουν το παι­δί μου οι Γερ­μα­νοί, κι εκεί­νος άνε­μος και πνοή και δεν πατά στη γη. Προ­χω­ρά ανέγ­γι­χτος στη βία, με το κεφά­λι ψηλά και το χαμό­γε­λο της αντρειο­σύ­νης βαδίζει.

Και μου’ ρθε ζάλη δυνα­τή κι ο κόσμος σβή­νει και χάνε­ται μπρο­στά μου. Και τότε ανοί­γουν οι ουρα­νοί και ψαλ­μω­δί­ες και άγγε­λοι και άσπρα νέφη. Ήταν να χαρείς την ομορ­φιά σε μέρη πρω­το­ΐ­δω­τα. Ανέ­βαι­νε καμα­ρω­τά σ’ ανε­μό­σκα­λα αψη­λή το παι­δί μου με φωτο­στέ­φα­νο. Περι­στέ­ρια και που­λιά τον προ­ϋ­πα­ντούν με κρί­να και τρια­ντά­φυλ­λα κι εξαί­σια μαυ­λι­στι­κή μουσική.

mana2

Βάλιας Σεμερ­τζί­δης, Γυναί­κες του καλο­και­ριού (λεπτο­μέ­ρεια)

Κι ήρθαν χαστού­κια δυνα­τά να δεί­ξου­νε τη μαύ­ρη συφο­ρά μου. Με κρα­τάν γει­τό­νισ­σες στα χέρια και μήτε να σαλέ­ψω μήτε να κλά­ψω δεν μπο­ρώ. Δεν περ­πα­τώ, μόνο σούρ­νο­μαι και θέλω σαν ύαι­να να μπω μεσ’ στο λιβά­δι να τους κατα­σπα­ρά­ξω. Με σπρώ­χνουν με τον υπο­κό­πα­νο κι εγώ, αντί να τους ξεσχί­σω με τα σου­βλε­ρά φαρ­μα­κε­ρά μου δόντια, τους εκλι­πα­ρώ, στα πόδια τους γονα­τι­στή πέφτω να μ’ αφή­σουν ν’ αγγί­ξω, να κλά­ψω το παι­δί μου που κεί­το­νταν νεκρό κάτω απ’ τη μεγά­λη λεύ­κα. Για μια στιγ­μή, για ένα λεπτό. Να φιλή­σω το κόκ­κι­νο γαρού­φα­λο που άνθι­σε στο μέρος της καρ­διάς κι έβα­ψε κόκ­κι­νη την που­κα­μί­σα. Όμως οι δυνά­μεις μου μ’ έχουν εγκα­τα­λεί­ψει κι έρμαιο στα χέρια γυναι­κών παίρ­νου­με το δρό­μο για το χωριό. Να κοντο­στα­θώ να ξανα­σά­νω, να πάρω δύνα­μη αν μπο­ρώ ν’ αντι­πα­λέ­ψω τη νέα συφορά.

Τρέ­χει η Βιρ­γι­νία, πέφτει στην αγκα­λιά μου και δεν μπο­ρώ να πάρω λέξη απ’ τους λυγ­μούς της. Το σπί­τι μου καί­γε­ται σαν λαμπά­δα. Ήρθαν μερι­κοί από «δαύ­τους», έρι­ξαν μια κίτρι­νη σκό­νη και μια πιστο­λιά. Άρπα­ξε και φού­ντω­σε σαν αχε­ρώ­νας. Τρέ­χουν οι γει­τό­νισ­σες να προ­λά­βουν το κακό. Με κου­βά­δες, τενε­κέ­δες, μ’ ό,τι βρουν. Έρι­ξαν την πιστο­λιά, έκα­ναν το χάζι τους, τρο­μο­κρά­τη­σαν το κορί­τσι και μην τους είδα­τε. Άνοι­ξε η γη και τους κατά­πιε. Φτε­ρά βγά­λαν τ’ αλό­γα­τά τους και χάθη­καν στη σκό­νη. Κι ούτε να μ’ αντι­κρί­σουν κατά­φα­τσα δεν τόλμησαν.

Όμως το σπί­τι καί­γε­ται κι εγώ’ μαι ακί­νη­τη και δε σηκώ­νω το μικρό μου δαχτυ­λά­κι. Έφα­γε ό,τι ήταν να φάει κι έμει­νε άθι­χτο το μικρό καμα­ρά­κι όπου κούρ­νια­ζε και διά­βα­ζε ο Δημή­τρης, όπου στοί­βα­ζε τ’ αμέ­τρη­τα βιβλία και γρα­φτά του. Τίπο­τα απ’ αυτά δεν πεί­ρα­ξε η φωτιά. Έμει­ναν ολο­ζώ­ντα­να να τον θυμί­ζουν. Κι η καρυ­διά αλώ­βη­τη, κατα­πρά­σι­νη, γρο­θιά μικρού παι­διού οι καρ­ποί της.

Κάτσα­με στην πεζού­λα η Βιρ­γι­νία κι εγώ να θωρού­με τους καπνούς. Από­μει­νε στα πόδια μας το παλιό πει­ρα­τι­κό σεντού­κι με τα χρεια­ζού­με­να. Από­μει­ναν οι αγκα­λιές και οι συμπό­νιες των ανθρώ­πων γύρω μας να μας παρη­γο­ρή­σουν, να μας ποτί­σουν μια γου­λιά νερό, να πού­νε μια ζεστή κου­βέ­ντα. Δεν είπα σε κανέ­ναν το μυστι­κό – μήτε στη Βιρ­γι­νία – πως γνώ­ρι­σα τον φταί­χτη. Δεν τόλ­μη­σα ν’ ανοί­ξω τα μάτια της ψυχής μου. Τού­το το μαχαί­ρι μπή­κε ακό­μα πιο βαθιά μεσ’ στην καρ­διά μου. Δεν πονού­σα τόσο πολύ για το θάνα­το του Δημή­τρη. Ήταν λεβέ­ντης κι ήρω­ας και πολέ­μη­σε αντρεί­κια και περή­φα­να για τα ιδα­νι­κά του, κι αντρεί­κια και περή­φα­να κι εγώ θα το δεχό­μουν. Για την προ­δο­σία πονού­σα. Αυτή με τσά­κι­σε και μ’ έκα­νε κουρέλι.

Μεί­να­με μερι­κές μέρες στο καμα­ρά­κι να συμ­μα­ζέ­ψω ό,τι πια μας είχε απο­μεί­νει. Πρό­θυ­μη όλη η γει­το­νιά, στης μιας ή της άλλης το σπί­τι ν’ απο­μεί­νω, να μου παρα­στα­θεί, να με συμπο­νέ­σει, μην καρ­διο­σω­θώ και μεί­νει το κορί­τσι πεντάρ­φα­νο στους δρό­μους. Όμως προ­τί­μη­σα το μικρό καλύ­βι, χωρίς βολή και φωτι­σμό. Μια καντή­λα ολη­με­ρίς και ολο­νυ­χτίς ν’ ανά­βει και θυμί­α­μα και απο­κού­μπι. Ήρθε μια νύχτα μια κοπέ­λα καβά­λα στ’ άλο­γο. Πανέ­μορ­φη είχε γίνει. Τα φισε­κλί­κια σταυ­ρω­τά. Μπό­τες και μπε­ρε­δά­κι που’ γρα­φε ΕΛΑΣ και την μπι­στό­λα στο ζου­νά­ρι του παντε­λο­νιού ζωσμέ­νη. Αδύ­να­τη και μαυ­ρι­δε­ρή. Αγνώριστη.

Τι να πού­με; Πως δεν αρμό­ζει να κλα­ψου­ρί­ζου­με, μου’ πε, πως το αίμα του δεν πάει στα χαμέ­να. Ένας και­νούρ­γιος κόσμος θα φυτρώ­σει στη σπο­ρά του. Μου’ πε να’ μαι περή­φα­νη και δυνα­τή σαν την καλο­και­ριά, να μη λυγί­σω. Μου’ πε και μου’ πε και δεν άντε­ξε και ξέσπα­σε στο κλά­μα. Έπρε­πε τώρα εγώ ν’ αρχί­σω να της λέω τα ίδια τα λόγια ακρι­βώς, και δεν αντέ­ξα­με και συνε­χί­σα­με κι οι δυο το κλά­μα. Δε χάρα­ξε καλά – καλά, δε λάλη­σε ο πετει­νός κι η Ισμή­νη, αφού έβα­λε κάτι στις χού­φτες μου πως θα μου χρεια­στούν, με πικρο­φί­λη­σε και χάθη­κε από το φρά­χτη. Ένας αντάρ­της με δυο άλο­γα πρό­σμε­νε πιο κάτω. Την παρά­βγα­λα με το βλέμ­μα. Πόνε­σα και για την κόρη που δεν πρό­φτα­σα ν’ απο­κτή­σω και παρα­κά­λε­σα το Θεό να την έχει καλά στο δρό­μο π’ ακολουθά.

Το πιο άλλο βρά­δυ ήρθε χαμπέ­ρι για ένα παλι­κά­ρι που κεί­το­νταν νεκρό πέρα στα καμέ­να της ρεμα­τιάς μέσα στη μαύ­ρη σκό­νη. Πήραν μυρου­διά απ’ τα κορά­κια κι ήρθαν οι γει­τό­νισ­σες και λέγαν τάχα­τες πως δεν ξέρα­νε ποιος είναι και σκέρ­τσα και καμώ­μα­τα να μπουν ψύλ­λοι στ’ αυτιά μου να λαχτα­ρή­σω. Δεν χάνω τον και­ρό μου, ρίχνω το σάλι, μηνώ της Φρό­σως και της Κατι­νιώς και τρέ­χου­με στο ρέμα. Φύσα­γε τρε­λός νοτιάς ανα­κα­τω­σού­ρης κι έφερ­νε τη μυρου­διά. Είχε σκο­τει­νιά­σει και με τ’ άγγι­σμα μόνο είχα κατα­λά­βει. Έβα­λα το χέρι κάτω απ’ τ’ αυτί. Εκεί­νο το μικρό σημα­δά­κι στη θέση του, κι η μικρή γου­βί­τσα στο μέτω­πο και το μου­στά­κι που είχε αφή­σει τελευ­ταία και το κορ­μά­κι ισχνό με όλο νεύ­ρο. Δεν είχα πια καμιά αμφι­βο­λία. Άνα­ψε ένα σπίρ­το το Φρο­σί που’ σβη­σε αμέ­σως. Πρό­λα­βα κι είδα τα μάτια τα κλει­στά, το κόκ­κι­νο στο μέτω­πο τσου­λού­φι. Πήρα το κεφά­λι του στα δυο μου χέρια, το χάι­δε­ψα, το φίλη­σα κι έκλα­ψα ώρα πολλή.

« Για­τί», του’ πα. « Για­τί, αγό­ρι μου, τι ήταν αυτό που σκο­τεί­νια­σε, που μαύ­ρι­σε την ψυχή σου, τι ήταν αυτό, αγό­ρι μου, που σ’ άγγι­ξε και θόλω­σε το μυα­λό σου; Μη δε σ’ ανά­στη­σα σωστά, μέσα στην τόση μας μιζέ­ρια. Για­τί, για­τί. Κι ο άλλος ακό­μα δεν έχει σαραντίσει.»

Οι γει­τό­νισ­σες παρά­μει­ναν πιο κάτω σε μέρος που’ κοβε ο αγέ­ρας και μεί­να­με  οι δυο μας μόνοι, μα είχα μάθει πια στη συφο­ρά. Τον άλλον δεν τον άγγι­ξα. Δε μ’ άφη­σαν. Τού­το­να αγκά­λια­ζα τώρα κι έκλαι­γα και για τους δυο.

Έτρε­ξα μαύ­ρα μεσά­νυ­χτα και ξύπνη­σα τον παπα – Γιώρ­γη. Όμορ­φος άνθρω­πος ο παπα – Γιώρ­γης κι ήξε­ρα θα με κατα­λά­βει. Παλί­κα­ρο δυο μέτρα έχα­σε στο βου­νό κι είχε κι αυτός τον ίδιο πόνο. « Βάλε το πετρα­χεί­λι σου και πάμε. Κάνε τη λει­τουρ­γία, παπά μου, όπως πρέ­πει κι ας αμάρ­τη­σε. Πες του Θεού πως ήτα­νε καλός να σε πιστέ­ψει. Πες του να τον έχει από κοντά και να τον αγα­πή­σει. Πες να του δόσει ανα­πα­μό και να τον συγχωρέσει.»

Λιβά­νι αγιο­ρεί­τι­κο. Λίγο λάδι, λίγο κρα­σί κι ένα σπα­σμέ­νο πιά­το. Ας είναι η νύχτα άγρια κι ας φυσά. Με μια σκα­πά­νη, με φτυά­ρια και με χέρια ακό­μη σκά­ψα­με λάκ­κο ρηχό να πάρει το κορ­μί του. Έκο­ψα δυο καλά­μια κι έπλε­ξα σταυ­ρό που’ μπη­ξα στο μαύ­ρο χώμα. Ξημέ­ρω­σε ο Θεός κι όλα είχαν τελειώ­σει. Δεν ήξε­ρα πώς ένιω­θα. Ένα παρά­ξε­νο αίσθη­μα ανα­κού­φι­σης, κάτι ολό­τε­λα δια­φο­ρε­τι­κό. Είχα κάνει το χρέ­ος μου.

Είπα­νε αργό­τε­ρα μαύ­ρα λόγια κάτι που’ τανε μαζί. Κάποιοι που τους γρά­πω­σαν ομα­δι­κά σ’ ένα κόλ­πο στη δημο­σιά για την Κατε­ρί­νη, κάτι φίλοι γκαρ­δια­κοί πως τον βρή­καν μ’ ένα σεντό­νι κρε­μα­σμέ­νο στο κελί του. Κι οι φύλα­κες τον φέραν και τον πέτα­ξαν στον Καλα­μιώ­να σαν σκου­πί­δι για­τί δεν είχε αριθμό.

Θαρ­ρώ πως μάθα­νε το μυστι­κό μου. Δεν ήμουν πια μόνο η μάνα του ήρωα. Μου’ πεσε το φτια­σί­δι του του­πέ και της περη­φά­νιας που φορού­σα κάτω απ’ τη μαύ­ρη μαντί­λα. Τώρα δεν είχα μάτια τον κόσμο ν’ αντι­κρί­σω και τίπο­τα πια δε με κρα­τού­σε στο χωριό.

Σαν κλέ­φτρα, σαν κυνη­γη­μέ­νη πήρα ό,τι μου είχε απο­μεί­νει. Το τελευ­ταίο και μονα­δι­κό μου παι­δί τη Βιρ­γι­νία. Λίγα πρά­μα­τα στο καρυ­δέ­νιο σεντού­κι και τρά­βη­ξα για το σταθ­μό το δρό­μο το στερ­νό. Κλει­δα­μπά­ρω­σα στο μικρό καμα­ρά­κι. Φυλά­κι­σα θύμη­σες πικρές. Δυο φύλ­λα από την καρυ­διά, το τελευ­ταίο δρο­σε­ρό νερό απ’ το πηγά­δι. Το χορ­τα­ρια­σμέ­νο μονο­πά­τι που σκά­λι­σαν αμέ­τρη­τες φορές τα βήμα­τά μου, που άφη­σα αμέ­τρη­τες φορές  το γέλιο και το στε­ναγ­μό μου. Απο­μει­νά­ρια μιας ζωής φουρ­του­νια­σμέ­νης. Όλο το χωριό στην πρω­ι­νή δρο­σιά του, πριν ξυπνή­σει στην αγκα­λιά του ήλιου. Το χωριό, που ήταν πέντ’ έξι σπί­τια σαν πρω­τόρ­θα­με και τώρα είναι μια μικρή πολι­τεία. Καν είκο­σι καν εικο­σιέ­να χρό­νια από τότε. Τ’ αφή­νω και τρα­βώ στη δεύ­τε­ρη προ­σφυ­γιά μου. Να μη λυγί­σεις ό,τι κι αν συμ­βεί, να μη λυγί­σεις. Παρήγ­γει­λε ο άλλος. Κι εγώ το’ χω στό­χο μου. Το’ κανα τρό­πο ζωής να μη λυγίσω.

Στο σταθ­μό, παρ’ ότι ήτα­νε πρωί, επι­κρα­τού­σε μεγά­λη κίνη­ση. Κόσμος πάει κι έρχε­ται, που λένε. Στρι­μω­ξί­δι, μπο­γα­λά­κια, φωνές και καβγά­δες. Οι Γερ­μα­νοί κρα­τούν όλα τα πόστα. Βλέ­πεις τον τρό­μο στη ματιά, τον πανι­κό τους. Σου­λα­τσά­ρουν με τα ντου­φέ­κια κατω­μά­σχα­λα κι ελέγ­χουν. Το τρέ­νο απ’ τη Θεσ­σα­λο­νί­κη αργεί κι η κίνη­ση μεγα­λώ­νει. Ο ήλιος δυο και τρεις οργιές και πήρε η μέρα ν’ απλώ­νει. Μικρο­πω­λη­τά­δες μ’ αλλό­κο­τα γλυ­κά. Χαρού­πια, στα­φί­δες, λούπινα.

Η Βιρ­γι­νία δεί­χνει φοβι­σμέ­νη. Είναι δεκα­ε­πτά χρο­νών, κι όπως είναι αδύ­να­τη και κοντού­λα – πήρε το δικό μου μπόι – φαί­νε­ται να μικρο­δεί­χνει. Προ­σπα­θώ να την καθη­συ­χά­σω. Να μην τη νοιά­ζει κι όλα θα παν καλά. Εδώ δεν έχου­με τίπο­τα να μας κρα­τά, ό,τι αγα­πή­σα­με πολύ έχει πεθά­νει. Πρέ­πει να κάνου­με κου­ρά­γιο να ξαναρ­χί­σου­με απ’ την αρχή. Έρχε­ται το τρέ­νο παρα­φορ­τω­μέ­νο. Σφυ­ρί­ζει και βγά­ζει μαύ­ρο καπνό. Χρό­νια τώρα γνώ­ρι­ζα το σφύ­ριγ­μά του, ποιο θα’ ρθει από το νοτιά, ποιο απ’ τη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Κόσμος κατε­βαί­νει, μα πιο πολύς κόσμος ανε­βαί­νει. Φωνές, κλα­ψί­μα­τα, απο­χαι­ρε­τι­σμοί. Εμείς δεν έχου­με τίπο­τα ν’ απο­χαι­ρε­τί­σου­με. Την ψυχή μας μονά­χα και τού­τη λαβωμένη.

Ο σταθ­μάρ­χης χτυ­πά το καμπα­νά­κι κι εμείς ακό­μα κοντο­στε­κό­μα­στε σαν χαμέ­νες. Όλα τα βαγό­νια είναι γεμά­τα. Μη χάσου­με το τρέ­νο φοβά­μαι. Τρέ­χου­με πίσω και βλέ­πω ανοι­χτό ένα απ’ τα βαγό­νια που φορ­τώ­νουν ζώα κι εμπο­ρεύ­μα­τα. Πετά­με το σεντού­κι και σκαρ­φα­λώ­νου­με. Είναι η στιγ­μή που οι ρόδες του τρέ­νου κάνουν τους πρώ­τους κύκλους. Το βαγό­νι είναι μισο­γε­μά­το σανό και δέμα­τα τρι­φύλ­λι, έτσι βρί­σκου­με μια πρώ­της τάξης ευκαι­ρία να ξαπλώ­σου­με και ν’ αναπαυτούμε.

Η πόρ­τα είναι ορθά­νοι­χτη και κοι­τά­με κατά­φα­τσα  κάμπους και βου­νά και θάλασ­σες και ποτά­μια. Γλύ­κα­νε η ψυχή μου. Πόσο και­ρό είχα να δω τη θάλασ­σα. Όχι πως ήταν μακριά απ’ το χωριό, δυο ώρες δρό­μο με τον αρα­μπά, αλλά ποιος έχα­νε και­ρό για τέτια. Θυμά­μαι απ’ τα μικρά­τα μου. Λίγο αγέ­ρα ήθε­λα, λίγο χορ­τά­ρι, λίγο φως να γαληνέψω.

Κάθο­μαι και κοντο­ζυ­γιά­ζω στο ντού­κου – ντού­κου της μηχα­νής. Πλέ­ρω­σα χρέ­ος βαρύ. Τέσ­σε­ροι θάνα­τοι. Δυο ντρο­πια­σμέ­νοι. Τι λέω η κόρ­μπα! Αν θα μπο­ρού­σε ποτέ κανείς να δια­νοη­θεί πως υπάρ­χει ντρο­πια­σμέ­νος θάνα­τος για ένα κορί­τσι στα δεκα­ο­κτώ κι ένα αγό­ρι στα είκο­σι. Όχι, ο θάνα­τος είναι θάνα­τος κι η δικαί­ω­ση έρχε­ται με την ύπαρ­ξή του. Αν με ρωτού­σαν ποιον πόνε­σα, ποιον έκλα­ψα πολύ, θ’ απα­ντού­σα χωρίς δισταγ­μό: Μα και τους τέσ­σε­ρις. Ο πόνος ξανα­γεν­νιέ­ται απ’ την τέφρα του κι είναι πηγή αστεί­ρευ­τη στον άνθρωπο.

Νανου­ρί­ζο­μαι και κλεί­νω τα μάτια. Λίγος ύπνος. Μου χρειά­ζε­ται λίγος ύπνος. Μέρες και βδο­μά­δες έχω ν’ απο­κοι­μη­θώ όπως πρέ­πει. Νιώ­θω την κού­ρα­ση ν’ απα­λύ­νει τα βλέ­φα­ρά μου. Είπα να βγά­λω απ’ το μυα­λό την και­νούρ­για έγνοια που με παρα­δέρ­νει. Που πάμε στην Αθή­να ολο­μό­να­χες δυο άμοι­ρες γυναί­κες, χωρίς γνω­ρι­μιές, χωρίς κάποιο απο­κού­μπι, χωρίς καμιά σιγου­ριά. Έπρε­πε έτσι να γίνει. Ν’ απε­λευ­θε­ρω­θώ από προ­λή­ψεις και δυσά­ρε­στες μνή­μες που με κυνη­γούν. Είμαι 42 χρο­νών και πρέ­πει κι επι­βάλ­λε­ται να πάρω κου­ρά­γιο να ξαναρ­χί­σω μια νέα πορεία στη ζωή.

mana3

 

 

Από­σπα­σμα από το μυθι­στό­ρη­μα του Βασί­λη Λιό­γκα­ρη, Η μάνα του καλο­και­ριού. Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1989, 2η έκδοση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο