Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρξισμός, Αναρχισμός, «Αυτοδιαχείριση»

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Η κοσμο­θε­ω­ρία των αναρ­χι­κών είναι η αστι­κή κοσμο­θε­ω­ρία γυρι­σμέ­νη από την ανά­πο­δη. Οι ατο­μι­κι­στι­κές τους θεω­ρί­ες, το ατο­μι­κι­στι­κό τους ιδα­νι­κό βρί­σκο­νται σε άμε­ση αντί­θε­ση με το σοσια­λι­σμό. Οι από­ψεις τους δεν εκφρά­ζουν το μέλ­λον του αστι­κού καθε­στώ­τος, που βαδί­ζει με ακα­τά­σχε­τη δύνα­μη προς την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της εργα­σί­ας, αλλά το παρόν ή ακό­μα και το παρελ­θόν αυτού του καθε­στώ­τος, την κυριαρ­χία της τυφλής και τυχαί­ας σύμ­πτω­σης πάνω στο μεμο­νω­μέ­νο, χωρι­στό μικρο­πα­ρα­γω­γό. Η τακτι­κή τους, που ανά­γε­ται στην άρνη­ση του πολι­τι­κού αγώ­να, διαι­ρεί τους προ­λε­τα­ρί­ους, και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τους μετα­τρέ­πει σε παθη­τι­κούς συμ­με­τό­χους της μιaς ή της άλλης αστι­κής πολι­τι­κής, για­τί μια πραγ­μα­τι­κή απο­μά­κρυν­ση των εργα­τών από την πολι­τι­κή είναι αδύ­να­τη και ακα­τόρ­θω­τη» (Λένιν, Σοσια­λι­σμός και Ανaρχι­σμός, Άπα­ντα, τόμος 12, σελ. 131). 

Για τον αναρ­χι­σμό έχουν γρα­φτεί πολ­λά. Και οι κλα­σι­κοί του μαρ­ξι­σμού έχουν ασχο­λη­θεί με το θέμα, πολι­τι­κά, ιστο­ρι­κά, αλλά και ψυχο­κοι­νω­νι­κά, όπως μπο­ρού­με να δια­πι­στώ­σου­με στην επα­νέκ­δο­ση Καρλ Μαρξ- Φρί­ντριχ Ένγκελς, Για τον αναρ­χι­σμό (εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή»). Ο μαρ­ξι­σμός, το εργα­τι­κό-λαϊ­κό κίνη­μα ήταν πάντα ενά­ντια στην τρο­μο­κρα­τία, όπως φαί­νε­ται καθα­ρά στα κεί­με­να αυτά, που ανα- φέρο­νται στην πάλη με τον μπα­κου­νι­σμό στην περί­ο­δο της Α’ Διε­θνούς και απο­δεί­χνουν την αντε­πα­να­στα­τι­κή δρά­ση των αναρ­χι­κών της επο­χής. Θέλου­με, όμως, να επι­στή­σου­με την προ­σο­χή σ’ ένα άλλο, σπου­δαίο βιβλίο που κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις «Παρα­σκή­νιο» το 2000 με τίτλο Μαρ­ξι­σμός Αναρ­χι­σμός & «Αυτο­δια­χεί­ρι­ση» του Ανδρέα Σκα­μπαρ­δώ­νη, στο οποίο βρί­σκε­ται το ως άνω από­σπα­σμα (σελ. 19). Ο Λένιν σε μία φρά­ση χαρα­κτη­ρί­ζει το ανι­στό­ρη­το του αναρ­χι­σμού στην επο­χή που ανα­πτύσ­σε­ται ο καπι­τα­λι­σμός: εκφρά­ζει τη φύση, την ψυχο­λο­γία του μικρο­α­στού σε μια επο­χή που ο καπι­τα­λι­σμός απο­μα­κρύ­νε­ται από το στά­διο της ατο­μι­κής μικρο­πα­ρα­γω­γής. Ο αναρ­χο-ουτο­πι­κός-αυθόρ­μη­τος χαρα­κτή­ρας του φαι­νο­μέ­νου ανή­κει στο παρελ­θόν ή στο παρόν στο βαθ­μό που υπάρ­χει ακό­μα η μικρο­πα­ρα­γω­γή, αλλά σίγου­ρα δεν ανή­κει στο μέλ­λον. Το μέλ­λον στο οποίο «κλω­τσά­νε» οι αναρ­χι­κοί με την προ­σπά­θειά τους να σπά­σουν τον οργα­νω­μέ­νο εργα­τι­κό αγώ­να. Σήμε­ρα δεν λέγο­νται πάντα αναρ­χι­κοί, αλλά αντιε­ξου­σια­στές που εκφρά­ζο­νται ανά­με­σα σ’ άλλα και στο λεγό­με­νο κίνη­μα των πλα­τειών, «Παραι­τη­θεί­τε», «Να καεί, να καεί…κλπ» που κύριο τους σύν­θη­μα είναι το «όχι κόμ­μα­τα, όχι συν­δι­κά­τα» βάζο­ντάς τα με κάθε μορ­φή οργα­νω­μέ­νης πάλης. Απλώς θα καλέ­σεις τον κόσμο στις πλα­τεί­ες μέσω δια­δι­κτύ­ου. Δηλα­δή, όπως στην επο­χή του Λένιν, άρνη­ση του πολι­τι­κού αγώ­να, διά­σπα­ση των γραμ­μών του προ­λε­τα­ριά­του κλπ. Έτσι ο Ανδρέ­ας Σκα­μπαρ­δώ­νης τονί­ζει, ότι «ο κλα­σι­κός αναρ­χι­σμός ήταν φαι­νό­με­νο του ανερ­χό­με­νου καπι­τα­λι­σμού. Ο σημε­ρι­νός απο­τε­λεί γνώ­ρι­σμα του καπι­τα­λι­σμού που σαπί­ζει. Οι παλαιοί δεν έκρυ­βαν την ιδε­ο­λο­γι­κή τους ταυ­τό­τη­τα. Οι μοντέρ­νοι διστά­ζουν να τη δεί­ξουν. Προ­τι­μούν άλλες ονο­μα­σί­ες. Αυτο­α­πο­κα­λού­νται «αντιε­ξου­σια­στές», «αυτό­νο­μοι», «αντιε­ξου­σια­στές κομ­μου­νι­στές», «αντιε­ξου­σια­στές σοσια­λι­στές», «αυτο­δια­χει­ρι­στές» κλπ. Τελευ­ταία ακού­με πολύ τον όρο «αντιε­ξου­σια­στές». Ο συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου κατέ­βα­λε μια μεγά­λη προ­σπά­θεια για το πόνη­μα αυτό κατα­θέ­το­ντας τις δικές του από­ψεις, πάντα γερά θεμε­λιω­μέ­νες και στη­ριγ­μέ­νες σε μια ογκώ­δη βιβλιο­γρα­φία. Απο­δεί­χνει με το πόνη­μά του την αντι­δρα­στι­κή, μικρο­α­στι­κή φύση του φαι­νο­μέ­νου. Με τη μορ­φή της απάρ­νη­σης της κάθε πολι­τι­κής, αλλά εμφα­νι­ζό­με­νος ως υπε­ρε­πα­να­στα­τι­κός, ο αναρ­χι­σμός προ­σπα­θεί να ενσω­μα­τώ­σει κάθε δια­μαρ­τυ­ρό­με­νο, αλλά ιδιαί­τε­ρα τον εργα­ζό­με­νο-συν­δι­κα­λι­στή στην αστι­κή πολι­τι­κή. Το εύρος και το βάθος των θεμά­των με το οποίο κατα­πιά­νε­ται ο Ανδρέ­ας Σκα­μπαρ­δώ­νης σε συν­δυα­σμό με τη σθε­να­ρή γρα­φή του- που δεν είναι πάντα απαλ­λαγ­μέ­νη από μια τάση απο­λυ­τό­τη­τας – κάνουν ωστό­σο τη μελέ­τη του ιδιαί­τε­ρα ενδιαφέρουσα. 

Ένα περιε­χό­με­νο διαχρονικό 

Μόνο μια ματιά στη θεμα­τι­κή των κεφα­λαί­ων μας κάνει να κατα­λά­βου­με το φιλό­δο­ξο του όλου εγχει­ρή­μα­τος. Έτσι, το πρώ­το κεφά­λαιο πραγ­μα­τεύ­ε­ται τις κοι­νω­νι­κές, πολι­τι­κές, ιδε­ο­λο­γι­κές κι άλλες αιτί­ες της ανα­βί­ω­σης του αναρ­χι­σμού κατά τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες του 20ου αιώ­να. Το δεύ­τε­ρο κεφά­λαιο συγκρί­νει τις από­ψεις του μαρ­ξι­σμού και του αναρ­χι­σμού για τη βία και την τρο­μο­κρα­τία, κάτι που ξανα­κερ­δί­ζει στις μέρες μας ένα ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον, ενώ το τρί­το κεφά­λαιο ανα­λύ­ει το ρόλο της πρω­το­πό­ρας τάξης, την ιστο­ρι­κή απο­στο­λή της και την απόρ­ρι­ψη του ρόλου αυτού εκ μέρους των αναρ­χι­κών. Καθό­λου τυχαίο και άκρως απο­κα­λυ­πτι­κό αυτό το τελευ­ταίο, για την αλη­θι­νή φύση του αναρ­χι­κού φαι­νο­μέ­νου. Έπε­ται στο τέταρ­το κεφά­λαιο τεκ­μη­ριω­μέ­να, όπως όλα, η απόρ­ρι­ψη της επι­στη­μο­νι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας του μαρ­ξι­σμού εκ μέρους των αναρ­χι­κών. Στο πέμ­πτο κεφά­λαιο ο συγ­γρα­φέ­ας στέ­κε­ται στη θεο­ποί­η­ση του αυθόρ­μη­του από τους αναρ­χι­κούς. Ούτε αυτό δεν είναι τυχαίο, όπως θα δεί­ξει με βάση τις ανα­λύ­σεις του Λένιν και σε αντι­πα­ρά­θε­ση, όπως όλο το βιβλίο, με διά­φο­ρους φιλό­σο­φους, ιδε­ο­λό­γους, πολι­τι­κούς που έκα­ναν θραύ­ση σε Δύση και Ανα­το­λή. Στο έκτο κεφά­λαιο – δεν θα μπο­ρού­σε να λεί­ψει – αντι­πα­ρα­τί­θε­νται οι από­ψεις του μαρ­ξι­σμού και του αναρ­χι­σμού για το κρά­τος. Με το έβδο­μο κεφά­λαιο μπαί­νου­με σε μια ενδια­φέ­ρου­σα ανά­λυ­ση της δια­φο­ράς ανά­με­σα στον ατο­μι­κι­στι­κό και τον κολε­κτι­βι­στι­κό αναρ­χι­σμό. Ένας δια­χω­ρι­σμός που ίσως κάνει εντύ­πω­ση, διό­τι συνή­θως ο αναρ­χι­σμός κατη­γο­ρεί­ται – αν κατη­γο­ρεί­ται – ως ατο­μι­κι­στι­κός, χαρα­κτη­ρι­στι­κό που τον τοπο­θε­τεί στη μικρο­α­στι­κή ψυχο­σύν­θε­ση. Το όγδοο και το ένα­το και τελευ­ταίο κεφά­λαιο πραγ­μα­τεύ­ο­νται τη λεγό­με­νη «αυτο­δια­χεί­ρι­ση» (πάντα σε εισα­γω­γι­κά) και μάλι­στα σαν υπο­σύ­νο­λο του αναρ­χι­σμού. Γνω­ρί­ζου­με καλά, για­τί κατά και­ρούς δίνουν και παίρ­νουν, τους όρους «αυτο­δια­χεί­ρι­ση», «αυτο­ορ­γά­νω­ση», αυτο­διεύ­θυν­ση κλπ. με τον εκθεια­σμό του «α‑κομματικού», του «α‑πολιτίκ», του «αντι-συν­δι­κα­λι­σμού», του αυθόρ­μη­του και των κινη­μά­των, όπως τα ζού­με σε διά­φο­ρα κινή­μα­τα στις πλα­τεί­ες και τα τελευ­ταία χρό­νια σε μια σύγ­χρο­νη, αλλά ουσια­στι­κά παλαιά μορ­φή του αναρ­χο-αυθόρ­μη­του φαι­νο­μέ­νου. To ένα­το κεφά­λαιο συνε­χί­ζει, αλλά πιο βαθιά ακό­μα, με το ιδε­ο­λό­γη­μα της «αυτο­δια­χεί­ρι­σης» που δεν συμ­βι­βά­ζε­ται με τη νομο­τέ­λεια του σοσια­λι­σμού-κομ­μου­νι­σμού, όπως το δια­τυ­πώ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας στη βάση των ανα­λύ­σε­ων των Μαρξ-Ένγκελς, αλλά και Λένιν λέγο­ντας: «Η «αυτο­δια­χεί­ρι­ση» δε συμ­βι­βά­ζε­ται με τους νόμους ανά­πτυ­ξης του σοσια­λι­σμού. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ότι ξεχω­ρι­στές ομά­δες εργα­τών κατέ­χουν ιδιο­κτη­σία, που τη δια­χει­ρί­ζο­νται για απο­κλει­στι­κά δικό τους όφε­λος. Οι υπό­λοι­ποι ούτε καν λογα­ριά­ζο­νται. Ο καθέ­νας για τον εαυ­τό του κι όλοι ενα­ντί­ον όλων! Η παμπά­λαιη επι­θυ­μία των μικρο­α­στών, να είναι ιδιο­κτή­τες και να ζουν περι­χα­ρα­κω­μέ­νοι, εδώ βρί­σκει τη σύγ­χρο­νή της έκφρα­ση. Ο Ένγκελς, θυμί­ζω, στην εργα­σία του «Για το ζήτη­μα της κατοι­κί­ας», μέμ­φε­ται τον ιδε­ο­λο­γι­κό πρό­γο­νο των «αυτο­δια­χει­ρι­στών», τον Πρου­ντόν, ότι έχει το αντι­δρα­στι­κό όνει­ρο να κάνει τον «κάθε ξεχω­ρι­στό εργά­τη ιδιο­κτή­τη του σπι­τιού, του αγρο­κτή­μα­τος, του εργα­λεί­ου», ενώ το ζήτη­μα είναι η εργα­τι­κή τάξη να γίνει συλ­λο­γι­κός ιδιο­κτή­της των μέσων παρα­γω­γής (Κ. Μαρξ‑Φ.Ένγκελς: «Δια­λε­κτά Έργα», τόμος Ι, σελ. 758)». 

Η σημα­σία μιας τέτοιας έκδοσης

Αξί­ζει να επα­νερ­χό­μα­στε στο θέμα του αναρ­χι­σμού. Για την πλειο­νό­τη­τα των ανθρώ­πων, για το λεγό­με­νο «κοι­νό νου», ο αναρ­χι­σμός μπαί­νει στο ίδιο τσου­βά­λι με τον κομ­μου­νι­σμό. Η αντι-κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα φρο­ντί­ζει για το μπέρ­δε­μα. Η έκφρα­ση «αναρ­χο­κομ­μου­νι­στής» είναι γνω­στή. Η κοι­νή γνώ­μη ήταν με τέτοιο τρό­πο δια­μορ­φω­μέ­νη – ή να πού­με «παρα­μορ­φω­μέ­νη;» — ώστε συνειρ­μι­κά να συν­δέ­ει την έννοια του αναρ­χι­σμού με την έννοια της τρο­μο­κρα­τί­ας και την έννοια «κομ­μου­νι­στής» με τη σει­ρά της με την έννοια «αναρ­χι­κός», αν και μετά το 2001 το θέμα έχει πάρει μια δια­φο­ρε­τι­κή διά­στα­ση με την «αντι­πα­ρά­θε­ση» του «τρο­μο­κρά­τη- Ισλάμ» ενά­ντια στις «αξί­ες του δυτι­κού πολι­τι­σμού». Μετά τη διά­λυ­ση της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης τα ιδε­ο­λο­γή­μα­τα άρχι­σαν να προ­σαρ­μό­ζο­νται στις ανά­γκες του αστι­κού κατε­στη­μέ­νου να δημιουρ­γή­σει έναν και­νούρ­γιο εχθρό. 

Πώς ξεκί­νη­σε, όμως, ο αναρ­χι­σμός σαν ιδε­ο­λο­γία; Σύμ­φω­να με το συγ­γρα­φέα «ο αναρ­χι­σμός, ως ιδε­ο­λο­γία, απο­τέ­λε­σε, στο ξεκί­νη­μά του, αταί­ρια­στο πάντρε­μα της ψευ­το­ε­πα­να­στα­τι­κό­τη­τας του μανια­σμέ­νου μικρο­α­στού με τις ουτο­πι­στι­κές αντι­λή­ψεις του Δια­φω­τι­σμού, ο οποί­ος προ­ϋ­πήρ­ξε και πρέ­σβευε, δίκην πανά­κειας, τις Αρχές του Ορθού Λόγου και του Δικαί­ου. Οι «αντιε­ξου­σια­στές» στά­θη­καν ανί­κα­νοι να προ­σαρ­μό­σουν, όσο βέβαια ήταν δυνα­τόν, τις Αρχές αυτές στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Απε­να­ντί­ας επέ­τει­ναν το μετα­φυ­σι­κό τους χαρα­κτή­ρα. Και πίστε­ψαν πως, αν κατέ­στρε­φαν βίαια και ξαφ­νι­κά την υπάρ­χου­σα κοι­νω­νία, που τις κρα­τού­σε δέσμιες, τού­τες θα επι­κρα­τού­σαν και ο κόσμος θα μετα­μορ­φω­νό­ταν εκ βάθρων. Με την παρέ­λευ­ση του χρό­νου, φάνη­κε πόσο αφύ­σι­κη ήταν η επι­γα­μία. Η μικρο­α­στι­κή μανία δεν μπο­ρού­σε να συνυ­πάρ­ξει με τη νηφα­λιό­τη­τα του Ορθο­λο­γι­σμού. Ώσπου, τελι­κά, τα ταξι­κά γνω­ρί­σμα­τα του αναρ­χι­σμού επι­κρά­τη­σαν παντε­λώς κι εκτό­πι­σαν τις φιλο­σο­φι­κές προ­σμεί­ξεις που τον φτια­σί­δω­ναν. Ο αναρ­χι­σμός της δεύ­τε­ρης πεντη­κο­ντα­ε­τί­ας του 19ου κι ολό­κλη­ρου του 20ου αιώ­να έχει τόση σχέ­ση με τον Ορθο­λο­γι­σμό, όση και η Τζιο­κό­ντα του Λεο­νάρ­ντο Ντα Βίν­τσι με τα αντί­γρα­φά της, που «δια­κο­σμούν» τα ακα­λαί­σθη­τα σπί­τια των «φιλό­τε­χνων» μικρο­α­στών» (σελ. 30/31).

Πολ­λοί και διά­φο­ροι μέχρι σήμε­ρα, έχουν σφε­τε­ρι­στεί και κατα­χρα­στεί τις ιδέ­ες των Δια­φω­τι­στών του 18ου αιώ­να, όπως είδα­με και στα δύο προη­γού­με­νά μου άρθρα-βιβλιο­πα­ρου­σιά­σεις με αφορ­μή τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση. Αυτό, βέβαια, δεν μειώ­νει με κανέ­ναν τρό­πο τον ιστο­ρι­κό τους ρόλο στην πρό­ο­δο του ανθρώ­πι­νου στο­χα­σμού. Δεν έχει σημα­σία αν δια­φω­νού­με ή συμ­φω­νού­με και σε ποιο βαθ­μό. Το ίδιο ισχύ­ει για το βιβλίο του Ανδρέα Σκα­μπαρ­δώ­νη που χωρίς αμφι­βο­λία, εξα­κο­λου­θεί να απο­τε­λεί μια σημα­ντι­κή συμ­βο­λή στη δια­πά­λη των ιδε­ών, όπως και τα άλλα δύο που έγρα­ψε: Δοκί­μιο για την παλι­νόρ­θω­ση του καπι­τα­λι­σμού και τη διε­θνο­ποί­η­ση και Αντε­πί­θε­ση του μαρ­ξι­σμού από τις ίδιες εκδόσεις. 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο