Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρξισμός και λογοτεχνία

Ομι­λία στη διη­με­ρί­δα για τη λογο­τε­χνία από την Πανελ­λή­νια Ένω­ση Φιλο­λό­γων στις 23 και 24 Σεπτεμ­βρί­ου 2016

Της Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Κρι­τι­κοί και λογοτέχνες

Μιλώ­ντας για μαρ­ξι­σμό και λογο­τε­χνία ανοί­γει ένα ευρύ­τα­το πεδίο ερμη­νειών και ανα­γκα­στι­κά θα οριο­θε­τή­σου­με το θέμα. Μαρ­ξι­στές ερευ­νη­τές και κρι­τι­κοί έχουν ασχο­λη­θεί με τη λογο­τε­χνία. Μαρ­ξι­στές συγ­γρα­φείς έχουν γρά­ψει ποι­ή­μα­τα, μυθι­στο­ρή­μα­τα, διη­γή­μα­τα. Τι ξεχω­ρί­ζει τους μαρ­ξι­στές από τους μη μαρ­ξι­στές και στις δύο περι­πτώ­σεις; Στην περί­πτω­ση των κρι­τι­κών είναι σχε­τι­κά σαφής η δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή: οι μαρ­ξι­στές δια­θέ­τουν ένα εργα­λείο ανά­λυ­σης που απο­κα­λύ­πτει με σαφή­νεια τη συνάρ­τη­ση κοι­νω­νί­ας και καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας. Λαμ­βά­νουν στην κρί­ση τους υπό­ψη τις αιτί­ες που δημιουρ­γούν τα λογο­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα και δεν μένουν απλώς στην περι­γρα­φή των φαι­νο­μέ­νων που είναι το απο­τέ­λε­σμα. Με την έννοια αυτή, υπάρ­χουν κρι­τι­κοί που λει­τουρ­γούν μαρ­ξι­στι­κά χωρίς να το έχουν συνει­δη­το­ποι­ή­σει, αλλά υπάρ­χουν και αρκε­τές περι­πτώ­σεις μικτές. Εδώ είναι και η δυσκο­λία με το θέμα μας: δεν μπο­ρού­με να τρα­βή­ξου­με αυστη­ρές δια­χω­ρι­στι­κές γραμμές.

Ακό­μα πιο δύσκο­λα γίνο­νται τα πράγ­μα­τα, όταν μιλά­με για μαρ­ξι­στές λογο­τέ­χνες. Η λογο­τε­χνία είναι πολυ­σύν­θε­το κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο που δεν έχει παρά να κερ­δί­σει, αν οι δημιουρ­γοί της αντι­λαμ­βά­νο­νται το μαρ­ξι­σμό σαν τη δημιουρ­γι­κή σύν­θε­ση των γνώ­σε­ων της ανθρω­πό­τη­τας ως ανα­γκαία πηγή, αν συνει­δη­το­ποι­ή­σουν στον ένα ή στον άλλο βαθ­μό ότι η καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία έχει δημιουρ­γή­σει μια βαθιά ρήξη ανά­με­σα στο βιβλίο και την πραγ­μα­τι­κή ζωή, ανά­με­σα στη θεω­ρία και την πράξη. 

Τι εννο­ού­με, όμως, όταν λέμε μαρ­ξι­στή λογο­τέ­χνη; Δεν στε­νεύ­ου­με τον όρο λέγο­ντας ότι είναι αυτός που γρά­φει με παραγ­γε­λία από το κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα με σοσια­λι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό. Η μαρ­ξι­στι­κή επί­δρα­ση στο λογο­τέ­χνη δεν περιο­ρί­ζε­ται καθό­λου σε μια άμε­σα αντι­λη­πτή υιο­θέ­τη­ση της μαρ­ξι­στι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας εκ μέρους του συγ­γρα­φέα, όταν για παρά­δειγ­μα δεί­χνει απρο­κά­λυ­πτα στα έργα του ότι είναι υπέρ της σοσια­λι­στι­κής ή της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας (αν και δεν είναι μεμ­πτό) και το εκφρά­ζει άμε­σα και ρητά. Άλλω­στε, ο Φ. Ένγκελς, σε ένα γράμ­μα (26 Νοεμ­βρί­ου 1885) προς τη συγ­γρα­φέα Μίν­να Κάου­τσκι, μιλώ­ντας για το θέμα των τάσε­ων (Tendenzen) μέσα στο μυθι­στό­ρη­μα δηλώ­νει ότι δεν είναι καθό­λου κακό να υπάρ­χουν συγκε­κρι­μέ­νες πολι­τι­κές τάσεις και να φαί­νο­νται οι πεποι­θή­σεις του συγ­γρα­φέα στα λογο­τε­χνι­κά έργα: «Δεν είμαι καθό­λου ενα­ντί­ον της ποί­η­σης με στό­χο καθε­αυ­τής. Και ο Αισχύ­λος, ο πατέ­ρας της τρα­γω­δί­ας, και ο Αρι­στο­φά­νης, ο πατέ­ρας της κωμω­δί­ας, ήταν ποι­η­τές με έντο­νη συγκε­κρι­μέ­νη τάση. Ο Δάντης και ο Θερ­βά­ντες όχι λιγό­τε­ρο και το καλύ­τε­ρο που μπο­ρού­με να πού­με για το «Ίντρι­γκα και αγά­πη» του Σίλ­λερ είναι ότι αντι­προ­σω­πεύ­ει το πρώ­το γερ­μα­νι­κό πολι­τι­κό δρά­μα. Όλοι οι σύγ­χρο­νοι Ρώσοι και Νορ­βη­γοί που παρά­γουν εξαι­ρε­τι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα, γρά­φουν με κάποιο στό­χο. Νομί­ζω, ωστό­σο, ότι η λύση του προ­βλή­μα­τος πρέ­πει να φανε­ρω­θεί από τις ίδιες τις συν­θή­κες και τη δρά­ση, χωρίς να επι­ση­μαν­θεί ρητώς και ότι ο συγ­γρα­φέ­ας δεν είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να σερ­βί­ρει στον ανα­γνώ­στη σε ένα πιά­το τη μελ­λο­ντι­κή ιστο­ρι­κή λύση των κοι­νω­νι­κών συγκρού­σε­ων που περι­γρά­φει. Πρέ­πει εδώ να προ­σθέ­σου­με ότι κάτω από τις δικές μας συν­θή­κες, τα μυθι­στο­ρή­μα­τα απευ­θύ­νο­νται κυρί­ως σε ανα­γνώ­στες από αστι­κούς κύκλους, δηλα­δή κύκλους που δεν είναι άμε­σα δικοί μας. Επο­μέ­νως, κατά τη γνώ­μη μου, το μυθι­στό­ρη­μα του σοσια­λι­στι­κού προ­βλή­μα­τος εκτε­λεί πλή­ρως την απο­στο­λή του, αν με την πιστή από­δο­ση των πραγ­μα­τι­κών σχέ­σε­ων ξαπο­στέλ­νει τις κυρί­αρ­χες συμ­βα­τι­κές ψευ­δαι­σθή­σεις που αφο­ρούν τις σχέ­σεις αυτές, κλο­νί­ζο­ντας την αισιο­δο­ξία του αστι­κού κόσμου και σπέρ­νο­ντας ανα­πό­φευ­κτα αμφι­βο­λί­ες σ’ ο, τι αφο­ρά την αιώ­νια ισχύ του υπαρ­κτού χωρίς το ίδιο το μυθι­στό­ρη­μα να προ­σφέ­ρει μια άμε­ση λύση του εν λόγω προ­βλή­μα­τος ακό­μα και χωρίς να πάει που και που επι­δει­κτι­κά με το μέρος κανε­νός».

Τα λόγια αυτά έχουν επι­βε­βαιω­θεί σε όλη την ιστο­ρία με πολ­λά έργα, ακό­μα και συντη­ρη­τι­κών συγ­γρα­φέ­ων, που παρ’ όλες τις κοι­νω­νι­κές από­ψεις του δημιουρ­γού τους, μιλούν προ­ο­δευ­τι­κά, για­τί απλώς λένε κοι­νω­νι­κές αλή­θειες αφυ­πνί­ζο­ντας συνει­δή­σεις. Επί­σης σημα­ντι­κή είναι η δια­πί­στω­ση ότι η απήχηση/επίδραση ενός λογο­τε­χνι­κού έργου εξαρ­τά­ται από την κατά­στα­ση της κοι­νω­νί­ας, τις συν­θή­κες. Ένα έργο μπο­ρεί να μη μιλά­ει ή να μιλά­ει παρά πολύ ανά­λο­γα με τις ανά­γκες και τις προ­σλαμ­βά­νου­σες της κοι­νω­νί­ας της στιγ­μής, αλλά μπο­ρεί και να μιλά­ει, εφό­σον αγγί­ζει τα πιο βαθιά ανθρώ­πι­να συναι­σθή­μα­τα ή τα αιώ­νια πρό­τυ­πα ανθρω­πί­νων συμπε­ρι­φο­ρών, του­λά­χι­στον σε ταξι­κές κοι­νω­νί­ες, είτε δου­λο­κτη­τι­κές, είτε φεου­δαρ­χι­κές, είτε καπι­τα­λι­στι­κές. Εδώ θέμα­τα εξου­σί­ας, δια­φθο­ράς, προ­δο­σί­ας, αλλά και ηρω­ι­κής αντί­στα­σης μπο­ρούν να κρα­τή­σουν την ισχύ τους στα έργα όσο το εκμε­ταλ­λευ­τι­κό σύστη­μα εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει. Μήπως τα ονό­μα­τα που ανά­φε­ρε ο Ένγκελς δεν έμει­ναν στην ιστο­ρία, δεν κρά­τη­σαν μέχρι σήμε­ρα την αξία τους και γι αυτό ονο­μά­ζο­νται κλα­σι­κά τα έργα αυτά; Κι όμως, δεν ήταν μαρξιστές.

«Όσο περισ­σό­τε­ρο οι από­ψεις του συγ­γρα­φέα μένουν κρυμ­μέ­νες, τόσο το καλύ­τε­ρο για το έργο τέχνης» 

Σε ένα άλλο γράμ­μα, στην Μάρ­γκα­ρετ Χάρ­κνες (αρχές Απρι­λί­ου 1888) ο Ένγκελς θα επα­νέρ­θει στο θέμα με αφορ­μή ένα μυθι­στό­ρη­μα που είχε γρά­ψει η Χάρ­κνες δίνο­ντάς της τα συγ­χα­ρη­τή­ρια, αλλά παρα­τη­ρώ­ντας ότι στο μυθι­στό­ρη­μά της η εργα­τι­κή τάξη είναι μια παθη­τι­κή μάζα, ανί­κα­νη να βοη­θή­σει τον εαυ­τό της και ούτε κάνο­ντας προ­σπά­θεια να βοη­θή­σει τον εαυ­τό της. Όλες οι προ­σπά­θειες να βγά­λουν την εργα­τιά από τη μιζέ­ρια της, έρχο­νται απ’ έξω ή από πάνω: «Αν η περι­γρα­φή αυτή ήταν σωστή στα 1800 ή 1810, στις μέρες του Σεν-Σιμόν και Ρόμπερτ Όου­εν, δεν μπο­ρεί να φαί­νε­ται σωστή το 1887 σε έναν άνθρω­πο που για σχε­δόν πενή­ντα χρό­νια είχε την τιμή να συμ­με­τέ­χει στους περισ­σό­τε­ρους αγώ­νες του μαχό­με­νου προ­λε­τα­ριά­του. Η εξε­γερ­σια­κή αντί­δρα­ση της εργα­τι­κής τάξης ενά­ντια στον κατα­πιε­στι­κό μηχα­νι­σμό γύρω της, οι προ­σπά­θειές της –σπα­σμω­δι­κές, ημι-συνει­δη­τές ή συνει­δη­τές – για να επα­να­κτή­σει την ύπαρ­ξή της ως ανθρώ­πι­να όντα, είναι μέρος της ιστο­ρί­ας και γι αυτό πρέ­πει να διεκ­δι­κή­σει μια θέση στον τομέα του ρεα­λι­σμού».

Για να συνε­χί­σει απευ­θυ­νό­με­νος στη Χάρ­κνες: «Μακριά μου να σε μεμ­φθώ που δεν έγρα­ψες ένα καθα­ρό σοσια­λι­στι­κό μυθι­στό­ρη­μα, ένα «Tendenzroman», όπως το ονο­μά­ζου­με εμείς οι Γερ­μα­νοί, για να δοξα­στούν οι κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές από­ψεις των συγ­γρα­φέ­ων. Δεν το εννοώ καθό­λου αυτό. Όσο περισ­σό­τε­ρο οι γνώ­μες του συγ­γρα­φέα παρα­μέ­νουν κρυμ­μέ­νες, τόσο το καλύ­τε­ρο για το έργο τέχνης. Ο ρεα­λι­σμός που υπαι­νίσ­σο­μαι μπο­ρεί να ξετρυ­πώ­σει ακό­μα και σε πεί­σμα των από­ψε­ων του συγ­γρα­φέα (η υπο­γράμ­μι­ση δική μου, Α.Ι.). Να δώσω ένα παρά­δειγ­μα». Και στη συνέ­χεια ο Ένγκελς ανα­φέ­ρε­ται στον Γάλ­λο Ονο­ρέ ντε Μπαλ­ζάκ, που τον θεω­ρεί πολύ μεγα­λύ­τε­ρο μάστο­ρα του ρεα­λι­σμού από τους Ζολά του παρελ­θό­ντος, του παρό­ντος και του μέλ­λο­ντος. Ο Μπαλ­ζάκ ήταν βασι­λό­φρων, «το μεγά­λο του έργο είναι μια αδιά­κο­πη ελε­γεία στην ανε­πα­νόρ­θω­τη παρακ­μή της καλής κοι­νω­νί­ας. Όλη η συμπά­θειά του πάει στην τάξη που είναι κατα­δι­κα­σμέ­νη να σβή­σει. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η σάτι­ρά του δεν είναι ποτέ πιο οξεία, η ειρω­νεία του ποτέ πιο πικρή παρά όταν βάζει σε κίνη­ση ακρι­βώς τους άντρες και τις γυναί­κες τους οποί­ους συμπα­θεί βαθύ­τα­τα – τους ευγε­νείς. Και οι μόνοι άντρες για τους οποί­ους μιλά­ει με απρο­κά­λυ­πτο θαυ­μα­σμό, είναι οι χει­ρό­τε­ροί του πολι­τι­κοί αντα­γω­νι­στές, […], οι άντρες που εκεί­νη την επο­χή (1830–1836), ήταν πράγ­μα­τι οι εκπρό­σω­ποι των λαϊ­κών μαζών. Το ότι επο­μέ­νως, ο Μπαλ­ζάκ ήταν ανα­γκα­σμέ­νος να πάει κόντρα στις δικές του ταξι­κές συμπά­θειες και πολι­τι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις, το ότι είδε την ανα­γκαιό­τη­τα της καθό­δου των αγα­πη­μέ­νων του ευγε­νών και τους περί­γρα­ψε σαν ανθρώ­πους που δεν άξι­ζαν καλύ­τε­ρη μοί­ρα και το ότι είδε τους πραγ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους του μέλ­λο­ντος μόνο εκεί που, προς το παρόν, μπο­ρού­σες να τους βρεις – αυτό θεω­ρώ έναν εκ των μεγα­λύ­τε­ρων θριάμ­βων του Ρεα­λι­σμού και ένα εκ των μεγα­λύ­τε­ρων χαρα­κτη­ρι­στι­κών του γέρου Μπαλ­ζάκ».

Ήταν εκτε­νή τα απο­σπά­σμα­τα που διά­λε­ξα, για­τί δίνουν ένα εξαι­ρε­τι­κό παρά­δειγ­μα μαρ­ξι­στι­κής, δηλα­δή δια­λε­κτι­κής, ιστο­ρι­κής υλι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης. Είναι πολ­λά τα παρα­δείγ­μα­τα συγ­γρα­φέ­ων που οι ίδιοι όντες συντη­ρη­τι­κοί ή ακό­μα και αντι­δρα­στι­κοί, μιλούν προ­ο­δευ­τι­κά με τα έργα τους κάνο­ντας μια αλη­θι­νή ανα­το­μία της κοι­νω­νί­ας της επο­χής τους. Δηλα­δή, η προ­ο­δευ­τι­κό­τη­τα ανα­βλύ­ζει από τα δρώ­με­να, για­τί, απλώς, οι κατα­στά­σεις που περι­γρά­φο­νται, είναι αλη­θι­νές και αφυ­πνί­ζουν χωρίς να καθο­δη­γούν. Οι από­ψεις του Μπαλ­ζάκ, βέβαια, δεν έμει­ναν κρυμ­μέ­νες, αλλά η ατά­κα αυτή του Ένγκελς αφο­ρά το ρητό διδα­κτι­σμό μέσα από τη λογο­τε­χνία, τον οποίο σαφώς απορ­ρί­πτει. Ούτε ο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, αργό­τε­ρα, με το διδα­κτι­κό του θέα­τρο, δεν εννο­ού­σε το κατ’ ευθεί­αν μάθη­μα πάνω στη σανί­δα, αλλά μέσα από την παρεμ­βα­τι­κή σκέ­ψη του θεα­τή. Άλλω­στε, το θέμα της ρητής και άμε­σης πολι­τι­κο­ποί­η­σης λογο­τε­χνι­κών έργων έχει δώσει αφορ­μή σε σφο­δρές αντι­πα­ρα­θέ­σεις με την άπο­ψη κατά πόσο ένα λογο­τε­χνι­κό έργο χάνει λογο­τε­χνι­κό­τη­τα τη στιγ­μή που στρα­τεύ­ε­ται σε ένα άμε­σο κοι­νω­νι­κό ή/και πολι­τι­κό σκοπό.Δηλαδή, η δια­μά­χη γύρω από το επί­και­ρο και το δια­χρο­νι­κό στη λογο­τε­χνία. Φυσι­κά, τα παρα­δείγ­μα­τα της μαρ­ξι­στι­κής μεθό­δου στους ίδιους τους ιδρυ­τές του, είναι πολ­λά. Αρκε­τά σκορ­πι­σμέ­να στα έργα τους βρί­σκου­με πολ­λές ανα­λύ­σεις για τον τομέα της τέχνης και της κουλ­τού­ρας γενικότερα. 

Επο­μέ­νως, μιλώ­ντας για μαρ­ξι­σμό και λογο­τε­χνία εννο­ού­με τον ελά­χι­στο βαθ­μό αντα­νά­κλα­σης των κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κών συν­θη­κών και αντι­θέ­σε­ων στα λογο­τε­χνι­κά έργα, είτε συνει­δη­τά και σκό­πι­μα, είτε ασυ­νεί­δη­τα «ξεπη­δώ­ντας» από το ίδιο το έργο. Μ’ αυτή την έννοια θα μπο­ρού­σα­με κατά κάποιο τρό­πο να πού­με ότι ο μαρ­ξι­σμός στη λογο­τε­χνία υπήρ­χε πριν από το Μαρξ, ο ιστο­ρι­κός υλι­σμός υπήρ­χε πριν προσ­διο­ρι­στεί επι­στη­μο­νι­κά ως τέτοιος. Η λογο­τε­χνι­κή πρά­ξη από­κτη­σε – κι αυτή – με το μαρ­ξι­σμό την επι­στη­μο­νι­κή θεω­ρία της. Πολύ πριν απ’ αυτό, η θεω­ρία αυτή ετοι­μα­ζό­ταν να γεν­νη­θεί περ­νώ­ντας από διά­φο­ρα ανο­λο­κλή­ρω­τα στά­δια του ανθρώ­πι­νου στο­χα­σμού. Σε πολ­λά έργα στη διάρ­κεια των αιώ­νων οι κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις αντι­κα­το­πτρί­ζο­νταν είτε με τη μορ­φή μιας απλής «παθη­τι­κής» περι­γρα­φι­κής αντα­νά­κλα­σης – που κι αυτή από μόνη της μπο­ρεί να συμ­βά­λει στη συνει­δη­το­ποί­η­ση κάποιων κατα­στά­σε­ων ή και να απο­τε­λέ­σει ένα «κατη­γο­ρώ» — είτε με τη μορ­φή της ανα­το­μί­ας της κοι­νω­νί­ας εκ μέρους του συγ­γρα­φέα ενδε­χο­μέ­νως με μια ρητή ή και συγκα­λυμ­μέ­νη πρό­τα­ση αλλα­γής ή το λιγό­τε­ρο με μια υπόδειξη/πρόταση της κατεύ­θυν­σης διεξόδου. 

Επί­σης, σε πολ­λά έργα του παρελ­θό­ντος που έχουν γρα­φεί σε επο­χές περά­σμα­τος από ένα κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό σύστη­μα σ’ ένα άλλο, η δια­δι­κα­σία της πάλης του παλιού με το και­νούρ­γιο βρί­σκει την αντα­νά­κλα­σή της σε λογο­τε­χνι­κά έργα (πχ Αισχύ­λος στο μεταίχ­μιο της μητριαρ­χί­ας προς την πατριαρ­χία της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, ο Σαίξ­πηρ, ο Θερ­βά­ντες στο μεταίχ­μιο από τη φεου­δαρ­χία προς τον καπι­τα­λι­σμό). Γι αυτό το λόγο τα έργα αυτά απο­κτούν μια κοσμο­γο­νι­κή διά­στα­ση χωρίς να είναι δοσμέ­νο ότι ο συγ­γρα­φέ­ας τη δίνει συνει­δη­τά ή ότι απλώς κατα­γρά­φει αυτό που συμβαίνει.

Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ

Από την επο­χή του Μαρξ η δια­λε­κτι­κή μέθο­δος ενώ­νε­ται με τον ιστο­ρι­κό υλι­σμό και αυτή η εξέ­λι­ξη, απο­τέ­λε­σμα ενός και­νούρ­γιου μεταιχ­μί­ου – αυτή τη φορά από τον καπι­τα­λι­σμό στο σοσια­λι­σμό — αντα­να­κλά­ται σε πολ­λά έργα της επο­χής. Η μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση εμφα­νί­ζε­ται πιο ολο­κλη­ρω­μέ­να και στα λογο­τε­χνι­κά έργα. Δηλα­δή στην ανά­πτυ­ξη του περιε­χο­μέ­νου, αλλά και στην κρι­τι­κή της λογο­τε­χνί­ας. Έχου­με μπει πλέ­ον σε μια ιστο­ρι­κή περί­ο­δο στην οποία παίρ­νει σάρ­κα και οστά η ιδέα του περά­σμα­τος από τον καπι­τα­λι­σμό στο σοσιαλισμό/κομμουνισμό και σε πολ­λά έργα συνα­ντού­με – είτε με μια μορ­φή πιο εσω­τε­ρι­κή, πιο συγκα­λυμ­μέ­νη, είτε με μια μορ­φή άμε­ση και ξεκά­θα­ρη – την ταξι­κή πάλη ανά­με­σα στις δύο βασι­κές τάξεις του ανα­πτυγ­μέ­νου και όλο και πιο εδραιω­μέ­νου καπι­τα­λι­σμού απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νη πια: την αστι­κή και την εργα­τι­κή. Η εργα­τι­κή τάξη εμφα­νί­ζε­ται στη λογο­τε­χνία όχι πια σαν παθη­τι­κή και πάσχου­σα ανώ­νυ­μη μάζα, αλλά παίρ­νει μια ενερ­γή θέση στο ιστο­ρι­κό γίγνεσθαι.

Ο Γκέ­οργκ Λού­κατς στο έργο του «Το ιστο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα» (1965) θα πει σχε­τι­κά με την εξέ­λι­ξη αυτή και μιλώ­ντας για την περί­ο­δο μετά το 1848: «Η διαί­ρε­ση του κάθε λαού σε «δύο έθνη» συντε­λέ­στη­κε επί­σης – του­λά­χι­στον σαν τάση – στον ιδε­ο­λο­γι­κό τομέα. Οι ταξι­κοί αγώ­νες του πρώ­του μισού του 19ου αιώ­να οδή­γη­σαν ήδη στις παρα­μο­νές της Επα­νά­στα­σης του 1848, στην επι­στη­μο­νι­κή δια­μόρ­φω­ση του μαρ­ξι­σμού. Σ’ αυτή περι­λαμ­βά­νο­νται όλες οι προ­ο­δευ­τι­κές από­ψεις σχε­τι­κά με την ιστο­ρία σε μια μορ­φή «ξεπε­ρα­σμέ­νη», δηλα­δή με την τρι­πλή χεγκε­λια­νή έννοια της λέξης: δεν έχουν μόνο κρι­τι­κα­ρι­στεί και ακυ­ρω­θεί, αλλά επί­σης δια­τη­ρη­θεί και ανε­βα­στεί σ’ ένα ανώ­τε­ρο επίπεδο.…

Το κεντρι­κό πρό­βλη­μα με αφορ­μή του οποί­ου εκδη­λώ­νε­ται πια η αλλα­γή στά­σης απέ­να­ντι στην ιστο­ρία είναι το πρό­βλη­μα της προ­ό­δου. Είδα­με ότι οι συγ­γρα­φείς και οι πιο αξιο­ση­μεί­ω­τοι στο­χα­στές της περιό­δου πριν από το 1848 είχαν κάνει το πιο σημα­ντι­κό βήμα μπρο­στά δίνο­ντας στην ιδέα της προ­ό­δου μια ιστο­ρι­κή δια­τύ­πω­ση: προ­χώ­ρη­σαν μέχρι την αντί­λη­ψη του αντι­φα­τι­κού χαρα­κτή­ρα της ανθρώ­πι­νης προ­ό­δου, έστω μονά­χα κατά τρό­πο σχε­τι­κά σωστό και ποτέ ολο­κλη­ρω­μέ­νο. Ωστό­σο, τα γεγο­νό­τα της ταξι­κής πάλης έδει­ξαν στους ιδε­ο­λό­γους της αστι­κής τάξης το μέλ­λον της κοι­νω­νί­ας τους και μάλι­στα με μια τόσο απει­λη­τι­κή προ­ο­πτι­κή, ώστε να εξα­φα­νι­στεί πλέ­ον, ανα­γκα­στι­κά, το αμε­ρό­λη­πτο πνεύ­μα στις διε­ρευ­νή­σεις τους, χάρη στο οποίο οι αντι­φά­σεις της προ­ό­δου είχαν ανα­κα­λυ­φθεί και εκφρα­στεί». (G. Loukacs, Το ιστο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα, γαλ­λι­κή έκδο­ση, σελ. 193–194).

Η απει­λη­τι­κή προ­ο­πτι­κή και ποιοι την εκφράζουν

Έτσι, λοι­πόν, η ιδε­ο­λο­γι­κή σχο­λή της αστι­κής τάξης αρχί­ζει να κρύ­βει την πραγ­μα­τι­κή εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας, την απει­λη­τι­κή γι αυτήν προ­ο­πτι­κή της, για­τί αυτή δεί­χνει στην κατεύ­θυν­ση του ιστο­ρι­κού της αφα­νι­σμού σαν κυρί­αρ­χη τάξη και αυτό είναι κάτι που από δω και πέρα θέλει να το κρύ­ψει με κάθε τρό­πο, και μέσα από την τέχνη. Το ίδιο θα δια­πι­στώ­σει και ο Γκε­όρ­γκι Πλε­χά­νοφ στο δοκί­μιό του Το προ­λε­τα­ρια­κό κίνη­μα και η αστι­κή τέχνη (στο Selected Philosophical Works, τόμος V, σελ. 400): «Ήταν κάπο­τε μια επο­χή που οι πάνω τάξεις, για τις οποί­ες η τέχνη υπάρ­χει ως επί το πλεί­στο στην «πολι­τι­σμέ­νη» κοι­νω­νία, προ­χω­ρού­σαν μπρο­στά και δεν τους τρό­μα­ζε η ιδε­ο­λο­γία, αλλά, εντε­λώς το αντί­θε­το, τους προ­σέλ­κυε. Όμως, σήμε­ρα, οι τάξεις αυτές στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση είναι στά­σι­μες και γι αυτό η ιδε­ο­λο­γία είναι είτε πολύ αχρεί­α­στη γι αυτές, είτε τη χρειά­ζο­νται μόνο σε ελά­χι­στες δόσεις και γι αυτό το λόγο και η δια­μαρ­τυ­ρία τους ενά­ντια στην έλλει­ψη ιδε­ο­λο­γί­ας, μια δια­μαρ­τυ­ρία που είναι ανα­πό­φευ­κτη για τον απλό λόγο ότι η τέχνη δεν μπο­ρεί να ζήσει χωρίς ιδέα, δεν οδη­γεί παρά σε ένα αφη­ρη­μέ­νο και χαο­τι­κό συμ­βο­λι­σμό». (Το άρθρο αυτό δημο­σιεύ­θη­κε στην εφη­με­ρί­δα «Πρά­βδα» το Νοέμ­βρη του 1905).

Η ταξι­κή πάλη λοι­πόν, σύμ­φω­να με τα λόγια του Λού­κατς, με την «απει­λη­τι­κή προ­ο­πτι­κή» για την αστι­κή τάξη, ανέ­δει­ξε στον 20ο αιώ­να μια μεγά­λη γενιά συγ­γρα­φέ­ων παγκο­σμί­ως, που με την τέχνη τους έδι­ναν αισθη­τι­κή έκφρα­ση στα ιδα­νι­κά των σκλη­ρών λαϊ­κών αγώ­νων ενθαρ­ρύ­νο­ντας, συνο­δεύ­ο­ντας, εμψυ­χώ­νο­ντας, ακό­μα και καθο­δη­γώ­ντας την ταξι­κή πάλη στο επί­πε­δο της συνεί­δη­σης. Σε πολ­λούς συγ­γρα­φείς η μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη γίνε­ται συνει­δη­τό υπό­βα­θρο της γρα­φής τους και μ’ αυτή την έννοια ιδιο­ποιού­νται δημιουρ­γι­κά το και­νούρ­γιο ιστο­ρι­κό περι­βάλ­λον το οποίο επε­ξερ­γά­ζο­νται στην νέα ιστο­ρι­κή κατεύ­θυν­ση με πυξί­δα την ανα­τρο­πή του βιω­μέ­νου εκμε­ταλ­λευ­τι­κού συστή­μα­τος και τη δημιουρ­γία – μέσω της συνει­δη­τής πλέ­ον δια­μόρ­φω­σης του ιστο­ρι­κού γίγνε­σθαι – μιας σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας με απώ­τε­ρο σκο­πό την ατα­ξι­κή κοινωνία.

Η μέθο­δος της εξουδετέρωσης

Άρα, το αστικό/καπιταλιστικό κατε­στη­μέ­νο έπρε­πε να κατα­πο­λε­μή­σει, να κάνει να σιγή­σει ή να απο­νευ­ρώ­σει τις φωνές αυτές που συγκε­κρι­με­νο­ποί­η­σαν την «απει­λη­τι­κή προ­ο­πτι­κή» του αφα­νι­σμού του ως τάξη. Αρχι­κά απει­λού­σαν με εξό­ντω­ση (φυλα­κές, διωγ­μοί, βασα­νι­στή­ρια, εξο­ρί­ες) αυτή τη μεγά­λη γενιά συγγραφέων/διανοουμένων για πολ­λές δεκα­ε­τί­ες του 20ου αιώ­να – και μάλι­στα με ιδιαί­τε­ρο μένος στην Ελλά­δα – αλλά αιώ­να βρή­καν προς το τέλος του μια άλλη μέθο­δο, όχι τόσο βίαιη, αλλά απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη. Αυτή την τάση τη βιώ­νου­με σήμε­ρα σε ακραίο βαθ­μό, εδώ και τρεις δεκα­ε­τί­ες, περί­που. Είναι η απο­σιώ­πη­ση ή η απο­νεύ­ρω­ση των κομ­μου­νι­στών ή γενι­κό­τε­ρα των προ­ο­δευ­τι­κών συγ­γρα­φέ­ων του ταρα­χώ­δους 20ου αιώ­να, που δια­πι­στώ­νου­με σαν στα­θε­ρή γραμ­μή, ώστε τα κάπο­τε ειδο­ποιά τους ιστο­ρι­κά μηνύ­μα­τα για τον νομο­τε­λεια­κό αφα­νι­σμό της παλαιάς τάξης να μην ακού­γο­νται, να εξου­δε­τε­ρώ­νο­νται ή να πλα­στο­γρα­φού­νται. Αντι­θέ­τως, κρα­τά­νε εκεί­νους τους συγγραφείς/στοχαστές/διανοητές και εκεί­να τα έργα που θεω­ρού­νται ακίνδυνοι/α επει­δή τα μηνύ­μα­τά τους μπο­ρούν να επι­κε­ντρω­θούν σε αυτό που λέμε «γενι­κά ανθρώ­πι­νο» ή/και βρί­σκο­νται σε μεγά­λη από­στα­ση από τη σύγ­χρο­νη επο­χή , ώστε η αφυ­πνι­στι­κή τους δύνα­μη να μη θέτει σε κίν­δυ­νο το σύγ­χρο­νο καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα (αρχαί­οι, Ευρω­παί­οι κλα­σι­κοί κλπ), αλλά ακό­μα από αυτά γίνε­ται προ­σπά­θεια να βγά­λουν τις αιχ­μη­ρές άκρες, τα κοι­νω­νι­κά τους μηνύ­μα­τα και ερμη­νεύ­ο­νται κάτω από το πρί­σμα του «γενι­κού ανθρω­πι­σμού». Η από-ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση –σύν­θη­μα ιδιαί­τε­ρα τονι­σμέ­νο από τη δεκα­ε­τία του ’90 του περα­σμέ­νου αιώ­να και όχι τυχαία- που είναι συχνά μια συγκα­λυμ­μέ­νη απο­κομ­μου­νι­στι­κο­ποί­η­ση σε πολ­λές περι­πτώ­σεις, είναι στην πρώ­τη γραμ­μή, καθώς και ο τονι­σμός γενι­κό­τε­ρων ανθρώ­πι­νων παθών όλων των και­ρών και επο­χών και η στε­νή ομφα­λο­σκό­πη­ση σε επι­μέ­ρους φέτες της καθη­με­ρι­νής μας ζωής κατα­γρά­φο­ντας και όχι ανα­τρέ­πο­ντας. Ακό­μα και τις πιο ισχυ­ρές φωνές, σαν του Μαρξ, Μπρεχτ, Γκόρ­κι, Λόρ­κα, Ρίτσου, Βάρ­να­λη και άλλων, τις κάνουν ερμη­νευ­τι­κές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και όχι ανα­τρε­πτι­κές και αν είναι δύσκο­λο αυτό, για­τί το έργο τους δεν δίνει λαβές για κάτι τέτοιο, τότε απο­σιω­πά­ται μέρος του έργου τους, ή/και ολό­κλη­ρο το έργο. Η αστι­κή τάξη πατά­ει φρέ­νο στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη και θέλει να κάνει σύμ­μα­χο σε αυτή την αντι­δρα­στι­κή προ­σπά­θεια τη λαϊ­κή μάζα, ώστε να γίνει ξανά παθη­τι­κή, «νεκρό βάρος» της ιστο­ρί­ας, με τα λόγια του Ιτα­λού κομ­μου­νι­στή δια­νοη­τή Αντό­νιο Γκράμ­σι. Όπως κάπο­τε παλαιότερα. 

ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΙΔΑΝΙΚΟ

Η λογο­τε­χνία σαν πηγή γνώ­σης της πραγματικότητας

Με την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917 και την έντο­νη επί­δρα­σή της στο παγκό­σμιο λογο­τε­χνι­κό γίγνε­σθαι προ­στί­θε­ται και μια και­νούρ­για διά­στα­ση: εμφα­νί­ζε­ται στο λογο­τε­χνι­κό προ­σκή­νιο και ο οργα­νω­μέ­νος ή μη κομ­μου­νι­στής λογο­τέ­χνης με την ίδρυ­ση κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των και μαζί με αυτό και η συζή­τη­ση γύρω από το «τί πρέ­πει να είναι ο κομμουνιστής/σοσιαλιστής καλ­λι­τε­χνι­κός δημιουρ­γός, ο κομμουνιστής/σοσιαλιστής συγ­γρα­φέ­ας», «πώς γρά­φε­ται και τί είναι το λογο­τε­χνι­κό έργο με σοσια­λι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό», κλπ. Για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία εμφα­νί­ζε­ται μια τέτοια συζή­τη­ση. Έτσι ο Ναζίμ Χικ­μέτ θα πει: «Θυμά­μαι πάντα μια φρά­ση της Κρούπ­σκα­για στις ανα­μνή­σεις για τον Λένιν, όπου έλε­γε ότι για τον Λένιν η ρώσι­κη λογο­τε­χνία ήταν μια από τις πηγές γνώ­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Θα ήθε­λα να γρά­φω ποι­ή­μα­τα, μυθι­στο­ρή­μα­τα, θεα­τρι­κά έργα που να έχουν αυτή την αρετή. 

Από τη δημιουρ­γία του πρώ­του σοσια­λι­στι­κού κρά­τους στον κόσμο έχου­με πλέ­ον δύο «κόσμους» στο ζήτη­μα της στρα­τευ­μέ­νης στα ιδα­νι­κά του σοσια­λι­σμού τέχνης: την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία στην προ­σπά­θεια οικο­δό­μη­σης της νεα­ρής σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας και την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία στις καπι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες ή ευρύ­τε­ρα σε όλες τις άλλες μη σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες με κρι­τι­κό ή και ανα­τρε­πτι­κό περιε­χό­με­νο ως προς τον καπι­τα­λι­σμό ενδε­χο­μέ­νως με σοσια­λι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό και με πυξί­δα το νέο-δημιουρ­γη­μέ­νο και πρω­τό­γνω­ρο σοσια­λι­στι­κό κρά­τος. Στην παγκό­σμια αυτή συζή­τη­ση δημιουρ­γή­θη­καν και αντι­πα­ρα­θέ­σεις και θίγο­νταν ευαί­σθη­τα θέμα­τα που στα πλαί­σια αυτού του άρθρου μπο­ρούν να ανα­φερ­θούν μόνο ακρο­θι­γώς. Ο δρό­μος ήταν πρω­τό­γνω­ρος, μην το ξεχνά­με. Επο­μέ­νως είχε και τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της νέας ανα­ζή­τη­σης με όλες τις ενδε­χό­με­νες υπερ­βο­λές, πλά­νες και σφάλματα.

Ο Ίλια Έρεν­μπουργκ στο δοκί­μιό του για τη λογο­τε­χνία και την αισθη­τι­κή της γρά­φει κάποια χαρα­κτη­ρι­στι­κά παρα­δείγ­μα­τα για τη δυσκο­λία στη νεα­ρή Σοβιε­τι­κή Δημο­κρα­τία στον τομέα της μόρ­φω­σης της τερά­στιας αγράμ­μα­της μάζας: «Τελευ­ταία πήρα ένα γράμ­μα από ένα νεα­ρό μηχα­νι­κό του Λένιν­γκραντ που με ρωτά­ει: «Πώς το εξη­γεί­τε, η λογο­τε­χνία μας να είναι πιο ισχνή και πιο άτο­νη απ’ τη ζωή μας; Είχα­με πριν από λίγο και­ρό, μια συζή­τη­ση πάνω στο θέμα αυτό, μα κανείς δεν μπό­ρε­σε να δώσει την απά­ντη­ση. Μπο­ρεί κανείς στ’ αλή­θεια να συγκρί­νει τη δική μας, τη σοβιε­τι­κή κοι­νω­νία, με την τσα­ρι­κή Ρωσία; Κι όμως, οι κλα­σι­κοί μας συγ­γρα­φείς της τσα­ρι­κής επο­χής έγρα­φαν καλύ­τε­ρα. Βέβαια είναι πολ­λά έργα που τα δια­βά­ζει κανείς μ’ ενδια­φέ­ρον, είναι όμως κι άλλα που διε­ρω­τά­ται: μα για­τί τα γρά­φουν; Νομί­ζει κανείς πως δεν τους λεί­πει τίπο­τα, κι όμως δεν μιλούν στην ψυχή των ανθρώ­πων και δεν είναι τα πρό­σω­πα που δια­δρα­μα­τί­ζουν το ρόλο τους, σαν κι αυτά που βλέ­που­με καθη­με­ρι­νά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα…» (Έρεν­μπουργκ, Ισα­κόφ­σκι, Χικ­μέτ, «Η λογο­τε­χνία και η αισθη­τι­κή της», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», σελ. 105)

Ο Έρεν­μπουργκ ασχο­λή­θη­κε με το θέμα, για­τί είχε ακού­σει πολ­λές τέτοιες κρι­τι­κές και πίστευε ότι η ίδια αγά­πη για τη σοσια­λι­στι­κή κοι­νω­νία ένω­νε τους σοβιε­τι­κούς συγ­γρα­φείς. Δια­πι­στώ­νει ότι ο επι­στο­λο­γρά­φος έχει δίκιο και ότι για να βρε­θεί η απά­ντη­ση πρέ­πει να μιλή­σει κανείς για τον ίδιο το χαρα­κτή­ρα του συγ­γρα­φέα μέσα στην επο­χή του. Συγκρί­νο­ντας με τους δυτι­κούς μεγά­λους κλα­σι­κούς επι­ση­μαί­νει τη δια­κύ­μαν­ση στην καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία που γνω­ρί­ζει αυγή και «κατα­με­σή­με­ρο» (και νύχτα, θα προ­σθέ­τα­με) και περ­νά­ει από εκκό­λα­ψη, θριάμ­βο και αρμο­νία για να φτά­σει στην αφθο­νία εκλε­κτών έργων τονί­ζο­ντας μάλι­στα ότι ούτε η Γαλ­λία δεν έχει πια Μπαλ­ζάκ, Στα­ντάλ, Ουγκό, Φλο­μπέρ, Ζολά, ούτε η Αγγλία Ντί­κενς, Μπάι­ρον, Σέλεϊ. Κι εκεί, με λίγα λόγια χρειά­ζο­νται οι κοι­νω­νι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για τη μεγά­λη δημιουρ­γία, καθώς και η εκκό­λα­ψη, η ανα­ζή­τη­ση. Πάντως, κατα­λή­γει ο Έρεν­μπουργκ, η λογο­τε­χνία δεν πρέ­πει να περι­γρά­φει προ­τσές παρα­γω­γής αντί για ανθρώ­πι­να αισθή­μα­τα κι αυτό είναι η αιτία που πολ­λά νέα σοβιε­τι­κά έργα ενδια­φέ­ρουν πολύ λιγό­τε­ρο τις υφά­ντριες, για παρά­δειγ­μα, απ’ ό ‚τι η αστή Άννα Καρένινα. 

Τέτιες κρι­τι­κές, όπως αυτή του νεα­ρού μηχα­νι­κού από το Λένιν­γκραντ, υπήρ­χαν πολ­λές και γι’ αυτό ο Ερενμπουργκ στη μελέ­τη του (στο: Έρεν­μπουργκ, Ισα­κόφ­σκι, Χικ­μέτ, «Η λογο­τε­χνία και η αισθη­τι­κή της», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή») κατέ­λη­ξε, ότι συντα­γές δεν υπάρ­χουν για να γίνει κάποιος συγ­γρα­φέ­ας ή ποι­η­τής συμ­φω­νώ­ντας με τον Μαγιακόφσκι.

Ο Ερεν­μπουργκ, στη μελέ­τη αυτή, αγγί­ζει το φαι­νό­με­νο αυτό και στις καπι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες, όπου στο Μεσο­πό­λε­μο υπήρ­ξε μια γενιά ευφυ­έ­στα­των συγ­γρα­φέ­ων, που μετά δεν είχε δια­δό­χους του ίδιου επι­πέ­δου και προ­σπα­θεί να βρει το μυστι­κό. Οι σκέ­ψεις του πηγαί­νουν στη σωστή κατεύ­θυν­ση, αλλά δεν μπαί­νει στο απαι­τού­με­νο βάθος του ζητή­μα­τος, δηλα­δή στις κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις, στα μεταίχ­μια από το παλαιό στο και­νούρ­γιο, που γεν­νούν εκρή­ξεις δημιουρ­γί­ας, αλλά και «κοι­λιές».

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση μαζί με τα άλλα συντα­ρα­κτι­κά γεγο­νό­τα του πρώ­του μισού του 20ου αιώ­να επη­ρέ­α­σε βαθιά το λογο­τε­χνι­κό γίγνε­σθαι σε πολ­λές χώρες του κόσμου. Η εμβέ­λειά της εξα­πλώ­νε­ται σαν ένα γιγά­ντιο παλιρ­ροια­κό κύμα, ιδιαί­τε­ρα στις χώρες του ανα­πτυγ­μέ­νου καπι­τα­λι­σμού. Πρω­τα­γω­νι­στής πολ­λών έργων γίνε­ται η εργα­τι­κή τάξη. Πρό­κει­ται για μια τάση που είχε ξεκι­νή­σει ήδη νωρί­τε­ρα με την ανά­πτυ­ξη όλο και μεγα­λύ­τε­ρων εργο­στα­σί­ων και την κραυ­γα­λέα εκμε­τάλ­λευ­ση του προ­λε­τα­ριά­του ήδη από τα μέσα του 19ου αιώ­να. Όπως είπε ο Φρί­ντριχ Ένγκελς στο παρα­πά­νω από­σπα­σμα στην Αγγλί­δα συγ­γρα­φέα: δεν είναι πια ούτε 1800 ούτε 1810, αλλά 1878. Τώρα πια μπαί­νει στο προ­σκή­νιο η φτω­χή ανώ­νυ­μη μάζα, η εργα­τιά κάτω από το πρί­σμα της δρα­στη­ριο­ποί­η­σής της στο ιστο­ρι­κό γίγνεσθαι. 

Τίθε­ται λοι­πόν αμέ­σως το ερώ­τη­μα πώς το πιο κατα­πιε­σμέ­νο κομ­μά­τι της ανθρω­πό­τη­τας που στε­ρή­θη­κε τα στοι­χειώ­δη της επι­βί­ω­σης πόσο μάλ­λον τη μόρ­φω­ση, μπο­ρεί να φτά­σει στο επί­πε­δο καλ­λιέρ­γειας που απαι­τεί­ται για την ενσω­μά­τω­ση της παγκό­σμιας κουλ­τού­ρας και μάλι­στα σε μια χώρα με καθυ­στε­ρη­μέ­νο προ­λε­τα­ριά­το; Η Κλά­ρα Τσέτ­κιν μιλά­ει γι αυτό το τιτά­νιο έργο: «Αλλά…δεν έχει σημα­σία η δική μας γνώ­μη για την τέχνη. Δεν έχει ούτε σημα­σία το τι δίνει η τέχνη σε μερι­κές εκα­το­ντά­δες, ακό­μα και σε μερι­κές χιλιά­δες ενός πλη­θυ­σμού των εκα­τομ­μυ­ρί­ων, όπως σε μας. Η τέχνη ανή­κει στο λαό. Πρέ­πει να έχει τις πιο βαθιές ρίζες της στην ευρύ­τε­ρη μάζα-δημιουρ­γό. Πρέ­πει να κατα­νοη­θεί και να αγα­πη­θεί από αυτή. Πρέ­πει να τη συν­δέ­σει και να την εξυ­ψώ­σει στα αισθή­μα­τα, στη σκέ­ψη και στη θέλη­σή της. Πρέ­πει να ξυπνή­σει και να ανα­πτύ­ξει καλ­λι­τέ­χνες ανά­με­σά τους…Για να μπο­ρέ­σει να πάει η τέχνη στο λαό και ο λαός στην τέχνη, πρέ­πει πρώ­τα να ανε­βά­σου­με το γενι­κό μορ­φω­τι­κό και πολι­τι­στι­κό επί­πε­δο» (Κλά­ρα Τσέτ­κιν, Ανα­μνή­σεις από τον Λένιν, στο Τσέτ­κιν: Δια­λε­χτές ομι­λί­ες και έργα, τ. ΙΙΙ, σελ. 97, γερ­μα­νι­κή έκδοση).

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην Ελλά­δα ο μαρ­ξι­σμός στη λογο­τε­χνία, η σύν­δε­ση της λογο­τε­χνί­ας με το σοσια­λι­στι­κό ιδα­νι­κό, η αμοι­βαία σχέ­ση της μαρ­ξι­στι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας με το ρεα­λι­στι­κό ως επί το πλεί­στο τρό­πο δια­μόρ­φω­σής του παίρ­νει τέτοιες δια­στά­σεις, ώστε να μπο­ρού­με να πού­με ότι η πλειο­νό­τη­τα των λίγο πολύ γνω­στών λογο­τε­χνών της χώρας στον 20ο αιώ­να άνη­κε στον ένα ή τον άλλο βαθ­μό ή εμπνε­ό­ταν με τον ένα ή τον άλλον τρό­πο απ’ αυτό τον ιδε­ο­λο­γι­κό χώρο είτε σαν μέλη του νεοϊ­δρυ­θέ­ντος Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος είτε βρι­σκό­ταν κοντά σ’ αυτό είτε ήταν του­λά­χι­στον επη­ρε­α­σμέ­νο απ’ αυτό. Ένα φαι­νό­με­νο που παίρ­νει ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρες δια­στά­σεις από τα χρό­νια της ναζι­στι­κής κατο­χής. Πολύ νωρί­τε­ρα, ωστό­σο, από τις αρχές του 20ου και το τέλος του 19ου αιώ­να τα μεγά­λα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα αρχί­ζουν να εμφα­νί­ζο­νται στην ελλη­νι­κή λογοτεχνία.

Έτσι, τα έργα του Κερ­κυ­ραί­ου συγ­γρα­φέα Κωστα­ντί­νου Θεο­τό­κη (1872–1923) διέ­πο­νται από μια βαθιά σοσια­λι­στι­κή θεώ­ρη­ση της ζωής. Βάση της θεώ­ρη­σής του ήταν ο ιστο­ρι­κός υλι­σμός. Σε όλα τα έργα του τα γεγο­νό­τα, η ανά­πτυ­ξη της υπό­θε­σης, το ξετύ­λιγ­μα της πλο­κής στο­χεύ­ουν στην ενσάρ­κω­ση των ιδε­ών αυτών και οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις δια­μορ­φώ­νουν την ανθρώ­πι­νη συνεί­δη­ση. Το πρώ­το μεγά­λο διή­γη­μα του Κων­στα­ντί­νου Θεο­τό­κη είναι το Η τιμή και το χρή­μα που δημο­σιεύ­θη­κε στο περιο­δι­κό «Νου­μά» το 1912 και κυκλο­φό­ρη­σε σε βιβλίο το 1914. Στο διή­γη­μα αυτό οι σοσια­λι­στι­κές αντι­λή­ψεις του συγ­γρα­φέα παίρ­νουν για πρώ­τη φορά τη μορ­φή τέχνης και το σοσια­λι­στι­κό ιδα­νι­κό ενσαρ­κώ­νε­ται στον υγιή, ηθι­κό και στα­θε­ρό ψυχι­κό κόσμο μιας νεα­ρής εργά­τριας. Ένδει­ξη της ευρύ­τε­ρης προ­ο­δευ­τι­κό­τη­τας του Θεο­τό­κη απο­τε­λεί και το γεγο­νός ότι τα τόσο γεν­ναία και θετι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα τοπο­θε­τεί σε μια γυναί­κα αφή­νο­ντας στην άκρη κοι­νω­νι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα. Γυναί­κα και μάλι­στα εκπρό­σω­πο της εργα­τι­κής τάξης τη στιγ­μή που από την κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση είναι μακριά ακό­μα να συν­δέ­ει τη γυναί­κα με κοι­νω­νι­κό προ­ο­δευ­τι­κό ρόλο και επα­να­στα­τι­κή γενναιότητα. 

Εφ’ όσον ανα­φέ­ρα­με αυτόν τον «γενάρ­χη» της πρω­το­πό­ρας σοσια­λι­στι­κής πεζο­γρα­φί­ας στην Ελλά­δα, οφεί­λου­με να ανα­φέ­ρου­με την πρώ­τη Ελλη­νί­δα σοσια­λί­στρια συγ­γρα­φέα, τη Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη (1881–1962). Χει­ρί­στη­κε όλα τα είδη του γρα­πτού λόγου, την ποί­η­ση, το διή­γη­μα, τη νου­βέ­λα, το μυθι­στό­ρη­μα, το θέα­τρο και στο έργο της εμφα­νί­ζο­νται στο κοι­νω­νι­κό προ­σκή­νιο γυναί­κες όλων των κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των: η αστή, η μερο­κα­μα­τιά­ρισ­σα, η αγρό­τισ­σα, η υπάλ­λη­λος, η νοι­κο­κυ­ρά και – αυτό ήταν το πιο τολ­μη­ρό για γυναί­κα συγ­γρα­φέα – η πόρ­νη που στο ποί­η­μα «Ναυά­γιο» βάζει στο στό­μα της την πιο σαρ­κα­στι­κή κρι­τι­κή της αστι­κής κοι­νω­νί­ας και τελειώ­νει με τον εξής κλα­σι­κό πια στί­χο: «Εικό­να σου είμαι κοι­νω­νία και σου μοιά­ζω», λόγια πόρ­νης και βάζο­ντας τα δάχτυ­λα επί τον τύπο των ήλων της βαθιά παρακ­μα­σμέ­νης αστι­κής κοινωνίας.

Στα­θή­κα­με με λίγα λόγια σ’ αυτές τις δύο πρω­το­πό­ρες μορ­φές που έφε­ραν στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα τον κοι­νω­νι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό βασι­σμέ­νοι σε μαρ­ξι­στι­κές αντι­λή­ψεις. Ακο­λού­θη­σαν πολ­λοί άλλοι. Όπως είπα­με, από την επο­χή της ναζι­στι­κής κατο­χής ο ιδε­ο­λο­γι­κός χώρος του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και δη του ΚΚΕ άσκη­σε μια τερά­στια επί­δρα­ση στους λογο­τέ­χνες της χώρας και αν δεν ήταν η ίδια η ιδε­ο­λο­γία, τότε ήταν πλέ­ον ο εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός αγώ­νας που έκα­νε πολ­λούς να προ­σχω­ρή­σουν στις γραμ­μές του, ακό­μα και διανοητές/ποιητές που ιδε­ο­λο­γι­κά ήταν μακριά από το μαρξισμό.

Η ουσία της τέχνης είναι να μιλά για την πραγματικότητα

Σε όλη αυτή την περί­ο­δο η παρά­νο­μη δρά­ση των προ­ο­δευ­τι­κών λογο­τε­χνών, οι εξο­ρί­ες, οι φυλα­κί­σεις και οι εκτε­λέ­σεις βάζουν την ανε­ξί­τη­λη σφρα­γί­δα τους στα λογο­τε­χνι­κά δρώ­με­να του τόπου. Πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κά για την κατά­στα­ση γρά­φει η Μέλ­πω Αξιώ­τη στο κεί­με­νό της Για­τί δεν μπο­ρού­με να μιλή­σου­με για τον Μπαλ­ζάκ απευ­θυ­νό­με­νη στο γαλ­λι­κό ανα­γνω­στι­κό κοι­νό: «Το περιο­δι­κό EUROPE μας ζητά­ει σήμε­ρα ένα άρθρο για τον Μπαλ­ζάκ. Η Ελλά­δα του 1950 δεν έχει αλη­θι­νά ούτε ένα δια­νο­ού­με­νο που να μπο­ρεί να γρά­ψει. Τους δια­νο­ού­με­νούς μας τους δολο­φο­νούν, τους βασα­νί­ζουν, τους εξο­ρί­ζουν, τους φυλα­κί­ζουν. Τους καλύ­τε­ρους. Τους κατα­δι­κά­ζουν στη σιω­πή, τους δένουν τα χέρια, τους φιμώ­νουν, είτε βρί­σκο­νται στην Αθή­να είτε στην επαρ­χία. Κι αν υπάρ­χουν μερι­κοί που μπο­ρούν ακό­μα να συζη­τά­νε φωνα­χτά για­τί δεν κιν­δυ­νεύ­ουν, καθώς μένουν σε ξένο τόπο, αυτοί δεν έχουν πια παρά ένα δικαί­ω­μα: να σας μιλά­νε για τους από­ντες. Θα ήταν πολύ ντρο­πια­στι­κό γι αυτούς αν έκα­ναν κάτι άλλο. Και ο Μπαλ­ζάκ, ο μεγά­λος αυτός ρεα­λι­στής, ο πρω­τουρ­γός ίσως του ρεα­λι­σμού στη λογο­τε­χνία, θα το είχε περί­φη­μα κατα­λά­βει, για­τί η ίδια η ουσία της τέχνης του Μπαλ­ζάκ είναι να μιλά­ει γι αυτό που υπάρ­χει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και το να δίνεις την τιμη­τι­κή θέση σ’ εκεί­νους που αντί για πένα έχουν στα χέρια χει­ρο­πέ­δες, σημαί­νει πως βρί­σκε­σαι στην καρ­διά του κόσμου. Δεν είμα­στε εμείς που το θελή­σα­με – το δεχό­μα­στε ωστό­σο σαν μεγά­λη τιμή –οι πιο κοντι­νοί μας γει­τό­νοι να μην είναι πια σήμε­ρα οι άνθρω­ποι της απέ­να­ντι ταβερ­νού­λας, οι απο­γοη­τευ­μέ­νες ψυχές, αλλά οι σύντρο­φοί μας της Μακρό­νη­σος. Αυτοί εκεί είναι η δική μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Θα θέλα­με αυτό να είναι η ελλη­νι­κή άπο­ψη στη συζή­τη­ση για τον Μπαλ­ζάκ» (Μέλ­πω Αξιώ­τη, Μια κατα­γρα­φή στην περιο­χή της λογο­τε­χνί­ας, εκδ. «Κέδρος», σελ. 120–121).

Τέχνη κυνη­γη­μέ­νη, τέχνη φυλα­κι­σμέ­νη, τέχνη εξο­ρι­σμέ­νη. Η καλύ­τε­ρη από­δει­ξη του ότι η τέχνη, ιδιαί­τε­ρα αν στη­ρί­ζε­ται σε μαρ­ξι­στι­κά ιδα­νι­κά, θεω­ρεί­ται μια απει­λή για τους εκά­στο­τε κυρί­αρ­χους που στο όνο­μα της μη-ιδε­ο­λο­γί­ας επι­βάλ­λει τη δική της ιδε­ο­λο­γία. Έτσι, το ερώ­τη­μα εξα­κο­λου­θεί να είναι: η τέχνη και ο καλ­λι­τέ­χνης πού στρα­τεύ­ε­ται, για­τί είναι φανε­ρό ότι πάντα στρα­τεύ­ε­ται είτε στη μη-ιδε­ο­λο­γία που είναι κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία, είτε στο αντί­θε­τό της. Θέλο­ντας και μη.

Άννε­κε Ιωαν­νά­του, 23–9‑2016

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο