Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Με πιάσαν επί Μεταξά»: Ρεμπέτικα της Κατοχής και της Αντίστασης

Επι­με­λεί­ται και παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Φόρε­σε αντάρ­τη τ άρματα
ζώσου και το σπα­θί σου
και σύρε για τον πόλεμο
η λευ­τε­ριά μαζί σου
(Μπα­για­ντέ­ρας-1942)

 

Οι Ρεμπέ­τες, οργα­νι­κό κομ­μά­τι του λαού μας, σάρ­κα από τη σάρ­κα του, προ­λε­τά­ριοι, λού­μπεν, ερω­τι­κοί και εξε­γερ­μέ­νοι, δεν μπο­ρού­σαν να μην τρα­γου­δή­σουν τους αγώ­νες και τα πάθη αυτού του τόπου μέσα στην Κατο­χή και φυσι­κά, την Αντι­στα­σια­κή εποποιία.

Αλλά τα έργα τους δεν έγι­ναν ευρύ­τε­ρα γνω­στά για­τί ακό­μα και στα νεό­τε­ρα χρό­νια τα αντι­με­τώ­πι­σαν ως προ­ϊ­όν υπο­κουλ­τού­ρας. Επί­σης, τα έργα τους δεν έγι­ναν γνω­στά για τον ίδιο λόγο που οι επί­ση­μες αρχές προ­τι­μούν να γιορ­τά­ζουν την έναρ­ξη του πολέ­μου αντί για την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, για­τί η Απε­λευ­θέ­ρω­ση ήταν έργο της Αντί­στα­σης την οποία ματο­κύ­λι­σε το μετα­πο­λε­μι­κό κρά­τος αγκα­λιά με τους συνερ­γά­τες του φασι­σμού — πως λοι­πόν, η ρεμπέ­τι­κη μου­σι­κή και στι­χουρ­γι­κή τέχνη να παρου­σια­στεί ως εκεί­νη η τέχνη που συμ­βά­δι­σε με τους αγώ­νες του λαού μας; Καλύ­τε­ρα (για την άρχου­σα τάξη, βέβαια), τα ελα­φρά άσμα­τα, που και αυτά έχουν την σπου­δαιό­τη­τα τους, που όμως δεν αγγί­ζουν και πολύ τα ευαί­σθη­τα ζητή­μα­τα της περιόδου.

Η μεταξική λογοκρισία και καταστολή

Έτσι κι αλλιώς το Ρεμπέ­τι­κο ποτέ δεν γνώ­ρι­σε την ανα­γνώ­ρι­ση από την πλευ­ρά της αστι­κής εξου­σί­ας, αντί­θε­τα γνώ­ρι­σε σκλη­ρές περιό­δους διώ­ξε­ων και κατα­στο­λής και φυσι­κά, ελεύ­θε­ρο και άφο­βο όπως ήταν, σήκω­σε και εκεί το ανά­στη­μα του. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα το σατυ­ρι­κό τρα­γού­δι η «Βαρ­βά­ρα» του Πανα­γιώ­τη Τού­ντα που πολύ κυνη­γή­θη­κε από την μετα­ξι­κή λογο­κρι­σία κι αυτό για­τί θεω­ρή­θη­κε ότι περιεί­χε πονη­ρούς υπαι­νιγ­μούς για την ζωη­ρή κόρη του δικτά­το­ρα. Ηχο­γρα­φή­θη­κε το 1936 και απα­γο­ρεύ­τη­κε από τη λογο­κρι­σία της δικτα­το­ρί­ας και οι δίσκοι κατα­στρά­φη­καν. Ο Τού­ντας και ο Στελ­λά­κης Περ­πι­νιά­δης που το ερμη­νεύ­ει οδη­γή­θη­καν σε ποι­νι­κή δίκη από την οποία αθω­ώ­θη­καν, ο Τού­ντας όμως πλή­ρω­σε χρη­μα­τι­κό πρό­στι­μο. Την ίδια τύχη είχε και η παραλ­λα­γή του με τον τίτλο «Η Μαρί­κα η δασκά­λα» και μόνο όταν κυκλο­φό­ρη­σε σε τρί­τη παραλ­λα­γή με τίτλο «Μανω­λιός και Δημη­τρού­λα» γλί­τω­σε τις διώ­ξεις. Την ίδια χρο­νιά, 1936, ηχο­γρα­φή­θη­κε στην Αμε­ρι­κή από τον Τέτο Δημητριάδη.

 

Η Βαρ­βά­ρα κάθε βρά­δυ στη Γλυ­φά­δα ξενυχτάει
και ψαρεύ­ει τα λαβρά­κια, κεφα­λό­που­λα, μαυράκια
Το καλά­μι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περι­μέ­νει να τσι­μπή­σει το καλά­μι να κουνήσει

Ένας κέφα­λος βαρ­βά­τος, όμορ­φος και κοτσονάτος
της Βαρ­βά­ρας το τσι­μπά­ει, το καλά­μι της κουνάει
Μα η Βαρ­βά­ρα δεν τα χάνει τον αγκί­στρω­σε τον πιάνει
τον κρα­τά στα δυο της χέρια και λιγώ­νε­ται στα γέλια

Κοί­τα­ξε μωρή Βαρ­βά­ρα, μη σου μεί­νει η λαχτάρα
τέτοιος κέφα­λος με νύχι, δύσκο­λα να σου πετύχει
Βρε Βαρ­βά­ρα μη γλι­στρή­σει και στη θάλασ­σα βουτήξει
βάστα τον απ’ το κεφά­λι μη σου φύγει πίσω πάλι

Στο καλά­θι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκι­στρώ­νω κάθε ψάρι
Για ένα κέφα­λο θρεμ­μέ­νο όλη νύχτα περιμένω
που θα ‘ρθεί να μου τσι­μπή­σει το καλά­μι να κουνήσει

Ρεμπέ­τι­κα τρα­γού­δια γρά­φτη­καν όπως ήταν λογι­κό σχε­τι­κά και με τη φασι­στι­κή δικτα­το­ρία του Μετα­ξά και με τους διωγ­μούς από το συγκε­κρι­μέ­νο καθε­στώς των εξό­ρι­στων αγω­νι­στών, όπως ακρι­βώς το περι­γρά­φει ο Μιχά­λης Γενί­τσα­ρης στο τρα­γού­δι του «Με πιά­σαν επί Μετα­ξά» (1938, αλλά ηχο­γρα­φή­θη­κε μόλις το 1982). Ο Γενί­τσα­ρης μάλι­στα έκα­νε εξο­ρία μαζί με τον Ανέ­στη Δελιά κι οι δύο τους χαρα­κτη­ρι­σμέ­νοι ως «δημό­σιοι επικίνδυνοι»:

Με πιά­σαν επί Μετα­ξά χωρίς καμιά αιτία,
με βάλαν και υπό­γρα­ψα με στεί­λαν εξορία
σ’ ένα ξερό­νη­σο στη Νιο που ‘χει εκκλη­σιές και μύλοι
και υπο­δο­χή μου κάνα­νε ένα κοπά­δι ψύλλοι.

Εκεί είδα τους εξό­ρι­στους γδυ­τούς και πεινασμένους
και ράι­σε η καρ­δού­λα μου και έκλα­ψα ο καημένος,
αν είχα θα τους έδι­να τάλι­ρα για να φάνε
να με θυμού­νται αιώ­νια και να με συγχωρνάνε.

rembetiko1

 Η κατοχική επικαιρότητα

Πράγ­μα­τι, σε σχέ­ση με τα επι­θε­ω­ρη­σια­κά τρα­γού­δια και το ελα­φρό τρα­γού­δι που ανα­φέ­ρο­νται στον ελλη­νοϊ­τα­λι­κό πόλε­μο, τα ρεμπέ­τι­κα κι οι δημιουρ­γοί τους συνέ­χι­σαν να γρά­φουν και κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής και του Αντάρ­τι­κου αλλά και ανα­δει­κνύ­ο­ντας τις διά­φο­ρες αλλα­γές και εικό­νες που δημιουρ­γή­θη­καν με την αλλα­γή της κατά­στα­σης (τη δρά­ση των χαφιέ­δων και την αντί­στα­ση των σαλ­τα­δό­ρων, την γέν­νη­ση του αντι­στα­σια­κού κινή­μα­τος και την ανα­πό­φευ­κτη χει­ρα­φέ­τη­ση των γυναι­κών καθώς και άλλα) με σοβα­ρό ή σκω­πτι­κό χαρα­κτή­ρα. Οι στί­χοι μάλι­στα κάποιων τρα­γου­διών συγκλο­νί­ζουν με τον ρεα­λι­σμό τους, εκφρά­ζο­ντας με ιδιαί­τε­ρο τρό­πο τα πάθη της εργα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας εκεί­νη την περί­ο­δο – μάλι­στα, κάποια όπως οι «Μαυ­ρα­γο­ρί­τες», πάλι του Μιχά­λη Γενί­τσα­ρη, συγκλο­νί­ζουν και με την εκ των υστέ­ρων νέα επι­και­ρό­τη­τα που εκφράζουν:

Μικροί μεγά­λοι γίνανε
μαυ­ρα­γο­ρί­τες όλοι
κι αφή­σαν όλο τον ντουνιά
με δίχως πορτοφόλι

Ακό­μα κι οι γυναί­κες τους
τη μαύ­ρη κυνηγάνε
τσά­ντες τσου­βά­λια κουβαλούν
κανέ­ναν δε ψηφάνε

Πρωί και βρά­δυ τρέχουνε
στους δρό­μους σαν κοράκια
πελά­τες ψάχνουν για να βρουν
να γδά­ρου­νε κορμάκια

Που­λή­σα­με τα σπί­τια μας
και τα υπάρ­χο­ντα μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί
να φάνε τα παι­διά μας.

Ο μαυ­ρα­γο­ρι­τι­σμός, ισο­δύ­να­μος ή και χει­ρό­τε­ρος του δωσι­λο­γι­σμού, μπή­κε αμέ­σως στο στό­χα­στρο της Εθνι­κής ή μάλ­λον και καλύ­τε­ρα να πού­με της ελλη­νι­κής Εργα­τι­κής Αντί­στα­σης και αυτο­ά­μυ­νας – αυτό εκφρά­ζει το τρα­γού­δι «Οι λαδά­δες» (του Μ. Γενί­τσα­ρη κι αυτό) που δεν αφή­νει περι­θώ­ρια αμφι­σβή­τη­σης, η τιμω­ρία θα είναι σκλη­ρή, είτε από τον πει­να­σμέ­νο λαό, είτε από τη γερ­μα­νι­κή κατο­χι­κή διοί­κη­ση που βέβαια προ­σπα­θού­σε να δημιουρ­γή­σει ένα «θετι­κό» κλί­μα υπέρ της, καθα­ρά για λόγους συμφέροντος:

Όσοι που­λά­νε μαύ­ρη αγορά
Οι παλιομασκαράδες
Θα τους κρε­μά­σου­νε κι αυτούς
Όπως τους δυο λαδάδες

Που τους κρε­μά­σαν και τους δυο
Ψηλά σε μια κολόνα
Οι γερ­μα­νοί οι βάρβαροι
Και το θυμού­μαι ακόμα

Προ­σέ­χτε οι υπόλοιποι
Μην το περ­νά­τε αστεία
Για­τί θα σας κρεμάσουνε
στην ίδια την πλατεία

Γρά­φο­ντας παρα­πά­νω για εκεί­να τα ρεμπέ­τι­κα που έκφρα­ζαν την ανα­γκαία χει­ρα­φέ­τη­ση των γυναι­κών εκεί­νη την περί­ο­δο, ανα­φε­ρό­μα­στε στις γυναί­κες που ανα­γκα­στι­κά ανέ­λα­βαν εκεί­νες τις δου­λειές που θεω­ρού­νταν «αντρι­κές», αφή­νο­ντας στην άκρη τις υπο­θέ­σεις του νοι­κο­κυ­ριού. Δεν μπο­ρού­με μάλι­στα να αγνο­ή­σου­με ότι και στις μεγά­λες βιο­μη­χα­νι­κές χώρες οι γυναί­κες δού­λε­ψαν στα εργο­στά­σια της πολε­μι­κής και όχι μόνο βιο­μη­χα­νί­ας καθώς οι σύζυ­γοί τους αγω­νί­ζο­νταν στο μέτω­πο – αυτή μάλι­στα η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οδή­γη­σε τις γυναί­κες της εργα­τι­κής τάξης σε μια νέα, ιδιαί­τε­ρη συνει­δη­το­ποί­η­ση αρνού­με­νες να γυρί­σουν στην εκκλη­σία και στην κου­ζί­να με τη λήξη του πολέ­μου. Εδώ, ο Μάρ­κος Βαμ­βα­κά­ρης και ο Από­στο­λος Χατζη­χρή­στος ερμη­νεύ­ουν, με αρκε­τό κέφι και αφέ­λεια, το τρα­γού­δι «Αν φύγου­με στον πόλε­μο» σε μου­σι­κή του Μάρ­κου και στί­χους του Κώστα Κοφινιώτη:

Αν φύγου­με στο(ν) πόλε­μο, μικρό μου Χαρικλάκι,
θα κάνεις τον εισπρά­κτο­ρα ή και το σοφεράκι,
θα κάνεις τον εισπρά­κτο­ρα ή και το σοφεράκι,
αν φύγου­με στο(ν) πόλε­μο, μικρό μου Χαρικλάκι.

Θ’ αφή­σεις το νοι­κο­κυ­ριό, θ’ αφή­σεις τη(ν) κουζίνα,
τρα­γιά­σκα θα φορείς στρα­βά, θα σου πηγαί­νει φίνα,
τρα­γιά­σκα θα φορείς στρα­βά, θα σου πηγαί­νει φίνα,
θ’ αφή­σεις το νοι­κο­κυ­ριό, θ’ αφή­σεις τη(ν) κουζίνα.

Θα κόβεις εισι­τή­ριο, στο τράμ, για το Παγκράτι,
οι γέροι θα σου κλεί­νου­νε, με πονη­ριά το μάτι,
οι γέροι θα σου κλεί­νου­νε, με πονη­ριά το μάτι,
θα κόβεις εισι­τή­ριο, στο τράμ, για το Παγκράτι.

Κι όσοι για τα ματά­κια σου, τα μαύ­ρα τσιμπηθούνε,
και ρέστα ‘πο χιλιά­ρι­κο, ποτέ δε θα ζητούνε,
και ρέστα ‘πο χιλιά­ρι­κο, ποτέ δε θα ζητούνε,
κι όσοι για τα ματά­κια σου, τα μαύ­ρα τσιμπηθούνε.

Το φιάσκο του Μουσολίνι

Φυσι­κά, το φιά­σκο των φασι­στι­κών ορδών του Μου­σο­λί­νι, οπωσ­δή­πο­τε έμπει­ρων και εκπαι­δευ­με­νων­στα αστρα­τιω­τι­κά πράγ­μα­τα, δεν πέρα­σε απα­ρα­τή­ρη­το και ασχο­λί­α­στο από τους ρεμπέ­τες μας. Από τη μία έχου­με τον Μπα­για­ντέ­ρα να εκφρά­ζει την τόλ­μη των Ελλή­νων στρα­τιω­τών στο μέτω­πο της Πίν­δου, σε σχέ­ση με την δει­λία και την ατολ­μία του φασι­στι­κού Γενι­κού Επι­τε­λεί­ου που συνε­δρί­α­ζε στα υπό­γεια του ξενο­δο­χεί­ου «Μεγά­λη Βρε­τα­νία» στην Αθή­να, δηλώ­νο­ντας πως «Τους Κενταύ­ρους δεν φοβά­μαι» (1940), όπου οι Κένταυ­ροι ήταν μια επί­λε­κτη θωρα­κι­σμέ­νη ιτα­λι­κή μεραρ­χία, που γνώ­ρι­σε θεα­μα­τι­κή ήττα στο Καλπάκι:

Για ντου­φέ­κι δεν με νοιάζει
ούτε βάζω πια μαράζι

Συντρο­φιά έχω τη λόγχη
τη γλυ­κιά μου ξιφολόγχη

Αγκα­λιά μ’ αυτή κοιμάμαι
τους Κενταύ­ρους δε φοβάμαι

Θαύ­μα­τα με κεί­νη κάνω
στις βου­νο­κορ­φές απάνω.

Οι φρα­τέ­λοι σαν με ειδούνε
ψάχνουν δρό­μο για να βρούνε

Μα τους στρώ­νω στο κυνήγι
και αυτοί όπου φύγει φύγει.

Χρειά­ζε­ται να σημειώ­σου­με όμως ότι ούτε στο ελά­χι­στο δεν ισχύ­ει ο μύθος, που εκφρά­στη­κε ποι­κι­λο­τρό­πως, περί των Ιτα­λών «μακα­ρο­νά­δων» που καλ­λιερ­γή­θη­κε συστη­μα­τι­κά και για λόγους προ­πα­γάν­δας από το μετα­ξι­κό καθε­στώς – μάλι­στα, κι οι Ιτα­λοί ακρι­βώς παρό­μοια σχό­λια έλε­γαν για τα ελλη­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα, σκο­πός και των δύο πλευ­ρών η κατα­σκευή μιας αλλό­τριας εικό­νας για τον αντί­πα­λο που εύκο­λα καταρ­ρί­φθη­κε στο πεδίο της μάχης.

Συνε­χι­ζο­ντας στο ίδιο μοτί­βο και με περισ­σό­τε­ρο σκω­πτι­κή διά­θε­ση έχου­με τον Στελ­λά­κη Περ­πι­νιά­δη στο τρα­γού­δι του «Άκου Ντού­τσε μου τα νέα», εκδο­χή της περί­φη­μης «Βαρ­βά­ρας» του Πανα­γιώ­τη Τού­ντα, να σχο­λιά­ζει με εύθυ­μο τρό­πο πως:

Ο Μπε­νί­το κάθε βρά­δυ, στο Παλά­τσο ξενυχτάει,
για να μάθ’ έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.

Το τηλέ­φω­νο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι,
πες μου φίλε Καβα­λέ­ρο, το τι γίνε­ται να ξέρω.

Άκου Ντού­τσε μου τα νέα, φίνα, σοβα­ρά κι ωραία,
ένα μπρος και δέκα πίσω, πώς να σου τ’ ομολογήσω.

Τι χαμπέ­ρια να σου στεί­λω, που μας ρήμα­ξαν στο ξύλο,
μας τσα­κώ­νου­νε αρά­δα και μας στέλ­νουν στην Ελλάδα.

Κένταυ­ροι και Βερ­σα­λιέ­ροι, όλος ο ντου­νιάς το ξέρει,
πως κι οι τρο­με­ροί μας Λύκοι κάθε μέρα και μια νίκη.

Τους τσα­κώ­νου­νε κοπά­δια οι τσο­λιά­δες τα λιοντάρια
και τους πάνε στην Αθή­να κι έτσι την περ­νού­νε φίνα.

Ο Μπε­νί­το χρώ­μα αλλά­ζει και τον Γκάι­ντα του φωνάζει,
βάλε μπρος τη μηχα­νή σου και την όμορ­φη φωνή σου.

Πες πως έχου­με μια νίκη και το μέλ­λον μας ανήκει,
μπρος γκρε­μνός και πίσω ρέμα, μέσα στ’ άλλα κι άλλο ψέμα.

Αντίσταση, εκτελέσεις, σαλταδόροι

Όπως γρά­ψα­με παρα­πά­νω ρεμπέ­τι­κα τρα­γού­δια γρά­φτη­καν και για την Κατο­χή αλλά και για την Αντι­στα­σια­κή επο­ποι­ία. Ανα­φο­ρι­κά με το Μπλό­κο της Κοκ­κι­νιάς από του ναζί του Χίτλερ στις 13/8/1944, έχου­με το τρα­γού­δι του Βασί­λη Τσι­τσά­νη, «Μπλό­κος (βγή­κα­νε νωρίς τα’ αστέ­ρια)» που ηχο­γρα­φή­θη­κε το 1978, στο δίσκο του «12 νέες λαϊ­κές δημιουρ­γί­ες». Εκεί­νη την περί­ο­δο ο Τσι­τσά­νης ζού­σε και δημιουρ­γού­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Στο κέντρο της πόλης, στην οδό Παύ­λου Μελά 21, δια­τη­ρού­σε το περί­φη­μο «Ουζε­ρί Τσι­τσά­νης», όπου έγρα­ψε μερι­κά από τα ωραιό­τε­ρά τρα­γού­δια του.

Βγή­κα­νε νωρίς τ’ αστέ­ρια, βγή­κα­νε και τα μαχαίρια
για να μας καρ­φώ­σουν –Ωχ! μανού­λα μου
έφτα­σαν τα καρα­βά­νια με σπα­θιά και με γιορντάνια
για να μας σταυ­ρώ­σουν –Ωχ! καρ­δού­λα μου

Εμείς το ξέρα­με μια μέρα πως θα γίνει μπλόκος
Ωχ! Μανού­λα μου
κι είναι πολ­λοί αυτοί που χρό­νια μας σταυ­ρώ­νουν χρόνια
Ωχ! καρ­δού­λα μου
κρά­τη­σε σφι­χτά τα χέρια- την καρ­διά σου κάνε πέτρα μην πονάς

Μία χού­φτα παλι­κά­ρια πολε­μάν σαν τα λιοντάρια
μέσα στην αντά­ρα, μέσα στη σκλαβιά
το θεριό στα δυο να κόψουν και τον τύραν­νο να διώξουν
όλα θα τα δώσουν για τη λευτεριά.

Άλλο εμβλη­μα­τι­κό τρα­γού­δι της περιό­δου είναι το «Χαϊ­δά­ρι» του Μάρ­κου Βαμ­βα­κά­ρη, τρα­γού­δι το οποίο δεν δισκο­γρα­φή­θη­κε αλλά που οι στί­χοι του δημο­σιεύ­τη­καν σε περιο­δι­κό το 1947. Το τρα­γού­δι αυτό μαζί, με το χαμέ­νο και άγνω­στο σε εμάς, επί­σης αντι­στα­σια­κό, «Στην Κοκ­κι­νιά την κόκ­κι­νη» , δεί­χνουν επί­σης ότι η Αντί­στα­ση του λαού μας οδή­γη­σε σε μία νέα πρω­τό­τυ­πη και δυνα­μι­κή κοι­νω­νι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση σπά­ζο­ντας κυριο­λε­κτι­κά τα ιδε­ο­λο­γι­κά δεσμά και στε­γα­νά χρό­νων – ο ίδιος ο Συρια­νός ρεμπέ­της δηλώ­νει ότι κατά τη διάρ­κεια του Εθνι­κού Διχα­σμού σε βασι­λι­κούς και βενι­ζε­λι­κούς (1915–1936), ο συν­θέ­της ήταν φιλο­βα­σι­λι­κός αλλά στη διάρ­κεια της Κατο­χής, ενθου­σια­σμέ­νος από την Εθνι­κή Αντί­στα­ση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, μετα­κι­νή­θη­κε αρι­στε­ρό­τε­ρα, όπο­τε και σύν­θε­σε τα δύο τραγούδια:

Τρέ­ξε μανού­λα όσο μπορείς
τρέ­ξε για να με σώσεις
κι απ’ το Χαϊ­δά­ρι μάνα μου
να μ’ απελευθερώσεις

Για­τί είμαι μελλοθάνατος
και καταδικασμένος
δεκα­ε­φτά χρο­νών παιδί
στα σίδε­ρα κλεισμένος

Απ’ την οδό του Σέκερη
με πάνε στο Χαϊδάρι
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει

Να δεις του Χάρου το σπαθί
μανού­λα πως τα φέρνει
αχ και την ζωή του καθενός
μάνα πώς θα την παίρνει.

Τα πρό­σω­πα των αγω­νι­στών της Κατο­χής και της Αντί­στα­σης που ξεχώ­ρι­σαν με τη θυσία τους επί­σης έχουν τα τρα­γού­δια τους. Θα κλεί­σου­με αυτό το αφιέ­ρω­μα με τα τρα­γού­δια «Στέ­λιος Καρ­δά­ρας» κι «Ένας λεβέ­ντης χάθη­κε». ξεκι­νώ­ντας με το «Στέ­λιος Καρ­δά­ρας» του Μ. Γενί­τσα­ρη. Ο Στέ­λιος Καρ­δά­ρας ήταν ένας απ’ τους ηρω­ι­κό­τε­ρους σαμπο­τέρ της Εθνι­κής Αντί­στα­σης κατά των Γερ­μα­νών. Ανα­τί­να­ζε αυτο­κί­νη­τα, απο­θή­κες, σαλ­τα­δό­ρος με καρ­διά, άρπα­ζε τρό­φι­μα και άλλα αγα­θά από τους Γερ­μα­νούς και τα μοί­ρα­ζε στο φτω­χό κοσμά­κη που πέθαι­νε απ’ την πεί­να. Η φήμη του σαν αγω­νι­στή ήταν μεγά­λη και οι Γερ­μα­νοί τον κατα­ζη­τού­σα­νε με λύσ­σα, χωρίς να κατα­φέ­ρουν να το πιά­σουν. Ότι δεν κατά­φε­ραν οι φασί­στες το κατόρ­θω­σαν χαφιέ­δες, οι γνω­στοί ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες. Ήταν καλο­καί­ρι και πήγε να πιει νερό και να πλυ­θεί σε μια στέρ­να στα περ­βό­λια στον Άγιο Γιάν­νη Ρέντη. Εκεί του την είχα­νε στη­μέ­νη, τον πιά­σα­νε τον πήγα­νε στον Άγιο Διο­νύ­ση στη Δρα­πε­τσώ­να κοντά και τον εκτε­λέ­σα­νε. Τέτοιο μίσος του είχα­νε που του έκο­ψαν και τα γεν­νη­τι­κά όργα­να. Τον άδι­κο χαμό του 18χρονου λεβέ­ντη θρή­νη­σε όλος ο Πει­ραιάς, μαζί και ο Γενί­τσα­ρης που έκα­νε το θρή­νο του τρα­γού­δι. Σχο­λιά­ζει χαρα­κτη­ρι­στι­κά την απή­χη­ση που είχε το τρα­γού­δι στον σκλα­βω­μέ­νο πολί­τη: «Μόλις έβα­λα μου­σι­κή και το ‘παι­ξα λίγες φορές, το μάθα­νε παντού. Το μάθα­νε όλοι οι σαμπο­τέρ, οι αγω­νι­στές, οι αντάρ­τες, όλοι. Το μάθα­νε και ήρθα­νε και με πήρα­νε ΕΑΜί­τες και αντάρ­τες, και με πήγα­νε στην πλα­τεία στην Κοκ­κι­νιά. Πέντε χιλιά­δες κόσμος και παρα­πά­νω μαζεύ­τη­κε. Με βάλα­νε και το ‘παι­ξα και το τρα­γού­δη­σα. Πριν αρχί­σω, κρα­τή­σα­με ενός λεπτού σιγή στη μνή­μη του ήρωα. Όταν το τρα­γου­δού­σα όλος ο κόσμος έκλαιγε».

Πεν­θο­φο­ρεί η Αγιά Σοφιά
Παλιά και Νέα Κοκκινιά
κλά­ψε κι εσύ τώρα ντουνιά
πιά­σαν το Στέ­λιο τα σκυλιά

Τον πιά­σαν Γερμανόφιλοι
και ταγματασφαλίτες
το Στέ­λιο τον Καρ­δά­ρα μας
στο Ρέντη οι αλήτες

Δεμέ­νο τον επήγανε
μπρος τον Άγιο Διονύση
δέκα του­φέ­κια του ρίχνανε
ώσπου να ξεψυχήσει

Άδι­κα τον σκοτώσανε
λες κι ήτα­νε κατάρα
για­τί ήταν στην αντίσταση
το Στέ­λιο τον Καρδάρα.

rembetiko3   Και θα κλεί­σου­με με το τρα­γού­δι «Ένας λεβέ­ντης χάθη­κε (1945)» σε στί­χους του Ν. Μάθε­ση, με κατα­γω­γή από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, και μου­σι­κή του Μανώ­λη Χιώ­τη αφιε­ρω­μέ­νο στον Άρη Βελου­χιώ­τη. Η τελευ­ταία στρο­φή του τρα­γου­διού γρά­φτη­κε από τον Χιώ­τη. Δεν έγι­νε ποτέ δίσκος. Ο Μάθε­σης μίλη­σε πρώ­τη φορά για την ύπαρ­ξη του τρα­γου­διού το 1974 στον ερευ­νη­τή του ρεμπέ­τι­κου Κώστα Χατζη­δου­λή, αλλά δεν μπο­ρού­σε να θυμη­θεί την μελω­δία. Κι ο Χιώ­της είχε πεθά­νει ήδη από το 1970. Έτσι οι στί­χοι του Μάθε­ση δόθη­καν στον Μιχά­λη Γενί­τσα­ρη όπου και μελο­ποι­ή­θη­καν ξανά ως ζεϊ­μπέ­κι­κο. Το τρα­γού­δι ηχο­γρα­φή­θη­κε για πρώ­τη φορά το 1980 με ερμη­νευ­τή τον Γιώρ­γο Ντα­λά­ρα κι είναι ένα τρα­γού­δι, ένα υψη­λό δείγ­μα λαϊ­κής ποί­η­σης θα λέγα­με, που ανα­δει­κνύ­ει ποια είναι τα καθή­κο­ντά μας και αυτή την περί­ο­δο που ο τόπος μας βρί­σκε­ται πάλι στα χαρα­κώ­μα­τα και δημιουρ­γεί και­νούρ­για αντάρ­τι­κα, νέα πολι­τι­κά τρα­γού­δια και σε διά­φο­ρες μου­σι­κές φόρ­μες σ’ έναν πόλε­μο (για­τί όχι;) το ίδιο σκλη­ρό κι ανε­λέ­η­το όπως την περί­ο­δο 1940–1945 κι αργότερα.

Αντι­λα­λού­νε τα βου­νά κλαί­νε τα κλαψοπούλια
ο Βελου­χιώ­της χάθη­κε ψηλά σε μια ραχούλα

Τι έχεις κλα­ψο­πού­λι μου και χαμη­λά κοιτάζεις
για πες μου τι σε πλή­γω­σε και βαριαναστενάζεις

Μαρά­θη­καν τα λού­λου­δα χάθη­κε το φεγγάρι
ένας λεβέ­ντης έσβη­σε που τον ελέ­γαν Άρη

Κεί­νος δε θέλει κλά­μα­τα δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώ­νες και χαρές αρμα­τω­σιές και βόλια.

 

Σημεί­ω­ση: Στοι­χεία για το άρθρο πάρ­θη­καν από σχε­τι­κές αναρ­τή­σεις στο YouTube και από προ­σω­πι­κή έρευ­να – οι εκτι­μή­σεις για το Ρεμπέ­τι­κο της Κατο­χής και της Αντί­στα­σης είναι καθα­ρά προσωπικές.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο