Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μεσολόγγι: εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο συγ­γρα­φέ­ας Δημή­τρης Φωτιά­δης «δεν είναι ιστο­ρι­κός, με την αυστη­ρή επι­στη­μο­νι­κή έννοια του όρου, ούτε πρω­τό­τυ­πος ερευ­νη­τής. Υπη­ρε­τεί ένα μει­κτό, αλλά καθ’ όλα νόμι­μο είδος, ανά­με­σα στην ιστο­ριο­γρα­φία και τη λογο­τε­χνία, με έκτυ­πα τα εκλαϊ­κευ­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά και τον έντο­νο πολι­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό. Από τις «τεχνι­κές» της ιστο­ριο­γρα­φί­ας, κρα­τά την επι­στη­μο­νι­κή οργά­νω­ση των έργων του, με την παρά­θε­ση πλού­σιας βιβλιο­γρα­φί­ας (εκδο­μέ­νης πάντως και όχι προ­ερ­χό­με­νης από ανέκ­δο­τες πηγές), τις υπο­ση­μειώ­σεις, το γλωσ­σά­ρι, τα παρο­ρά­μα­τα. Δεν αυθαι­ρε­τεί, όσον αφο­ρά την έκθε­ση των γεγο­νό­των, αλλά ο λόγος του είναι πάντα τεκ­μη­ριω­μέ­νος, με βάση τις παρα­τι­θέ­με­νες πηγές. Από τη λογο­τε­χνία, κρα­τά τον πλού­σιο αφη­γη­μα­τι­κό λόγο και τη δομή του μυθι­στο­ρή­μα­τος. Το προ­σω­πι­κό του γλωσ­σι­κό ιδί­ω­μα ακρο­βα­τεί, με ενδια­φέ­ρο­ντα αισθη­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, ανά­με­σα στη λαϊ­κή, αλλά καλ­λιερ­γη­μέ­νη γλώσ­σα των προ­ο­δευ­τι­κών λογί­ων της επο­χής του, εμπλου­τι­σμέ­νη κάπο­τε με στοι­χεία ντο­πιο­λα­λιάς και στις μακρι­νές απη­χή­σεις της ευρω­παϊ­κής (κυρί­ως γαλ­λό­φω­νης) παι­δεί­ας του πεπαι­δευ­μέ­νου Σμυρ­νιού. ..»[1]

Αγω­νι­στής με ενερ­γή δρά­ση στην Αντί­στα­ση, διώ­ξεις, φυλα­κί­σεις, εξο­ρί­ες για την κομ­μου­νι­στι­κή του ιδε­ο­λο­γία άφη­σε ένα πολύ σημα­ντι­κό έργο για την Επα­νά­στα­ση του 1821.

εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο. Ξυλογραφία Βάσως Κατράκη

εκεί­θε με τους αδελ­φούς, εδώ­θε με το Χάρο. Ξυλο­γρα­φία Βάσως Κατράκη

«Απο­φά­σι­σα να ασχο­λη­θώ όταν δια­πί­στω­σα πως ήμουν απλη­ρο­φό­ρη­τος. Οι μεγά­λοι απο­μνη­μα­το­γρά­φοι του ’21, ο Μακρυ­γιάν­νης, ο Φωτά­κος, ο Κολο­κο­τρώ­νης ήταν η απαρ­χή της παρα­πά­νω δια­πί­στω­σης. Αυτά που μου μάθα­νε δεν είχα­νε καμιά σχέ­ση μ’ αυτά που μάθαι­να στο σχο­λείο. Μιλού­σαν για το ίδιο είδω­λο, αλλά μας το ‘διναν ανα­στραμ­μέ­νο» [2]

Το πρώ­το του βιβλίο ήταν το «Μεσο­λόγ­γι» και ακο­λού­θη­σαν και άλλα, τα οποία η απα­γο­ρεύ­τη­καν από τη χού­ντα το 1967.

«Το Μεσο­λόγ­γι» αρχί­ζει με προ­με­τω­πί­δα ένα από­σπα­σμα από τους Στο­χα­σμούς του Διο­νύ­σιου Σολω­μού στους Ελεύ­θε­ρους Πολιορ­κη­μέ­νους και κλεί­νει με τον Ανε­μό­μυ­λο. Ο Δημή­τρης Φωτιά­δης περι­γρά­φει αφη­γού­με­νος την εικό­να του Μεσο­λογ­γί­ου μετά την έξο­δο των πολιορ­κη­μέ­νων στις 10 Απρι­λί­ου του 1826  και το ολο­καύ­τω­μά του.

«Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος μέσα εις τον οποί­ον κινηέ­ται η πολιορ­κη­μέ­νη πόλι, να ξεσκε­πά­ζη εις την ατμο­σφαί­ρα του τα μεγα­λή­τε­ρα συμ­φέ­ρο­ντα της Ελλά­δας, για την υλι­κή θέσι οπού αξί­ζει τόσο για εκεί­νους οπού θέλουν να τη βαστά­ξουν, όσο για εκεί­νους οπού θέλουν να την αρπά­ξουν, — και για την ηθι­κή θέσι τα μεγα­λή­τε­ρα συμ­φέ­ρο­ντα της Ανθρω­πό­τη­τος. Τοιου­το­τρό­πως η υπό­θε­σι δένε­ται με το παγκό­σμιο σύστη­μα. – Ιδές τον Προ­μη­θέα, και εν γένει τα συγ­γράμ­μα­τα του Αισχύ­λου. – Ας φανή καθα­ρά η μικρό­της του τόπου, και ο σιδε­ρέ­νιος και ασύ­ντρι­φτος κύκλος όπου την έχει κλει­σμέ­νη. Τοιου­το­τρό­πως  από τη μικρό­τη­τα του τόπου, ο οποί­ος παλεύ­ει με μεγά­λαις ενά­ντιαις δύνα­μες, θέλει έβγουν οι Μεγά­λες Ουσίαις.»

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Από τους στο­χα­σμούς του ποι­η­τή στους «Ελεύ­θε­ρους Πολιορκημένους»

Κιουταχής. Ξυλογραφία Βάσως Κατράκη

Κιου­τα­χής. Ξυλο­γρα­φία Βάσως Κατράκη

Ο Ανε­μό­μυ­λος

Σαν ξημέ­ρω­σε η 12 του Απρί­λη δεν από­με­νε στο Μεσο­λόγ­γι παρά μονά­χα ο Ανε­μό­μυ­λος. Ένας κοι­νός ανε­μό­μυ­λος, στρογ­γυ­λός, από τους τόσους γνώ­ρι­μους σ’ όλους μας στον τόπο μας. Είταν χτι­σμέ­νος στην άκρη της πολι­τεί­ας, σε μέρος αερι­κό, πάνω σ’ ένα μικρό νησά­κι, που τώρα μολώ­θη­κε κ’ έσμι­ξε με την ξηρά. Όπως προ­στά­τευε από κεί­νο το μέρος το Μεσο­λόγ­γι από τη μικρή αρμά­δα του εχθρού, το ταμπού­ρω­σαν και στή­σα­νε κ’ ένα – δυο κανό­νια. Σ’ αυτό τρέ­ξαν , όπως είπα­με, οι πιό­τε­ροι από τους πολε­μι­στές που πισω­γύ­ρι­σαν στην πολι­τεία. Έπρε­πε ν’ αντι­βγούν όχι μονά­χα στις βάρ­κες – κανο­νιέ­ρες όπου τους χτύ­πα­γαν από τη λιμνο­θά­λασ­σα, μα κι από τα γιου­ρού­σια από την ξηρά. Το νερό είταν ρηχό και το μόνο που δυσκό­λευε τους εχθρούς για να περά­σουν είταν ο βαθύς βούρκος.

Πολε­μά­νε δυο ολό­κλη­ρα μερό­νυ­χτα. Τους χτυ­πά­νε με χοντρή και ψιλή φωτιά από τη λιμνο­θά­λασ­σα. Τους προ­σκα­λά­νε  να ρίξουν τ’ άρμα­τα. Αρνιού­νται. Κάνα­νε ρεσάλ­το οι εχθροί από τη στε­ριά, μα κάμπο­σοι απ’ αυτούς βρί­σκουν το θάνα­το και τα κου­φά­ρια τους χώνου­νται στο βούρ­κο. Αντι­κρύ­ζουν μια μικρή , μια τελευ­ταία Κλεί­σο­βα. Μα οι υπε­ρα­σπι­στές του ύστα­του αυτού προ­μα­χώ­να ώρα με την ώρα λιγο­στεύ­ουν. Δε λεί­πουν μονά­χα όσοι σκο­τώ­νου­νται από τις μπά­λες και τα βόλια του εχθρού, τυχε­ροί αυτοί, μα κι όσοι, όπως περά­σα­νε πολε­μώ­ντας ξάγρυ­πνοι δυο ακό­μα μερό­νυ­χτα, χωρίς να βάλουν μπου­κιά στο στό­μα τους κι ούτε μια γου­λιά νερό, δεν τους από­μει­νε πνοή στα στή­θια. Δεν έχουν πια τη δύνα­μη να συρ­θούν, μήτε να ξανα­γε­μί­σουν τα καριο­φί­λια τους. Οι λίγοι, που μπο­ρούν ν’ ανα­στη­λω­θούν, τρα­βά­νε ακό­μα, μα το ντου­φέ­κι τους γίνε­ται όλο και πιο σκόρ­πιο, πιο ανάριο.

Η νύχτα έρχε­ται. Αν καρ­τε­ρέ­ψουν ως την αυγή, κανείς πια δε θα μπο­ρέ­σει ν’ αντι­βγεί. Ξέπνο­οι και μισο­πε­θα­μέ­νοι καθώς θάναι, θα δουν να τους παίρ­νουν οι εχθροί με τα για­τα­γά­νια τους τη λίγη ζωή που κλεί­νουν ακό­μη τα κορ­μιά τους. Συνά­ζουν όσο μπα­ρού­τι είχαν ακό­μη, κλεί­νου­νται, όσοι ζωντα­νοί, μέσα στο μισο­γκρε­μι­σμέ­νο ανε­μό­μυ­λο και βάζου­νε φωτιά. Μια τελευ­ταία λάμ­ψη φωτί­ζει τη λιμνο­θά­λασ­σα, φωτί­ζει τις ντά­πιες, φωτί­ζει τον κάμπο, φωτί­ζει τα γύρω βου­νά – φωτί­ζει, στον κόσμον όλον, το δύσκο­λο δρό­μο που φέρ­νει η λευτεριά.

Μπραΐμης. Ξυλογραφία Βάσως Κατράκη

Μπρα­ΐ­μης. Ξυλο­γρα­φία Βάσως Κατράκη

Το Μεσο­λόγ­γι έπεσε.

Στη γλυ­κιά τού­τη ώρα της άνοι­ξης δεν ακού­γε­ται άλλο από το φλοί­σβο της θάλασ­σας, τα τσα­κώ­μα­τα των εχθρών για τη μοι­ρα­σιά του πλιά­τσι­κου και το σιγα­νό ανα­φυλ­λη­τό χιλιά­δων γυναι­κό­παι­δων, που κλαί­νε τους χαμέ­νους προ­στά­τες τους και τη δικιά τους μοί­ρα. Σε λίγο θα φορ­τω­θούν στα καρά­βια της αρμά­δας για να που­λη­θούν στα σκλα­βο­πά­ζα­ρα της Πόλης, της Σμύρ­νης, της Αλε­ξά­ντρειας, του Κάϊ­ρου. Ο Πρό­κες – Όστεν λέει πως είδε, ύστε­ρα από δυο χρό­νια που έπε­σε το Μεσο­λόγ­γι, μια όμορ­φη Μεσο­λογ­γί­τι­σα να που­λιέ­ται στα βάθη της Νου­βί­ας για τρεις πουγ­γί­ες. Τα πιο πολ­λά από τα δυστυ­χι­σμέ­να αυτά πλά­σμα­τα δε θα ξανα­γυ­ρί­σουν ποτέ. Οι γυναί­κες θα ζήσουν και θα πεθά­νουν σκλά­βες στα χαρέ­μια και τα μικρά παι­διά θα τα τουρ­κέ­ψουν και θα ξεχά­σουν κι αυτό ακό­μα τ’ όνο­μά τους. Κάμπο­σα όμως από τού­τα τ’ αδύ­να­μα θύμα­τα θ’ αγο­ρα­στούν, με χρή­μα­τα που μαζεύ­τη­καν παντού γι αυτό το σκο­πό, και θα ξανα­πα­τή­σουν το χώμα της λεύ­τε­ρης πια πατρίδας.

Σαν ξημέ­ρω­σε η 13 του Απρί­λη είκο­σι σπί­τια μένα­νε, όλα κι όλα, ορθά στο Μεσο­λόγ­γι. Στις πλα­ταί­ες, στα χαντά­κια, στα στε­νο­σό­κα­κα κοί­του­νται χιλιά­δες σκο­τω­μέ­νοι και πάνω στη λιμνο­θά­λασ­σα πλέ­ου­νε άλλα αμέ­τρη­τα κου­φά­ρια. Τα σκυ­λεύ­ουν οι εχθροί. Στη δίψα τους για πλιά­τσι­κο ανοί­γουν κι αυτούς ακό­μα τους τάφους του Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη και του Νορμάν.

Ο Κιου­τα­χής κι ο Μπρα­ΐ­μης βγά­ζουν το τελευ­ταίο μπου­γιουρ­ντί τους‘ να μαζευ­τούν όλα τα κου­φά­ρια, να σκα­φτούν κι αυτά ακό­μα τα γκρέ­μια και να βγά­λουν όσα βρί­σκου­νται κατα­χω­νια­σμέ­να κάτω απ’ αυτά, όχι μονά­χα για να τα κάνουν σωρούς και να τα κάψουν για να μη βρω­μί­σει ο τόπος, μα και για­τί οι δυο πασά­δες χρειά­ζου­νται τ’ αυτιά των σκο­τω­μέ­νων. Βάζουν ανθρώ­πους να τα κόβουν προ­σε­χτι­κά, να τ’ αρμα­θιά­ζουν και να τα παστώ­νουν μ’ αλά­τι μέσα σε βαρέ­λια. Μαζεύ­ουν έτσι τρεις χιλιά­δες ζευ­γά­ρια αυτιά και τα στέλ­νουν στην Πόλη, πεσκέ­σι στο Σουλ­τά­νο κι από­δει­ξη για το πόσο μεγά­λος στά­θη­κε ο ξολο­θρε­μός τού­των των γκια­ού­ρη­δων, που πήγαν να χαλά­σουν το ντοβλέτι.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Ξυλογραφία Α.Τάσσου

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Ξυλο­γρα­φία Α.Τάσσου

Μπαί­νουν τέλος στο Μεσο­λόγ­γι ο Κιου­τα­χής κι ο Μπρα­ΐ­μης να καμα­ρώ­σουν το έργο τους. Τους συνο­δεύ­ουν, εξόν από τους ξένους αξιω­μα­τι­κούς που έχουν στη δού­λε­ψή τους, και δυο άλλες προ­σω­πι­κό­τη­τες: Οι πρό­ξε­νοι στην Πάτρα της Αγγλί­ας και της Αυστρί­ας, ο Φίλιπ Τζέιμ Γκρην κι ο Αβάς Δον ΜΙκα­ρέ­λι. Κ’ οι δυο, άμα μάθα­νε πως έπε­σε το Μεσο­λόγ­γι, τρέ­ξα­νε να δώσουν τα συχα­ρή­κια τους στους πασά­δες. Ευχα­ρι­στη­μέ­νοι που τα κατά­φε­ραν οι φίλοι τους οι Τούρ­κοι, δεν έχουν μάτια να δουν τίπο­τα από τη συμ­φο­ρά που απλώ­νε­ται γύρω τους. Ο πανο­σιώ­τα­τος Δον Μικα­ρέ­λι κάθε­ται και σκα­ρώ­νει μιαν έκθε­ση στον ιππό­τη Μορέ­τι γεμά­τη παι­νέ­μα­τα για τους Τούρ­κους. Ανά­με­σα σ’ άλλα ο « άνθρω­πος αυτός του θεού» γρά­φει: « Τα ζευ­γά­ρια τ’ αυτιά είναι, για την ακρί­βεια, τρεις χιλιά­δες  εκα­τό». Ο Γκρην βλέ­πει ανοι­χτούς τους τάφους του Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη και του στρα­τη­γού Νορ­μάν και πετα­μέ­να όξω τα κου­φά­ρια τους. Κάθε­ται και βγά­ζει από το σκε­λε­τό του Μπό­τσα­ρη δυο δόντια και τα παίρ­νει για ενθύμιο.

Αυτό στά­θη­κε το τέλος του Μεσο­λογ­γιού. Μήτε τα τόσα ασκέ­ρια, μήτε οι τόσες αρμά­δες, μήτε οι τόσες τέχνες των Ευρω­παί­ων, μήτε η αρρώ­στια μπό­ρε­σαν να γονα­τί­σουν τους υπε­ρα­σπι­στές του. Τους λύγι­σε η πεί­να, που κανείς αντρειω­μέ­νος δεν τη νίκη­σε ποτέ. Μα ούτε και τότε παρα­δό­θη­καν. Προ­τί­μη­σαν να μεί­νουν λεύτεροι

mesologi5εκεί­θε με τους αδελ­φούς, εδώ­θε με το Χάρο

Δημή­τρη Φωτιά­δη, Το Μεσο­λόγ­γι, Δωρι­κός, χωρίς χρονόλογηση

 

 

 

 

[1] Δώρα Μόσχου Για το ιστο­ριο­γρα­φι­κό έργο του Δημή­τρη Φωτιά­δη (1898 — 1988). Ριζο­σπά­στης 30 Μάρ­τη 2008

[2] Δημή­τρης Γκιώ­νης Όταν η Ιστο­ρία ξανα­γρά­φε­ται. Ο Δημή­τρης Φωτιά­δης και η Επα­νά­στα­ση του 1821. Ελευ­θε­ρο­τυ­πία 26 Μαρ­τί­ου 2011

(Οι ξυλο­γρα­φί­ες από το βιβλίο)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο