Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα 7 Νοέμβρη 1917 — Η έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα

Επι­μέ­λεια Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Τιμώ­ντας τη σημε­ρι­νή λαμπρή επέ­τειο και τα 99 χρό­νια από τη μεγά­λη Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, που σφρά­γι­σε την ιστο­ρία του εικο­στού αιώ­να, αντι­γρά­φου­με και δημο­σιεύ­ου­με τη μαρ­τυ­ρία του Σερ­γκέι Ουρά­λοφ (μπολ­σε­βί­κου που συμ­με­τεί­χε στην ένο­πλη εξέ­γερ­ση στο Πέτρο­γκραντ, κι έγι­νε στη συνέ­χεια στε­νός συνερ­γά­της του Φ. Ντζερ­ζίν­σκι) με τον τίτλο “μια σελι­δού­λα για τον Οκτώ­βρη”, από το βιβλίο “Η επα­νά­στα­ση του Οκτώ­βρη — Ανα­μνή­σεις και μαρ­τυ­ρί­ες των πρω­τα­γω­νι­στών” (εκδό­σεις Α/συνέχεια). Η μαρ­τυ­ρία απο­τυ­πώ­νει με ζωντα­νό, γλα­φυ­ρό ύφος τα γεγο­νό­τα αλλά και το κλί­μα των ημερών.

Ήταν η νύχτα της 24ης Οκτώ­βρη. Συζη­τού­σα­με έντο­να για τα γεγο­νό­τα της ημέ­ρας, καθι­σμέ­νοι στο Σμόλ­νι, στα δωμά­τια του πρώ­του ορό­φου που είχαν κατα­λη­φθεί από το κεντρι­κό Σοβιέτ των βιο­μη­χα­νιών και εργα­στη­ρί­ων Πετρού­πο­λης και προ­α­στί­ων. Στον επά­νω όρο­φο συνε­δρί­α­ζε η Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επι­τρο­πή. Η ατμό­σφαι­ρα ήταν καυ­τή: από στιγ­μή σε στιγ­μή περι­μέ­να­με το κάλε­σμα. Ήλθε. Στο δωμά­τιό μας μπή­κε τρέ­χο­ντας ο γραμ­μα­τέ­ας του Συμ­βου­λί­ου των Επι­τρο­πών Βιο­μη­χα­νιών και Εργα­στη­ρί­ων, ο Ν. Α. Σκρί­πνικ, και φώναξε:

-Τι κάθε­στε εδώ; Άρχι­σε η εξέ­γερ­ση, γρή­γο­ρα πάνω!

Δεν πρό­λα­βε να τελειώ­σει τη φρά­ση του και είχα­με αρχί­σει να τρέ­χου­με προς τα πάνω, στην Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επιτροπή.

Δε θα κάτσω να περι­γρά­ψω αυτό που συνέ­βαι­νε στην έδρα της Revkom [της Επα­να­στα­τι­κής Στρα­τιω­τι­κής Επι­τρο­πής], εκεί άλλω­στε έμει­να για πολύ λίγο. Άνθρω­ποι έτρε­χαν από το ένα δωμά­τιο στο άλλο. Με μια πρώ­τη ματιά έμοια­ζε σα να βρι­σκό­ταν κανείς στο από­λυ­το χάος, όμως αυτή ήταν μόνο η πρώ­τη εντύ­πω­ση. Μετά από λίγα λεπτά παρα­μο­νής, κατα­λά­βαι­νες ότι ο καθέ­νας είχε μια πολύ καλά προσ­διο­ρι­σμέ­νη απο­στο­λή και προ­ο­ρι­σμό. Το βου­η­τό των φωνών, των εντο­λών και των δια­τα­γών, το χτύ­πη­μα των γρα­φο­μη­χα­νών, το κου­δού­νι­σμα των τηλε­φώ­νων, τα σύν­νε­φα καπνού των τσι­γά­ρων, η κλαγ­γή των όπλων, είχαν μετα­μορ­φώ­σει το γενι­κό επι­τε­λείο της Επα­νά­στα­σης του Οκτώ­βρη σε ένα τερά­στιο εργο­στά­σιο, γεμά­το από ένα θόρυ­βο που μπο­ρού­σε να σε κου­φά­νει, το θόρυ­βο που προ­κα­λού­σε η σφυ­ρη­λά­τη­ση της εξου­σί­ας των Σοβιέτ.

Εκεί­νη την ιστο­ρι­κή νύχτα οι απλοί εργά­τες και οι στρα­τιώ­τες που πέρ­να­γαν το κατώ­φλι της Επα­να­στα­τι­κής Στρα­τιω­τι­κής Επι­τρο­πής, ερχό­με­νοι κατευ­θεί­αν από τα εργο­στά­σια οι μεν από τα στρα­τό­πε­δα, οι δε μόλις έβγαι­ναν είχαν ήδη περι­βλη­θεί με αξιώ­μα­τα επι­τρό­που τερά­στιων και περί­πλο­κων θεσμι­κών οργά­νων και τμη­μά­των, έβγαι­ναν ως επι­κε­φα­λής νομών και δια­με­ρι­σμά­των. Έτσι γεν­νιό­ταν, στη δίνη μιας επα­νά­στα­σης χωρίς προη­γού­με­νο, η πραγ­μα­τι­κή εξου­σία των εργα­τών και των αγροτών.

Ήλθε η σει­ρά μου. Με κάλε­σαν, πήγα κοντά και με πλη­ρο­φό­ρη­σαν ή μάλ­λον με διέταξαν:

-Ονο­μά­ζε­στε επί­τρο­πος για την κατά­λη­ψη του τυπο­γρα­φεί­ου Ρού­σκα­για Βόλια. Θα περά­σε­τε από την Πράβ­ντα, θα σας δώσουν τις μήτρες και θα τυπώ­σε­τε χωρίς καθυ­στέ­ρη­ση το τελευ­ταίο φύλ­λο στο κατει­λημ­μέ­νο τυπο­γρα­φείο. Πηγαί­νο­ντας προς τα εκεί, θα περά­σε­τε από το σύνταγ­μα Σεμε­νόφ­σκι και, καλού-κακού, θα πάρε­τε μαζί σας 20–30 στρα­τιώ­τες. Περι­μέ­νε­τε ένα λεπτό, τώρα θα πάρε­τε το ένταλμα.

Πέρα­σαν πέντε λεπτά. Έφτα­σε ο σύντρο­φος Ποντ­βόι­σκι και μου παρέ­δω­σε δύο εντάλ­μα­τα, ένα που πιστο­ποιού­σε το διο­ρι­σμό μου ως επι­τρό­που του τυπο­γρα­φεί­ου Ρού­σκα­για Βόλια, υπο­γε­γραμ­μέ­νο από τον ίδιο και τον Αντό­νοφ-Οβσέ­εν­κο, το άλλο για να πάρω τους στρα­τιώ­τες από το σύνταγ­μα Σεμε­νόφ­σκι. Το τελευ­ταίο έγγρα­φο δεν το έχω κρα­τή­σει και δε θυμά­μαι ποιος το είχε υπογράψει.

Κι έτσι είχα τα εντάλ­μα­τα στο χέρι. Σύντο­μα μου έδω­σαν ένα φορ­τη­γό. Φεύ­γω με μεγά­λη ταχύ­τη­τα προς την Καβα­λερ­γκρά­τσκα­για, στη διεύ­θυν­ση της Πράβ­ντα (που εκεί­νη την περί­ο­δο έβγαι­νε υπό τον τίτλο Ραμπό­τσι Πουτ). Στο τυπο­γρα­φείο ήταν ακό­μα εμφα­νή τα σημά­δια της κατα­στρο­φής, απο­τέ­λε­σμα της απο­τυ­χη­μέ­νης επι­δρο­μής της προη­γού­με­νης αυγής από τους γιούν­κερ, οι οποί­οι είχαν προ­σπα­θή­σει να υλο­ποι­ή­σουν την τελευ­ταία δια­τα­γή της ετοι­μο­θά­να­της κλί­κας του Κερέν­σκι, να κλεί­σει τη Ραμπό­τσι Πουτ.

Ήλθε να με βρει ο διευ­θυ­ντής του τυπο­γρα­φεί­ου της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής, ο Α.Γ. Μπε­λέν­κι. Δεν είχα­με χρό­νο για χάσι­μο. Βια­στι­κά κου­βα­λή­σα­με τις μήτρες στο φορ­τη­γό και ξανα­φύ­γα­με για το στρα­τό­πε­δο Σεμενόφσκι.

Στη δια­δρο­μή πολ­λές σκέ­ψεις τρι­βέ­λι­ζαν το μυα­λό μου: “Πώς θα συμπε­ρι­φερ­θούν οι στρα­τιώ­τες; Είναι όλοι πιστοί στο Σοβιέτ τους και στην Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επι­τρο­πή; Θα με στη­ρί­ξουν την κρί­σι­μη στιγμή;”

Έφτα­σα. Μπή­κα στο στρα­τό­πε­δο. Οι στρα­τιώ­τες ήταν έτοι­μοι να ξαπλώ­σουν και κάποιοι είχαν ήδη γδυ­θεί. Στα­μά­τη­σα στη μέση του θαλά­μου και φώναξα:

-Σύντρο­φοι! Έχει αρχί­σει η μεγά­λη εξέ­γερ­ση για το πέρα­σμα όλης της εξου­σί­ας στα Σοβιέτ. Πού είναι ο επί­τρο­πός σας και ο εκπρό­σω­πος της Επα­να­στα­τι­κής Στρα­τιω­τι­κής Επι­τρο­πής; Μου χρειά­ζο­νται 30 άτο­μα για να κατα­λά­βου­με το τυπο­γρα­φείο του πρώ­ην τσα­ρι­κού υπουρ­γού Προ­το­πο­πόφ, για να εξα­σφα­λί­σου­με την έκδο­ση της Πράβ­ντα, του κεντρι­κού οργά­νου των μπολ­σε­βί­κων. Συμ­φω­νεί­τε να έλθε­τε μαζί μου;

Δεν πρό­λα­βα να τελειώ­σω κι από παντού ακού­στη­καν ζητω­κραυ­γές. Οι στρα­τιώ­τες τινά­χτη­καν από τις θέσεις τους και με περι­κύ­κλω­σαν. Ακού­γο­νταν επευ­φη­μί­ες για τους μπολ­σε­βί­κους και κατά­ρες για τον Κερέν­σκι και τους αστούς. Μου έσφιγ­γαν τα χέρια και με βομ­βάρ­δι­ζαν με ερωτήσεις.

Αλλά έπρε­πε να δρά­σου­με. Οι στρα­τιώ­τες ντύ­θη­καν και οπλί­στη­καν. Εγώ πήγα στον επί­τρο­πο. Εκεί βρή­κα και τον εκπρό­σω­πο της Revkom, ο οποί­ος ανα­κοί­νω­σε με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα ότι η εντο­λή της Επα­να­στα­τι­κής Στρα­τιω­τι­κής Επι­τρο­πής έπρε­πε να εκτε­λε­στεί αμέ­σως κι ότι έπρε­πε να μου δοθούν 30 στρα­τιώ­τες. Όμως ο επί­τρο­πος εξέ­φρα­σε την αντίρ­ρη­ση ότι οι στρα­τιώ­τες με τα όπλα στα χέρια συνω­στί­ζο­νταν ήδη στην πύλη της φρου­ράς. Ο διοι­κη­τής άρχι­σε τις υπεκ­φυ­γές, παρα­τη­ρώ­ντας ότι κι αυτός θα έπρε­πε κάπου να δώσει αναφορά.

Εγώ έβρα­ζα από ανυ­πο­μο­νη­σία και απευ­θύν­θη­κα στους στρα­τιώ­τες που είχαν πλη­σιά­σει, ζητώ­ντας τους να απαι­τή­σουν να τελειώ­σουν αμέ­σως τα παζα­ρέ­μα­τα. Οι στρα­τιώ­τες άρχι­σαν να κάνουν θόρυ­βο και οι δια­πραγ­μα­τεύ­σεις έλα­βαν τέλος… Βγή­κα­με τρέ­χο­ντας, πηδή­ξα­με στο φορ­τη­γό και ξεκινήσαμε.

Επει­δή φοβό­μουν ότι στο τυπο­γρα­φείο Ρόυ­σκα­για Βόλια θα μπο­ρού­σαν να βρί­σκο­νται γιούν­κερ, στα­μα­τή­σα­με πριν φτά­σου­με στο κτί­ριο και πλη­σιά­ζο­ντας το προ­αύ­λιο τοπο­θε­τή­σα­με, για κάθε ενδε­χό­με­νο, κάποια απο­σπά­σμα­τα. Η είσο­δος ήταν κλει­δω­μέ­νη. Ο φύλα­κας αρνή­θη­κε να ανοί­ξει προ­τού “ανα­φέ­ρει”. Κάποιες λέξεις όμως τον έπει­σαν να αλλά­ξει γρή­γο­ρα γνώ­μη. Ανε­βή­κα­με στον πρώ­το όρο­φο, όπου βρί­σκο­νταν τα πιε­στή­ρια κι όπου κοβό­ταν το χαρ­τί. Οι εργά­τες μαζεύ­τη­καν αυτο­μά­τως γύρω μας. Τους μίλη­σα σύντο­μα για την εξέ­γερ­ση που είχε αρχί­σει, τους ρώτη­σα αν συμ­φω­νού­σαν να τυπώ­σουν την εργα­τι­κή τους εφη­με­ρί­δα, την Πράβ­ντα, κι αν ανα­γνώ­ρι­ζαν την εξου­σία των Σοβιέτ. Κι εδώ, όπως και στο στρα­τό­πε­δο, οι εργά­τες απά­ντη­σαν με ζητω­κραυ­γές και με το σύν­θη­μα “Ζήτω τα Σοβιέτ!”

Αφή­σα­με τους εργά­τες να συζη­τά­νε για τα γεγο­νό­τα και, αφού έδω­σα οδη­γί­ες σε δυο στρα­τιώ­τες να μεί­νουν μαζί τους, κατευ­θυν­θή­κα­με στον επά­νω όρο­φο. Εκεί ήταν το τμή­μα με τις μήτρες και τα παρεμ­φε­ρή. Κι εδώ η ίδια κατά­στα­ση με τον κάτω όρο­φο. Ενώ ανε­βαί­να­με, η είδη­ση της κατά­λη­ψης του τυπο­γρα­φεί­ου έφτα­νε στα πάνω πατώ­μα­τα. Εδώ, εκτός από τους στοι­χειο­θέ­τες, τους λινο­τύ­πες, τους διορ­θω­τές και τους σελι­δο­ποι­η­τές, βρί­σκο­νταν επί­σης υπάλ­λη­λοι, αντα­πο­κρι­τές, λόγιοι, συντά­κτες, δημο­σιο­γρά­φοι — η γνω­στή συμ­μο­ρία, η οποία μας υπο­δέ­χτη­κε με ένα απροσ­διό­ρι­στο συριγ­μό… όμοιο με αυτόν που κάνει ένα φίδι όταν το λιώ­νεις. Η πρώ­τη συνο­μι­λία έγι­νε με τους τυπο­γρά­φους και τους στοι­χειο­θέ­τες. Κι αυτοί στην πλειο­ψη­φία τους άκου­σαν με ενθου­σια­σμό την είδη­ση της εξέ­γερ­σης, αλλά οι μεν­σε­βί­κοι άρχι­σαν να δυσα­να­σχε­τούν χαμη­λό­φω­να. Άθλιοι και θρα­σύ­δει­λοι δια­νο­ου­με­νί­σκοι, με τρι­γύ­ρι­ζαν από παντού με πρό­σω­πα παρα­μορ­φω­μέ­να από θυμό, εμπο­δί­ζο­ντάς με να περά­σω στο γρα­φείο του διευ­θυ­ντή. Με πίε­ζαν με ερω­τή­σεις (πολ­λοί απ’ αυτούς, πιθα­νό­τα­τα, με την ελπί­δα ότι θα μπο­ρού­σαν να δημο­σιεύ­σουν την επο­μέ­νη στην εφη­με­ρί­δα τους, φυσι­κά με τερα­τώ­δεις δια­στρε­βλώ­σεις, όσα είχαν ακού­σει), προ­σπα­θώ­ντας να κάνουν χιού­μορ. Ένας από αυτούς ρωτού­σε πει­στι­κά αν θα τους συλ­λαμ­βά­να­με για πολύ και­ρό και πού θα τους πηγαί­να­με. Μια ψηλή γυναί­κα στρί­γκλι­ζε ότι θα της έκλε­βαν ξανά τη γούνα.

Για να τελειώ­νου­με μια και καλή, τους ανα­κοί­νω­σα πως δεν είχαν έλθει ληστές, ότι κανέ­νας δε θα τους έπαιρ­νε τίπο­τα, πως δε θα ‘πρε­πε να πανι­κο­βάλ­λο­νται, κι ότι σύντο­μα όλα θα ξεκα­θά­ρι­ζαν, και τέλος διέ­τα­ξα τους στρα­τιώ­τες να μου ανοί­ξουν δρό­μο. Μετά απ’ αυτό, όλοι εκσφεν­δο­νί­στη­καν σαν μπί­λιες, υπό τα γέλια των εργατών.

Μόλις έφτα­σα στο γρα­φείο του διευ­θυ­ντή και τον απάλ­λα­ξα από τους άσχε­τους, έπια­σα το τηλέ­φω­νο κι ανέ­φε­ρα στην Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επι­τρο­πή ότι το τυπο­γρα­φείο της Ρόυ­σκα­για Βολια είχε κατα­λη­φθεί κι ότι είχε ήδη αρχί­σει η εκτύ­πω­ση του τελευ­ταί­ου φύλ­λου της Πράβ­ντα, αν και ακό­μα ανα­γκα­στι­κά με τον τίτλο Ραμπό­τσι Πουτ, διό­τι τα καλού­πια είχαν ήδη χυθεί.

Αφού έδω­σα οδη­γί­ες να τυπω­θεί η Πράβ­ντα σε απε­ριό­ρι­στη ποσό­τη­τα ‑όσο περισ­σό­τε­ρα φύλ­λα μπο­ρού­σαν να τυπω­θούν στον περιο­ρι­σμέ­νο χρό­νο που δια­θέ­τα­με- ανα­κοί­νω­σα ότι η εφη­με­ρί­δα Ρού­σκα­για Βόλια έκλει­σε, και πρό­τει­να στη συντε­χνία των συντα­κτών να πάνε σπί­τι τους.

Μια ενδια­φέ­ρου­σα σκη­νή εκτυ­λί­χθη­κε νωρίς το επό­με­νο πρωί, όταν τα μπου­λό­νια των πλα­νό­διων εφη­με­ρι­δο­πω­λών της Ρού­σκα­για Βόλια εξε­πλά­γη­σαν ευχά­ρι­στα παίρ­νο­ντας στη θέση της αστι­κής εφη­με­ρί­δας τη δική μας εργα­τι­κή Πράβ­ντα, την οποία είχε κλεί­σει ο Κερέν­σκι την προη­γού­με­νη μέρα. Αντι­λαμ­βα­νό­με­νοι ότι επρό­κει­το για ένα μεγά­λο γεγο­νός και διαι­σθα­νό­με­νοι την πιθα­νό­τη­τα μεγά­λου κέρ­δους, οι πωλη­τές με απλη­στία έπαιρ­ναν όσο περισ­σό­τε­ρα φύλ­λα μπο­ρού­σαν και, σαν πύραυ­λοι, ξεχύ­νο­νταν στο δρό­μο προ­σπα­θώ­ντας να ξεπε­ρά­σει ο ένας τον άλλο, ουρ­λιά­ζο­ντας και κραυ­γά­ζο­ντας την είδη­ση της μπολ­σε­βί­κι­κης εξέ­γερ­σης, τρο­μά­ζο­ντας μέχρι θανά­του τους αστούς.

Αφού φόρ­τω­σα όσο περισ­σό­τε­ρες εφη­με­ρί­δες μπο­ρού­σα στο πρώ­το φορ­τη­γό που βρή­κα, κατευ­θύν­θη­κα προς το Σμόλ­νι. Όλοι οι δρό­μοι ήταν γεμά­τοι κόσμο. Το Σμόλ­νι έβρα­ζε: έμοια­ζε με τερά­στια μυρ­μη­γκο­φω­λιά. Απε­σταλ­μέ­νοι, επί­τρο­ποι, πλη­ρε­ξού­σιοι, αυτο­κί­νη­τα, φορ­τη­γά, τεθω­ρα­κι­σμέ­να, ναύ­τες, κοκ­κι­νο­φρου­ροί, στρα­τιώ­τες, αγρό­τες μέλη του Συνε­δρί­ου, όλοι μαζί κατευ­θύ­νο­νται προς το Σμόλ­νι σαν ανε­μο­στρό­βι­λος. Από παντού έφτα­ναν οι καλύ­τε­ρες ειδή­σεις. Μιλώ­ντας στο πόδι με τους συντρό­φους, κατά­λα­βα ότι η επα­νά­στα­ση είχε νικήσει.

Αφού ξεφόρ­τω­σα και παρέ­δω­σα τις εφη­με­ρί­δες, κρα­τώ­ντας έναν πάκο πήγα στην Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επι­τρο­πή. Εκεί υπήρ­ξα εξαι­ρε­τι­κά τυχε­ρός. Δίχως να το περι­μέ­νω, βρέ­θη­κα σε μια συνε­δρί­α­ση της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής, ή σε μια συνά­ντη­ση κάποιων μελών της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής, ήταν δύσκο­λο να κατα­λά­βει κανείς για τι επρό­κει­το. Συνέ­βη στις 8 ή 9 το πρωί της 25ης Οκτώ­βρη. Ενώ έδι­να ανα­φο­ρά για την κατά­λη­ψη του τυπο­γρα­φεί­ου κι έπαιρ­να περε­ταί­ρω οδη­γί­ες, άκου­σα ξαφ­νι­κά μια βρο­ντε­ρή προσφώνηση:

-Βλα­ντί­μιρ Ιλίτς!

Γυρί­ζο­ντας, είδα τον Β. Ν. Μποντς-Μπρού­ε­βιτς να αγκα­λιά­ζει στην πόρ­τα τον Β. Ι. Λένιν.

Κοκά­λω­σα, έμει­να απο­σβο­λω­μέ­νος: ο Ιλίτς! Να λοι­πόν πώς ήταν ο κυρί­αρ­χος των σκέ­ψε­ών μας. Εγώ προ­σπι­κά τον έβλε­πα για πρώ­τη φορά, διό­τι είχα φτά­σει στην Πετρού­πο­λη μετά τις μέρες του Ιού­λη, όταν βρί­σκο­νταν ήδη στην παρα­νο­μία. Πόσο απλός και συνη­θι­σμέ­νος ήταν, σκέ­φτη­κα. Φαι­νό­ταν απί­στευ­το, δεν μπο­ρού­σα να συμ­βι­βά­σω τον πραγ­μα­τι­κό Ιλίτς με τον Λένιν που είχαν πλά­σει στη φαντα­σία μου, κι ο οποί­ος έπρε­πε να είναι γιγά­ντιος, με στε­ντό­ρεια φωνή και πάει λέγο­ντας. Βρι­σκό­με­νος υπό την επή­ρεια μιας τόσο δυνα­τής συγκί­νη­σης εξαι­τί­ας αυτής της ανα­πά­ντε­χης συνά­ντη­σης, έμει­να σαν πετρω­μέ­νος δίπλα στο παράθυρο.

Αλλά στη συνέ­χεια έγι­νε κάτι ακό­μα πιο εκπλη­κτι­κό. Αφή­νο­ντας τον Μποντς (όλα συνέ­βη­σαν με μια απί­στευ­τη ταχύ­τη­τα), ο Β. Ι. Λένιν πήγε βια­στι­κά σε ένα απλό, μικρό τρα­πέ­ζι, πάνω στο οποίο δεν υπήρ­χε τίπο­τα. Πίσω του έμπαι­ναν ακό­μα διά­φο­ροι. Κάποιοι απ’ αυτούς κάθι­σαν στα περ­βά­ζια των παρα­θύ­ρων, άλλοι στέ­κο­νταν όρθιοι πίσω από τον Ίλιτς, ένας μπρο­στά του, πατώ­ντας το ένα του πόδι σε μια καρέ­κλα. Οι σύντρο­φοι που έμπαι­ναν στην αίθου­σα ούτε που κατα­λά­βαι­ναν ότι εδώ πραγ­μα­το­ποιού­νταν μια ιστο­ρι­κή συνεδρίαση.

Αφού πλη­σί­α­σε στο τρα­πέ­ζι, κάθι­σε αμέ­σως και, χωρίς εισα­γω­γές και προ­λό­γους, άρχι­σε να μας ανα­πτύσ­σει το πρό­γραμ­μα δρά­σης: “να κηρύ­ξου­με την ανα­τρο­πή της Προ­σω­ρι­νής Κυβέρ­νη­σης”, “να συγκα­λέ­σου­με από­ψε κιό­λας το Συμ­βού­λιο των Σοβιέτ”, “να κατα­λά­βου­με τα Χει­με­ρι­νά Ανά­κτο­ρα, να συλ­λά­βου­με τους υπουρ­γούς και να τους φυλα­κί­σου­με στο φρού­ριο Πετρο­πα­βλόφσκ” και ένα σωρό ακό­μη οδη­γί­ες που μου δια­φεύ­γουν τώρα.

Θυμά­μαι πως αυτά έπρε­πε να ψηφι­στούν. Αλλά το κυριό­τε­ρο είναι πως όλα έγι­ναν μέσα σε 10–15 λεπτά, απί­στευ­τα γρή­γο­ρα, με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και ομοφωνία.

Τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος για τις στιγ­μές που είχα ζήσει, αφού τελεί­ω­σα τις δου­λειές μου στην Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επι­τρο­πή, γύρι­σα τρέ­χο­ντας στο τυπο­γρα­φείο μου. Αυτά συνέ­βαι­ναν το μεση­μέ­ρι της 25ης Οκτώβρη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο