Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μονκάδα, 26 Ιούλη 1953: Οι τουφεκιές που σήμαναν την ημ. λήξης της εκμετάλλευσης και άνοιξαν το δρόμο προς τον σοσιαλισμό

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

fidel45b«Αν δεν είχα­με μελε­τή­σει μαρ­ξι­σμό ―αυτή η ιστο­ρία είναι πιο μεγά­λη, αλλά σας λέω μόνο αυτό― αν δεν είχα­με γνω­ρί­σει από τα βιβλία την πολι­τι­κή θεω­ρία του Μαρξ κι αν δεν είχα­με εμπνευ­στεί από τον Μαρ­τί, από τον Μαρξ και από τον Λένιν, δε θα είχα­με κατα­φέ­ρει ούτε καν να συλ­λά­βου­με την ιδέα μιας επα­νά­στα­σης στην Κού­βα, για­τί με μια ομά­δα ανθρώ­πων από τους οποί­ους κανείς δεν έχει περά­σει από στρα­τιω­τι­κή ακα­δη­μία δεν μπο­ρείς να κάνεις πόλε­μο ενα­ντί­ον ενός στρα­τού καλά οργα­νω­μέ­νου, καλά οπλι­σμέ­νου, στρα­τιω­τι­κά εκπαι­δευ­μέ­νου, και να κερ­δί­σεις τη νίκη ξεκι­νώ­ντας ουσια­στι­κά από το μηδέν.»

Φιντέλ Κάστρο Ρους*

Στις 26 Ιού­λη του 1953, ομά­δες 160 οπλι­σμέ­νων ανταρ­τών εξα­πο­λύ­ουν ταυ­τό­χρο­νες επι­θέ­σεις στο στρα­τώ­να  Μον­κά­δα, στο Σαντιά­γο της Κού­βας, και στη στρα­τιω­τι­κή εγκα­τά­στα­ση «Κάρ­λος Μανου­έλ ντε Σέσπε­δες» του Μπα­γιά­μο. Σκο­πός τους να αιφ­νι­διά­σουν τις δυνά­μεις του δικτά­το­ρα Φουλ­χέν­σιο Μπα­τί­στα, που είχε κατα­λά­βει την εξου­σία με πρα­ξι­κό­πη­μα ένα χρό­νο νωρί­τε­ρα (10 Μάρ­τη 1952) και να τον ανατρέψουν.

Το Σαντιά­γο ήταν η δεύ­τε­ρη μεγα­λύ­τε­ρη πόλη της Κού­βας και πρω­τεύ­ου­σα της επαρ­χί­ας Οριέ­ντε. Στο Μον­κά­δα υπήρ­χε βάση περί­που 1500 στρα­τιω­τών και απο­θή­κες με χιλιά­δες όπλα δια­φό­ρων τύπων.

moncada26

Πάνω: Ο στρα­τώ­νας Μον­κά­δα το 1953, μετά την επί­θε­ση. Κάτω: Μπρο­στά στο κτί­ριο, γιορ­τα­σμός της εθνι­κής επε­τεί­ου, εκδή­λω­ση τιμής και μνή­μης του κου­βα­νι­κού λαού και της επα­να­στα­τι­κής ηγε­σί­ας του.

moncada26a

Οι επι­τι­θέ­με­νοι σκό­πευαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν την πόλη σαν βάση των επι­χει­ρή­σε­ων ενά­ντια στην πρω­τεύ­ου­σα Αβά­να, δημιουρ­γώ­ντας στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις οπλί­ζο­ντας τον λαό με τα όπλα του Μον­κά­δα: «Το Μον­κά­δα θα μπο­ρού­σε να έχει κατα­λη­φθεί και αν είχα­με πάρει, το Μον­κά­δα θα ανα­τρέ­πα­με τον Μπα­τί­στα, χωρίς καμία συζή­τη­ση. Θα είχα­με βάλει στο χέρι μερι­κές χιλιά­δες όπλα. Από­λυ­τος αιφ­νι­δια­σμός, πανουρ­γία, ξεγέ­λα­σμα του εχθρού.» Έναν λαό που στέ­να­ζε κάτω από την μπό­τα της στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας που έπνι­γε στο αίμα τις εργα­τι­κές διεκ­δι­κή­σεις και υπε­ρα­σπι­ζό­ταν με τα όπλα τα συμ­φέ­ρο­ντα των μεγα­λο­γαιο­κτη­μό­νων, σπρώ­χνο­ντας τη φτω­χή αγρο­τιά και το λαό στην εξα­θλί­ω­ση και γεμί­ζο­ντας τις φυλα­κές-κολα­στή­ρια με αγωνιστές.

Η ταυ­τό­χρο­νη επί­θε­ση στο Μπα­γιά­μο είχε σχε­δια­στεί να λει­τουρ­γή­σει υπο­στη­ρι­κτι­κά σε αυτή στο Μον­κά­δα και να απο­τρέ­ψει, με σαμπο­τάζ, την απο­στο­λή ενι­σχύ­σε­ων του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού ενα­ντί­ον των ανταρτών.

Σύνθημα ενάντια στον δικτάτορα Μπατίστα, στην είσοδο του Πανεπιστημίου της Αβάνας. Φωτογραφία: Joseph Scherschel, Getty Images

Σύν­θη­μα ενά­ντια στον δικτά­το­ρα Μπα­τί­στα, στην είσο­δο του Πανε­πι­στη­μί­ου της Αβά­νας.
Φωτο­γρα­φία: Joseph Scherschel, Getty Images

«Όταν γίνε­ται το πρα­ξι­κό­πη­μα του Μπα­τί­στα το 1952, επε­ξερ­γά­ζο­μαι μια στρα­τη­γι­κή για το μέλ­λον: να προ­ω­θή­σω ένα επα­να­στα­τι­κό πρό­γραμ­μα και να οργα­νώ­σω μια λαϊ­κή εξέ­γερ­ση. Από εκεί­νη τη στιγ­μή δια­θέ­τω πια πλή­ρη αντί­λη­ψη περί αγώ­να και τις βασι­κές επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες, τις ιδέ­ες που βρί­σκο­νται στο Η Ιστο­ρία θα με αθω­ώ­σει. Διέ­θε­τα ήδη την ιδέα που ήταν απα­ραί­τη­τη για την κατά­λη­ψη της εξου­σί­ας με επα­νά­στα­ση. Ξεκι­νού­σε από εκεί­νο που θα συνέ­βαι­νε μετά τις εκλο­γές της 1ης Ιου­νί­ου εκεί­νης της χρο­νιάς. Τίπο­τα δε θ’ άλλα­ζε. Θα επα­να­λαμ­βα­νό­ταν για άλλη μια φορά η απο­γο­ή­τευ­ση και η διά­ψευ­ση των ελπί­δων. Και δεν ήταν δυνα­τόν να επι­στρέ­ψου­με σ’ εκεί­νη την πεπα­τη­μέ­νη που ποτέ δεν επρό­κει­το να οδη­γή­σει πουθενά.»

Φιντέλ Κάστρο Ρους

Επι­κε­φα­λής των ανταρ­τών, σχε­δια­στής και συντο­νι­στής της επι­χεί­ρη­σης ήταν ο Φιντέλ Κάστρο Ρους, ένας νεα­ρός δικη­γό­ρος, από­φοι­τος της Νομι­κής Σχο­λής του Πανε­πι­στη­μί­ου της Αβά­νας, γιος πλού­σιας οικο­γέ­νειας, με αρι­στο­κρα­τι­κή κατα­γω­γή, που όταν έγι­νε το πρα­ξι­κό­πη­μα του 1952… είχε το θρά­σος να παρου­σια­στεί στις δικα­στι­κές αρχές και να ζητή­σει την κατα­δί­κη των συνω­μο­τών!  Ο Φιντέλ ήταν αυτός που συνει­δη­το­ποί­η­σε ότι η δικτα­το­ρία του Μπα­τί­στα μπο­ρού­σε να αντι­με­τω­πι­στεί μόνο με τα όπλα και πίστε­ψε πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Η επί­θε­ση σχε­διά­στη­κε και προ­ε­τοι­μά­στη­κε πολύ προ­σε­χτι­κά. Μετα­ξύ των πολ­λών δυσκο­λιών έπρε­πε να αντι­με­τω­πι­στεί και το γεγο­νός ότι οι άντρες του Φιντέλ παρά το υψη­λό επί­πε­δο εκπαί­δευ­σής τους σε μικρές ομά­δες, ποτέ δεν είχαν δρά­σει όλοι μαζί.

Ιούλης 1953. Ο Φιντέλ Κάστρο με συντρόφους του, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της επίθεσης σε Μονκάδα – Μπαγιάμο, σε προάστιο της Αβάνας. Διακρίνονται στα αριστερά οι Αντόνιο (Νίκο) Λόπεζ και Αμπέλ Σανταμαρία και δεξιά οι Χοσέ Λουίς Τασέντε και Ερνέστο Τιζόλ. Φωτογραφία: FILES, Getty Images

Ιού­λης 1953. Ο Φιντέλ Κάστρο με συντρό­φους του, κατά τη διάρ­κεια της προ­ε­τοι­μα­σί­ας της επί­θε­σης σε Μον­κά­δα – Μπα­γιά­μο, σε προ­ά­στιο της Αβά­νας. Δια­κρί­νο­νται στα αρι­στε­ρά οι Αντό­νιο (Νίκο) Λόπεζ και Αμπέλ Σαντα­μα­ρία και δεξιά οι Χοσέ Λουίς Τασέ­ντε και Ερνέ­στο Τιζόλ.
Φωτο­γρα­φία: FILES, Getty Images

«Εκπαι­δεύ­σα­με χίλιους δια­κό­σιους νέους. Είχα­με δημιουρ­γή­σει ένα μικρό στρα­τό. Μίλη­σα με όλους, δού­λευα με αρκε­τή προ­σή­λω­ση και πολ­λές ώρες. Σε μερι­κούς μήνες είχα­με στρα­το­λο­γή­σει χίλιους δια­κό­σιους άντρες. Πενή­ντα χιλιά­δες χιλιό­με­τρα διά­νυ­σα μ’ ένα αυτο­κί­νη­το, που χάλα­σε μερι­κές μέρες πριν από το Μον­κά­δα, ένα Σεβρο­λέ μπεζ, που είχε αριθ­μό κυκλο­φο­ρί­ας 50315. Ακό­μα το θυμά­μαι. Μετά το άλλα­ξα με άλλο νοικιασμένο.»

Ο Ραούλ Κάστρο και ο Αντόνιο “Νίκο” Λόπεζ στο Μεξικό, το 1956. Συμμετείχαν και οι δυο στις ταυτόχρονες επιθέσεις σε Μονκάδα (Ραούλ) και Μπαγιάμο (Λόπεζ). Ο Νίκο Λόπεζ έπεσε το 1956 μετά την απόβαση του «Γκράνμα» στα παράλια του Οριέντε.

Ο Ραούλ Κάστρο και ο Αντό­νιο “Νίκο” Λόπεζ στο Μεξι­κό, το 1956. Συμ­με­τεί­χαν και οι δυο στις ταυ­τό­χρο­νες επι­θέ­σεις σε Μον­κά­δα (Ραούλ) και Μπα­γιά­μο (Λόπεζ). Ο Νίκο Λόπεζ  στη θρυ­λι­κή από­βα­ση του «Γκράν­μα» (2/12/1956), από προ­δο­σία πιά­στη­κε από το στρα­τό του Μπα­τί­στα και δολο­φο­νή­θη­κε πέντε μέρες αργότερα.

Η ημε­ρο­μη­νία 26 Ιού­λη δεν ήταν τυχαία. Την προη­γού­με­νη μέρα ως αργά το βρά­δυ γινό­ταν στο Σαντιά­γο καρ­να­βά­λι και η πολυ­κο­σμία ευνο­ού­σε την έλευ­ση των μεταμ­φιε­σμέ­νων σε λοχί­ες του στρα­τού ανταρ­τών. Το σχέ­διο του Φιντέλ ήταν να πιά­σει τους στρα­τιώ­τες του Μον­κά­δα, τα ξημε­ρώ­μα­τα, κυριο­λε­κτι­κά στον ύπνο. Όμως κάτι πηγαί­νει στρα­βά και εξου­δε­τε­ρώ­νε­ται το πιο σπου­δαίο και πολύ­τι­μο όπλο των ανταρ­τών: το στοι­χείο του αιφνιδιασμού.

«Πού είναι η ατυ­χία; Σ’ εκεί­νη την έφιπ­πη φρου­ρά, εκεί­νη τη στρα­τιω­τι­κή περί­πο­λο την οποία δεν είχα­με υπο­λο­γί­σει. Φαί­νε­ται ότι το καρ­να­βά­λι προ­κά­λε­σε εκεί­νο το μέτρο που εμείς δε γνω­ρί­ζα­με. Δεν υπο­λο­γί­σα­με ότι επει­δή υπήρ­χε τόσος κόσμος στην πόλη, γιορ­τές και αρκε­τή ανα­τα­ρα­χή, είχαν βάλει μια έφιπ­πη φρου­ρά που πήγαι­νε από το σημείο όπου βρι­σκό­ταν η είσο­δος προς τη λεω­φό­ρο απ’ όπου στρί­ψα­με εμείς, προς την κατεύ­θυν­ση της εισό­δου του στρα­τώ­να Μον­κά­δα· αυτή η περί­πο­λος επέ­στρε­φε και το φέρ­νει η τύχη…»

Αντάρτες που έπεσαν από τα πυρά του στρατού του δικτάτορα Μπατίστα, μετά την επίθεση στο Μονκάδα. Φωτογραφία: Keystone-France, Getty Images

Αντάρ­τες που έπε­σαν από τα πυρά του στρα­τού του δικτά­το­ρα Μπα­τί­στα, μετά την επί­θε­ση στο Μον­κά­δα.
Φωτο­γρα­φία: Keystone-France, Getty Images

Οι δυνά­μεις του Μπα­τί­στα απο­κρού­ουν τις επι­θέ­σεις των ανταρ­τών και στη συνέ­χεια συλ­λαμ­βά­νουν τους περισ­σό­τε­ρους από αυτούς. «Υπήρ­ξαν πέντε νεκροί στη μάχη κι άλλοι πενή­ντα έξι που δολο­φο­νή­θη­καν. Οι πέντε νεκροί στη μάχη είναι: Χίλ­ντο Φλέι­τας, Φλό­ρες Μπε­ταν­κούρ,  Καρ­μέ­λο Νόα, Ρενά­το Γκι­τάρτ και Πέδρο Μαρ­ρέ­ρο. Ήταν σχε­δόν όλοι όσοι βρί­σκο­νταν στο πρώ­το αυτο­κί­νη­το, εκεί­νοι που πήγαν σ’ εκεί­νη τη γωνία και κατέ­λα­βαν το φυλά­κιο της εισό­δου.» Η δικτα­το­ρία θα δεί­ξει ‑για μια ακό­μα- φορά το αλη­θι­νό-απο­κρου­στι­κό της πρό­σω­πο. Δεκά­δες αιχ­μά­λω­τοι βασα­νί­στη­καν φρι­χτά πριν ξεψυχήσουν.

Ο Φιντέλ Κάστρο πιά­στη­κε αιχ­μά­λω­τος και γλί­τω­σε το θάνα­το χάρη στη συγκυ­ρία (αρχι­κά) και στη λαϊ­κή εκστρα­τεία για τη σωτη­ρία των κρα­του­μέ­νων που ακο­λού­θη­σε. Η επί­θε­ση στο Μον­κά­δα «ταρα­κού­νη­σε» τον κατα­πιε­σμέ­νο κου­βα­νι­κό λαό· τον έκα­νε να πιστέ­ψει ότι ο Μπα­τί­στα και η μιση­τή χού­ντα δεν είναι παντο­δύ­να­μοι. Ο λαός στά­θη­κε στο πλευ­ρό του Φιντέλ Κάστρο και των συντρό­φων του και με την πίε­σή του υπο­χρέ­ω­σε τον Μπα­τί­στα να περά­σει από δίκη του συλληφθέντες.

Ο Φιντέλ Κάστρο κατά τη διάρκεια της δίκης. Φωτογραφία: Keystone-France, Getty Images

Ο Φιντέλ Κάστρο κατά τη διάρ­κεια της δίκης.
Φωτο­γρα­φία: Keystone-France, Getty Images

Ο Φιντέλ ως δικη­γό­ρος ανα­λαμ­βά­νει ο ίδιος την υπε­ρά­σπι­σή του. Στο δικα­στή­ριο βρί­σκει το βήμα που χρεια­ζό­ταν για να «μαστι­γώ­σει» τον Μπα­τί­στα και να καταγ­γεί­λει την δικτα­το­ρία και την πλή­ρη εξάρ­τη­σή της από τον  αμε­ρι­κά­νι­κο ιμπε­ρια­λι­σμό, την εκμε­τάλ­λευ­ση των εργα­τών και των φτω­χών αγρο­τών και τις άθλιες συν­θή­κες ζωής εκα­τομ­μυ­ρί­ων Κουβανών.

Η απο­λο­γία του κατέ­λη­ξε στη δια­κή­ρυ­ξη ότι η κατά­στα­ση αυτή δεν θα είναι αιώ­νια και ότι αργά ή γρή­γο­ρα η Κού­βα θα ελευ­θε­ρω­θεί, δικαιώ­νο­ντας τις θυσί­ες εκεί­νων που έδω­σαν τη ζωή τους για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον, και τελεί­ω­σε με την περί­φη­μη φρά­ση «Κατα­δι­κά­στε με, η Ιστο­ρία θα με αθω­ώ­σει». Οι δικα­στές δεν τόλ­μη­σαν να επι­βάλ­λουν θανα­τι­κή ποι­νή. Όλοι οι κρα­τού­με­νοι (και ο Φιντέλ) φυλακίστηκαν.

Δυο χρό­νια αργό­τε­ρα ο δικτά­το­ρας Μπα­τί­στα κάτω από τη λαϊ­κή πίε­ση ανα­γκά­στη­κε να δώσει χάρη, αγνο­ώ­ντας φυσι­κά ότι με την πρά­ξη του αυτή «υπέ­γρα­φε» ταυ­τό­χρο­να και την ανα­τρο­πή του, αφή­νο­ντας κενό μόνο το πεδίο όπου ο Φιντέλ, ο Τσε, ο Καμί­λο, ο Ραούλ, οι κομα­ντά­ντε και οι επα­να­στα­τι­κές δυνά­μεις και ο λαός της Κού­βας θα «συμπλή­ρω­ναν» αργό­τε­ρα την ημερομηνία…

bayamo4

Πάνω: Το στρα­τό­πε­δο “Carlos Manuel de Cespedes” στο Μπα­γιά­μο, κατά τη διάρ­κεια της τυραν­νί­ας του Φουλ­χέν­σιο Μπα­τί­στα. Σήμε­ρα στον ίδιο χώρο βρί­σκε­ται ανοι­χτό για το λαό το Πάρ­κο — Μου­σείο “Nico Lopez”  (κάτω).

bayamo4a

Οι επι­θέ­σεις στο στρα­τώ­να Μον­κά­δα και στο Μπα­γιά­μο μπο­ρεί να μη στέ­φτη­καν με επι­τυ­χία, όμως «φού­σκω­σαν» στη συνέ­χεια τα «πανιά»  του Γκράν­μα (1956)  και άνοι­ξαν το νικη­φό­ρο δρό­μο που θα βάδι­ζε έξι χρό­νια αργό­τε­ρα η Κου­βα­νι­κή Επα­νά­στα­ση, η πρώ­τη εξέ­γερ­ση στα χρο­νι­κά της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής που θα κατέ­λη­γε σε νίκη ενά­ντια στον ιμπε­ρια­λι­σμό και στη συνέ­χεια στη δημιουρ­γία του πρώ­του σοσια­λι­στι­κού κρά­τους στο έδα­φος της αμε­ρι­κα­νι­κής ηπείρου.

Πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα ο Φιντέλ Κάστρο θα πει: «Αν ήταν να οργα­νώ­σω ξανά ένα σχέ­διο για κατά­λη­ψη του Μον­κά­δα, θα το έκα­να ακρι­βώς ίδιο, δε θ’ άλλα­ζα τίπο­τα. Αυτό που πήγε στρα­βά εκεί οφει­λό­ταν απο­κλει­στι­κά στο γεγο­νός ότι δε δια­θέ­τα­με αρκε­τή πεί­ρα. Μετά σιγά-σιγά μάθαμε».

26-de-julio

“Οι σημαίες της επανάστασης και του σοσιαλισμού δεν παραδίνονται αμαχητί”

fidel34

* Τα απο­σπά­σμα­τα λόγου του Φιντέλ (με πλά­για γρα­φή μέσα σε εισα­γω­γι­κά) πάρ­θη­καν από το βιβλίο του Ιγνά­σιο Ραμο­νέ: «ΕΚΑΤΟ ΩΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΔΥΟ ΦΩΝΕΣ». Εκδό­σεις Πατά­κη, Αθή­να 2007.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο