Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μουργκάνα, του Δημήτρη Χατζή (3/4)

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Η νου­βέ­λα «Μουρ­γκά­να» του Δημή­τρη Χατζή δημο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φορά το 1948 στην εφη­με­ρί­δα «Φωνή του Μπούλ­κες», στη συνέ­χεια μετα­φρά­στη­κε στα γαλ­λι­κά από τη Μέλ­πω Αξιώ­τη και το 1979 ο συγ­γρα­φέ­ας την συμπε­ριέ­λα­βε στη «Θητεία». Συλ­λο­γή με αγω­νι­στι­κά κεί­με­να της περιό­δου 1940 – 1950. 

Η γρα­φή του Δημή­τρη Χατζή  ρεα­λι­στι­κή  τεί­νει περισ­σό­τε­ρο προς την ιστο­ρι­κή αφή­γη­ση και ανα­πα­ρά­στα­ση, κατορ­θώ­νο­ντας συγ­χρό­νως να απο­δώ­σει με  τις δυνα­τές και ζωντα­νές περι­γρα­φές τις μάχες  αλλά και το ψυχι­κό μεγα­λείο των αγω­νι­στών της Μουργκάνας.

Δημο­σιεύ­ου­με τη νου­βέ­λα σε συνέ­χειες. Σήμε­ρα το τρί­το μέρος.

mourgana6

Τη νύχτα, ξημε­ρώ­νο­ντας η δεύ­τε­ρη του Μάρ­τη, μια Μοί­ρα ΛΟΚ ανέ­βη­κε στο ύψω­μα Σκη­τα­ριό. Αυτοί οι ΛΟΚ είναι ένα είδος σαν τους κομά­ντος. Αγγλο­πρέ­πεια. Γεροί στο σώμα και φασί­στες  ξεδια­λεγ­μέ­νοι από την Ορει­νή Ταξιαρ­χία και από τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λεί­ας, εκπαι­δεύ­τη­καν για τον βου­νί­σιο πόλε­μο. Γι’ αυτό τους λένε και Λόχους Ορει­νών Καταδρομών.
Φορά­νε κάτι ωραία ποδή­μα­τα στέ­ρεα κι απο­κά­τω με λάστι­χο, για να πατού­νε καλύ­τε­ρα στην πέτρα και να μην ακού­ο­νται κιό­λας, άσπρες βρα­χεί­ες από μηλω­τή, έχουν πολ­λά ατο­μι­κά αυτό­μα­τα κι ο κάθε λόχος ασύρ­μα­το. Η δου­λειά τους είναι να πιά­νου­νε κάποια κορ­φή, να βρί­σκου­νε ένα δύσκο­λο πέρα­σμα, να κρα­τού­νε για λίγο μια θέση κ΄ύστερα να ‘ρχε­ται πίσω τους το ταχτι­κό στρά­τε­μα να τη στεργιώνει.
Αυτοί π’ ανε­βή­κα­νε στο ύψω­μα Σκη­τα­ριό θα ‘τανε καμιά τρα­κο­σα­ριά. Τρύ­πω­σαν από μια λαγκα­διά και περ­πα­τώ­ντας όλη νύχτα από το μονα­στή­ρι του Μακρα­λέ­ξη, ξημε­ρω­θή­κα­νε το πρωί πάνω στο ύψω­μα. Ρίξα­νε πρά­σι­νες φωτο­βο­λί­δες για τα’ αερο­πλά­να τους κ’ είδα­νε κ’ οι δικοί μας και νιώ­σαν την κατα­στρο­φή που τους γίνηκε.
Το ύψω­μα αυτό του Σκη­τα­ριού είναι πάνω στη Μουρ­γκά­να. Τα στρα­τέ­μα­τα που ξεκι­νή­σα­νε κιό­λας από τα χαρά­μα­τα να ενω­θούν με τους ΛΟΚ θα περ­νού­σα­νε στην πλά­τη όλης της δικής μας διά­τα­ξης. Το μέτω­πο, που δεν έσπα­σε τρία μερό­νυ­χτα, ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζο­νταν τώρα.
Είταν τότες ένας αγώ­νας γρη­γο­ρά­δας για τους δικούς μας να κόψου­νε τους ανε­βα­σμέ­νους στο Σκη­τα­ριό και να μην αφή­σουν τις δυνά­μεις του ταχτι­κού στρα­τού να φτά­σουν απά­νω. Να στα­μα­τή­σου­νε πρώ­τα τη ζημιά σε κεί­νο το μέρος όσο να πιά­σου­νε και­νούρ­γιες θέσεις και ν’ ανοί­ξου­νε μάχη.
Απ’ όλες τις μεριές του μετώ­που τρέ­χα­νε κατά κει. Ακό­μα και η «Ομά­δα Ασφα­λεί­ας» του Αρχη­γεί­ου θα πάει στο ύψω­μα που πατή­θη­κε. Είναι μια κρί­σι­μη ώρα και το νιώ­θουν όλοι τους.
Ο Λοχα­γός Νέστο­ρας ανε­βαί­νει πρώ­τος απά­νω. Τρεις είναι όλοι κι όλοι μαζί του – οι δυό κοπέ­λες. Ένας όλμος, δυο οπλο­πο­λυ­βό­λα, κ’ ένα βαρύ πολυ­βό­λο, κου­βα­λιού­νται γρή­γο­ρα-γρή­γο­ρα κι ανε­βά­ζο­νται στη Μουρ­γκά­να. Ο ταγ­μα­τάρ­χης Αχιλ­λέ­ας με εφτά μαχη­τές της ανταρ­τι­κής ομά­δας του Πιπέ­ρη,  τρέ­χου­νε και πιά­νουν ένα ύψω­μα δίπλα στο Σκη­τα­ριό που το λένε Τσε­ρο­βέ­τσι. Βρί­σκουν στο δρό­μο τους ένα διμοι­ρί­τη από τα τμή­μα­τα που πηγαί­να­νε πίσω, τον παίρ­νουν μαζί τους κι αυτόν με τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο του και στή­νου­νε εκεί μιαν αντί­στα­ση που δεί­χτη­κε κατό­πι σημα­ντι­κή. Μικρές δυνά­μεις πιά­νου­νε και κρα­τού­νε τα μπρο­στι­νά υψώ­μα­τα που λέγο­νται Στά­λος και Καστρί. Άλλες δυνά­μεις πολε­μού­νε χαμη­λά στο ποτά­μι να κόψου­νε το δρό­μο στα τάγ­μα­τα που ανε­βαί­νουν να ενω­θούν με τούς ΛΟΚ. Οι όλμοι αλλά­ζου­νε θέσεις. Όλα τα υψώ­μα­τα γύρω στο Σκη­τα­ριό, όλα τα μονο­πά­τια που πάνε σ’ αυτό, πιά­νο­νται γρή­γο­ρα. Πάνω και κάτω, δεξιά και αρι­στε­ρά, ο ταγ­μα­τάρ­χης Αχιλ­λέ­ας μπο­ρεί και είναι παντού. Γορ­γο­πό­δα­ρος και ήμερος.
Από τις εφτά το πρωί οι δικοί μας αρχί­ζου­νε και χτυ­πιού­νται με τους ΛΟΚ. Τα αερο­πλά­να τους βάζουν με τα μυδρά­λια, οι οβί­δες πέφτου­νε γύρω τους αστα­μά­τη­τα. Ο λοχα­γός Νέστο­ρας χτυ­πιέ­ται στα πενή­ντα, στα είκο­σι μέτρα με το πιστό­λι, Νέστο­ρας Θανά­σης είναι τ’ όνο­μά του, από τα Κρι­θα­ρά­κια Γρε­βε­νών, τριά­ντα τέσ­σε­ρω χρο­νών παλι­κά­ρι. Ελα­σί­της, φυλα­κι­σμέ­νος στα Γρε­βε­νά, το ‘σκα­σε το Γενά­ρη του 1947 κ’ είταν από τότε στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό. Η μικρή δύνα­μη που πρω­τα­νέ­βη­κε μαζί του αυξή­θη­κε σε λίγο και μ’ άλλους μαχη­τές. Οι ΛΟΚ μαζεύ­ο­νται παρα­πί­σω, πιά­νουν τις πρό­χει­ρες θέσεις που φκιά­ξα­νε, η μάχη έχει αρχί­σει κι όλο δυνα­μώ­νει πάνω στο ολό­γυ­μνο ύψω­μα. Ένα ταχυ­βό­λο του Νέστο­ρα παθαί­νει εμπλο­κή. Ένα οπλο­πο­λυ­βό­λο στή­νε­ται στη στιγ­μή. Ένας όλμος που κου­βα­λιέ­ται από την άλλη μεριά στή­νε­ται στα εκα­τό μέτρα από τον εχθρό. Όλα για όλα.
Οι ΛΟΚ κρα­τού­νε ακό­μα γερά και στα­μα­τούν τους δικούς μας. Ένα μικρό ύψω­μα τους χωρί­ζει πενή­ντα, εκα­τό μέτρα. Η θέση τους είναι δύσκο­λη για­τί βοή­θεια από κάτω δεν έρχε­ται. Τα οπλο­πο­λυ­βό­λα μας απ’ όλα τα γύρω υψώ­μα­τα τους χτυ­πού­νε, ο όλμος συνέ­χεια τους ρίχνει ανά πέντε. Μα και των δικών μας η θέση δεν είναι καλύ­τε­ρη. Δεν μπο­ρούν να τους βγά­λουν από κει και πολε­μούν απρο­φύ­λα­χτοι στο γυμνό βου­νό και χτυ­πιού­νται από τα κανό­νια και τα αεροπλάνα.
Ο Νέστο­ρας δέχε­ται μια σφαί­ρα στο στή­θος και πέφτει. Ακό­μα ένας νεκρός και τέσ­σε­ρις λαβω­μέ­νοι πέφτου­νε γύρω του. Όλο το μικρό του τμή­μα κλο­νί­ζε­ται για μια στιγ­μή με το θάνα­το του αρχη­γού του. Ο επί­τρο­πος Παπα­δό­που­λος στέλ­νει ένα σύν­δε­σμο να τους πει πως είναι παρών – πενή­ντα βήμα­τα παρα­πί­σω. Νιώ­θει τώρα πως έφτα­σε η κρι­σι­μό­τε­ρη στιγ­μή της ζωής του. Τ’ αερο­πλά­να δε στα­μα­τού­νε να ρίχνουν. Σέρ­νε­ται ο ίδιος και τρα­βά­ει το Νέστο­ρα παρα­κά­τω. Μια βόλ­τα που κάνου­νε τ αερο­πλά­να για να ξανα­χυ­μή­ξουν,  τους δίνει λίγο και­ρό να πάρουν τους λαβω­μέ­νους. Όλοι τους κου­βα­λού­νε, μέσα σε βρο­χή απ’ οβί­δες, τους πάνε πιο πέρα. Ο Νέστο­ρας είναι νεκρός. Ένα από τα κορί­τσια που ‘ταν μαζί του απ’ το πρωί είναι δίχως ποδά­ρι. Θαρ­ρεί θα πεθά­νει και θέλει να την αφή­σουν, να παν στη δου­λειά τους. Την πήραν οι μετα­γω­γι­κοί και την πήγαν στο νοσο­κο­μείο κου­βα­λώ­ντας την στην πλά­τη τους, ώρες μακριά. Και ζωντά­νε­ψε και σ’ όλο το δρό­μο τρα­γού­δα­γε για να τους αλαφρώνει.
Οι άλλοι ξανα­γυ­ρί­ζουν στη μάχη που αγριεύ­ει και συνε­χί­ζε­ται όλη τη μέρα. Οι ΛΟΚ κρα­τού­νε τις θέσεις τους. Τ’ αερο­πλά­να καρ­φώ­νου­νε τους δικούς μας. Ως τ’ από­γιο­μα από τις πιο μακρι­νές θέσεις φτά­νου­νε τα τμή­μα­τα μας, ζώνου­νε γύρω και γύρω το Σκη­τα­ριό κ’ η κατά­στα­ση ως το βρά­δυ δεν αλλά­ζει σε τίποτα.
Το Αρχη­γείο δίνει δια­τα­γή για μια μεγά­λη επί­θε­ση τη νύχτα. Ο ταγ­μα­τάρ­χης Αχιλ­λέ­ας θα διευ­θύ­νει αυτή την επι­χεί­ρη­ση που αρχί­ζει στις δέκα το βρά­δι. Οι όλμοι για μιαν ακό­μη φορά θ’ αλλά­ξου­νε θέσεις. Τα βλή­μα­τα κου­βα­λιού­νται στην πλά­τη πάνω στις από­το­μες πλα­γιές. Μια πρώ­τη μικρού­λα προ­χώ­ρη­ση βοη­θά­ει την εξόρ­μη­ση. Έρχο­νται κοντά-κοντά με τους ΛΟΚ. Οι αξιω­μα­τι­κοί μας δε στέ­κουν μακρύ­τε­ρα από τα εκα­τό μέτρα. Ο ομα­δάρ­χης Μπό­μπο­ρας έρχε­ται στα χέρια, πέφτει πάνω σ’ ένα πολυ­βό­λο και τους το παίρ­νει. Δυο ώρες η μάχη συνε­χί­ζε­ται αστα­μά­τη­τα και με πεί­σμα μέσα στο σκο­τά­δι. Τα πυρο­μα­χι­κά μας, όλα κου­βα­λη­μέ­να με τα χέρια, κατά τις δώδε­κα τα μεσά­νυ­χτα τελειώ­νουν. Ξαναρ­χί­ζουν οι φάλαγ­γες, οι ηρω­ι­κές μας φάλαγ­γες των φορ­τω­μέ­νων, ν’ ανε­βαί­νου­νε τις από­το­μες πλα­γιές για μιαν και­νούρ­για τελειω­τι­κή επί­θε­ση πριν ξημερώσει.

mourgana5

Μα δε θα χρεια­στεί να γίνει. Οι ΛΟΚ έχου­νε τσα­κι­στεί. Τριά­ντα δύο κου­φά­ρια τους κεί­το­νται πάνω στις πέτρες. Πενή­ντα λαβω­μέ­νοι τους τρα­βη­χτή­κα­νε πίσω. Απο­κομ­μέ­νοι από κάτω, δεκα­τι­σμέ­νοι από την αντε­πί­θε­ση, πεθα­μέ­νοι από τη διή­με­ρη πορεία και τη μάχη αφή­νουν το ύψω­μα πριν απ’ το χάρα­μα. Η μεγά­λη κρί­ση πέρα­σε. Το Σκη­τα­ριό πατή­θη­κε, μα δεν έπε­σε. Όλο το μέτω­πο ανα­σαί­νει τη χαρά της πρώ­της νίκης.

Μα οι δυνά­μεις του εχθρού είναι μεγά­λες, πολ­λές. Τη νύχτα της ίδιας μέρας, στις τρεις του μήνα, μια και­νούρ­για επί­θε­σή του γίνε­ται λίγο αρι­στε­ρό­τε­ρα από το Σκη­τα­ριό. Από το πρωί τα κανό­νια γυρί­σα­νε και χτυ­πούν κατά το χωριό που λέγε­ται Λειά, τ’ αερο­πλά­να γυρί­ζουν από πάνω, δυο τάγ­μα­τα, το 581 και το 625 ξεκι­νού­νε. Το 625 κρα­τή­θη­κε. Μα το 581 κατα­φέρ­νει να μπει στο μισό χωριό.
Μια μικρή ρεμα­τιά χωρί­ζει τούς δυο μαχα­λά­δες του χωρί­ου. Στον ένα βρί­σκε­ται το 581, τον άλλον τον κρα­τούν οι δικοί μας. Από κει θα περά­σουν τη νύχτα και θα χτυ­πη­θούν από σπί­τι σε σπί­τι. Είναι ένας πόλε­μος άγριος, ύπου­λος, άνι­σος για κεί­νον που κάνει την επίθεση.
Η χει­ρο­βομ­βί­δα, το πιστό­λι, η αντιαρ­μα­τι­κή γρο­θιά θα είναι τα όπλα, κάπο­τε το μαχαί­ρι, κάπο­τε τα χέρια.
Δυο ώρες μέσα στη νύχτα από σπί­τι σε σπί­τι, από το καμέ­νο σκο­λειό του χωριού ως την εκκλη­σιά και τ’ άλλα χτί­ρια που οχύ­ρω­σαν οι τρεις και τέσ­σε­ρις φορές ξεδια­λεγ­μέ­νοι φασί­στες του 581 οι δικοί μας προ­χω­ρού­νε βήμα με βήμα και καθα­ρί­ζουν τον τόπο. Πριν φέξει τους σκόρ­πι­σαν, τους ανα­πο­δο­γύ­ρι­σαν, τους έβγα­λαν από το χωριό και τους διώ­ξα­νε πίσω.
Τότες ο Βασι­λά­ρας πήρε το τηλέ­φω­νο κ’ είπε πως και κεί­νο το μέτω­πο λευ­τε­ρώ­θη­κε κι ο Φωκάς θα ματσού­λη­σε πάλι τα χεί­λια του.

Ωστό­σο, στο Αρχη­γείο δεν ησυ­χά­ζουν. Ο Καλια­νέ­σης ξέρει καλά πως ο κίν­δυ­νος μένει. Κάτι άλλο χρειά­ζε­ται. Κάτι σπου­δαίο. Πολύ σημα­ντι­κό. Που θα ανα­πο­δο­γυ­ρί­σει όχι πια τμή­μα­τα και τάγ­μα­τα του εχθρού που κάνουν επί­θε­ση, μα τη βασι­κή του διά­τα­ξη, θα διώ­ξει μακριά τον κίνδυνο.
– Κάτι, που αν δεν απο­δώ­σει όλα όσα το Κόμ­μα περι­μέ­νει από μας, θα δώσει το πιο πολύ που μπο­ρού­με. Έτσι είπε ο Παύ­λος, ο Επί­τρο­πος του Αρχη­γεί­ου στον Πετρί­τη που διοι­κεί το κλι­μά­κιο, στο δεξιό της δικής μας διά­τα­ξης. Οι δυό τους γνω­ρί­ζο­νται πολύ καλά. Κι από τον ΕΛΑΣ και κατό­πι μαζί, δεν έχουν ανά­γκη από λόγια πολλά.
Ο Παύ­λος είτα­νε μαζί τους από τότες που πρω­το­γί­νη­κε το Αρχη­γείο της Ηπεί­ρου, το Φλε­βά­ρη του 1947, αρχη­γός τους στρα­τιω­τι­κός και μαζί και πολι­τι­κός τον πρώ­το και­ρό. Πέρα­σε κοντά τους από το καμί­νι των μεγά­λων δοκι­μα­σιών στις άνι­σες μάχες, στις μεγά­λες στε­ρή­σεις, στις απα­νω­τές λιπο­τα­ξί­ες και προ­δο­σί­ες. Και μέσα απ’ αυτές τις δοκι­μα­σί­ες, αλύ­γι­στος, τους έβγα­λε πέρα κ’ έρι­ξε μέσα σε λίγους μήνες βαρύν τον ίσκιο του αντάρ­τι­κου της Ηπεί­ρου απά­νω στα σκέ­δια της εαρι­νής εκστρα­τεί­ας του 1947.
Τον και­ρό εκεί­νο ο Παύ­λος έδω­σε κάπο­τες στον Πετρί­τη τα μισά ντου­φέ­κια του Αρχη­γεί­ου κι από­μει­νε αυτός με εξή­ντα μαχη­τές, τούς μισούς δίχως όπλα. Κι ο Πετρί­της δεν τα ντρό­πια­σε τότε τα ντου­φέ­κια που πήρε, γυρ­νώ­ντας από το Γράμ­μο στο Πωγώ­νι κι ως τους Φιλιά­τες και την Πρέ­βε­ζα κι ανοί­γο­ντας το δρό­μο του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού στην Ήπει­ρο. Τώρα του ζητού­σε να κρα­τή­σου­νε τη Μουρ­γκά­να που είταν το κέρ­δος και το έπα­θλο όλων εκεί­νων των δοκι­μα­σιών, των προ­σπα­θειών και των θυσιών τους. Κι όπως τότες ο Πετρί­της, έτσι και τώρα, δε θα το ‘θελε ποτές του να δει τον Παύ­λο να σκύ­βει το κεφά­λι του και να τον ακού­σει να λέει, σα να μίλα­γε μονα­χός του.

– Αχ, μωρέ παι­δί μου, γιατί…

Ο Καλια­νέ­σης έχει σχε­διά­σει το «κάτι». Ήμε­ρα και προ­σε­χτι­κά, με σιγου­ριά. Και με γνώ­ση. Και πρώτ’ απ’ όλα μ’ εμπι­στο­σύ­νη στους μαχη­τές του. Σκυμ­μέ­νοι πάνω στο χάρ­τη εξη­γού­νε κ’ οι δυό τους στον Πετρί­τη πώς και πού­θε θα γίνει η ενέρ­γεια. Κι αυτός, κατε­βαί­νο­ντας την ίδια νύχτα στο κλι­μά­κιο φωνά­ζει τον ταγ­μα­τάρ­χη Σκεύη και τους τέσ­σε­ρις λοχα­γούς που θα πάρου­νε μέρος σ’ αυτή. Τους εξη­γεί. Θα είναι ένας επι­θε­τι­κός ελιγ­μός στ’ αρι­στε­ρό του εχθρού. Την ίδια νύχτα τα τμή­μα­τα πρέ­πει να κινη­θού­νε και με αρχη­γό το Σκεύη να δώσουν κ’ οι τέσ­σε­ρις το απο­φα­σι­στι­κό χτύ­πη­μα. Ξαφ­νι­κά, γρή­γο­ρα, δυνα­τά. Στ’ όνο­μα του Ελλη­νι­κού Λαού και του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού πρέ­πει να πετύ­χε­τε – είναι τα τελευ­ταία λόγια που έχει να τους πει ο Πετρίτης.
Και οι τέσ­σε­ρις καλού­νε τους λόχους σε γενι­κές συνε­λεύ­σεις. Τους εξη­γού­νε με λίγα λόγια τι θα πρέ­πει να κάνου­νε εκεί­νη τη νύχτα κι όλοι τους, πριν ξεκι­νή­σουν, μετα­λα­βαί­νουν εκεί τ’ άχρα­ντα μυστή­ρια του χρέ­ους. Στ’ όνο­μα του Ελλη­νι­κού Λαού, στ’ όνο­μα του Κόμ­μα­τος, θα πολε­μή­σου­με πρώ­τοι – δίνουν το λόγο τους οι κομου­νι­στές. Στ’ όνο­μα του Ελλη­νι­κού Λαού, τ’ όνο­μα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού και του αρχη­γού μας, στ’ όνο­μα των νεκρών μας θα συντρί­ψου­με από­ψε τον εχθρό – ορκί­ζο­νται όλοι.

Λίγην ώρα πριν ξεκι­νή­σουν ένας σύν­δε­σμος φέρ­νει ένα γράμ­μα στο Σκεύη. Είναι από τον Πετρί­τη. Δεν του γρά­φει πια για το σκέ­διο. Είναι κ’ οι δυό τους δάσκα­λοι που γίνα­νε πολε­μι­στές κ’ είναι και­ρός που πολε­μούν μαζί κ’ είταν μαζί και στις δύσκο­λες ώρες. Του γρά­φει για το χρέ­ος και για τον αγώ­να, για το Κόμ­μα και για τα παι­διά που χαθή­κα­νε – κ’ είναι κρί­μα που δεν κρά­τη­σαν μήτε ο ένας μήτε ο άλλος αυτό το γράμμα.

Στις εννιά η ώρα ο μικρός στρα­τός, τέσ­σε­ρις λόχοι, ξεκι­νά­ει. Ο ουρα­νός είναι πάντα ολο­κά­θα­ρος και το κρύο δυνα­τό. Σύμ­φω­να με το σκέ­διο πρέ­πει να τσα­κί­σου­νε δυό τάγ­μα­τα πάνω στο δρό­μο τους, του Γαλά­νη και το 611 πριν από το πρωί. Ένα τρί­το τάγ­μα, το 581, θα ‘ναι παρα­πέ­ρα. Ακό­μα παρα­πέ­ρα, το 625.
Στις δέκα τη νύχτα τα πρώ­τα τμή­μα­τα βρί­σκο­νται κιό­λας κοντά στον εχθρό. Στο κέντρο είναι ο λόχος του Σδρά­βου. Καθώς περ­νούν ένα μικρό ποτα­μά­κι, σ’ ένα φυλά­κιο τους παίρ­νουν χαμπά­ρι και τούς χτυ­πούν. Κρύ­βο­νται και δε ρίχνουν. Το σκέ­διο είναι να περά­σουν τα πρώ­τα φυλά­κια δίχως να χτυ­πη­θούν. Προ­χω­ρούν ακό­μα, μέσα στη νύχτα, φτά­νουν έξω από το χωριό Πόβλα, τότε βρί­σκο­νται πια κοντά στον εχθρό. Σέρ­νο­νται στη γης και φτά­νουν στα τριά­ντα μέτρα.
– Απά­νω τους, είναι η κραυ­γή του λοχα­γού τους.
Πηδούν απά­νω στα πολυ­βο­λεία, χτυ­πιού­νται με τα πιστό­λια, με τους υπο­κό­πα­νους των όπλων, αρπά­ζο­νται στα χέρια. Γύρω και μέσα στο χωριό είναι ο Γαλά­νης με το τάγ­μα του, μια διλο­χία και ο λόχος διοί­κη­σης του 611. Τα χάνουν, δεν ξέρουν τι να πιστέ­ψουν, δεν μπο­ρούν να κατα­λά­βουν ακό­μα τι γίνε­ται. Ο μάγει­ρας ενός λόχου θαρ­ρεί πως γίνη­κε επα­νά­στα­ση. Καθώς πέφτουν οι δικοί μας απά­νω του σηκώ­νει τα χέρια κι ορκί­ζε­ται πως είναι στρα­τιώ­της και δεν το κού­νη­σε καθό­λου από τη θέση του…
Οι δικοί μας προ­χω­ρού­νε, μπαί­νου­νε μέσα στο χωριό, ξεκα­θα­ρί­ζουν τις αντι­στά­σεις, τινά­ζουν τα οχυ­ρω­μέ­να σπί­τια. Ο ομα­δάρ­χης Σωκρά­της Γκί­ζας από το Παλιο­χώ­ρι βρί­σκε­ται στη μέση του δρό­μου αγκα­λια­σμέ­νος μ’ έναν του Γαλά­νη. Είναι κ οι δυό τους πεσμέ­νοι κάτω.
– Βοή­θεια συνα­γω­νι­στές, φωνά­ζει ο Γκίζας.
– Βοή­θεια συνα­γω­νι­στές, φωνά­ζει κι ο Γαλά­νης κ’ οι δικοί μας τρέ­χου­νε και δεν μπο­ρούν μέσα στο σκο­τά­δι να ξεχω­ρί­σουν ποιος είναι ο αληθινός.
Ένας αξιω­μα­τι­κός του 611 μόλις τώρα ξύπνη­σε. Τρέ­χει, κατε­βαί­νει στο δρό­μο να μάθει τι γίνεται.
– Αλτ, του φωνά­ζει ο Χρή­στος Τσο­πά­νος από τ’ Άρμα­τα της Κόνιτσας.
– Είμαι ο δόκιμος.
– Έλα κοντά.
Κάνει να του ρίξει, το ντου­φέ­κι δεν πιά­νει. Αρπά­ζο­νται στα χέρια κι αυτοί. Ο δόκι­μος είναι γερός. Κι ο δικός μας το ίδιο, θηρίο. Σηκώ­νει το ντου­φέ­κι σα ρόπα­λο και τον χτυ­πά­ει στο κεφά­λι. Κι άλλος Γαλά­νης ή στρα­τιώ­της έρχε­ται από πίσω. Ο Χρή­στος κάνει να φύγει. Το λου­ρί του ντου­φε­κιού του πιά­νε­ται στο λαι­μό του δόκι­μου που ‘ναι πεσμέ­νος κάτω. Αφή­νει τ’ όπλο του στο λαι­μό του αλλου­νού κι αρπά­ζει ενός σκο­τω­μέ­νου που βρί­σκε­ται δίπλα του. Κάνει να ρίξει στον άλλο Γαλά­νη, δεν τον προ­φταί­νει, αρπά­ζο­νται και μ’ αυτόν στα χέρια, παλεύ­ουν, ώσπου φτά­νουν οι δικοί μας και τον ελευ­θε­ρώ­νουν τραυματισμένον.
Οι Γαλά­νη­δες ξέρου­νε πια τι γίνη­κε. Όσοι προ­φταί­νουν βγαί­νουν από το χωριό και φεύ­γουν. Καμπό­σοι τρέ­χουν και κρύ­βο­νται μέσα στα σπί­τια, βγά­ζου­νε γρή­γο­ρα τα ρού­χα τους τα στρα­τιω­τι­κά, κάθο­νται στη φωτιά και παρα­σταί­νου­νε τους αθώ­ους χωριά­τες. Ένας μικρός μαχη­τής, Από­στο­λος Γελα­δά­ρης από το Κερά­σο­βο της Κόνι­τσας, μπαί­νει σ΄ένα σπί­τι. Τρεις κάθο­νται στη φωτιά.
– Τι είσα­στε σεις;
– Χωριά­τες από δω.
– Βγεί­τε έξω, να δούμε.
Κάνουν ν’ αρπά­ξουν τα όπλα τους, τ’ αυτό­μα­το του Απο­στό­λη είναι κάτω απ’ τη μύτη τους και τρέ­μουν και οι τρεις τους.
Στρα­τιώ­τες από το 611 τρέ­χου­νε και παρα­δί­νο­νται. Καμπό­σοι κρύ­βο­νται μέσα σε σπί­τια και σε χαλά­σμα­τα κι όταν ακούν τούς δικούς μας και φτά­νουν κοντά φωνά­ζου­νε μέσα στο σκοτάδι:
– Εδώ Γκρέ­κο παρτιζάνο.
Τους ξετρυ­πώ­νουν και κανέ­νας εκεί δεν μπο­ρεί να κρα­τή­σει τη γρο­θιά που πέφτει στα μούτρα.
– Τί είπες, ρε κερατά;
– Μη, συνα­γω­νι­στή, είμαι δημοκράτης.

Κι άλλη γροθιά.
– Όχι, όχι… Πρώ­τα τί είπες…
– Έτσι μας είπαν… Νομί­ζα­με Σλάβοι. ..
Ο Γαλά­νης κατά­φε­ρε και το ‘σκα­σε από τους πρώ­τους. Από τότες κοπρο­σκυ­λιά­ζει στα Γιάν­νι­να. Δεν του δίνουν παρά­δες να ξαναφ­κιά­ξει τό τάγ­μα του. Ο διοι­κη­τής του 611 Μανά­ρας είναι λαβω­μέ­νος. Όχι και πολύ βαριά κι ούτε για τη μάχη τον μέλ­λει ούτε για τους στρα­τιώ­τες του που σκορ­πί­σαν ούτε για τα προ­αιώ­νια ιδα­νι­κά της φυλής. Φώνα­ζε κ’ έβρι­ζε και βλα­στή­μα­γε να τα παρα­τή­σουν όλα και να τον πάρουν. Ο γεν­ναί­ος Κου­λού­ρης, ο σοσια­λι­στής, το σκά­σε κι αυτός γρή­γο­ρα-γρή­γο­ρα. Ο γέρος αξιω­μα­τι­κός, ο Κων­στα­ντό­που­λος, που είπα­με παρα­πά­νω, τον είδαν οι στρα­τιώ­τες, άφη­σε σ’ ένα τρα­πέ­ζι το πιστό­λι του, πήρε ένα μπα­στού­νι και τρά­βη­ξε μονα­χός του μέσα στη νύχτα.
Πριν φέξει, το τάγ­μα του Γαλά­νη δεν υπάρ­χει πια. Κου­φά­ρια βρί­σκοντ’ ολού­θε στους μικρούς δρό­μους του χωριού. Ο ελιγ­μός πέτυ­χε, ο αιφ­νι­δια­σμός είταν αλη­θι­νά κεραυ­νός. Οι αιχ­μά­λω­τοι του 611 τρα­βιού­νται παρα­πί­σω. Ο λόχος του Σδρά­βου τέλειω­σε την απο­στο­λή του και βγαί­νει από το χωριό να αντα­μώ­σει τούς άλλους λόχους στο μέρος τ’ ορι­σμέ­νο από το Σκεύη.

Και οι άλλοι έχουν το ίδιο πετύ­χει, με την ίδια γλη­γο­ρά­δα το σκο­πό τους. Ο λόχος του Καμί­τση, πεζο­πο­ρώ­ντας μέσα σε λάκ­κους και νερά, πιά­νει το ύψω­μα του Τζε­λί­λι, τσα­κί­ζο­ντας κ’ εκεί την αντί­στα­ση του 611. Ο λόχος του Τζα­βέλ­λα βρί­σκει έναν έτοι­μο όλμο στη­μέ­νο με τα βλή­μα­τα δίπλα του. Ολμι­στής ο ίδιος ο λοχα­γός, αρχί­ζει μονα­χός του και ρίχνει πάνω στα τμή­μα­τα που φεύ­γουν. Ο τέταρ­τος λόχος, του Νάστου, τρα­βά­ει μπρο­στά και πέρα.
Τα απο­μει­νά­ρια του 611, που δεν πρό­φτα­σαν να φύγου­νε, βρί­σκο­νται περι­κυ­κλω­μέ­να. Όχι «κλοιός» των Αθη­ναί­ων στρα­τη­γών. Περι­κυ­κλω­μέ­να. Αφή­νουν τις θέσεις τους και φεύ­γου­νε δίχως να ξέρουν πού θα πάνε και τι θα βρού­νε μπρο­στά τους. Οι στρα­τιώ­τες φωνά­ζα­νε μέσα στη νύχτα:
– Αδέρ­φια, μη μας χτυ­πά­τε, είμα­στε δημοκράτες.
Οι αξιω­μα­τι­κοί τους στε­κό­ντα­νε πίσω με το πιστό­λι, τους φωνά­ζα­νε να καλυ­φθούν, να κρυ­φτούν. Αυτοί περ­πα­τού­σαν όρθιοι, βαριε­στη­μέ­νοι μέσα στο σκο­τά­δι, ταλαι­πω­ρη­μέ­νοι, δεν ξέρα­νε πού πήγαι­ναν, τρα­βού­σαν σαν πρό­βα­τα. Όσοι βρε­θή­κα­νε σκο­τω­μέ­νοι ήταν όλοι χτυ­πη­μέ­νοι με σφαί­ρα στο κεφάλι.
Καθώς ξημε­ρώ­νει πια για καλά, λευ­κά μαντί­λια ανε­μί­ζου­νε και στο μικρό ύψω­μα της Ταβέ­ρας. Είναι πάνω ο 4ος λόχος του 611, η τελευ­ταία αντί­στα­ση που από­μει­νε. Ο διμοι­ρί­της του λόχου Καμί­τση Γιάν­νης Καράμπελας,η Κατε­ρί­να Δένη από τον Τσα­μα­ντά και η Περ­σε­φό­νη Βαλαή από τον Κακό­λακ­κο Πωγω­νιού, ανε­βαί­νουν τρε­χά­λα στο ύψω­μα να τους πιά­σουν στα χέρια. Ο Καρά­μπε­λας, κατα­τσα­κι­σμέ­νος από την πορεία και τη μάχη της νύχτας, λαχα­νιά­ζει και μένει παρα­πί­σω. Τα δυό κορί­τσια τρέ­χου­νε, θέλουν να φτά­σου­νε πρώ­τα. Η Περ­σε­φό­νη είναι δεν είναι δεκα­εν­νιά χρο­νών. Για μια στιγ­μή βλέ­πο­ντας τους, ένα λόχο στρα­τιώ­τες, με τα όπλα τους όλους, δει­λιά­ζει. Στυ­λώ­νει το αυτό­μα­τό της.
– Ψηλά τα χέρια.
Και τους βάζου­νε στη γραμ­μή. Έρχε­ται σε λίγο κι ο Καρά­μπε­λας, ανε­βαί­νου­νε κι άλλοι μαχη­τές, η συνο­δεία τρα­βά­ει για κάτω. Καθώς κοντεύ­ου­νε πια να κατε­βού­νε το ύψω­μα μια ιδέα γυρί­ζει στο νου της Περσεφόνης.
– Εσύ, στα­μά­τα. Έβγα από τη γραμμή.
Στα­μα­τά­ει και την κοι­τά­ζει τρομαγμένος.
– Βγά­λε το παντε­λό­νι σου.
Ο στρα­τιώ­της ανοί­γει τα μάτια του διά­πλα­τα. Κάτι θα ‘χε φτά­σει στ’ αυτιά του απ’ αυτά που γρά­φουν οι εφη­με­ρί­δες τους, για τις μαι­νά­δες που έχουν μαζί τους οι αντάρτες.
– Στα γρή­γο­ρα, βγάλτο.
Το βγά­ζει ο φου­κα­ράς κι ακό­μα δεν ξέρει τι γίνε­ται. Η Περ­σε­φό­νη χάνε­ται για λίγο πίσω από ένα πουρ­νά­ρι. Ξανα­γυ­ρί­ζει κρα­τώ­ντας στα χέρια της το σκι­σμέ­νο παντε­λό­νι της και φορώ­ντας το και­νούρ­γιο του στρα­τιώ­τη. Του δίνει το δικό της και τον ξανα­βά­ζει στη γραμ­μή. Ο άλλος που ερχό­τα­νε παρα­πί­σω δεν είχε ανά­γκη να τον φωνά­ξει η Περ­σε­φό­νη για να της δώσει το χιτώ­νιο του. Τ’ αλλου­νού του πήρε τις αρβύ­λες και λαμπο­κο­πά­ει μέσα στην και­νούρ­για φορε­σιά της.
Κρί­μα πού δεν είχε έναν καθρέ­φτη η Περ­σε­φό­νη Βαλαή. Θα βλέ­πε και η πόρ­νη του Γαλά­νη τα μού­τρα της μέσα σ’ αυτόν. Στο δρό­μο που κατε­βαί­νουν τα δυό κορί­τσια αντα­μώ­νουν την άλλη συνο­δεία με τούς αιχ­μά­λω­τους άπω την Πόβλα. Ανά­με­σα τους είναι και κεί­νη. Έχει μόνο μια κάλ­τσα στα πόδια, το στό­μα της είναι στρα­βω­μέ­νο από την τρο­μά­ρα και το χασίς. Να μας συγ­χω­ρεί ο «Σύν­δε­σμος των Αιγυ­πτί­ων Κυριών» που δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε για το παι­δο­μά­ζω­μα, μα εμείς αυτή τη γυναί­κα τη σκο­τώ­σα­με. Της Περ­σε­φό­νης της δώσα­με αυτό­μα­το και η Κατε­ρί­να Δένη πήγε στη Σχο­λή Ομαδαρχών.

Στις εννιά το πρωί το τάγ­μα του Γαλά­νη και το 611 δεν υπάρ­χου­νε πια. Η εχθρι­κή διά­τα­ξη δεν ανα­πο­δο­γυ­ρί­στη­κε μονά­χα στο αρι­στε­ρό. Ξεθε­με­λιώ­θη­κε ολό­κλη­ρη. Ο τόπος στην περιο­χή που γίνη­κε ο ελιγ­μός είναι γιο­μά­τος λάφυ­ρα και νεκρούς. Στρα­τιώ­τες σκορ­πι­σμέ­νοι βαδί­ζουν βαριε­στε­μέ­νοι, απρο­φύ­λα­χτοι„ άλλοι κρύ­βο­νται μέσα στα πουρ­νά­ρια και τις ρεμα­τιές για να παραδοθούν.
Δεν έχου­με σάλ­πιγ­γες για να χτυ­πούν – Προ­χω­ρεί­τε. Είναι ένας τρο­με­ρός αλα­λαγ­μός από τη μια ως την άλλη άκρη στο μέτω­πο, μια φωνή που βγαί­νει απ’ όλα τα στή­θια των μαχη­τών μας:
– Προχώρα.
Όλα τα τμή­μα­τα προ­χω­ρού­νε για το 581 και το 625 που βρί­σκο­νται στο κέντρο και παρα­δέρ­νουν. Ομά­δες και διμοι­ρί­ες μας ξεκό­βο­νται, χάνουν τη σύν­δε­ση τους, πέφτου­νε μέσα στα εχθρι­κά τμή­μα­τα, μια φορά χτυ­πή­θη­καν και μετα­ξύ τους μέσα στην ορμή της επίθεσης:
– Προχώρα!…
Οι κάν­νες των οπλο­πο­λυ­βό­λων ανά­βουν και κοκ­κι­νί­ζουν. T’ αερο­πλά­να από πάνω γυρί­ζου­νε και δεν ξέρου­νε πια που να ρίξουν. Τα κανό­νια σ’ όλο το μέτω­πο σταματούν:
– Προχώρα!…
Είναι ένα Έθνος ολό­κλη­ρο, γενιές απα­νω­τές, με την οργή και την πίκρα τους θεριε­μέ­νη μέσα στη στέ­ρη­ση και την αδι­κία και πάντα κατα­πνιγ­μέ­νη με τα ξένα όπλα, που ξεσπά­ει σ’ αυτή την τρο­με­ρή, την αδυ­σώ­πη­τη κραυγή:
– Προχώρα!…
Φάλαγ­γες σκορ­πί­ζουν εδώ, διμοι­ρί­ες παρα­δί­νο­νται παρα­κά­τω, αξιω­μα­τι­κοί μας κ’ επί­τρο­ποι βρί­σκο­νται μπρο­στά από τα τμή­μα­τα τους, όλη την ημέ­ρα κανέ­νας δε μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει κανέ­ναν. Τα τμή­μα­τα φύγα­νε από τις βάσεις τους και πολε­μούν μονα­χά τους, όπου βρουν τον εχθρό, που μαζεύ­ε­ται εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.
Ως τη νύχτα κατό­πι και την άλλη μέρα, οι νοσο­κό­μοι που γυρ­νούν με τους λαβω­μέ­νους μαζώ­νουν τους στρα­τιώ­τες που παρα­δί­νο­νται. Ακό­μα κ’ οι γυναί­κες από τα χωριά Μπα­μπού­ρι και Τσα­μα­ντά, που βγή­κα­νε και μαζώ­νουν τα λάφυ­ρα, γυρί­ζου­νε πίσω φέρ­νο­ντας αιχμαλώτους.

Έτσι τέλειω­σε αυτή ή πρώ­τη επί­θε­ση. Ένας απο­λο­γι­σμός χρειά­ζε­ται για να κλεί­σει η εικό­να: νεκροί 267, τραυ­μα­τί­ες 250, αιχ­μά­λω­τοι 180, αυτό­μο­λοι 5. Το σύνο­λο των απω­λειών του εχθρού 702.
Από τούς αιχ­μα­λώ­τους 81 στρα­τιώ­τες προ­σχώ­ρη­σαν στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό με τη θέλη­ση τους και πολε­μού­νε και τώρα μαζί του. Οι άλλοι σταλ­θή­κα­νε πίσω ελεύ­θε­ροι. Τρεις αξιω­μα­τι­κοί, Θ. Ευστα­θί­ου, Κ. Αργυ­ρό­που­λος, Π. Βλα­βια­νός και ο ανθυ­πί­α­τρος Στ. Σταυ­ρό­που­λος, δικά­στη­καν από το στρα­το­δι­κείο του Αρχη­γεί­ου Ηπεί­ρου. Και οι τέσ­σε­ρις παρα­δέ­χτη­καν την κατη­γο­ρία. Ξεχω­ρι­στά ο Ευστα­θί­ου και ο Αργυ­ρό­που­λος – παλιοί ελα­σί­τες και κατό­πι στην υπη­ρε­σία του II Γρα­φεί­ου και της Ασφά­λειας – ομο­λό­γη­σαν την προ­δο­σία τους. Κατα­δι­κά­στη­καν όλοι σε θάνα­το. Το Γενι­κό Αρχη­γείο πρό­τει­νε τότε στην κυβέρ­νη­ση της Αθή­νας να τους αλλά­ξουν με τρεις αιχ­μά­λω­τους αντάρ­τες της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Η κυβέρ­νη­ση της Αθή­νας δε δέχτη­κε και η από­φα­ση εκτε­λέ­στη­κε με ντουφεκισμό.
Τα λάφυ­ρα που πήρα­με χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν όλα στη δεύ­τε­ρη επι­χεί­ρη­ση. Αυτά που πήρα­με από τη δεύ­τε­ρη επι­χεί­ρη­ση χρη­σι­μο­ποιού­νται τώρα πολύ μακριά από τη Μουρ­γκά­να, στους δημό­σιους δρό­μους, ενά­ντια τους, στην Παρα­μυ­θιά – κοντά στα Γιάννινα.

"Θητεία". Η έκδοση του 2009 από το Ροδακιό

“Θητεία”. Η έκδο­ση του 2009 από το Ροδακιό

Καθώς τώρα θα πρέ­πει να περά­σω στη δεύ­τε­ρη επί­θε­ση τους και σε λίγο ν’ αρχί­σω να ιστο­ρί­ζω για το Τσε­ρο­βέ­τσι, θα ‘θελα καλύ­τε­ρα να ‘σπα­ζα τα κοντύ­λια και να ‘σκι­ζα τα χαρ­τιά. Να στα­θώ στην κορ­φή του και να στυ­λώ­σω το κορ­μί μου.
Οι πέτρες είναι γύρω καμέ­νες, αλε­σμέ­νες από το σίδε­ρο, τις χιλιά­δες οβί­δες. Δίπλα στα φτε­νά, μόνο πέτρι­να και με ξύλα πολυ­βο­λεία, είναι οι τάφοι των δικών μας. Παρα­κά­τω, μέσα στη ρεμα­τιά, μαυ­ρί­ζουν άθα­φτα ακό­μα κου­φά­ρια των στρα­τιω­τών που φτά­σαν ως τα πολυ­βο­λεία μας κ’ ύστε­ρα κατρα­κύ­λη­σαν απ’ τούς βρά­χους. Πέρα και γύρω ανοί­γο­νται οι κοι­λά­δες του Καλα­μά, ειρη­νι­κές, καταπράσινες.
Τι μπο­ρείς να πεις για τον άνθρω­πο που νικά­ει το καμέ­νο σίδε­ρο; Νιώ­θω μέσα μου βάσα­να κι αγω­νί­ες, αίμα­τα και χαμοί και φοβέ­ρες σ΄ αυτά τα χρό­νια, να παίρ­νου­νε τώρα δω πάνω όλο το νόη­μα και την αξία  που θα θέλα­με να΄χουν. Ό,τι σώσα­με κι ό, τι χάσα­με νιώ­θω να γίνο­νται ανε­χτί­μη­το κέρ­δος. Νιώ­θω περη­φά­νια που γεν­νή­θη­κα Έλλη­νας. Είδα, χάρη­κα, δυνά­μω­σα, χόρ­τα­σα. Τίπο­τα δεν απο­μέ­νει για τη δου­λειά του γραμματικού.
Κι ωστό­σο πρέ­πει να πω.

(συνε­χί­ζε­ται)
Δημή­τρη Χατζή Θητεία (αγω­νι­στι­κά κεί­με­να 1940 ‑1950), Κεί­με­να, Αθή­να 1979

Την Κυρια­κή 26 Ιου­νί­ου ανη­φο­ρί­ζου­με στα δύσβα­τα μονο­πά­τια της Μουρ­γκά­νας στη Θεσπρω­τία ακο­λου­θώ­ντας  τα βήμα­τα των μαχη­τών και μαχη­τριών του ΔΣΕ. Εκδή­λω­ση μνή­μης και τιμής για τα 70 χρό­νια από την ίδρυ­ση του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας που διορ­γα­νώ­νει το ΚΚΕ.

Το πρώ­το μέρος εδώ.
Το δεύ­τε­ρο μέρος εδώ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο