Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μουργκάνα, του Δημήτρη Χατζή (2/4)

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Η νου­βέ­λα «Μουρ­γκά­να» του Δημή­τρη Χατζή δημο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φορά το 1948 στην εφη­με­ρί­δα «Φωνή του Μπούλ­κες», στη συνέ­χεια μετα­φρά­στη­κε στα γαλ­λι­κά από τη Μέλ­πω Αξιώ­τη και το 1979 ο συγ­γρα­φέ­ας την συμπε­ριέ­λα­βε στη «Θητεία». Συλ­λο­γή με αγω­νι­στι­κά κεί­με­να της περιό­δου 1940 – 1950. 

Η γρα­φή του Δημή­τρη Χατζή  ρεα­λι­στι­κή  τεί­νει περισ­σό­τε­ρο προς την ιστο­ρι­κή αφή­γη­ση και ανα­πα­ρά­στα­ση, κατορ­θώ­νο­ντας συγ­χρό­νως να απο­δώ­σει με  τις δυνα­τές και ζωντα­νές περι­γρα­φές τις μάχες  αλλά και το ψυχι­κό μεγα­λείο των αγω­νι­στών της Μουργκάνας.

Δημο­σιεύ­ου­με τη νου­βέ­λα σε συνέ­χειες. Σήμε­ρα το δεύ­τε­ρο μέρος.

mourgana4

Μουρ­γκά­να

Τρεις-τέσ­σε­ρις μέρες πιο πριν, όλη η εχθρι­κή δύνα­μη παίρ­νει την κανο­νι­κή επι­θε­τι­κή της διά­τα­ξη μπρο­στά στις δικές μας θέσεις, που βρί­σκο­νται αρκε­τά μακριά από τη Μουρ­γκά­να. Για να προ­χω­ρέ­σει και να φτά­σει ίσα­με κει, χρειά­ζε­ται να δώσει συνέ­χεια μάχες, μέρες ολά­κε­ρες, να κατα­πο­νε­θεί και να καθυ­στε­ρή­σει. Η σκλη­ρή αντί­στα­ση των εμπρο­σθο­φυ­λα­κών είναι ένα προ­μή­νυ­μα για τους στρα­τιώ­τες για όσα θα γίνου­νε παρα­μέ­σα. Οι μικρές αντάρ­τι­κες ομά­δες που κινού­νται παντού, στα πλευ­ρά και στην πλά­τη τους, τους χτυ­πού­νε μέρα και νύχτα.
Μα βασί­ζο­νται στη δύνα­μη των μέσων τους, έχου­νε την ελπί­δα στον αριθ­μό τους, λογα­ριά­ζου­νε πρώτ’ απ’ όλα στα κανό­νια και τ ‘ αερο­πλά­να των Αμε­ρι­κά­νων. Ο κύριος Αντω­νό­που­λος, διοι­κη­τής της VIII Μεραρ­χί­ας, βρί­σκε­ται κιό­λας εκεί – αρκε­τά πίσω φυσι­κά. Θέλει να βεβαιώ­σει τους Αμε­ρι­κά­νους για την αφο­σί­ω­ση του. Ο Βαν Φλητ είναι στα Γιάννινα.
Η προ­κή­ρυ­ξη που βγά­ζει μια μέρα πριν από την επί­θε­ση ο διοι­κη­τής της 76ης Ταξιαρ­χί­ας κύριος Αση­μά­κης, είναι ένας καθρέ­φτης της περη­φά­νειας και της σιγου­ριάς του για τα κανό­νια και τ’ αερο­πλά­να που του δίνουν οι Αμε­ρι­κά­νοι για να σκο­τώ­νει τον Ελλη­νι­κό Λαό. Οι σύμ­μα­χοί του, λέει, τον παρα­στέ­κου­νε στον αγώ­να που αρχίζει.
Σε μιαν άλλη προ­κή­ρυ­ξη που την υπο­γρά­φει ο «ένδο­ξος εθνι­κός Ελλη­νι­κός Στρα­τός» καλού­νε τους αντάρ­τες, τα «αθώα Ηπει­ρω­τό­που­λα» να ξυπνή­σουν. Δηλα­δή να παρα­δο­θούν. Και πριν παρα­δο­θούν να σκο­τώ­σουν τον αρχη­γό τους Καλιανέση.
Προ­δό­τη και δει­λό τον λένε τον Καλια­νέ­ση σ’ αυτή την προ­κή­ρυ­ξη τους. Προ­δό­της φυσι­κά για­τί, πολε­μι­στής στην Αλβα­νία, πολέ­μη­σε και κατό­πι στα χρό­νια της Κατο­χής τους Ιτα­λούς και τους Γερ­μα­νούς, αντίς να ‘ναι μαζί τους, όπως ήταν αυτοί. Και δει­λός για­τί κατά­φε­ρε και ξέφυ­γε από τα χέρια τους. Ήτα­νε με τους πρώ­τους μόνι­μους αξιω­μα­τι­κούς του ΕΛΑΣ, που από τον Αύγου­στο του 1946 απο­μο­νώ­θη­καν στη Νάξο. Από κει με άλλους έντε­κα δει­λούς σαν αυτόν, πήραν ένα καΐ­κι και τη νύχτα στις 15 του Απρί­λη 1947 τρά­βη­ξαν και βγή­καν κοντά στην Ατα­λά­ντη. Με πέντε όπλα μονά­χα και ένα οπλο­πο­λυ­βό­λο, χωρίς οδη­γό και χωρίς συν­δέ­σμους, ξεκι­νή­σα­νε ν’ αντα­μώ­σουν τα τμή­μα­τα του Δημο­κρα­τι­κού Στρά­του της Ρού­με­λης. Όπου κι όπο­τε τα βρού­νε. Περ­πα­τού­σα­νε μονά­χα τη νύχτα με οδη­γό το αστέ­ρι του Πόλου και το φαΐ τους τέλειω­σε από τη δεύ­τε­ρη μέρα. Το νερό είταν ένα δεύ­τε­ρο βάσανο.
Στις είκο­σι του Απρί­λη ο Συνταγ­μα­τάρ­χης Κού­κου­ρας  που είταν και αρχη­γός της απο­στο­λής δεν μπο­ρού­σε πια να περ­πα­τή­σει. Ένα παλιό του τραύ­μα είχε ανοί­ξει και τον πονού­σε πολύ. Τους είπε να φύγουν, τούς διέ­τα­ξε να το κάνουν – κ’ έμει­νε μόνος του κοντά στο χωριό Μαρ­τί­νο, όπου πιά­στη­κε κατό­πι, δικά­στη­κε στο στρα­το­δι­κείο της Λαμί­ας, κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το και πέθα­νε παλικαρίσια.
Οι άλλοι συνε­χί­σα­νε την πορεία μέσα στα λόγ­γα και τις χαρά­δρες της Λοκρί­δας. Περ­πα­τού­σα­νε πάντα τη νύχτα και μακριά απ’ τα μονο­πά­τια. Σταθ­μοί χωρο­φυ­λα­κής, απο­σπά­σμα­τα, οπλι­σμέ­νοι χωρι­κοί και δρα­γά­τες τούς κυνη­γού­σαν. Ακό­μα και οι τσο­μπα­να­ραί­οι και οι εξο­χί­τες πήρα­νε δια­τα­γή να τους πιά­σουν όπου τους βρού­νε. Πέσα­νε και ξανα­πέ­σα­νε σε μπλό­κα και σε καρ­τέ­ρια, λαβώ­θη­κε ο Βενε­τσα­νό­που­λος, ανε­βή­κα­νε με σκοι­νιά σε γκρε­μούς και κατρα­κυ­λή­σα­νε μέσα σε σάρες κ’ ύστε­ρα από δεκα­πέ­ντε μέρες τέτοια πορεία, με οδη­γό τους μονά­χα τ’ αστέ­ρι και τη θέλη­ση να φτά­σουν ή να πεθά­νουν, πέρα­σαν τέλος στην Οίτη και βρή­καν το Δια­μα­ντή και τα παλι­κά­ρια του.
Οι αξιω­μα­τι­κοί σαν τον Αντω­νό­που­λο, τον Αση­μά­κη και τον Μανά­ρα κι όλος ο «ένδο­ξος εθνι­κός στρα­τός» τους, δυό χρό­νια τώρα που πολε­μού­νε το Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό δε θα βρουν στις γραμ­μές τους παρό­μοιους δει­λούς και παρό­μοιους προ­δό­τες. Στο δικό μας το στρα­τό ο κάθε μαχη­τής έχει μια ατο­μι­κή ιστο­ρία τιμής και παλι­κα­ριάς και ξέρει πόσο αξί­ζει αυτό. Και γι’ αυτό αγα­πά­ει και σέβε­ται τους αρχη­γούς του που κι αυτοί έχουν, όλοι τους, ο καθέ­νας τη δική του ιστορία.
Στον «εθνι­κό» τους στρα­τό όλοι περι­φρο­νού­νε, μισούν και φοβού­νται τους άλλους. Και με το δίκιο τους. Οι διοι­κη­τές περι­φρο­νού­νε και σκιά­ζο­νται τούς χαφιέ­δες της Μεραρ­χί­ας, οι αξιω­μα­τι­κοί τους διοι­κη­τές τους, οι χαφιέ­δες της Μεραρ­χί­ας τους μπρά­βους των διοι­κη­τών και οι στρα­τιώ­τες όλους τους άλλους. Και πρώ­τα-πρώ­τα περι­φρο­νού­νε τον ίδιο τον εαυ­τό τους.
Εκεί­νο που λέμε ρωμέι­κο φιλό­τι­μο, κ’ είναι μια εθνι­κή αρε­τή όταν δεν φτά­νει στην υπερ­βο­λή, είχε πάντα μεγά­λη πέρα­ση στο στρα­τό. Οι διοι­κη­τές τον παλιό και­ρό, λύνα­νε δύσκο­λα προ­βλή­μα­τα της πει­θαρ­χί­ας και του στρα­τώ­να μονά­χα με το φιλό­τι­μο του στρα­τιώ­τη. Πέρα­σα για δεκα­πέ­ντε μέρες από τούς στρα­τώ­νες της Εθνο­φρου­ράς. Και μπο­ρώ να βεβαιώ­σω πως τώρα, οι Έλλη­νες που στρα­τεύ­ο­νται πρέ­πει να βγά­λουν και το φιλό­τι­μό τους μαζί με το πολι­τι­κό τους που­κά­μι­σο: Ούτε χρειά­ζε­ται, ούτε επι­τρέ­πε­ται το φιλό­τι­μο στο μοναρ­χο­φα­σι­στι­κό στρατό.
Σε μια στιγ­μή ειλι­κρί­νειας ο διοι­κη­τής του 17ου τάγ­μα­τος Εθνο­φρου­ράς, ταγ­μα­τάρ­χης Δημή­τριος Γού­δας, είπε μια μέρα στο λοχα­γό Βραδή:
– Εμέ­να να μου φέρ­νο­νταν ένας ανώ­τε­ρός μου όπως σου φέρ­νου­μαι εγώ θα τον σκό­τω­να ή θα αυτοκτονούσα…
Ο Βρα­δής γελού­σε. Ήξε­ρε πως έτσι φέρ­νο­νται και σ’ αυτόν οι ανώ­τε­ροι του. Κ’ οι στρα­τιώ­τες που ακού­γα­νε ξέρα­νε πως έτσι φέρ­νε­ται κι ο Βρα­δής στους παρα­κα­τια­νούς του…

Φωτογραφία από την ανατύπωση του λευκώματος “Στα τρίχρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 28/10 1946 - 28/10/1948”

Φωτο­γρα­φία από την ανα­τύ­πω­ση του λευ­κώ­μα­τος “Στα τρί­χρο­να του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας 28/10 1946 — 28/10/1948”

Τα χιό­νια στα­μα­τή­σα­νε κι ο ουρα­νός είναι κατα­κά­θα­ρος. Στις 28 του Φλε­βά­ρη η εχθρι­κή δύνα­μη απ’ όλες τις πλευ­ρές του μετώ­που αρχί­ζει την επί­θε­ση της. Ο θεός είναι μαζί τους, είναι πολύ σίγου­ροι και γι’ αυτό, έτσι γρά­φουν στην προ­κή­ρυ­ξή τους. Και ξεχω­ρι­στά ο Προ­φή­της Ηλί­ας που πιά­νει τις κορ­φές, ο Άγιος Πέτρος με τα κλει­διά του Παρα­δεί­σου, για όσους φυσι­κά θα σκο­τώ­νο­νταν κι άγνω­στο μόνο πώς τους ήρθε να προ­ε­ξο­φλή­σουν και του Αγί­ου Νικο­λά­ου τη συμπα­ρά­στα­ση, που όπως όλοι το ξέρου­με είναι θαλασσινός.
Από το πρωί τ’ αερο­πλά­να γυρί­ζουν απά­νω από τις θέσεις των δικών μας. Όλα τα κανό­νια χτυ­πού­νε. Είναι ένα ξεκί­νη­μα θεα­μα­τι­κό, βαρύ, γεμά­το πολε­μι­κή μεγα­λο­πρέ­πεια, καθώς ται­ριά­ζει στους προ­στά­τες του πολι­τι­σμού. Μία από τις οβί­δες που πέφτουν αρά­δα μέσα στο χωριό Τσα­μα­ντά, πάνω στα χωριά­τι­κα σπί­τια, σκο­τώ­νει δυό γυναίκες.
Στη μέση είναι το 628, οι κομά­ντος από τούς ΛΟΚ, δεξιά η 75η Ταξιαρ­χία, στο αρι­στε­ρό του μετώ­που η 76η Ταξιαρ­χία με το 611 και στο άκρο αρι­στε­ρό το ανε­ξάρ­τη­το τάγ­μα του Γαλάνη.
Αυτός ο Γαλά­νης είναι ένα μεγά­λο παλ­λη­κά­ρι αντά­ξιο του κρά­τους που υπη­ρε­τεί. Στην ιστο­ρία της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης είναι γνω­στός με το όνο­μα ο «χασά­πης της Πρέ­βε­ζας». Εκβια­στής και θρα­σύ­δει­λος, δέρ­νει τις γυναί­κες, σκο­τώ­νει τους άοπλους, εκβιά­ζει τους έμπο­ρους και τους μαγα­ζιώ­τες, αφα­νί­ζει στο δρό­μο του τα ρημαγ­μέ­να νοι­κο­κυ­ριά των χωρι­κών. Και οι στρα­τιώ­τες που έχει στο τμή­μα του, εθε­λο­ντές μισθο­φό­ροι, το ίδιο – ένας κ’ ένας όλοι τους ξεδιαλεγμένοι.
Δεν λεί­πουν ο δήμιος και η πόρ­νη. Εθνι­κι­στές αμφό­τε­ροι ως το κόκ­κα­λο, προ­στά­τες της τιμής, της οικο­γέ­νειας, της πατρί­δας, της θρη­σκεί­ας και πρώ­τα-πρώ­τα, του στέμ­μα­τος. Ο δήμιος είναι ένας Βορειοη­πει­ρώ­της με γένια, όπως ται­ριά­ζει στην περί­στα­ση, γέρος και κου­φός, όπως είναι και στα μυθι­στο­ρή­μα­τα. Έναν μαχη­τή του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού που τον πιά­σα­νε αιχ­μά­λω­το κοντά στο ύψω­μα που λέγε­ται Τζε­λί­λι αυτός ο δήμιος τον έσφα­ξε μπρο­στά σε όλους κ’ έγλει­ψε κατό­πι με ηδο­νή το μαχαί­ρι του. Μ΄όλο που το βεβαιώ­νουν πως έκο­ψε και το αυτί του μαχη­τή, το ‘ψησε και το ‘φαγε, δεν μπο­ρώ να πιστέ­ψω μια τέτοια χτη­νω­δία, ακό­μα και μέσα στον «εθνι­κό» μας στρα­τό, που αγω­νί­ζε­ται για τα προ­αιώ­νια ιδα­νι­κά της φυλής. Αυτός ο δήμιος παι­νιό­τα­νε πως είχε σφά­ξει μέσα στα οχτώ χρό­νια δυό χιλιά­δες ανθρώ­πους. Υπήρ­χε κι άλλος ένας εφε­δρι­κός δήμιος με καμιά εφτα­κο­σα­ριά σκο­τω­μούς όπως έλεγε.
Η πόρ­νη είταν από ένα χωριό της Κόνι­τσας που λέγε­ται Κλει­δο­νιά­βι­στα. Ασκού­σε το εθνι­κο­φρο­νέ­στα­το επάγ­γελ­μά της στα Γιάν­νι­να. Είταν εικο­σι­πέ­ντε χρο­νών κ’ έπι­νε κρα­σί και χασίς. Στο τάγ­μα την έφε­ρε μαζί του ένα πρω­το­πα­λί­κα­ρο του Γαλά­νη. Τ’ όνο­μά του Γιάν­νης Μπό­τσι­κος από το χωριό Τσα­μα­ντά, το επάγ­γελ­μά του σωμα­τέ­μπο­ρος και το ξεχω­ρι­στό δια­κρι­τι­κό του πως ήταν ισο­βί­της στις φυλακές.
Την κοπέ­λα την είχα­νε μαζί με το Γαλά­νη συνε­ται­ρι­κά, για να τους μαγει­ρεύ­ει, για ό,τι άλλο χρειά­ζε­ται και για τούς αξιω­μα­τι­κούς του ταχτι­κού στρα­τού, να τους καλο­πιά­νουν. Όταν σφά­ξα­νε το μαχη­τή μας δεν μπο­ρού­σε να λεί­ψει κι αυτή από το θέα­μα. Κι όταν ο δήμιος έφτα­σε στην κορ­φή της αψη­λής τέχνης του, αυτή χτύ­πη­σε τα παλα­μά­κια, ανα­σή­κω­σε το φόρε­μα της πάνω από τα γόνα­τα κ’ έφε­ρε μια βόλ­τα γύρω-γύρω προς τιμή του. Όλοι τότες καμα­ρώ­σα­νε την παλι­κα­ριά και τη λεβε­ντιά της. Οι στρα­τιώ­τες από τον 1ο, από τον 2ο κι από το λόχο Διοί­κη­σης του 611 τα είδα­νε και τα μαρτυράνε.
Αυτοί οι αδιάλ­λα­χτοι πατριώ­τες του Γαλά­νη το ‘χανε για καύ­χη­μά τους πως στη μικρή πολι­τεία που λέγε­ται Σαγιά­δα δεν αφή­σα­νε γυναί­κα και κορί­τσι. Στο χωριό Παλα­μπά που βρί­σκο­νταν ως τις 29 του Φλε­βά­ρη δέρ­να­νε τον κοσμά­κο για ν’ ανά­βουν τα αίμα­τα και μεθο­κο­πού­σαν συνέ­χεια. Ένα παι­δά­κι θέλα­νε να το σκο­τώ­σουν στα καλά καθού­με­να και μπή­καν στη μέση οι στρα­τιώ­τες και το πήρα­νε από τα χέρια τους. Στην Πόβλα, που πήγα­νε κατό­πι, ένας απ’ αυτούς γυρ­νού­σε στους δρό­μους με δυό σού­βλες σιδε­ρέ­νιες στα χέρια. Στη μια σού­βλα είτα­νε κότες μαδη­μέ­νες και στην άλλη ψημένες:
– Πέντε χιλιά­δες η μία, δέκα χιλιά­δες οι ψημένες.
Στο χωριό Ασπροκ­κλή­σι, που πέρα­σαν, άρχι­σαν, όπως είχαν δια­τα­γή, και καί­γαν τα σπί­τια. Είταν κ’ εκεί στρα­τιώ­τες από τό 611 και τους είδα­νε. Ένας γέρος ανθυ­πο­λο­χα­γός, τ’ όνο­μα του Κων­στα­ντό­που­λος, μόνι­μος στο στρα­τό, σαν είδε τις φωτιές στά­θη­κε παρά­με­ρα, κοί­τα­ζε και τον πήραν τα δάκρυα. Οι στρα­τιώ­τες τον ακού­σα­νε κ’ έλεγε:
– Τέτοιο κρά­τος καλύ­τε­ρα να χανόταν.
Αυτοί οι φου­κα­ρά­δες από το 611 είχα­νε πολυ­βα­σα­νι­στεί. Κάπου τέσ­σε­ρις μήνες τους σέρ­να­νε πάνω και κάτω για «να κατα­πνί­ξουν την ανταρ­σία»! Τώρα δεν πηγαί­να­νε που­θε­νά αν δεν μπαί­ναν μπρο­στά τους οι βαθ­μο­φό­ροι. Στο Τζε­λί­λι που λέγα­με και παρα­πά­νω γίνη­κε ολό­κλη­ρη φασα­ρία για μια διμοι­ρία που θέλαν να στεί­λουν για ανί­χνευ­ση. Δεν πήγαι­νε κανέ­νας ώσπου μπή­κε μπρο­στά τους ο ανθυ­πο­λο­χα­γός και οι παλ­λη­κα­ρά­δες που τρα­γου­δού­σαν «ως τη Μόσχα κατο­χή» όσο βρί­σκο­νταν μέσα στις πολιτείες.

Φωτογραφία από την ανατύπωση του λευκώματος “Στα τρίχρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 28/10 1946 - 28/10/1948”

Φωτο­γρα­φία από την ανα­τύ­πω­ση του λευ­κώ­μα­τος “Στα τρί­χρο­να του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας 28/10 1946 — 28/10/1948”

Ο Γαλά­νης και το 611 προ­χω­ρού­νε σε μια γραμ­μή δίπλα-δίπλα στα σύνο­ρα. Ο στρα­τιώ­της Ρήγας Λαζα­νάς στο ημε­ρο­λό­γιο που μνη­μό­νευ­σα και παρα­πά­νω γρά­φει: «Η αερο­πο­ρία και το πυρο­βο­λι­κό βάζουν συνέ­χεια τα πυρά τους, ενώ οι Γαλά­νη­δες προ­χω­ρούν στα χωριά και με εμπρη­στι­κές τα καί­νε.» Ο σκο­πός τους είναι να μας κλεί­σουν από κει. Κ’ επει­δή δεν μπο­ρούν αλλιώς να προ­χω­ρέ­σουν, ο Γαλά­νης, για να φτά­σει στο ύψω­μα Τζε­λί­λι, πέρα­σε με όλο το τάγ­μα του μέσα από το Αλβα­νι­κό έδα­φος. Το βεβαί­ω­σε με γράμ­μα του ο στρα­τιώ­της Γιάν­νης Πασ­σιάς από τη Μυτι­λή­νη, στο τάγ­μα 611.
Από την άλλη μεριά του μετώ­που, ένα είδος τανά­λια, τέσ­σε­ρα τάγ­μα­τα σφίγ­γου­νε τις μικρές μας δυνά­μεις, το βάρος από άλλα τρία τάγ­μα­τα πέφτει στη μέση. Η αερο­πο­ρία από πάνω βουί­ζει αστα­μά­τη­τα, χτυ­πά­ει ανε­μπό­δι­στα, τα οχτώ τους κανό­νια τρεις μέρες, στις 28 και στις 29 του Φλε­βά­ρη και την πρώ­τη του Μάρ­τη καί­νε τον τόπο.
Οι Αμε­ρι­κά­νοι κοι­τού­νε με τα κυά­λια και καμα­ρώ­νουν. Η λογι­κή και η στρα­τιω­τι­κή τέχνη του κύριου Αντω­νό­που­λου έχου­νε κιό­λας δοσμέ­νη τη νίκη στα κανό­νια, τα αερο­πλά­να, στον αριθ­μό των μπου­λου­κιών που μυρμηγκιάζουν.
Στα χαρ­τιά. Στα λόγια. Στα ανα­κοι­νω­θέ­ντα. Με τους εγκλω­βι­σμούς και τις συντρι­βές. Μα τρεις μέρες και τρεις νύχτες τα τμή­μα­τα της Μουρ­γκά­νας τους αλω­νί­ζουν. Δυο τάγ­μα­τα, το 583 και το 584 από την Καστά­νια­νη, χτυ­πιού­νται συνέ­χεια χωρίς ούτε σπι­θα­μή να προ­χω­ρέ­σουν κατά την Αγιά Μαρί­να που είναι ο σκο­πός τους. Μια ομά­δα σ’ εκεί­νον τον τομέα – και μια ομά­δα θα πει εφτά ντου­φέ­κια κ’ ένα οπλο­πο­λυ­βό­λο – δέχε­ται το μεγα­λύ­τε­ρο βάρος από μια ολά­κε­ρη διλο­χία. Κι ωστό­σο κρα­τά­ει και μπο­ρεί να κάνει εφτά αντε­πι­θέ­σεις μέσα σε μια μέρα. Τη νύχτα όλο το τμή­μα του Παπα­δη­μη­τρί­ου τους αφα­νί­ζει με τους αιφ­νι­δια­σμούς του.
Σ’ αυτό το τμή­μα μέρα και νύχτα οι μαχη­τές μας παί­ζου­νε με τον εχθρό το θανά­σι­μο παι­χνί­δι της αντάρ­τι­κης μπλό­φας. Από μια ώρα νύχτα στή­νου­νε καρ­τέ­ρι σε κάποιο εχθρι­κό τμή­μα. Το πρωί, μόλις βλέ­που­νε μέσα κι αρχί­ζου­νε και σαλεύ­ουν, τους ρίχνο­νται ξαφ­νι­κά, χτυ­πού­νε καμπό­σο και στα­μα­τούν. Μα δε φεύ­γου­νε. Κρύ­βο­νται σ’ άλλο μέρος, πάλι κοντά, και τούς χτυ­πού­νε πάλι και πάλι τη νύχτα απ’ άλλου. Μου­λώ­νου­νε σε και­νούρ­γιες θέσεις που πιά­νου­νε και τρα­βούν και ξανα­τρα­βούν αυτή τη δου­λειά σ’ ένα τέτοιο μάκρος που κάνει κάπο­τε τους άλλους να ξεφω­νί­ζουν απ’ τα χαρα­κώ­μα­τα που τρυ­πώ­νουν, αντίς να κάνουν επίθεση.
— Μη χτυ­πά­τε και φεύ­γε­τε. Αφή­στε μας πια να κοιμηθούμε. ..
Σαν βρα­διά­ζει, σ’ όλα τα τμή­μα­τα τους πέφτει μαζί με το σκο­τά­δι η αγω­νία κι ο φόβος. Αρχί­ζει το μαρ­τύ­ριο τους, το μαρ­τύ­ριο της αϋπνί­ας, της ανα­μο­νής, της νευ­ρι­κής υπε­ρέ­ντα­σης που φτά­νει στον παρο­ξυ­σμό με τον παρα­μι­κρό θόρυ­βο. Φτά­νει να κυλή­σει μια πέτρα, να ξεγλι­στρή­σει ένα νυχτε­ρι­νό ζου­λά­πι, για να ξεσπά­σει στη στιγ­μή μια «παρε­ξή­γη­ση», με πυρά ομα­δόν και συνα­γερ­μούς στα διπλα­νά τμή­μα­τα, όπως συχνά το γρά­φου­νε στα δελ­τία τους.
– Θα πάμε όλοι φυμα­τι­κοί πριν σκο­τω­θού­με, λένε οι στρατιώτες.
Οι μαχη­τές μας πρέ­πει να βρί­σκου­νε μεγά­λο κέφι σ’ αυτό το λαχτά­ρι­σμα, τ’ αστα­μά­τη­το βασά­νι­σμα του εχθρού. Βαρύς, μηχα­νι­κός, είναι ο γδού­πος της εχθρι­κής χοντρο­κέ­φα­λης δύνα­μης που κινιέ­ται. Είναι το άψυ­χο μπου­λού­κι που σέρ­νε­ται. Σβέλ­τη κ’ επί­μο­νη, πονη­ρή και χαρού­με­νη είναι η ψυχή που αντι­στέ­κε­ται με πίστη κι από­φα­ση, μ’ αγά­πη για τη ζωή και με λαχτά­ρα για τη νίκη.
Χρειά­ζε­ται βέβαια να τα ‘χεις αυτά – και πίστη και καρ­διά δυνα­τή. Μα πρέ­πει να ‘χεις και τον κόσμο μαζί σου. Αλλιώς δε γίνε­ται τίπο­τα. Χρειά­ζε­ται να ‘χεις τον κόσμο για να σου δεί­χνει το δρό­μο, για να σε κρύ­βει, να σε ορμη­νεύ­ει και να σ’ οδη­γά­ει. Χρειά­ζε­ται να ‘χεις μαζί σου τις γυναί­κες της Αγιά Μαρί­νας κι αμ’ ακού­νε το ντου­φε­κί­δι να αφή­νου­νε και δου­λειές και παι­διά τους και να τρέ­χου­νε να΄ρθούν να σε βρού­νε, να σου φέρουν ψωμί και νερό και να σου πάρου­νε πίσω τους λαβωμένους.
Στο κέντρο του μετώ­που πού κάνουν επί­θε­ση δύο τάγ­μα­τα – το 625 και το 581 – τέσ­σε­ρις ομά­δες δικές μας κάνουν αντε­πί­θε­ση την τρί­τη μέρα, πρώ­τη του Μάρ­τη. Είναι από τα τμή­μα­τα του Φωκά κι αυτός κάπου θα κάθε­ται σταυ­ρο­πό­δι κεί­νη την ώρα και χαμο­γε­λά­ει ματσου­λώ­ντας τα χοντρά του χεί­λια. Ξέρει καλά τι θα γίνει.
– Το 625 έχω απέ­να­ντί μου;
– Μάλι­στα συνα­γω­νι­στή ταγματάρχη.
– Πάρ’ το λοχα­γέ Βασι­λά­ρα και ξενοιά­ζω μ’ αυτό.
Ο Βασι­λά­ρας ξύνει το κεφά­λι του.
– Διμοι­ρία, πάρ­τε το 625 και ξενοιά­ζω κ’ εγώ.

Πριν ξεκι­νή­σουν οι τέσ­σε­ρις ομά­δες, ο επί­τρο­πος του λόχου Χρι­στό­φο­ρος δεν μπο­ρεί να ξεχά­σει τ’ αρχαία μας σύνερ­γα πού ζυμώ­θη­καν με τον αγώ­να. Και πριν αρχί­σουν το ντου­φε­κί­δι, μιά­μι­ση ώρα μιλού­νε στους αντι­κρι­νούς με τον τηλε­βόα. Για την πολι­τι­κή, για τον πόλε­μο, για το φασι­σμό, για την κατο­χή – έχουν όλοι τους κάτι να πού­νε και λένε με τη σει­ρά. Δυο παι­διά που πρω­το­πή­γαι­ναν σε μάχη φαι­νό­ντα­νε πολύ τρο­μαγ­μέ­να. Στον «εθνι­κό» στρα­τό θα τα ντου­φε­κί­ζαν ή θα τα χτυ­πού­σαν από πίσω. Ο Χρι­στό­φο­ρος τα πήρε μαζί του. Ούτε τα φοβέ­ρι­σε ούτε τούς έδω­κε συμ­βου­λές. Τα ‘βαλε και μιλή­σα­νε με τον τηλε­βόα. Κι ανα­θάρ­ρε­ψαν και τα δυο σαν ακού­σα­νε τη φωνή τους ν’ αντι­λα­λεί μέσα στις λαγκα­διές κι αρχί­σα­νε και φώνα­ζαν και χαί­ρο­νταν και βρί­ζα­νε κιό­λας. Και κατό­πι πολέ­μη­σαν σαν παλιοί μαχη­τές και δεν πάθα­νε τίποτα.
Οι άλλοι, κατα­κομ­μέ­νοι, κατα­τσα­κι­σμέ­νοι, άπι­στοι και παρα­στρα­τη­μέ­νοι, ακού­νε μονά­χα. Αυτοί δεν έχουν τίπο­τα ν’ απο­κρι­θούν. Νιώ­θουν την ανθρώ­πι­νη φωνή, την ψυχή που βρί­σκε­ται αντί­κρυ τους και δια­λα­λεί τη ζωή της και τον αγώ­να της. Οι δικοί μας αρχί­ζουν κατό­πι και τρα­γου­δά­νε. Κ’ ύστε­ρα ρίχνο­νται, χτυ­πού­νε και τους παίρ­νουν φαλάγ­γι με τα ντου­φέ­κια τους, με το τρα­γού­δι και με τον τηλε­βόα, με την ψυχή τους όρθια και φλο­γι­σμέ­νη. Τέσ­σε­ρις ομά­δες ενά­ντια σε δυο τάγ­μα­τα, ούτε ένας παρα­πά­νω από δω ούτε ένας λιγό­τε­ρος από κει. Γίνη­κε απέ­να­ντι στο ύψω­μα Κορ­πό­ρα­χη και τους γυρί­σα­νε πίσω στο Κόκ­κι­νο Λιθά­ρι, την πρώ­τη του Μάρ­τη – ψέματα;
Καμιά ομά­δα δεν τρα­βιέ­ται πίσω αν δεν ξοδιά­σει και το τελευ­ταίο φυσέ­κι της. Κάθε θέση, κάθε βήμα που θα κάνει ο εχθρός πλη­ρώ­νε­ται ακρι­βά. Κι όταν πιά­σει τη θέση κι όταν μπο­ρέ­σει και κάνει το βήμα, τα πρά­μα­τα δεν καλυ­τε­ρεύ­ου­νε καθό­λου γι’ αυτόν. Στην ίδια θέση που πατή­θη­κε, ο πόλε­μος, το ξέρουν καλά, δεν τέλειω­σε ακό­μα. Κι αν κάνουν να προ­χω­ρέ­σουν, σε κάθε ύψω­μα, σε κάθε χαμή­λω­μα, σε κάθε κορ­φή και σε κάθε ρεμα­τιά είναι κ’ ένα και­νούρ­γιο καρ­τέ­ρι πάνω στο δρό­μο τους. Και καθώς βαδί­ζουν με την πυκνή τους διά­τα­ξη, οι δικοί μας τους αφή­νου­νε, φτά­νου­νε κοντά, στα εκα­τό, στα πενή­ντα μέτρα και τότε τους ρίχνουν. Τους τρο­μά­ζουν, τους συγ­χύ­ζουν, τους σκορ­πί­ζουν και τους δεκα­τί­ζουν. Και τρα­γου­δά­νε. Ο διμοι­ρί­της Γκό­γκος, στο λόχο του Σδρά­βου, τραυ­μα­τι­σμέ­νος στα υψώ­μα­τα της Μεγά­λης Ράχης έμει­νε στη θέση του και τρα­γου­δού­σε ως την ώρα που μια οβί­δα του πυρο­βο­λι­κού τον σκόρ­πι­σε ολότελα.

Έτσι κρα­τή­θη­κε το μέτω­πο τις τρεις πρώ­τες μέρες της επί­θε­σης. Οι εχθροί μας  μη μπο­ρώ­ντας ν’ αρνη­θού­νε τις πολε­μι­κές αρε­τές και την ικα­νό­τη­τα των μαχη­τών μας, θα θέλα­νε να τους παρα­στή­σουν σαν τίπο­τα λύκους π’ αγρί­ε­ψαν στα βου­νά και χάσα­νε και το φόβο για τ’ άτο­μο τους και την αγά­πη τους για τους άλλους.
Από τη δική μας την πλευ­ρά δεν νιώ­θω καθό­λου την ανά­γκη να ξεπε­ρά­σω τα πρά­μα­τα. Σ’ ένα πολε­μι­κό βιβλίο διά­βα­σα πως μονά­χα οι λοχί­ες της πένας βρί­σκου­νε κέφι να παρα­σταί­νουν ήρω­ες που δε φοβού­νται το θάνα­το. Μόλο που δεν είμαι μήτε υπο­δε­κα­νέ­ας της πένας θα΄θελα να συμ­φω­νή­σω πέρα για πέρα μ’ αυτό. Ο σκο­πός μου δεν είναι να παρα­στή­σω τίπο­τα μυθι­κούς ήρω­ες να πολε­μούν στη Μουρ­γκά­να. Απλοί άνθρωποι,

. . ‚φτω­χο­γέν­νη­τοι και φτωχοαναθρεμένοι
εργά­τες και γραμ­μα­τι­κοί, βοσκοί και ζευγολάτες ,

είναι στο στρα­τό μας. Μα πιστεύ­ουν στο δίκιο τους και γι’ αυτό πολε­μού­νε καλά. Έχουν συνεί­δη­ση για το χρέ­ος τους, γι’ αυτό πει­θαρ­χούν στην ομά­δα τους και πεθαί­νουν όταν χρειά­ζε­ται. Μέσα στην αρμο­νι­κή συμ­βί­ω­ση της πει­θαρ­χη­μέ­νης ομά­δας η καρ­διά γαλη­νεύ­ει και το πνεύ­μα ισορ­ρο­πεί. Αγα­πού­νε τους συντρό­φους τους, την Πατρί­δα τους, λαχτα­ρού­νε τη νίκη. Είναι απλοί και χαρού­με­νοι. Γι’ αυτό τρα­γου­δού­νε τόσο πολύ. Αγα­πού­νε τη ζωή, τ’ αγα­θά της, την ειρή­νη. Είναι ήμε­ροι και συναι­σθη­μα­τι­κοί. Γι’ αυτό συγκι­νού­νται έτσι εύκο­λα και δακρύ­ζου­νε με το πρώτο.
Έτσι είναι όλοι τους. Πολε­μού­νε καλά, τρα­γου­δά­νε πολύ και δακρύ­ζου­νε με το τίποτα.

Και η επιμελητεία;
Τι έφα­γε, τι κάπνι­σε, πώς εφο­διά­στη­κε αυτός ο κόσμος μέσα στη φωτιά και την ανα­τα­ρα­χή της μάχης;
— Σε θια­μαί­νου­μαι, συναγωνιστή.
Πέρ­σι τέτοιον και­ρό τρώ­γα­νε μονά­χα χορτάρια.
Οι άλλοι, που είταν χωριά­τες, ξέρα­νε και ψάχνα­νε τα καλά, κάτι θρα­ψε­ρά και χορ­τα­στι­κά και γελού­σαν την πεί­να τους. Αυτός είναι φοι­τη­τής της νομι­κής ο φου­κα­ράς και δεν ήξε­ρε από τέτοια. Του δεί­χνα­νε και πάλι δεν μπο­ρού­σε να μάθει. Άρπα­ζε με τη φού­χτα του το βρα­σί­δι και το μασουλούσε.
Τώρα τα καρα­βά­νια του Αντρέα τρα­βού­νε βαθιά μέσα στην κατε­χό­με­νη περιο­χή. Οι χωριά­τες του δίνου­νε, του γιο­μί­ζου­νε τα σακιά, οι γυναί­κες του τα τοι­μά­ζουν και γλή­γο­ρα-γλή­γο­ρα τα φορ­τώ­νο­νται και του τα βγά­ζουν από το χωριό τους. Τον αγα­πού­νε, ξέρου­νε πόσο χρειά­ζε­ται καθε­τί που του δίνου­νε και δε θέλου­νε να τ’ αρνη­θού­νε ποτές. Όμως ξέρου­νε κιό­λας πως αν έρθου­νε τα πρά­μα­τα δύσκο­λα και γι’ αυτούς, ο Αντρέ­ας κάπου θα βρει τον τρό­πο να τούς φέρει απ’ αλλού και να τους μοι­ρά­σει λίγο στά­ρι και καλαμπόκι.
Οι σύν­δε­σμοι του γυρί­ζου­νε μέσα στα κέντρα. Μάυ­δες και χωρο­φυ­λά­κοι ανα­με­ρί­ζουν από το δρό­μο του και τα μου­λά­ρια του γυρί­ζου­νε φορ­τω­μέ­να, καμα­ρω­τά, κάτω από τη μύτη του «εθνι­κού» στρα­τού, φάλαγ­γες ολά­κε­ρες. Αν υπάρ­χουν Έλλη­νες που πιστεύ­ουν τους ψευ­το­μάρ­τυ­ρες της λεγό­με­νης Βαλ­κα­νι­κής ψευ­το­ε­πι­τρο­πής θα΄πρεπε να μπο­ρού­σα­νε μια φορά να τις ιδούν  αυτές τις φάλαγ­γες του Αντρέα.
Είναι αλε­πού κι αετός μαζί, τσι­γκού­να νοι­κο­κυ­ρά και σύντρο­φος καλό­καρ­δος για τους άλλους. Ξέρει πού βρί­σκε­ται το καλα­μπό­κι, πού­θε θα πάρει τη ζάχα­ρη, πώς θα περά­σει, πότε θα βρει τη στιγ­μή την κατάλ­λη­λη. Όταν τον ρωτού­νε στο Αρχη­γείο θα΄θελε πάντο­τε να΄λεγε ψέμα­τα και να΄κρυβε τα μισά απ’ όσα έχει στις απο­θή­κες του. Ένα μασου­ρά­κι κλω­στές, μια βελό­να για τις κοπέ­λες να ράβουν, μια τσακ­μα­κό­πε­τρα για τον ανα­φτή­ρα, αυτές τις μικρές παραγ­γε­λιές των συνα­γω­νι­στών του δε θα΄θελε να τις ξεχνά­ει ποτές. Τ’ αλλου­νού του΄φερε προ­χτές ένα χαρ­τά­κι μαστί­χα – τι θα το κάνει το χαρ­τά­κι με τη μαστί­χα στη Μουρ­γκά­να; Το΄θελε κι ο Αντρέ­ας του το΄φερε από ‘να μπα­κά­λι­κο σε χωριό που έχει μέσα στρατό.
– Τότε βοσκούσαμε.
– Τώρα αρχο­ντιά, λέει ο Αντρέ­ας κι ανοί­γει τα χέρια του.
Ως εκεί που είναι δου­λειά της επι­με­λη­τεί­ας τίπο­τα δεν έλει­ψε, μήτε ψωμί μήτε νερό μήτε καπνός σ’ όλες τις μέρες της μάχης, σ’ όλες τις μετα­κι­νή­σεις, σε κανέ­να τμή­μα. Τα ρέστα φυσι­κά τα κανό­νι­ζε η μάχη.

 

(συνε­χί­ζε­ται)
Δημή­τρη Χατζή Θητεία (αγω­νι­στι­κά κεί­με­να 1940 ‑1950), Κεί­με­να, Αθή­να 1979

Την Κυρια­κή 26 Ιου­νί­ου ανη­φο­ρί­ζου­με στα δύσβα­τα μονο­πά­τια της Μουρ­γκά­νας στη Θεσπρω­τία ακο­λου­θώ­ντας  τα βήμα­τα των μαχη­τών και μαχη­τριών του ΔΣΕ. Εκδή­λω­ση μνή­μης και τιμής για τα 70 χρό­νια από την ίδρυ­ση του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας που διορ­γα­νώ­νει το ΚΚΕ.

Το πρώ­το μέρος εδώ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο