Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα

Γρά­φει ο  ΠΑΡΑ-ΛΟΓΟΣ //

Ήταν Φεβρουά­ριος του 2014, όταν ο Αλέ­ξης Τσί­πρας,  σε κομ­μα­τι­κή εκδή­λω­ση του ΣΥΡΙΖΑ, δήλω­νε τα παρα­κά­τω: «Ας το έχουν όλοι αυτό καλά στο μυα­λό τους (…)τίπο­τα και κανέ­νας δε θα ξεχα­στεί. Όσοι με πρά­ξεις ή παρα­λεί­ψεις έβλα­ψαν το δημό­σιο συμ­φέ­ρον, θα κρι­θούν από τη δικαιο­σύ­νη για τις πρά­ξεις και τις παρα­λή­ψεις τους. (…)Στο Ελλη­νι­κό όλα αυτά τα χρό­νια συγκρού­ο­νται δύο κόσμοι: Αυτός που υπε­ρα­σπί­ζε­ται με αγώ­νες το δημό­σιο συμ­φέ­ρον και αυτός που ευνο­εί τα ιδιω­τι­κά κερ­δο­σκο­πι­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Αυτός που υπε­ρα­σπί­ζε­ται την ήπια ανά­πτυ­ξη με σεβα­σμό στο περι­βάλ­λον και αυτός που προ­ω­θεί την Fast track εκποί­η­ση. Αυτός που υπε­ρα­σπί­ζε­ται τη βιώ­σι­μη ανά­πτυ­ξη, τους ελεύ­θε­ρους χώρους, τη πρό­σβα­ση των πολι­τών στο θαλάσ­σιο μέτω­πο, τη προ­ο­πτι­κή του μητρο­πο­λι­τι­κού πάρ­κου και αυτός που στό­χο έχει να μετα­τρέ­ψει την περιο­χή σε ένα θύλα­κα τζό­γου, τσι­μέ­ντου και πλού­του για τους λίγους. (…) Είναι πρω­το­φα­νές και αδια­νό­η­το, μια κλί­κα να απο­φα­σί­ζει για το μέλ­λον του δημό­σιου πλού­του, δίχως δια­φά­νεια, δίχως κοι­νο­βου­λευ­τι­κή επο­πτεία και έλεγ­χο, λες και πρό­κει­ται για τα αμπε­λο­χώ­ρα­φα που κλη­ρο­νό­μη­σαν από τους παπ­πού­δες τους.(…) Το Ελλη­νι­κό, είναι κομ­μά­τι της συλ­λο­γι­κής μας αγω­νι­στι­κής συνεί­δη­σης. Είναι το τοπό­ση­μο των αγώ­νων των κινη­μά­των πόλης για την υπε­ρά­σπι­ση του δημό­σιου χώρου». Ενώ, ανα­φο­ρι­κά με το ΤΑΙΠΕΔ, έλε­γε: «είναι ένα απί­στευ­το σκάν­δα­λο από μόνο του, ένα εκτρο­φείο σκανδάλων».

Έκτο­τε, πολύ νερό μπή­κε στα αυλά­κι. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγι­νε κυβέρ­νη­ση και ο Αλέ­ξης Τσί­πρας Πρω­θυ­πουρ­γός . Στη συνέ­χεια, ακο­λού­θη­σε η «δια­πραγ­μά­τευ­ση νίκης»,  ο «λιτός βίος», το «με το 70% του μνη­μο­νί­ου συμ­φω­νού­με», η «δημιουρ­γι­κή ασά­φεια»,  η «επώ­δυ­νη συμ­φω­νία», οι «47 σελί­δες»· μέχρι που φτά­νου­με στο αλη­σμό­νη­το, από πολ­λές από­ψεις, καλο­καί­ρι του 2015, με το δημο­ψή­φι­σμα, το κλεί­σι­μο των τρα­πε­ζών, την μιντια­κή  τρο­μο­κρα­τία και τις δια­βό­η­τες  «17 ώρες».

Πώς, όμως,  κατα­λή­ξα­με  από τη σύγκρου­ση των δύο «κόσμων» - με το ΣΥΡΙΖΑ και τον πρό­ε­δρό του να έχουν αυτο­α­να­γο­ρευ­τεί σε αμύ­ντο­ρες του δημό­σιου συμ­φέ­ρο­ντος- στο «non paper» της κυβέρ­νη­σης της «Αρι­στε­ράς» για την σύνα­ψη συμ­φω­νί­ας- «μνη­μο­νί­ου κατα­νό­η­σης» για το Ελλη­νι­κό, που υπε­γρά­φη ανά­με­σα στο Ελλη­νι­κό Δημό­σιο και την Lamda Development;

Ελά­χι­στη πολι­τι­κή αντί­λη­ψη χρειά­ζε­ται για να κατα­λά­βει κάποιος το μέγε­θος της απά­της και της πολι­τι­κής αγυρ­τεί­ας. Μια απά­τη, όμως, που δεν άρχι­σε να απο­κα­λύ­πτε­ται από τη στιγ­μή που ανέ­λα­βαν οι θια­σώ­τες της ανα­νε­ω­τι­κής «Αρι­στε­ράς» τα ηνία της εξου­σί­ας, αλλά που εμφω­λεύ­ει στη ρητο­ρι­κή της από την πρώ­τη στιγ­μή που το σύστη­μα βρή­κε στο πρό­σω­πο του σημε­ρι­νού Πρω­θυ­πουρ­γού και των χει­ρο­κρο­τη­τών του, τον βαπτι­στή της «κολυμ­βή­θρας του Σιλω­άμ» της πολι­τι­κής των μνη­μο­νί­ων· της μονο­λι­θι­κής λιτό­τη­τας που επι­χει­ρεί μια παλιν­δρό­μη­ση και δια­γρα­φή των χιλιά­δων χρό­νων εξέ­λι­ξης του ανθρώ­που, ορί­ζο­ντας ως αυτο­σκο­πό την ηθι­κή «νομι­μο­ποί­η­ση» του κοι­νω­νι­κού δαρ­βι­νι­σμού και τον «ατο­μι­κό αγώ­να για την ύπαρξη».

Σε αδρές γραμ­μές, το πολι­τι­κό υπο­κεί­με­νο ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπέ­στη κάποιου είδους μετάλ­λα­ξη στον πυρή­να του, όπως πολ­λοί –«αυτα­πα­τώ­με­νοι» ή μη- υπο­στη­ρί­ζουν, αλλά ολο­κλή­ρω­σε μια προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη πορεία. Ήγουν, όταν όλοι οι Συρι­ζαί­οι, πριν τις εκλο­γές του Ιανουα­ρί­ου του 2015, αλλά και πριν απ’ αυτές του Σεπτεμ­βρί­ου, στην πρώ­τη περί­πτω­ση μιλού­σαν για «ντα­ού­λια και ζουρ­νά­δες», στη δεύ­τε­ρη για «παράλ­λη­λα προ­γράμ­μα­τα», ερω­τώ­με­νοι πώς θα τα έκα­ναν όλα αυτά εντός του πλαι­σί­ου της Ε.Ε και της ευρω­ζώ­νης, θεσμών προ­σα­να­το­λι­σμέ­νων στην καθυ­πό­τα­ξη των εθνι­κών κρα­τών και την αχρή­στευ­ση των εθνι­κών (έστω των αστι­κών) Συνταγ­μά­των, δεν μας απαντούσαν.

Απέ­φευ­γαν, δηλα­δή, σε συστη­μα­τι­κή βάση να απα­ντή­σουν, πώς από τη στιγ­μή που δεδη­λω­μέ­νη πρό­θε­ση του κόμ­μα­τος ήταν η παρα­μο­νή της χώρας στο στε­νό πυρή­να της Ε.Ε  θα κατά­φερ­ναν, χωρίς την επι­λο­γή επί­λυ­σης του γόρ­διου δεσμού με την στά­ση πλη­ρω­μών και τη δια­γρα­φή του χρέ­ους, να απα­γκι­στρώ­σουν την Ελλά­δα από τα γαμ­ψά νύχια της Ε.Ε της Μέρ­κελ, του ΔΝΤ, των Γερ­μα­νών καπι­τα­λι­στών και  των ντό­πιων ολιγαρχών;

Ίσως,  πετού­σαν τη μπά­λα στην εξέ­δρα, για­τί γνώ­ρι­ζαν εξ’ αρχής ότι όλη αυτή η «αντιο­λι­γαρ­χι­κή», αρι­στε­ρί­ζου­σα ρητο­ρεία προ­ο­ρι­ζό­ταν απο­κλει­στι­κά και μόνο για εσω­τε­ρι­κή κατα­νά­λω­ση, κάτι που το απο­δει­κνύ­ει, άλλω­στε, και η στε­λέ­χω­ση της πρώ­της δια­πραγ­μα­τευ­τι­κής ομά­δας του κυρί­ου Βαρου­φά­κη, με την κυρία Πανα­ρί­τη να ξεχωρίζει.

Εν ολί­γοις, η καρε­κλο­κέ­νταυ­ρη ηγε­τι­κή ομά­δα του ΣΥΡΙΖΑ,  δεν δίστα­σε, προς άγραν ψήφων, να πει και μια κου­βέ­ντα παρα­πά­νω, κατα­λή­γο­ντας έτσι νομο­τε­λεια­κά στην «επώ­δυ­νη συμ­φω­νία» του Ιού­λη, προ­ϊ­όν της ρεφορ­μι­στι­κής και μικρο­πο­λι­τι­κής τακτι­κής που ακολούθησε.

***

Το «ΟΧΙ» που έγι­νε «ΝΑΙ», ο «ταξι­κός μίσος» του ανθρώ­που του Βερο­λί­νου, οι δηλώ­σεις θαυ­μα­σμού των Σόι­μπλε, Ντάι­σε­μπλουμ και των λοι­πών ταγών της «ΤΙΝΑ» για το ταχύ­ρυθ­μο έργο της κυβέρ­νη­σης, που περιλαμβάνει:

  • Τη μεί­ω­ση των συντάξεων.
  • Την αύξη­ση των ηλι­κια­κών ορί­ων συνταξιοδότησης.
  • Την αύξη­ση του  ΦΠΑ στο 24%.
  • Την κατάρ­γη­ση του  καθε­στώ­τος της «νησιω­τι­κό­τη­τας».
  • Την παρα­χώ­ρη­ση των «κόκ­κι­νων δανεί­ων» στα κορά­κια των funds.
  • Το ξεπού­λη­μα της χώρας για 99 χρόνια.
  • Την ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση των αερο­δρο­μί­ων και των λιμανιών.
  • Την παρά­τα­ση του επαί­σχυ­ντου  ΕΝΦΙΑ για άλλα 15 χρόνια.
  • Τέλος, τη «δια­φο­ρο­ποί­η­ση της σύν­θε­σης των χρη­μα­το­δο­τι­κών μέσων με έμφα­ση σε χρή­ση φορο­λο­γι­κών απαλ­λα­γών» καθώς  και την παρο­χή «στο­χευ­μέ­νων επι­χο­ρη­γή­σε­ων, προς φορείς με αυξη­μέ­νη ανά­γκη κεφα­λαια­κής ενί­σχυ­σης»· απο­τε­λούν το ανα­με­νό­με­νο έργο του «πασο­κι­κού» μορ­φώ­μα­τος ΣΥΡΙΖΑ. Ενός μορ­φώ­μα­τος, εντός του οποί­ου ενθυ­λα­κώ­νο­νται οι παλιές συντε­χνί­ες και φατρί­ες που ξεστρά­τι­σαν λόγω κρί­σης από το δημο­σιο­νο­μι­κό φαγο­πό­τι,

στις πλά­τες του ελλη­νι­κού λαού, θέλο­ντας, με ρεβαν­σι­στι­κή διά­θε­ση, να απο­μυ­ζή­σουν ό,τι άφη­σαν όρθιο τα τελευ­ταία 40 χρό­νια, καθι­στώ­ντας την Ελλά­δα μια χώρα νεκρο­ζώ­ντα­νων, κοι­νω­νι­κά απο­κλει­σμέ­νων υπο­κει­μέ­νων, έναν ερει­πιώ­να του 21ου αιώνα.

***

Ακού­με συνέ­χεια ότι δεν «αντι­δρά ο λαός», «μοιά­ζου­με υπνω­τι­σμέ­νοι», «στη Γαλ­λία χωρίς μνη­μό­νια και γίνε­ται χαμός» και άλλα γλυ­κα­νά­λα­τα αφη­γή­μα­τα εμφο­ρού­με­να μεμ­ψι­μοι­ρί­ας και συμπλέγ­μα­τος κατωτερότητας.

Σαφώς και θα μπο­ρού­σε, και είναι ανα­γκαίο να υπάρ­ξει, ένα μαζι­κό λαϊ­κό κίνη­μα διεκ­δί­κη­σης και ανα­τρο­πής. Μην ξεχνά­με άλλω­στε ότι το αστι­κό σύστη­μα χρειά­ζε­ται ένα μαζι­κό λαϊ­κό κίνη­μα για να πάρει μπρος- να θορυ­βη­θεί, ώστε να στα­μα­τή­σει η βου­λι­μι­κή  όρε­ξη του για ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρη κυριαρ­χία επί των αδυνάμων.

Φτά­νει όμως αυτό; Σαφώς και όχι. Σκο­πός κάθε σκε­πτό­με­νου-ελεύ­θε­ρου ανθρώ­που δεν είναι να καλυ­τε­ρέ­ψει το σαρ­κο­φά­γο καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα, αυτά είναι φλη­να­φή­μα­τα της οπορ­του­νι­στι­κής θεω­ρί­ας του σοσια­λι­σμού του 21ου αιώ­να (Ατέ­χνως, 9/6/2016)· σκο­πός είναι η απο­τί­να­ξη του, εν ενδύ­μα­τι προ­βά­του,  ζυγού σκλα­βιάς και το χτί­σι­μο ενός ορί­ζο­ντα στη βάση των ανα­γκών του ανθρώ­που και όχι της οικονομίας.

‘’ Η  μακρο­οι­κο­νο­μι­κή και η δημο­σιο­νο­μι­κή πολι­τι­κή απο­τε­λούν μέσα για την επί­τευ­ξη ενός σκο­πού, δεν είναι αυτοσκοποί’’.

Οι πολι­τι­κοί  συσχε­τι­σμοί υπάρ­χουν για την αλλα­γή πορεί­ας, αρκεί να το θελή­σου­με. Ως τότε, μέχρι δηλα­δή η αγα­νά­κτη­ση να μετα­τρα­πεί σε πολι­τι­κή βού­λη­ση, η Αρι­στε­ρά, εκεί­νη των αγώ­νων και της προ­σή­λω­σης στον «ιερό» σκο­πό  του τερ­μα­τι­σμού της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο, είναι ανα­γκαίο να ριζώ­σει, αν θέλει να εκφρά­σει την κοι­νω­νία, μέσα σ’ αυτήν. Να κάνει κοι­νω­νι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση, ενώ παράλ­λη­λα, να προ­ε­τοι­μά­ζει το λαό για όλα τα ενδε­χό­με­να. Να παρου­σιά­σει δηλα­δή, πει­στι­κά, στους απελ­πι­σμέ­νος πολί­τες αυτής της χώρας, μιλώ­ντας απλά-λαϊ­κά, το εναλ­λα­κτι­κό σενά­ριό της στη βάση της αφύ­πνι­σης και της συνει­δη­το­ποί­η­σης του υπαρ­ξια­κού ορί­ζο­ντα των πολι­τι­κών υποκειμένων.

***

Χρω­στά­με περισ­σό­τε­ρα στους ποι­η­τές μας, παρά στους δανει­στές μας, έλε­γαν σε μια παρά­στα­ση. Το προ­συ­πο­γρά­φου­με. Με ποί­η­ση θα κλεί­σου­με· του πάντα επί­και­ρου Άγγε­λου Σικελιανού.

Έγρα­φε, λοι­πόν, στο έργο του «Πνευ­μα­τι­κό εμβατήριο»(1945):

«Ομπρός, βοη­θά­τε να σηκώ­σου­με τον ήλιο πάνω από την Ελλά­δα. / Ομπρός, βοη­θά­τε να σηκώ­σου­με τον ήλιο πάνω από τον κόσμο. […] Ομπρός παι­διά, και δε βολεί μονα­χός του ν’ ανέ­βει ο ήλιος, / σπρώ­χτε με στή­θος και με γόνα, να τον βγά­λου­με από το γαί­μα. […] Ομπρός οι δημιουρ­γοί… Την αχθο­φό­ρα ορμή Σας /στηλώστε με κεφά­λια και με πόδια, μη βου­λιά­ξει ο ήλιος!».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο