Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ναι ρε φίλε

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

-Ναι ρε φίλε!

Αυτό φωνά­ζει, κάθε φορά που προ­σγειώ­νε­ται καλά στο έδα­φος, ο Λευ­τέ­ρης Πετρού­νιας, ο Έλλη­νας χρυ­σός ολυ­μπιο­νί­κης στους κρί­κους. Κι είναι σίγου­ρο πως θα γυρί­σει πίσω με πολύ περισ­σό­τε­ρους φίλους απ’ ό,τι πριν. Όχι μόνο τον απλό κόσμο, που χάρη­κε ειλι­κρι­νά, ταυ­τί­στη­κε με την προ­σπά­θειά του και τον ένιω­σε δικό του, σαν φίλο ‑όπως είχε γίνει και με το περί­φη­μο “γαμώ­το” της Πατου­λί­δου στη Βαρ­κε­λώ­νη, προ­τού εξαρ­γυ­ρώ­σει το μετάλ­λιό της στην πολι­τι­κή. Αλλά και πολ­λούς παρά­γο­ντες ή δημο­σιο­γρά­φους, που αγνο­ού­σαν μέχρι πρό­τι­νος την ύπαρ­ξή του, σπεύ­δουν με κρο­κο­δεί­λια δάκρυα χαράς να αρπά­ξουν ό,τι μπο­ρούν από τη λάμ­ψη του χρυ­σού και την υπε­ρα­ξία που μπο­ρεί να τους προ­σφέ­ρει, όσο που­λά­ει ακόμα.

Για όλα αυτά όμως δε φέρει καμία ευθύ­νη ο ίδιος γυμνα­στής. Που και τις κινή­σεις του είχε και τους “σταυ­ρούς” του έκα­νε (ανή­με­ρα της Πανα­γί­ας) και τίπο­τα δε στε­ρή­θη­κε, ούτε μετάλ­λια ούτε δια­κρί­σεις, και πρώ­τος (με δια­φο­ρά) βγή­κε. Για­τί… είχε πρό­γραμ­μα (με μεγά­λο βαθ­μό δυσκο­λί­ας και σχε­δόν άρι­στη εκτέ­λε­ση). Και μολο­νό­τι είναι πολύ βρα­χύ­σω­μος (ζήτη­μα αν φτά­νει το 1.65) κατά­φε­ρε να κάνει πολ­λούς συμπα­τριώ­τες του να νιώ­σουν, για λίγο έστω, ένα μπόι ψηλό­τε­ροι και να περ­πα­τά­νε στο δρό­μο περήφανοι.

Θα ξανάρ­θει η ρου­τί­να και θα ξανάρ­θου­νε βροχές
Μα κάτι άλλα­ξε από χτες, είμα­στε πια πρωταθλητές

Κι εδώ ακρι­βώς ξεκι­νά­ει το πρό­βλη­μα. Για­τί η δική μας προ­σγεί­ω­ση στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στη μίζε­ρα συνή­θεια της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, δεν μπο­ρεί παρά να είναι από­το­μη κι οδυ­νη­ρή, συνο­δευό­με­νη από ένα ψιθυ­ρι­στό σιχτί­ρι­σμα μέσα απ’ τα δόντια, κάτι σαν…

Σκ… ρε φίλε!

Κι αφού λοι­πόν βρή­κα­με το βασι­λιά των κρί­κων, το ζητού­με­νο είναι να βρού­με κι εμείς έναν κρί­κο (αίτη­μα, στό­χο πάλης) να πια­στού­με, για να μας τρα­βή­ξει έξω από αυτό το βούρ­κο, από μια κατά­στα­ση που επα­να­λαμ­βά­νε­ται σαν φαύ­λος ολυ­μπια­κός κύκλος, σφι­χτά δεμέ­νος με τους υπό­λοι­πους (πχ τις εκλο­γές, που επα­να­λαμ­βά­νο­νται και αυτές κάθε τέσ­σε­ρα χρό­νια ή και πιο συχνά). Να βγά­λου­με τον κρί­κο, δηλ το χαλ­κά, από τη μύτη μας (άλλο αν είναι της μόδας τα πίρ­σινγκ, οι αλυ­σί­δες και η μοι­ρο­λα­τρία), για να δού­με πώς θα βγά­λου­με τις αλυ­σί­δες μας, που έρχο­νται κάθε τόσο και τις επι­χρυ­σώ­νουν αθλη­τι­κά μετάλ­λια και διακρίσεις.

Και να ξεκι­νή­σου­με άλλου είδους αγώ­νες, με ουσια­στι­κό αντί­κρι­σμα στη ζωή μας. Να δού­με πχ πώς θα κάνου­με την Ελλά­δα, όχι αθλη­τι­κή-ολυ­μπια­κή δύνα­μη ‑πχ όπως τον και­ρό της “ισχυ­ρής Ελλά­δας” του Σημί­τη, με το εργο­στά­σιο παρα­γω­γής πρω­τα­θλη­τών. Αλλά αδύ­να­μο κρί­κο της ιμπε­ρια­λι­στι­κής αλυ­σί­δας, όπως έλε­γε και ο Βλα­δί­μη­ρος, που θα σπά­σει μαζί με τα δεσμά και τις αλυ­σί­δες του ελλη­νι­κού λαού…

Και τι, αυτό είναι εύκο­λο και ρεαλιστικό;

-Όχι ρε φίλε.

Μα αξί­ζει φίλε να υπάρ­χεις για ένα όνειρο
Κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο