Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ναζίμ Χικμέτ: «Ο νεκρός της πλατείας Μπεγιαζίτ»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Δύο χαρα­κτη­ρι­στι­κά ποι­ή­μα­τα από την μέχρι πρό­σφα­τα ανέκ­δο­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Τούρ­κου διε­θνι­στή και σοσια­λι­στή ποι­η­τή Ναζίμ Χικ­μέτ, «Ο νεκρός της πλα­τεί­ας Μπε­για­ζίτ, εκδό­σεις Ζαμπί­ρης Πυρα­μί­δα, (1997)» παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα στο περιο­δι­κό Ατέ­χνως.

Σε αυτό το έργο του, θα γνω­ρί­σου­με ή μάλ­λον θα ξανα­συ­να­ντή­σου­με ένα ποι­η­τή που πολύ αγά­πη­σε και που πολύ πόνε­σε για την υπό­θε­ση της ανθρω­πό­τη­τας και για να υπε­ρα­σπί­σει την ανά­γκη της αλλά και το δικαί­ω­μά της, αν θέλε­τε, σε μια ζωή πραγ­μα­τι­κά ελεύ­θε­ρη και αλη­θι­νή. Γράμ­μα­τα από την εξο­ρία, κυριο­λε­κτι­κά και μετα­φο­ρι­κά, γεμά­τα πόνο και νοσταλ­γία, να τι είναι αυτά τα ποι­ή­μα­τα. Επί­και­ρα ποι­ή­μα­τα, καί­ρια πολι­τι­κά και αιχ­μη­ρά, κάπου ειρω­νι­κά, κάπου κου­ρα­σμέ­να μα πάντα μετα­φέ­ρο­ντας μηνύ­μα­τα ελπί­δας και ειρή­νης, σήμε­ρα που η γει­το­νι­κή μας Τουρ­κία καθώς κι ολό­κλη­ρος ο κόσμος αντι­με­τω­πί­ζουν κατα­στά­σεις ίδιες με ένα προη­γού­με­νο διά­στη­μα αλλά κι ακό­μα σκλη­ρό­τε­ρες. Ναι, το γνω­ρί­ζου­με καλά, ο Ναζίμ Χικ­μέτ ήταν ένας αισθα­ντι­κός, βαθειά λυρι­κός και ρομα­ντι­κός ποι­η­τής – με τον τρό­πο που μόνο ένας αλη­θι­νός επα­να­στά­της μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει, με τον τρό­πο που ένας προ­λε­τά­ριος σπά­ει τα δεσμά του, δρό­μους χαρά­ζο­ντας αναγέννησης.

Ανα­ζη­τή­στε αυτό το βιβλίο, μην ξεχνά­τε – ακό­μα κι ο έρω­τας υπάρ­χει πλού­σιος μέσα σε αυτό τη την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή κι εικό­νες που θυμί­ζουν νεο­ρε­α­λι­στι­κές ται­νί­ες, λόγια προ­σώ­πων αγα­πη­μέ­νων που κι αν χάθη­καν, η ανά­μνη­σή τους μένει, το έργο τους και βέβαια, η θυσία τους.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΜΠΕΓΙΑΖΙΤ

Ένας νεκρός κοιμάται.
Δεκα­εν­νιά χρο­νώ ένα παλικάρι.

Στον ήλιο τη μέρα,
κάτω απ’ τα άστρα τη νύχτα
στην Πόλη, στην πλα­τεία Μπέγιαζιτ.

Ένας νεκρός κοιμάται.
Το βιβλίο στο ‘να χέρι
και τ’ όνει­ρο που τέλειω­σε πριν αρχί­σει τ’ άλλο,

τον Απρί­λη του χίλια εννια­κό­σια εξήντα
στην Πόλη, στην πλα­τεία Μπέγιαζιτ.

Ένας νεκρός θα κοιμηθεί.
Τον χτύπησαν.
Η πλη­γή απ ‘τη σφαίρα
σαν κόκ­κι­νο γαρί­φα­λο άνοι­ξε στο μέτω­πό του

στην Πόλη, στην πλα­τεία Μπέγιαζιτ.

” Ένας νεκρός κοιμάται,
Στα­γό­να — στα­γό­να θα στά­ξει το αίμα του στη γη ώσπου να ‘ρθει το ένο­πλο έθνος μου με
τ’ απε­λευ­θε­ρω­τι­κά τραγούδια
και καταλάβει
τη μεγά­λη πλατεία.

Μάης 1960

Η ΠΟΛΗ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΚΙ ΕΣΥ

Στην αγκα­λιά μου είστε ολόγυμνες
η πόλη το βρά­δυ κι εσύ,
Η λάμ­ψη σας χτυ­πά­ει το πρό­σω­πό μου
ακό­μα και των μαλ­λιών σας το χνώτο.

Τίνος ειν’ αυτή η καρ­διά που χτυπάει;

Οι χτύ­ποι π’ ακού­γο­νται πάνω στην ανά­σα μας
είναι δικοί σου της πόλης της βραδιάς

ή μήπως δικοί μου;
Πού τελειώ­νει το βρά­δυ πού αρχί­ζει η πόλη
πού τελειών’ η πόλη πού αρχί­ζεις εσύ
πού τελειώ­νω και πού αρχί­ζω εγώ;

3 Ιού­λη 1959

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο