Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

O προικισμένος κομμουνιστής στη θεωρία και την πράξη

Η ομι­λία του Ηρα­κλή Κακα­βά­νη στην εκδή­λω­ση που συν­διορ­γά­νω­σε το ΑΤΕΧΝΩΣ, με τον Οργα­νι­σμό Πολι­τι­σμού – Αθλη­τι­σμού και Παι­δεί­ας του Δήμου Αγί­ων Αναρ­γύ­ρων Καμα­τε­ρού και το Σύλ­λο­γο Φιλο­λό­γων Δυτι­κής Αθή­νας προς τιμήν του Θέμου Κορνάρου.

Με μεγά­λη χαρά και υπε­ρη­φά­νεια το ΑΤΕΧΝΩΣ συμ­με­τεί­χε στη διορ­γά­νω­ση της τιμη­τι­κής εκδή­λω­σης για τον Θέμο Κορ­νά­ρο. Πρό­θε­ση μας να ανα­δεί­ξου­με το λαό ως δημιουρ­γό της ιστο­ρί­ας και του πολι­τι­σμού και να προ­βάλ­λου­με λογο­τέ­χνες πρω­το­πό­ρους που συνα­ντούν το λαό που μάχε­ται για την κοι­νω­νι­κή αλλα­γή και πορεύ­ο­νται μαζί του για να σπά­σουν τα δεσμά της εκμετάλλευσης.

Ειδι­κά τού­τες τις ημέ­ρες που κάποιοι μας καλούν να γίνου­με πρε­σβευ­τές ναρ­κω­τι­κών, εμείς επι­λέ­γου­με να γίνου­με πρε­σβευ­τές αξιών. Φέτος, που τιμά­με τα 70χρονα της Αντι­φα­σι­στι­κής Νίκης, πρέ­πει να κλί­νου­με ευλα­βι­κά το γόνυ μπρο­στά στην πλα­τιά ανθρώ­πι­νη μορ­φή του αγω­νι­στή συγ­γρα­φέα Θέμου Κορ­νά­ρου που πάντα ήξε­ρε πού πηγαί­νει και τι θέλει. «Βρή­κα την πόρ­τα που φέρ­νει πέρα από τον κατά­κλει­στο κάμπο, και πάω να συνα­ντή­σω το Λαό που μάχε­ται, και να γίνω ένας από τους πρα­κτι­κο­γρά­φους των αγώ­νων του». Πήρε το δρό­μο της θυσί­ας με τη βού­λη­σή του: καρ­διά και μυαλό.

Αυτός ο λαός που μάχε­ται για την κοι­νω­νι­κή αλλα­γή «κρα­τά­ει με ευλά­βεια μέσ’ στα δύο φύλ­λα της καρ­διάς του τ’ όνο­μά σου» και στέ­κει τιμη­τι­κή φρου­ρά σε αυτό το λησμο­νη­μέ­νο μνη­μό­συ­νο για το Θέμο που έγρα­ψε για εκεί­νους που και σήμε­ρα «κάθο­νται πλάι μας και μας μιλά­νε για το δρό­μο που είναι να κάνου­με». Για εκεί­νους που πλού­τι­σαν και ολο­κλή­ρω­σαν τις ιδέ­ες μας «με μια εικό­να ακό­μη: Με την εικό­να του φτω­χού εργά­τη που πηδά απ’ το πατά­ρι των ντα­μι­τζα­νά­δων στη θύελ­λα της ζωής, για να γίνει ο σοφός οδη­γός των ανθρώ­πων, που αγά­πη­σε τόσο πολύ!». Εκεί­νους που ακό­μα στέ­κουν ολόρ­θοι στις πόρ­τες των φυλα­κών, στους τοί­χους των εκτε­λε­στι­κών απο­σπα­σμά­των, στις απο­βά­θρες που φεύ­γουν για τα ξερο­νή­σια, «μετρώ­ντας πόσοι περ­νού­νε για να πάρου­νε μέρος στο πάλε­μα, στο μάτω­μα, για την και­νούρ­για γέν­να». Για­τί δεν υπάρ­χει νωρίς ή αργό­τε­ρα για μια ζωή ανθρώ­πι­νη και αξιοπρεπή.

Τιμώ­ντας τη μνή­μη του Θ.Κ. θα είναι εκπλή­ρω­ση πολι­τι­στι­κού, ιστο­ρι­κού, αγω­νι­στι­κού χρέ­ους, αν η εκδή­λω­ση αυτή γίνει η αφορ­μή για τη γνω­ρι­μία με το έργο και την αγω­νι­στι­κή του δρά­ση. Πολ­λά έχου­με να διδα­χτού­με από αυτά.

Ποιος ήταν

Ο Θέμος Κορ­νά­ρος συνη­θί­ζει να λέει όλους «κου­μπά­ρους», κι όλοι τον φωνά­ζουν: «Κου­μπά­ρε». Αυτή ήταν η προ­σω­νυ­μία του λογο­τέ­χνη Θέμου Κορ­νά­ρου, που υπο­κα­θι­στού­σε και το «Θέμος» και το «Κορ­νά­ρος». Με την προ­σφώ­νη­ση «κου­μπά­ρε» συμπύ­κνω­νε τις έννοιες αδελ­φός, σύντρο­φος, συναγωνιστής.

Γεν­νή­θη­κε το 1906 στο χωριό Σίβα της Μεσ­σα­ράς Κρή­της. Πέρα­σε δύσκο­λα παι­δι­κά χρό­νια. Οικο­γέ­νεια πάμ­φτω­χη, δεν μπο­ρού­σε να προ­σφέ­ρει, σχε­δόν, τίπο­τε στα παι­διά της. Οι γονείς του ήταν αγρό­τες, αν και ο πατέ­ρας του «άσκη­σε» τον περισ­σό­τε­ρο και­ρό το «επάγ­γελ­μα» του οπλαρ­χη­γού. «Ο πατέ­ρας μου είχε μεγά­λη περιου­σία. Ολη την ξόδε­ψε στις επα­να­στά­σεις του τόπου μας. Οταν μαζεύ­ε­ται από τους πολέ­μους, κατα­πιά­νε­ται με τα αμπέλια».

Είναι ο μικρός, από τα 9 παι­διά του οπλαρ­χη­γού. Εχει πάθος με τα γράμ­μα­τα. Διψά­ει για μόρ­φω­ση, να πάει γυμνά­σιο και πανε­πι­στή­μιο, με όνει­ρο να γίνει γεω­πό­νος. Από τα 9 του δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται με τον πατέ­ρα του να τον στεί­λει στο γυμνά­σιο. «Δεν ήθε­λε να με στεί­λει για γράμ­μα­τα». Δώδε­κα χρο­νώ το σκά­ει για την Αθή­να και ρίχνε­ται στη βιο­πά­λη. Σχε­δόν παι­δί, δού­λε­ψε σε διά­φο­ρα χει­ρω­να­κτι­κά επαγ­γέλ­μα­τα, μετα­κι­νού­με­νος από πόλη σε πόλη, χωρίς να εγκα­τα­λεί­ψει το όνει­ρό του να πάει στο γυμνάσιο.

Μαθη­τής στο Γυμνά­σιο, αργό­τε­ρα, δια­κρι­νό­ταν για την ατα­ξία του και τις ωραί­ες εκθέ­σεις του όπως έλε­γαν οι καθη­γη­τές του. Τέτοιος ήταν ο Κορ­νά­ρος άτα­κτος (κοι­νω­νι­κός ταρα­ξί­ας), ανή­συ­χος, πλανητικός.

Που­λά­ει τσι­γά­ρα, κάνει θελή­μα­τα. Προ­σπα­θεί να βγά­λει το ψωμί του και να γρα­φτεί στο γυμνά­σιο. Δεν τα κατα­φέρ­νει να συνε­χί­σει το Γυμνά­σιο και φεύ­γει για τη Μακε­δο­νία, όπου περι­πλα­νιέ­ται σε πόλεις και χωριά και κάνει όποια δου­λειά βρει. Σε καπνο­χώ­ρα­φα, μεταλ­λεία, τυπο­γρα­φεία. Φτά­νει ως το Αγιον Ορος και δου­λεύ­ει σκα­φτιάς στα κτή­μα­τα των μονα­στη­ριών. Αυτό τα καλο­καί­ρια. Το χει­μώ­να πάει στο σχο­λείο. Στα δια­λείμ­μα­τα που­λά­ει στους συμ­μα­θη­τές του κου­λού­ρια, κοι­μά­ται σε παλιά σιδη­ρο­δρο­μι­κά βαγό­νια για­τί δεν έχει να πλη­ρώ­σει νοί­κι και περ­νά­ει τις τάξεις. Την τελευ­ταία τάξη, παλεύ­ο­ντας με τον ίδιο τρό­πο, τη βγά­ζει στη Θήβα. Εχει φτά­σει πλέ­ον στην πόρ­τα του πανε­πι­στη­μί­ου, μα δε θα την περά­σει ποτέ. Σπού­δα­σε, όμως, γερά στο «πανε­πι­στή­μιο» της ζωής και του αγώ­να, που τρο­φο­δό­τη­σαν το λογο­τε­χνι­κό του ταλέντο.

Στη Θήβα δου­λεύ­ο­ντας στο τσι­φλί­κι των Μπαί­ι­κερ πρω­το­παίρ­νει μέρος σε απερ­γία. Από τότε ο δρό­μος του χαρά­χτη­κε ορι­στι­κά. Και στη λογο­τε­χνία και στη ζωή. Ετα­ξε την τέχνη του στην υπη­ρε­σία του λαού του, έγι­νε ο πρα­κτι­κο­γρά­φος των αγώ­νων των.

Υπό­δειγ­μα κομ­μου­νι­στή λογο­τέ­χνη, στρα­τευ­μέ­νου στην υπό­θε­ση του λαού. «Φλο­γι­σμέ­νο πολυ­βό­λο» τον χαρα­κτη­ρί­ζει ο Τάκης Αδά­μος και συνε­χί­ζει: Η ζωή, η δρά­ση και τα έργα του δεν είναι παρά «εύστο­χες βολές» στις ρίζες της λαϊ­κής δυστυ­χί­ας, της εκμε­τάλ­λευ­σης, της ξενο­δου­λί­ας και της πολύ­πλευ­ρης καθυ­στέ­ρη­σης της χώρας. Αγω­νί­στη­κε αδιάλ­λα­χτα να εμπο­δί­σει τη ζού­γκλα «να κατα­κλύ­σει τους ανθρώ­πι­νους συνοικισμούς».

Αξιος μαχη­τής της στρα­τιάς της κοι­νω­νι­κής αλλα­γής. Για τη δρά­ση και τα έργα του γνώ­ρι­σε αμεί­λι­χτους και σκλη­ρούς διωγ­μούς: Το ’36 πιά­στη­κε και εκτο­πί­στη­κε στη Φολέ­γαν­δρο και αργό­τε­ρα, βαριά άρρω­στος, στην Ακρο­ναυ­πλία. Και έπει­τα «τα χρό­νια σου περ­νά­νε από διωγ­μό σε διωγμό/ Απ’ το Χαϊ­δά­ρι, στα μπου­ντρού­μια του Μεσολογγίου/ Απ’ τη Μακρό­νη­σο στον Αϊ — Στράτη/ Δίπλα στο θάνα­το με μια μπου­κιά χαμό­γε­λο στο στό­μα σου/ Με δύο αστρα­πές από­φα­ση στη νύχτα των ματιών σου…» όπως περι­γρά­φει ο Γ. Ρίτσος στο ποί­η­μά του «Κου­μπά­ρε, ευχαριστούμε».

Και απα­ντά στον Γ. Ρίτσο με χαι­ρε­τι­σμό που του έστει­λε από τον Αϊ — Στρά­τη: «…Χάσα­με ποι­η­τή — τι χαρά — την ατο­μι­κή μας ταυ­τό­τη­τα μέσα στις φάλαγ­γες της ιστο­ρι­κής πορεί­ας… Εγώ προ­σω­πι­κά, Γιαν­νιό, τι να σου στεί­λω και τι να σου πω; Δεν έχω τίπο­τα δικό μου. Μόνο έναν κόσμο αγά­πη μέσα μου, που με κάνα­νε πλη­ρε­ξού­σιο αυτοί που την απο­θη­κέ­ψα­νε, να τη μοι­ρά­ζω απλό­χε­ρα σαν χάδι και σα φάρ­μα­κο, στους καλούς και στους κακούς της Γης».

Στη Μακρό­νη­σο πρω­το­γνώ­ρι­σε ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης τον Θέμο Κορ­νά­ρο μαζί στη σκη­νή. «Ο μόνος μεγά­λος στο Σύρ­μα, θυμά­ται ο Γ.Φ, όλοι οι άλλοι νεο­λαί­οι. Τον φέραν από τις Στρα­τιω­τι­κές Φυλα­κές Μακρο­νή­σου, που είχαν άσχη­μο όνο­μα για τα βασα­νι­στή­ρια που γινό­ταν εκεί». Και εκεί στη σκη­νή τις ώρες που περί­με­ναν τους βασα­νι­στές να δίνει κου­ρά­γιο στους συντρό­φους του με τις αφη­γή­σεις, για τα ταξί­δια του και τις απαγ­γε­λί­ες του. Για να τους ενθαρ­ρύ­νει, για να τους δεί­ξει τη χαρά της ζωής που υπάρ­χει πέρα από τα βασα­νι­στή­ρια. «Με πόση αίσθη­ση να μπο­λιά­σει τη χαρά της ζωής με τη ζοφε­ρή ατμό­σφαι­ρα» σχο­λιά­ζει ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης και θυμά­ται ένα ποί­η­μα που απάγ­γελ­νε ο Κορνάρος.

«Ονει­ρο απίστευτο

Ηλιό­χα­ρη μέρα

Λίγοι παλιοί σύντρο­φοί μας

Μπη­κα­με μέσα σε μια γαλανή

Μεθυ­σμέ­νη βαρκούλα

Και πάμε μακριά στης χαράς στο νησί

Και μας έλε­γε πόσο όμορ­φη είναι στο ποί­η­μα η περι­γρα­φή της ημέρας,

ούτε ένα σύννεφο, 

ούτε ένας καπνός στον αγέρα».

Η πίστη, η αγά­πη για ζωή, ο ρομα­ντι­σμός φωλιά­ζουν μέσα του. Ηταν βαθιά ερω­τι­κός, όχι μόνο με τη γυναί­κα αλλά και με τα αντι­κεί­με­να. Τις ώρες που περί­με­ναν στη σκη­νή τους βασα­νι­στές έλε­γε στους συσκη­νί­τες του πόσο πολύ ήθε­λε να αγγί­ξει έστω για μια στιγ­μή τη Μόνα Λίζα, τον πίνα­κα και ας ήξε­ρε ότι αυτό δε θα μπο­ρού­σε να γίνει.

Το Σύρ­μα ήταν ένας περι­φραγ­μέ­νος χώρος με σύρ­μα γύρω γύρω και σκο­πιές όπου εντός του πλαι­σί­ου που δια­μορ­φω­νό­ταν υπήρ­χαν τρεις σκη­νές. Στη μία οι αμε­τα­νό­η­τοι, στην άλλη γινό­ταν τα βασα­νι­στή­ρια και στην Τρί­τη την ενδιά­με­ση άδεια, μα το αίμα συνή­θως 3–4 δάχτυ­λα και τα παλιά στρώ­μα­τα πηγ­μέ­να στο αίμα. Εκεί τους πήγαι­ναν μετά τα βασανιστήρια)

Και αργό­τε­ρα μαζί στον Αϊ-Στρά­τη «συμ­με­τεί­χε σε κάθε αγγα­ρεία. Δεν έλλει­ψε από καμιά αγγα­ρεία, σε αντί­θε­ση με τους άλλους δια­νο­ού­με­νους. Ηταν περή­φα­νος. Ήθε­λε να συμ­με­τέ­χει, να κου­βα­λή­σει το σακί του, να τσου­λή­σει το βαρέ­λι του». Παρά­δειγ­μα για τους νεό­τε­ρους στους οποί­ους ενέ­πνεε σεβασμό.

Ανθρω­πος με χιού­μορ και εφευ­ρε­τι­κός. Σχε­τι­κά τα δύο παρα­δείγ­μα­τα που μας μαρ­τυ­ρούν ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης και ο Γιάν­νης Ρίτσος.

Μανιώ­δης καπνι­στής, τον θυμά­ται ο Γ.Φ. με μια σκά­φη σκη­νής υπό μάλης να γυρί­ζει και να λέει «δεν έχω βασί­λειο να σας χαρί­σω μα μια σκά­φη και αυτή τρύ­πια. Ποιος θα μου δώσει τρία τσι­γά­ρα να του δώσω τη σκά­φη;». Παρω­δού­σε τον Ριχάρ­δο τον Γ’ που φέρε­ται να χάρι­ζε το βασί­λειό του για ένα άλο­γο προ­κει­μέ­νου να σωθεί μετά την ήττα του στη μάχη του Μπό­σγουρθ το 1485.

Θυμά­ται ο Γιάν­νης Ρίτσος: Ο Κου­μπά­ρος, ανε­ξά­ντλη­τος σ’ εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα, μας έφε­ρε, όταν χτί­ζα­με τη σκη­νή μας, ένα ατε­λεί­ω­το παρα­τη­μέ­νο βιο­λί κάποιου συνε­ξό­ρι­στου, να το βάλου­με για κάδρο του παρα­θύ­ρου στο άνοιγ­μα της σκη­νής – φυσι­κά, το σκε­λε­τό του βιολιού.

Ξεκί­νη­μα

Ξεκι­νά σε μια επο­χή που το εργα­τι­κό κίνη­μα βρί­σκε­ται σε άνο­δο. Μεγά­λη απή­χη­ση στους ελλη­νι­κούς λογο­τε­χνι­κούς κύκλους ασκούν λογο­τέ­χνες της Δυτι­κής Ευρώ­πης, που μιλά­νε για τη κατά­στα­ση των εργα­τών, τις άθλιες συν­θή­κες ζωής τους. Με τις εντυ­πώ­σεις από τη ζωή των ανθρα­κω­ρύ­χων και τους εργα­τι­κούς αγώ­νες στη δυτι­κή Ευρώ­πη καλ­λιερ­γεί το λογο­τε­χνι­κό ρεπορ­τάζ και επη­ρε­ά­ζει αρκε­τούς νέους πεζο­γρά­φους της επο­χής. Είναι περί­ο­δος που στο «Ριζο­σπά­στη», στη «Νεο­λαία» και σε λογο­τε­χνι­κά περιο­δι­κά δημο­σιεύ­ο­νται τακτι­κά ποι­ή­μα­τα και διη­γή­μα­τα εργατών.

Το πρώ­το του κεί­με­νο του Θέμου Κορ­νά­ρου στο περιο­δι­κό «Νέοι Πρω­το­πό­ροι» (Δεκέμ­βρης 1932 σελ. 439) με τίτλο «Πάνω στα προ­βλή­μα­τα της προ­λε­τα­ρια­κής τέχνης», που το υπο­γρά­φει ως «Εργά­της», υπο­στη­ρί­ζει ότι «αν και δεν έχει γρα­φτεί προ­λε­τα­ρια­κή τέχνη είναι δυνα­τόν και ανα­γκαίο να γρα­φεί από τους ίδιους τους εργά­τες». Θέλει στο έργο του να ακού­γε­ται «το ”γκουχ, γκουχ” του σιδε­ρέ­νιου τρο­χού, το ”τσαφ τσαφ” του συν­δε­τι­κού λου­ριού, το βού­ι­σμα του μοτέρ, το ”χρρρρ…” του βιντς κι ανά­με­σα σε αυτά όλα η σκλη­ρή, η τρα­χιά, νευ­ρώ­δι­κη κραυ­γή του βιο­μη­χα­νι­κού εργά­τη» (στο ίδιο).

Το 1933 ακλου­θούν το «Αγιον Όρος» και η «Σπι­να­λό­γκα». Παρά την εκδο­τι­κή επι­τυ­χία των βιβλί­ων του συνε­χί­ζει να δου­λεύ­ει ως εργά­της έως το 1944. Είχε προη­γη­θεί το έργο του «Έρω­τας ή αναι­στη­σία» (19290 το οποίο σιω­πη­ρά ο Θέμος Κορ­νά­ρος το έχει αποκηρύξει.

Ισως ο Κορ­νά­ρος είναι ο μονα­δι­κός συγ­γρα­φέ­ας που του ται­ριά­ζει ο τίτλος του εργά­τη — συγ­γρα­φέα. Ξεκι­νά με αυτόν ένα νέο είδος λογο­τε­χνί­ας στην Ελλά­δα. Το λογο­τε­χνι­κό ρεπορ­τάζ, όπου κατα­γρά­φει τις συν­θή­κες που έζη­σε ο ίδιος. Οχι ως του­ρί­στας, αλλά ζώντας και δου­λεύ­ο­ντας ανά­με­σα με τους ανθρώ­πους του μόχθου. Ζυμώ­θη­κε μαζί τους.

Τους τελευ­ταί­ους μήνες της Κατο­χής, τον Ιού­νη του 1944 έπε­σε στα χέρια των SS, υπέ­στη τα φρι­κτά βασα­νι­στή­ρια στο κολα­στή­ριο της οδού Μέρ­λιν ανα­κρι­νό­με­νος για τα όπλα που αγό­ρα­ζε από τους Ιτα­λούς. Μετά από πέντε μερό­νυ­χτα συνε­χών βασα­νι­σμών, πολ­το­ποι­η­μέ­νο μέσα σε μια κου­βέρ­τα τον ξεφόρ­τω­σαν στην αυλή του στρα­το­πέ­δου Χαϊ­δα­ρί­ου όπου μαζί με τους άλλους κρα­τού­με­νος επί τέσ­σε­ρις μήνες κάθε πρωί περί­με­νε τη ζαριά του χάρου. Κάποιο πρω­ι­νό τον έβα­λαν στην κλού­βα για εκτέ­λε­ση. Αφη­γεί­ται ο ίδιος: όταν έκλει­σε η πόρ­τα νιώ­σα­με σαν τα που­λιά να φεύ­γει κάθε ελπί­δα για ζωή, μετά πιά­σα­με το τρα­γού­δι. Και όταν κάποια στιγ­μή άνοι­ξε η κλού­βα για κάποιους από εμάς, νιώ­θα­με να γυρί­ζουν αυτά τα που­λιά με την ελπίδα.

Αργό­τε­ρα, το 1945, όταν εξέ­δω­σε το «Αγύρ­τες και κλέ­φτες στην εξου­σία» που στιγ­μά­τι­ζε το δωσι­λο­γι­σμό κα τη δια­φθο­ρά των εκπρο­σώ­πων της εκκλη­σί­ας και της άρχου­σας τάξης κατα­δι­κά­στη­κε σε δυο χρό­νια φυλά­κι­ση για συκο­φα­ντι­κή δυσφήμιση.

Κατά τις ομα­δι­κές συλ­λή­ψεις του 1947 συνε­λή­φθη, τον έστει­λαν στη Μακρό­νη­σο και στη συνέ­χεια στον Αϊ-Στρά­τη μέχρι και το 1952. Απο­λύ­θη­κε πάλι με τις ομα­δι­κές απολύσεις.

Μετά την από­λυ­ση ασχο­λή­θη­κε με την έκδο­ση βιβλί­ων. Ήθε­λε να δώσει στο λαό καλό και φτη­νό βιβλίο, να του ανοί­ξει τα μάτια, να του μάθει να αγα­πά το καλό βιβλίο. Ο ίδιος αγα­πού­σε τα βιβλία. Στην εξο­ρία καμά­ρω­νε για την πλού­σια βιβλιο­θή­κη του. Η πρό­θε­ση του για φτη­νό βιβλίο ήταν και ο πιο ασφα­λής δρό­μος για τη χρε­ο­κο­πία. Έτσι στη δεκα­ε­τία του 1960 και μέχρι το θάνα­τό του περ­νά δύσκο­λα. Για να ζήσει γύρι­ζε στις δημό­σιες υπη­ρε­σί­ες και που­λού­σε τσι­γά­ρα. Μάλι­στα μια μέρα τον βρή­καν να κοι­μά­ται ξεπα­για­σμέ­νος σε ένα παγκά­κι σε πλα­τεία της Θήβας, όπου είχε πάει για τον ίδιο λόγο.

Στην δικτα­το­ρία των Συνταγ­μα­ταρ­χών δεν συνε­λή­φθη, και αυτό τον πίκρα­νε. Το θεω­ρού­σε ατι­μω­τι­κό. Αφη­γεί­ται η Τατιά­να Μιλιέξ:

«Ο αξέ­χα­στος Θέμος Κορ­νά­ρος έκλαι­γε. Εκλαι­γε αυτό το θηρίο, για­τί δεν τον πιά­σα­νε. Το θεω­ρού­σε ατιμωτικό (…)

Ο Θέμος Κορ­νά­ρος το Σάβ­βα­το εκεί­νο, στις 22 Απρι­λί­ου 1967, δε με ρώτη­σε τι θα κάνου­με, αλλά μέσα στα δάκρυα κι εκεί­νη την κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρί­ας που βγή­κε από τα σωθι­κά του (και θ’ ακούω σε όλη μου τη ζωή) ρώτη­σε γεμά­τος αγω­νία: “Εμέ­να για­τί δε με πιά­σα­νε με τους άλλους συντρό­φους μου; Πες μου, κου­μπά­ρα, μήπως το κόμ­μα με χαρα­κτή­ρι­σε σαν προ­δό­τη και γι’ αυτό με περι­φρό­νη­σαν και οι χαφιέδες;”.

Του απά­ντη­σα πως σίγου­ρα δεν θα ξέρα­νε οι χαφιέ­δες πού μένει και πως δεν ήταν ο μόνος που δεν πιά­σα­νε. Ούτε άκου­σα ποτέ κανέ­ναν κομ­μου­νι­στή να τον απο­κα­λεί προ­δό­τη και καλά θα κάνει να πάει να κρυ­φτεί για να μην τον πιάσουν.

Η απά­ντη­ση ήταν: “Γυρί­ζω αμέ­σως σπί­τι μήπως με ανα­ζη­τή­σουν και δε με βρουν. Θα βγά­λω μια καρέ­κλα και θα καθί­σω μπρο­στά στην πόρ­τα περι­μέ­νο­ντάς τους, κου­μπά­ρα. Αν δεν έρθουν, θα πεθά­νω μακριά απ’ τους άλλους”».

Τα περισ­σό­τε­ρα από τα έργα του είναι ρεπορ­τάζ από τις φυλα­κές και τους τόπους εξο­ρί­ας όπου πέρα­σε σχε­δόν τα 2/3 της ζωής του. Και εκεί το συνάν­θρω­πό του έχει στο κέντρο της προ­σο­χής. Εγκλει­στος στις φυλα­κές Μεσο­λογ­γί­ου, πρώ­το του μέλη­μα η σωτη­ρία των «24 ζωντα­νών πτω­μά­των» συγκρα­του­μέ­νων του. Μετα­φέ­ρει με επι­στο­λή την εικό­να στον έξω κόσμο και ζητά τη σωτη­ρία τους. «Είστε σε θέση να το πετύ­χε­τε αυτό το μεγά­λο έργο. Μα, αν δε θελή­σε­τε, ειδο­ποι­ή­στε του­λά­χι­στον την Εται­ρεία Προ­στα­σί­ας των ζώων να ενδια­φερ­θεί για τον άνθρω­πο όσο του­λά­χι­στον ενδια­φέ­ρε­ται για το σκύ­λο. Για­τί εγώ από μια φυλα­κή δεν μπο­ρώ να βοη­θή­σω περισ­σό­τε­ρο». Και στη Μακρό­νη­σο «με τις απί­θα­νες αφη­γή­σεις του λυτρω­τι­κά ξεστρά­τι­ζε τη σκέ­ψη μας από το άγχος της προ­σμο­νής του ερχο­μού των βασα­νι­στών» (ζωντα­νή μαρ­τυ­ρία Γ. Φαρσακίδη).

Τη λογο­τε­χνι­κή αξία του Θέμου Κορ­νά­ρου θα την απο­τι­μή­σουν οι ειδι­κοί. Αναμ­φι­σβή­τη­τη, όμως, είναι η προ­σφο­ρά του στη διά­σω­ση της ιστο­ρι­κής μνή­μης. Πέρα από κάθε κρι­τι­κή τα μηνύ­μα­τα των έργων του. Σε και­ρούς δύσκο­λους κήρυ­ξε τη μαχη­τι­κό­τη­τα, την αισιο­δο­ξία, την ελπί­δα, την καλο­σύ­νη, την αγά­πη και την ανθρω­πιά. Την πίστη του στο λαό και τους αγώ­νες του.

Απο­τι­μώ­ντας το έργο του Θέμου Κορ­νά­ρου, η Ευγε­νία Ζωγρά­φου γρά­φει: «Αυτός ήταν ο Θέμος Κορ­νά­ρος, ο άνθρω­πος, ο ακέ­ραιος χαρα­κτή­ρας, ο προι­κι­σμέ­νος κομ­μου­νι­στής στη θεω­ρία και την πρά­ξη. Προι­κι­σμέ­νος με το χάρι­σμα μιας ρεα­λι­στι­κής, όσο ευαί­σθη­της και πλα­τιά ανθρώ­πι­νης γρα­φί­δας δεν αφή­νει τίπο­τε αχτύ­πη­το. Μέσα απ’ όλα τα βιβλία του γρά­φε­ται ο ύμνος στην υπέ­ρο­χη ιδέα του κομ­μου­νι­σμού και για­τί πρέ­πει κανείς να πιστεύ­ει σ’ αυτόν. Εδώ μέσα βρί­σκο­νται άφθο­να τα σπά­νια χαρί­σμα­τα που καταυ­γά­ζουν εκεί­νους που μέσα τους, βαθιά, χώρε­σαν τη μεγά­λη αυτή ιδε­ο­λο­γία: αγά­πη, ανι­διο­τέ­λεια, αλή­θεια, δικαιο­σύ­νη, αρε­τή, ειρή­νη, προ­κο­πή, λευ­τε­ριά, παλικαριά»!

Ο Θέμος Κορ­νά­ρος πέθα­νε στις 24 Απρί­λη 1970, ενώ η κατά­στα­σή του τα τελευ­ταία χρό­νια δεν ήταν καλή (λένε ότι πέθα­νε από ασι­τία σε ένα άθλιο και υγρό υπό­γειο) και ο θάνα­τός του λόγω δικτα­το­ρί­ας πέρα­σε απα­ρα­τή­ρη­τος. Κανείς δε πήρε είδη­ση το θάνα­το και την κηδεία του. Λέει η Ελλη Αλε­ξί­ου: Τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του υπήρ­ξαν δρα­μα­τι­κά. Παρα­παί­ο­ντας μέσα στα βρό­χια της έσχα­της ένδειας και ανα­σφά­λειας, το είχε ρίξει στην απο­μό­νω­ση. Αυτός ο βαθύ­τα­τα αισθη­μα­τι­κός, ο τόσο ευαί­σθη­τος τύπος, που υπό­φερ­νε για κάθε ανθρώ­πι­νη δυστυ­χία, είχε περιέλ­θει σε κατά­στα­ση απε­ρί­γρα­πτης στέ­ρη­σης και εξα­θλί­ω­σης. Είχε γίνει ο ίδιος η συγκε­ντρω­τι­κή εστία της απόγνωσης.

Στην επο­χή του υπήρ­ξε πολύ αγα­πη­τός στους κύκλους των ομο­τέ­χνων του και το έργο του δια­βά­στη­κε με πάθος από τους ανα­γνώ­στες του. Σαρά­ντα πέντε χρό­νια από το θάνα­τό του και πολύ λίγα έχουν γρα­φτεί για αυτόν και το έργο του. Ελά­χι­στα γνω­στό στις νεό­τε­ρες γενιές. Άδι­κο για κάποιον που κατα­ξί­ω­σε με την τέχνη του και τη ζωή του την ιδέα του κομ­μου­νι­σμού. Για κάποιον που με το έργο του κήρυ­ξε την πίστη του στο λαό και στους αγώ­νες του.

Εμείς στο περιο­δι­κό θα συνε­χί­σου­με το αφιέ­ρω­μα στον Θέμο Κορ­νά­ρο με ανα­δη­μο­σί­ευ­ση απο­σπα­σμά­των από το έργο του και κει­μέ­νων του και βέβαια θα δημο­σιεύ­σου­με τις επό­με­νες ημέ­ρες όλα τα υλι­κά της σημε­ρι­νής εκδήλωσης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο