Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο άνθρωπος Τάσος Λειβαδίτης

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Δεν είναι λίγες οι φορές που όταν έρθεις σε επα­φή με στοι­χεία της ανθρώ­πι­νης πλευ­ράς μεγά­λων δημιουρ­γών, επέρ­χε­ται η απο­μυ­θο­ποί­η­ση και τότε σε κυριεύ­ει η απο­γο­ή­τευ­ση και λες καλύ­τε­ρα να μην γνώ­ρι­ζα τίπο­τα για τους ίδιους, έξω από τις σελί­δες του σπου­δαί­ου, κατά τα άλλα, έργου τους. Ο Τάσος Λει­βα­δί­της (20 Απρί­λη 1922 ― 30 Οκτώ­βρη 1988) δεν ανή­κει σε αυτή την κατηγορία.

Ποι­η­τής λαο­γέν­νη­τος και σπου­δαί­ος σημά­δε­ψε για πάντα τα Γράμ­μα­τα, επη­ρε­ά­ζο­ντας πολ­λούς ομό­τε­χνούς του και –κυρί­ως αυτό- αφή­νο­ντας παρα­κα­τα­θή­κη στο λαό που αγά­πη­σε και υπη­ρέ­τη­σε ένα έργο μεγά­λο σε έκτα­ση και αξία, βαρύ σε νοή­μα­τα, ιδέ­ες και συναι­σθή­μα­τα. Το ίδιο σπου­δαί­ος, μέσα στην απλό­τη­τά του, σαν άνθρω­πος, βάδι­σε αθό­ρυ­βα στους δρό­μους της Αθή­νας ανά­με­σα σε χιλιά­δες άλλους απλούς ανθρώ­πους, αφή­νο­ντας πίσω του το άρω­μα εκεί­νης της παλιάς γενιάς, που όρι­ζε ως καθή­κον την διαρ­κή προ­σφο­ρά και τη θυσία χωρίς ανταλλάγματα.

Δια­βά­ζο­ντας στο βιβλίο Τάσος Λει­βα­δί­της, Τρα­γου­δάω, όπως τρα­γου­δά­ει το ποτά­μι – Μελο­ποι­η­μέ­νοι στί­χοι (εκδό­σεις Μετρο­νό­μος, Αθή­να 2013), τις μαρ­τυ­ρί­ες φίλων του ποι­η­τή (κατα­θέ­σεις ψυχής καλύ­τε­ρα) «γνώ­ρι­σα» τον σπου­δαίο άνθρω­πο που βρί­σκε­ται πίσω από το σπου­δαίο έργο· που δεν ένιω­θε την ανά­γκη να εμφα­νι­στεί παρά μόνο έκει που ο ήλιος φώτι­ζε τις αυλές και οι ακτί­νες του υψώ­νο­νταν στο μπόι των ανθρώ­πων, της λαϊ­κής συνοικίας.

Το κεί­με­νο που παρου­σιά­ζου­με ανή­κει σε έναν από τους λίγους που είχαν την τύχη να συνο­μι­λούν και να εισπράτ­τουν την ζεστα­σιά και την τιμή της φιλί­ας του ποι­η­τή. Ο Γιώρ­γος Μαρ­κό­που­λος, από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους εκπρο­σώ­πους νεώ­τε­ρης γενιάς  ποι­η­τών μάς δίνει ένα πορ­τραί­το του ανθρώ­που Τάσου Λει­βα­δί­τη. Του πατέ­ρα, του παπ­πού, του φίλου, του γεί­το­να, του συντρό­φου Τάσου Λει­βα­δί­τη που πολ­λοί θα ήθε­λαν να έχουν γνωρίσει.

Ο άνθρω­πος Τάσος Λειβαδίτης

Τον Τάσο Λει­βα­δί­τη τον γνώ­ρι­σα περί τα τέλη της δικτα­το­ρί­ας στο μικρό μαγα­ζά­κι του Κέδρου και αμέ­σως μου έκα­νε πολύ μεγά­λη εντύ­πω­ση η έμφυ­τη ευγέ­νεια, το διά­φα­νο βλέμ­μα αλλά και το εξαι­ρε­τι­κά προ­σεγ­μέ­νο ντύ­σι­μό του (σακά­κι καρό, φου­λά­ρι δεμέ­νο κάπως σαν γρα­βά­τα και κασκε­τά­κι μαύ­ρο, ναυ­τι­κό). Η γνω­ρι­μία αυτή, όμως, δεν είχε συνέ­χεια μέχρι το 1975, οπό­τε χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ως πρό­σχη­μα το ότι ήθε­λα να του δεί­ξω κάποια ποι­ή­μα­τά μου με κάλε­σε αμέ­σως στο σπί­τι του, ένα δια­μέ­ρι­σμα στην οδό Αχαρ­νών 35, στον 4ο όρο­φο, γεγο­νός το οποίο στά­θη­κε πολύ καθο­ρι­στι­κό στη ζωή μου, αφού από τη στιγ­μή εκεί­νη ‑και σιγά σιγά- άρχι­σε να με περι­βάλ­λει με μια σχε­δόν πατρι­κή αγά­πη που μόνον εκεί­νος ήξε­ρε να προσφέρει.

Γίνα­με φίλοι, λοι­πόν, και αρχί­σα­με τις βόλ­τες μας ‑καθό­τι και γεί­το­νες- γύρω από τον Άγιο Παντε­λε­ή­μο­να και τα πέριξ δρο­μά­κια ή την περιο­χή του Σταθ­μού Λαρί­σης επί­σης, πάντα μεση­με­ρά­κι για ούζο πριν το φαγη­τό, διό­τι τα βρά­δια πηγαί­να­με σε μια ταβέρ­να που λει­τουρ­γού­σε και σαν παντο­πω­λείο, στην οδό Διδύ­μου, ένα μικρό στε­νά­κι, ή μαζευό­μα­σταν στο σπί­τι τους, όπου η γυναί­κα του Μαρία, πρό­σω­πο εξό­χως δια­κρι­τι­κό και αξιο­λά­τρευ­το, καθώς και η κόρη τους Βάσω, μας σερ­βί­ρι­ζαν του κόσμου τα καλά, καθώς και ένα σπά­νιο (χύμα) κρα­σί, που δεν ξέρω πού το εύρισκαν.

Εκεί, στις συνά­ξεις μας αυτές, γνώ­ρι­σα και τους φίλους του: τον Γιώρ­γο Δουα­τζή, τον Γιάν­νη Βάγια και τη γυναί­κα του Αγγε­λι­κή, τη Λίλα Κουρ­κου­λά­κου, τον Ε. Χ. Χατζη­γιάν­νη, τον Γιώρ­γο Τσα­γκά­ρη, τον Σταύ­ρο Στρα­τη­γά­κο, τον Μάκη Χαλά (άντρα της Βάσως), τον Στέ­λιο (παι­δί του Μάκη και της Βάσως), τον Από­στο­λο Μπε­νά­τση (κάπως αργό­τε­ρα), τον Γιάν­νη Κου­βα­ρά και τη γυναί­κα του Αλε­ξάν­δρα Μπου­φέα, από τους νεό­τε­ρους, καθώς και τους Νόλη Δρί­βα και τη γυναί­κα του Μαρού­σα, τον Δημή­τρη Δαβία, τον Θανά­ση Κων­στα­ντί­νου αλλά και τον Γιώρ­γο Παπα­λε­ο­νάρ­δο. από τους παλαιό­τε­ρους, συνα­γω­νι­στές και σύντρο­φοι άπα­ντες από τα χρό­νια εκεί­να τα παλιά. Λίγο αργό­τε­ρα, μάλι­στα, όταν προ­σε­τέ­θη στην παρέα μας και ο Μανώ­λης Πρα­τι­κά­κης, πηγαί­να­με βόλ­τες απο­κλει­στι­κά οι τέσ­σε­ρίς μας (Πρα­τι­κά­κης, ζεύ­γος Λει­βα­δί­τη και εγώ) στη Νέα Φιλα­δέλ­φεια, στο Κεφα­λά­ρι, στον κήπο του Βάρ­σου στην Κηφι­σιά, και στη Νέα Μάκρη όπου νοί­κια­ζαν ένα σπι­τά­κι για την καλο­και­ρι­νή τους ξεκού­ρα­ση, κατά τις οποί­ες βόλ­τες εγώ μακά­ρι­ζα κρυ­φά τον εαυ­τό μου για την ευτυ­χία που βίω­να, βλέ­πο­ντας και ακού­γο­ντας αυτόν τον από άλλον κόσμο, πράγ­μα­τι, φερ­μέ­νον άνθρωπο.

Και όντως από άλλον κόσμο ήταν φερ­μέ­νος ο Λει­βα­δί­της. Άδο­λος σαν παι­δί και βαθύ­τα­τα σεμνός, τόσο που δεν μιλού­σε ποτέ για τον εαυ­τό του, ή άλλα­ζε κου­βέ­ντα αμέ­σως όταν εσύ ήθε­λες να πεις κάτι γι’ αυτόν. Απο­φα­σι­στι­κά, δε, απρό­θυ­μος στο να ακού­ει ο,τιδήποτε αρνη­τι­κό για κάποιον άλλον. (Όταν κάπο­τε για την κακο­δαι­μο­νία της Αρι­στε­ράς τού είπα ότι πιστεύω πως ρόλο σημα­ντι­κό έπαι­ζαν και οι συμπά­θειες είτε οι αντι­πά­θειες ‑για να μη πω μίση- ορι­σμέ­νων προ­σώ­πων, ανα­φέ­ρο­ντας μάλι­στα και κάποιους, μου συνέ­στη­σε να περι­γρά­φω τα πράγ­μα­τα με τρό­πο τέτοιον που όλα να φαί­νο­νται, χωρίς όμως για να τα στη­ρί­ζω να χρειά­ζε­ται να κατο­νο­μά­ζω πρά­ξεις ή πρόσωπα.)

Ατα­λά­ντευ­τα πιστός στις φιλί­ες του (μιλού­σε κάθε πρωί που ξυπνού­σε και κάθε βρά­δυ πριν κοι­μη­θεί επί δεκα­ε­τί­ες με τον Γιάν­νη Ρίτσο και, όσες φορές είχε τύχει να είμαι αυτή­κο­ος, με κυρί­ευε ένα συναί­σθη­μα πλη­ρό­τη­τας σπάνιο).

Ευαί­σθη­τος όσο δεν μπο­ρεί κανείς να φαντα­στεί (από κάποια χρο­νι­κή στιγ­μή και μετά για να πάμε στην Πλα­τεία Βικτω­ρί­ας κάνα­με κύκλο, και όταν τον ρώτη­σα «για­τί» μου απά­ντη­σε ότι είχε δανεί­σει στη Χέυ­δεν πεντα­κό­σιες δραχ­μές σε έναν ψαρά και δεν ήθε­λε να περ­νά­ει για να μη θεω­ρή­σει ότι το κάνου­με για να του υπεν­θυ­μί­ζει το χρέος.

Αυστη­ρός αλλά και εξαι­ρε­τι­κά προ­σε­κτι­κός ώστε να μη στε­ρή­σει από τον άλλον, έστω και στο ελά­χι­στο, από εκεί­νο που πίστευε ότι του ανή­κει («την ιστο­ρία στον πόλε­μο δεν την γρά­φουν μονά­χα οι στρα­τη­γοί, αλλά περισ­σό­τε­ρο οι απλοί στρα­τιώ­τες», μου απά­ντη­σε όταν κάπο­τε τόλ­μη­σα να του υπαι­νι­χθώ ότι στα κρι­τι­κά του σημειώ­μα­τα ήταν κάπως περισ­σό­τε­ρο ανοι­χτός σε συλ­λο­γές που κατά τη γνώ­μη μου δεν έπρεπε).

Αγιά­τρευ­τα ρομα­ντι­κός («αυτή η σάλα είναι για να χορεύ­εις βαλς ύστε­ρα από πενή­ντα χρό­νια με την πιο αγα­πη­μέ­νη σου, της επο­χής εκεί­νης, συμ­φοι­τή­τρια», μου είπε όταν περ­νού­σα­με ένα βρά­δυ έξω από το «Σεσίλ»).

Με ένα σπά­νιο και πηγαίο χιού­μορ («από τις γυναί­κες πρέ­πει να ζητού­με συγ­γνώ­μην, όχι για να τηρή­σου­με τον λόγο μας αλλά για να είμα­στε καθα­ροί για την επό­με­νη αμαρ­τία», μου έλε­γε χαμο­γε­λώ­ντας ωραία, κάθε φορά που διαι­σθα­νό­ταν κάποιες δικές μου αντί­θε­τες απόψεις).

Ονει­ρο­πό­λος και «εύθραυ­στος» («δεν κρύ­βουν μια παρακ­μή;», του είπα κάποια μέρα επει­δή με απί­στευ­τη επι­μο­νή μού τρα­γου­δού­σε τρα­γού­δια του πολύ στε­νού του φίλου Φώτη Πολυ­με­ρή. «Ναι ‑είπε- μόνο που η παρακ­μή σε κάνει και ματώ­νεις, ενώ η πρό­ο­δος σου φέρ­νει μια ψευ­το­χα­ρω­πή, και μόνον, ελπί­δα»), αλλά και ιδιαί­τε­ρα δια­κρι­τι­κός, τόσο που ποτέ δεν προ­σπα­θού­σε να επι­βά­λει τη γνώ­μη του ή τα πιστεύω του σε κανέ­ναν (ακό­μη και στις στιγ­μές που η προ­σή­λω­σή του στον Θεό και στον Χρι­στό βρι­σκό­ταν σε έξαρ­ση, ούτε μια φορά δεν μου πρό­τει­νε να πάμε στην Εκκλη­σία ή σε κάποια άλλη εκδή­λω­ση σχετική).

Επει­δή, όμως, στη ζωή τα πράγ­μα­τα σχε­δόν ποτέ δεν έρχο­νται όπως τα θέλου­με και επει­δή ο «Κύριος» εκεί­νος για τον οποίο ο Λει­βα­δί­της στα εξαί­σια Λυρι­κά του μας είχε ειδο­ποι­ή­σει λέγο­ντάς μας «ποιος είναι μη ρωτάς αυτός που στέ­κει εκεί στη δύση, πολύ να μ’ αγα­πάς, αυτός θα μας χωρί­σει», ο «Κύριος» εκεί­νος λοι­πόν, για άλλη μια φορά, δεν θέλη­σε να καθί­σει ήσυ­χος. Έτσι, ο Λει­βα­δί­της από τις αρχές του 1988 παρα­πο­νιό­ταν συνέ­χεια ότι δεν μπο­ρού­σε να χωνέ­ψει καλά, και ότι είχε φου­σκώ­μα­τα, με απο­τέ­λε­σμα ο Γιάν­νης Ρίτσος ένα πρωί να τον στεί­λει σχε­δόν δια της βίας σε κάποιον φίλο του για­τρό, στο Γενι­κό Κρα­τι­κό, ο οποί­ος όταν τον εξέ­τα­σε δεν τον άφη­σε να γυρί­σει στο σπί­τι ούτε για τις πιτζά­μες του, που λέμε.

Ειδο­ποι­η­θή­κα­με όλοι από τη Μαρία και σπεύ­σα­με, κάνο­ντας για όλο εκεί­νο το διά­στη­μα το νοσο­κο­μείο σπί­τι μας. Υπε­βλή­θη σε δύο απα­νω­τές εγχει­ρή­σεις ανευ­ρύ­σμα­τος αορ­τής και στο τέλος, στις 30 Οκτω­βρί­ου 1988, Κυρια­κή τα χαρά­μα­τα, υπέ­κυ­ψε. Στην εντα­τι­κή βρι­σκό­μουν από νωρίς το από­γευ­μα εγώ και ο Πρα­τι­κά­κης, τον οποίο παρα­κά­λε­σα, μη αντέ­χο­ντας να είμαι εξ εκεί­νων που θα ανα­κοί­νω­ναν το θλι­βε­ρό νέο στους απέ­ξω, να φύγω και να ανα­λά­βει μονά­χος του αυτόν τον άχα­ρο ρόλο· χατί­ρι το οποίο μου έκανε.

Έφυ­γα, λοι­πόν, και πηγαί­νο­ντας μόνος στα δεντρά­κια του νοσο­κο­μεια­κού αλσυλ­λί­ου έκλα­ψα, έκλα­ψα, σπα­ρα­χτι­κά έκλα­ψα, για­τί αν και από μέρες φαι­νό­ταν ότι θα συνέ­βαι­νε αυτό που συνέ­βη, ένα μεγά­λο κεφά­λαιο της ζωής μου συνει­δη­το­ποί­η­σα ότι είχε πλέ­ον για πάντα χαθεί.

Ταρα­χή μεγά­λη, πιστέψ­τε με, αν και έχουν περά­σει τόσα χρό­νια, με κατέ­λα­βε αμέ­σως σαν τελεί­ω­σα το παρα­πά­νω κεί­με­νο, ώστε κάθι­σα μέσα στη λύπη και θυμή­θη­κα και πάλι όλα ετού­τα που έγραψα.

Όπως, επί­σης, θυμή­θη­κα το σπί­τι της Αχαρ­νών: οικο­γε­νεια­κές φωτο­γρα­φί­ες στο σαλό­νι, το γνω­στό πορ­τρέ­το του ποι­η­τή καμω­μέ­νο από τη Βάσω,  τρα­πε­ζα­ρία με λεο­ντο­πό­δα­ρα και ουδε­μία διά­κρι­ση ή βρα­βείο κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­νο. Η καρέ­κλα του στο χολ, η τηλε­ό­ρα­ση, η καρέ­κλα της Μαρί­ας και η καρέ­κλα του επι­σκέ­πτη, καθώς και ένα τρα­πε­ζά­κι στη μέση, όλα μαύ­ρα, με τον δικέ­φα­λο αετό σκα­λι­σμέ­νο, που ήταν εκεί­νη την επο­χή της μόδας. Το παλιό σκού­ρο ‑κάσια- καφέ γρα­φείο του στον χώρο όπου διά­βα­ζε ή έγρα­φε, την κου­νι­στή πολυ­θρό­να και την προ­σω­πο­γρα­φία της μητέ­ρας του.

Την τρε­λή ζητιά­να, θυμή­θη­κα ακό­μη, στον άγιο Παντε­λε­ή­μο­να, όταν μήνες πολ­λούς μετά τον θάνα­τό του με στα­μά­τη­σε και με ρώτη­σε: «Πού πήγε αυτός με το μού­σι, που περ­νού­σα­τε το μεση­μέ­ρι μαζί;». «Για­τί;», τη ρώτη­σα. «Για­τί ερχό­ταν κάθε πρώ­τη και δεκα­πέ­ντε και μου έδι­νε λεφτά», μου είπε – κάτι, φυσι­κά, που ο ίδιος δεν μου είχε ποτέ αποκαλύψει.

Τη στιγ­μή που ψάχνα­με με τον Νόλη, τον Δουα­τζή και τον Βάγια, έφε­ρα επί­σης στον νου, όταν ανα­ρω­τιό­μα­σταν τι θα βρού­με να γρά­ψου­με στον τάφο, και κατά δική μου πρό­τα­ση, μέσα στην πίκρα μας, ενθου­σια­σμέ­νοι κατα­λή­ξα­με στο δίστι­χο του ίδιου του Τάσου «Κάπο­τε θα ξανάρ­θω. Είμαι ο μόνος κλη­ρο­νό­μος. Και η κατοι­κία μου είναι παντού όπου κοι­τώ», αλλά και πολ­λά άλλα πράγ­μα­τα θυμή­θη­κα, όπως π.χ. το ρίγος τη στιγ­μή που μαζί με τη Μαρού­σα πιά­σα­με στα χέρια μας τα Χει­ρό­γρα­φα του Φθι­νο­πώ­ρου χωρίς τίτλους, και προ­σπα­θού­σα­με ‑κάτι που επω­μί­στη­κε η Μαρού­σα, εν τέλει- να βάλου­με τίτλους.

Τη συγκί­νη­ση, τη μεγά­λη συγκί­νη­ση της Μαρί­ας κατά την επί­σκε­ψή μας μαζί με τον Αντώ­νη Φωστιέ­ρη, προ­κει­μέ­νου να μας δώσει φωτο­γρα­φί­ες για το αφιέ­ρω­μα της «Λέξης», αλλά και τη βαριά θλί­ψη μας κατά την κηδεία της, αργό­τε­ρα, τη δική της και της Βασού­λας ‑της τόσο άτυ­χης Βασού­λας- προπάντων.

Τη νοσταλ­γία για εκεί­να τα παλιά μαγέ­ρι­κα, τέλος, όπου πηγαί­να­με με τον Τάσο, την τόσο έντο­νη και δια­πε­ρα­στι­κή νοσταλ­γία, που λέω κάποια μέρα που θα βρέ­χει να μπω σε ένα από αυτά τα φτω­χά καπη­λειά, τα καρ­βου­νιά­ρι­κα, και πίνο­ντας βαρε­λί­σιο φτη­νό κρα­σί να θυμη­θώ στί­χους του.

Μια βρα­διά, μάλι­στα, κρύα το έπρα­ξα ήδη για να είμαι ειλι­κρι­νής, κάπου στον Κερα­μει­κό, όταν βγή­κα από ένα θέα­τρο όπου έπαι­ζε ο φίλος μου ο Πάνος Σκου­ρο­λιά­κος το έργο τού Χουρ­μού­ζη Ο Λεπρέ­ντης, μα μόλις άνοι­ξα την πόρ­τα του μαγα­ζιού έκα­να πως κάποιον ψάχνω ‑που δεν τον εύρι­σκα, φυσι­κά- και ως εκ τού­του έφυ­γα, για­τί κατά­λα­βα από το πώς κοί­τα­ζαν την αμφί­ε­σή μου, τη γρα­βά­τα μου και το παλ­τό, ότι χτύ­πη­σα πια σε λάθος πόρτα…

Γιώρ­γος Μαρκόπουλος

markopolulos31uΟ Γιώρ­γος Μαρ­κό­που­λος γεν­νή­θη­κε στη Μεσ­σή­νη το 1951 και από το 1965 ζει στην Αθή­να. Σπού­δα­σε οικο­νο­μι­κά. Έχουν κυκλο­φο­ρή­σει επτά ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του, μία συλ­λο­γή με πεζά, δύο τόμοι με κεί­με­νά του για το έργο άλλων ποι­η­τών, δύο μονο­γρα­φί­ες του (μία για το ποδό­σφαι­ρο στην ελλη­νι­κή ποί­η­ση και μία για το έργο του Τάσου Λει­βα­δί­τη). Το 1996 του απο­νε­μή­θη­κε το Βρα­βείο Καβά­φη στην Αλε­ξάν­δρεια της Αιγύ­πτου και το 1999 το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης για τη συλ­λο­γή του Μη σκε­πά­ζεις το ποτά­μι (Κέδρος, 1998), ενώ σε μετά­φρα­ση Michel Volkovitch εκδό­θη­κε στα γαλ­λι­κά μια επι­λο­γή από όλες τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του με τον γενι­κό τίτλο Ne recouvre pas la riviere (Desmos / Cahiers grecs, Paris, 2000). Το 2011 του απο­νε­μή­θη­κε το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης για τη συλ­λο­γή του Κρυ­φός κυνη­γός, ενώ την ίδια χρο­νιά τιμή­θη­κε και με το Βρα­βείο της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών από το Ίδρυ­μα Κώστα και Ελέ­νης Ουρά­νη για το σύνο­λο του έργου του. (Βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του ποι­η­τή από Μπο­τί­λια Στον Άνε­μο, εδώ).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο