Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μανώλης Χιώτης και το τραγούδι για τον Άρη Βελουχιώτη που χάθηκε

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Πίσω από κάθε τρα­γού­δι και ό,τι αυτό μάς «λέει», βρί­σκε­ται πάντα μια ιστο­ρία που τις περισ­σό­τε­ρες φορές είναι άγνω­στη στο ευρύ κοι­νό. Μια ιστο­ρία που ξεκι­νά κατά τη σύλ­λη­ψη της ιδέ­ας (όχι σπά­νια και πριν ακό­μα γεν­νη­θεί αυτή) ξετυ­λί­γε­ται με τη συνερ­γα­σία των δημιουρ­γών και ολο­κλη­ρώ­νε­ται με την παρά­δο­ση του τρα­γου­διού στον τελι­κό απο­δέ­κτη, που δεν είναι άλλος από το λαό.

Ο σπου­δαί­ος δεξιο­τέ­χνης του μπου­ζου­κιού και συν­θέ­της πολ­λών αγα­πη­μέ­νων τρα­γου­διών Μανώ­λης Χιώ­της (21 Μάρ­τη 1921–1970) σε ηλι­κία 24 ετών θα γρά­ψει τη μου­σι­κή για ένα τρα­γού­δι αφιε­ρω­μέ­νο στο θάνα­το του Πρω­το­κα­πε­τά­νιου της Εθνι­κής Αντί­στα­σης Άρη Βελου­χιώ­τη. Τους στί­χους έχει ήδη γρά­ψει ο Νίκος Μάθε­σης (1907–1975), ο σημα­ντι­κός αυτός στι­χουρ­γός του ρεμπέ­τι­κου τρα­γου­διού που, πέρα από την εικό­να του σκλη­ρού ρεμπέ­τη (στην κλει­στή κοι­νω­νία των κου­τσα­βά­κη­δων και των ντα­ή­δων της επο­χής του ο Μάθε­σης, γνω­στός και ως «Νίκος Τρε­λά­κιας», απο­λάμ­βα­νε το σεβα­σμό και την ανα­γνώ­ρι­ση), ήταν ένας άνθρω­πος με κοι­νω­νι­κές ευαι­σθη­σί­ες και ανησυχίες.

Αντι­λα­λού­νε τα βουνά
κλαί­νε τα κλαψοπούλια
ο Βελου­χιώ­της χάθηκε
ψηλά σε μια ραχούλα.

Τι έχεις κλα­ψο­πού­λι μου
κι όλο πικρά φωνάζεις;
Για πες μου ποιος σε πλήγωσε
και βαριαναστενάζεις;

Μαρά­θη­καν τα λούλουδα
έσβη­σε το φεγγάρι
ένας λεβέ­ντης χάθηκε
που τόνε λέγαν Άρη.

Κεί­νος δε θέλει κλάματα
δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώ­νες και χαρές
αρμα­τω­σιές και βόλια.

Ο Χιώ­της έντυ­σε αυτούς τους στί­χους με μια μελω­δία σε ρυθ­μό χασα­πο­σέρ­βι­κο. Όμως η συμ­βο­λή του στη δημιουρ­γία του τρα­γου­διού δεν στα­μά­τη­σε εκεί. Άλλα­ξε μια λέξη (κλα­ψο­πού­λι) στους στί­χους του Μάθε­ση και έγρα­ψε τους στί­χους της τέταρ­της στρο­φής («Κεί­νος δε θέλει κλάματα/ δε θέλει μοιρολόγια/ θέλει αγώ­νες και χαρές/ αρμα­τω­σιές και βόλια») την οποία πρό­σθε­σε στις άλλες τρεις. Το τρα­γού­δι δεν κυκλο­φό­ρη­σε ποτέ σε δίσκο, δεν έγι­νε γνω­στό και δεν τρα­γου­δή­θη­κε από τον κόσμο.

Το 1974 ο Νίκος Μάθε­σης μιλά­ει για πρώ­τη φορά για την ύπαρ­ξη αυτού του τρα­γου­διού, στον μελε­τη­τή του ρεμπέ­τι­κου και συγ­γρα­φέα Κώστα Χατζη­δου­λή. Τα χρό­νια που πέρα­σαν επέ­δρα­σαν κατα­λυ­τι­κά στο να μη θυμά­ται πια ο στι­χουρ­γός τη μελω­δία του Χιώ­τη, ο οποί­ος είχε φύγει πρό­ω­ρα από τη ζωή το 1970. Ο Κώστας Χατζη­δου­λής κατα­γρά­φει στο βιβλίο του «Ρεμπέ­τι­κη ιστο­ρία Νο 1» (εκδ. Νεφέ­λη) τη μαρ­τυ­ρία του Μάθε­ση για το τρα­γού­δι και όχι μόνο:

Νίκος Μάθεσης

Νίκος Μάθε­σης

«Λίγο μετά που σκο­τώ­θη­κε ο Άρης Βελου­χιώ­της το ’γρα­ψα. Είχε τρία τετρά­στι­χα και όχι τέσ­σε­ρα. Ο Άρης, ήτα­νε φίνος άντρας, μάγκας κι αγω­νι­στής και Έλλη­νας. Κατά­λα­βες; Μιλά­ει ο Μάθε­σης. Υπήρ­χα­νε κι άλλοι αγω­νι­στές δηλα­δή που θέλα­νε να τους λένε έτσι, αλλά αυτοί ήτα­νε αγω­νι­στές για την πάρ­τη τους. Δηλα­δή απο­φά­για. Άλλη ταρί­φα αυτοί. Όταν έσβη­σε το καντή­λι του παλι­κα­ριού, έκα­τσα και το ’γρα­ψα, για­τί έγι­νε θρή­νος. Θρή­νος και ύμνος.

Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιό, η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρό­σω­πο ο Άρης. Μετά συνα­ντή­θη­κα με το Χιώ­τη, που είχε έρθει με τον Παπαϊ­ω­άν­νου, το Στε­φα­νά­κη και τον Γενί­τσα­ρη να παί­ξου­νε σ’ ένα χορό, στο Χατζη­κυ­ριά­κειο. Είπα του Χιώ­τη για το τρα­γού­δι και δώσα­με ραντε­βού και του ’δωσα τα λόγια. Έβα­λε ένα τετρά­στι­χο ακό­μα ο Μανώ­λης, το τελευ­ταίο, κι άλλα­ξε το «νεκρο­πού­λι» που είχα εγώ και το ’κανε «κλα­ψο­πού­λι». Δεν είπα τίπο­τα. Ο Μανώ­λης ήτα­νε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. Άμα θες να μάθεις ποιοι είναι οι μάγκες, κοί­τα τον Χιώ­τη. Εξη­γή­σεις ζόρι­κες, ρεμπέ­τι­κες και ψυχή μόρ­τι­κια μεγά­λη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης.

Το ’παμε: προ­σφο­ρά για το παι­δί που χάθη­κε, ήτα­νε το τρα­γού­δι. Ζού­λα γίνα­νε όλα. Βλέ­πεις, εγώ και σ’ αυτό το περι­βό­λι είχα τσα­μπου­κά­δες. Ένα από­γευ­μα που ήμου­να τότες στην Αθή­να, παρέα με το Γού­να­ρη, είδα στο δρό­μο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχη­γό τότες του κόμ­μα­τος. Αυτό­νε που δεν ήτα­νε όνο­μα και πρά­μα δεν ήτα­νε, λέμε, γλυ­κός στις εξη­γή­σεις του. Του τα ’χα μαζε­μέ­να από τότες. Αυτός ήτα­νε όλα του τα χρό­νια μολύ­βι με σπα­σμέ­νη μύτη. Κατά­λα­βες; Μετά άκου­σα τη μου­σι­κή που έβα­λε ο Χιώ­της. Χασα­πο­σέρ­βι­κο ήτα­νε, πολύ ζόρι­κο τρα­γού­δι. Δίσκος δεν έγι­νε όμως, για­τί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι δεν αφή­να­νε. Γι’ αυτό τους έχω μαζέ­ψει πολλά».

Στη συνέ­χεια ο Νίκος Μάθε­σης έδω­σε σε έναν άλλον ρεμπέ­τη, τον Μιχά­λη Γενί­τσα­ρη τους στί­χους που τους έφτια­ξε ένα όμορ­φο ζεϊ­μπέ­κι­κο τρα­γού­δι, το οποίο ηχο­γρα­φή­θη­κε για πρώ­τη φορά το 1980, με ερμη­νευ­τή τον Γιώρ­γο Ντα­λά­ρα και με τον τίτλο «Ένας λεβέ­ντης έσβη­σε» (περι­λαμ­βά­νε­ται στο δίσκο «Ρεμπέ­τι­κα της Κατο­χής»). Στην πρώ­τη αυτή ηχο­γρά­φη­ση του τρα­γου­διού παρα­τη­ρού­με και κάποιες αλλα­γές στους στί­χους του Μάθε­ση, αλλά όχι και στην τέταρ­τη στρο­φή, του Χιώτη:

Αντι­λα­λού­νε τα βουνά
κλαί­νε τα κλαψοπούλια
ο Βελου­χιώ­της χάθηκε
ψηλά σε μια ραχούλα.

Τι έχεις κλα­ψο­πού­λι μου
και χαμη­λά κοιτάζεις;
Για πες μου τι σε πλήγωσε
και βαριαναστενάζεις;

Μαρά­θη­καν τα λούλουδα
χάθη­κε το φεγγάρι
ένας λεβέ­ντης έσβη­σε
που τόνε λέγαν Άρη.

Κεί­νος δεν θέλει κλάματα
δεν θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώ­νες και χαρές
αρμα­τω­σιές και βόλια.

Στη μετα­γε­νέ­στε­ρη ηχο­γρά­φη­ση με τη φωνή του Μιχά­λη Γενί­τσα­ρη οι στί­χοι ακού­γο­νται χωρίς παραλ­λα­γές, όπως ακρι­βώς γρά­φτη­καν από τους δημιουρ­γούς του. Το τρα­γού­δι εδώ έχει τίτλο «Ένας λεβέ­ντης χάθηκε»:

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο