Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο μελοποιημένος Βάρναλης

Η ομι­λία του Σπύ­ρου Αρα­βα­νή, εκ μέρους της Επι­θε­ώ­ρη­σης Ποι­η­τι­κής Τέχνης «Ποιείν» στην εκδή­λω­ση που συν­διορ­γα­νώ­σα­με  στις 14 Φλε­βά­ρη 2016 στο Polis Art Café. Θέμα της ομι­λί­ας «Ο μελο­ποι­η­μέ­νος Βάρναλης».

Ο ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

 Του Σπύ­ρου Αραβανή

Από το 1941, όταν ο επο­νο­μα­ζό­με­νος «Συν­θέ­της της Αντί­στα­σης», Ζακυν­θι­νός κομ­μου­νι­στής αγω­νι­στής, Αλέ­κος Ξένος, συνέ­θε­σε, για πιά­νο και φωνή, το ποί­η­μα «Οδη­γη­τής» του Βάρ­να­λη, μέχρι το 2014, όπου έχου­με την πιο πρό­σφα­τη –επί­ση­μα του­λά­χι­στον- δισκο­γρα­φη­μέ­νη μελο­ποί­η­ση του ποι­ή­μα­τος «Εθνι­κή Πρω­το­μα­γιά»,  ως πει­ραγ­μέ­νο ηπει­ρώ­τι­κο με σκλη­ρές παρα­μορ­φω­τι­κές κιθά­ρες, από το νεα­ρό συν­θέ­τη Δημή­τρη Κογιάν­νη, («Αλδε­βα­ράν», 2014),  έχουν περά­σει σχε­δόν 75 χρό­νια. Μέσα σε αυτές τις δεκα­ε­τί­ες ο λόγος του Βάρ­να­λη μελο­ποι­ή­θη­κε, τρα­γου­δή­θη­κε και αγα­πή­θη­κε από ένα ευρύ φάσμα συν­θε­τών, τρα­γου­δι­στών και κυρί­ως ακρο­α­τών. Από τους συντρό­φους του που βίω­σαν στο πετσί τους το νόη­μα των στί­χων, από τους λαϊ­κούς ανθρώ­πους των ταβερ­νεί­ων, από τους λόγιους και εντε­χνό­φι­λους, τους απα­ντα­χού και πάντο­τε νέους, μέχρι τους νεο­μάρ­τυ­ρες των μπου­ζου­κλε­ρί. Το πρό­σφο­ρο έδα­φος της ρίμας των ποι­η­μά­των του σε συν­δυα­σμό με την απτή γλώσ­σα και το ποι­κί­λο περιε­χό­με­νο, ‑αγω­νι­στι­κό, λυρι­κό, υπαρ­ξια­κό και σατι­ρι­κό- υπήρ­ξαν ευνοϊ­κά στοι­χεία για τους συν­θέ­τες οι οποί­οι ανα­λό­γως της κομ­μα­τι­κής τους ταυ­τό­τη­τας, της μου­σι­κής τους παι­δεί­ας, της εγγε­νούς έμπνευ­σής τους, αλλά και των επι­τα­γών της επο­χής, προ­σέγ­γι­σαν ποι­κι­λο­τρό­πως την ποί­η­ση του Βάρ­να­λη: με λόγιο μου­σι­κό ηχό­χρω­μα, ως έντε­χνη μπα­λά­ντα, με φολκ-ροκ- χιπ χοπ  διά­θε­ση και κυρί­ως –από ποσο­τι­κής πλευ­ράς- ως λαϊ­κό τρα­γού­δι.  Ο Βάρ­να­λης είχε γρά­ψει σε ένα χρο­νο­γρά­φη­μά του, στον Ριζο­σπά­στη, το 1936: «Και το παρα­μι­κρό­τε­ρο κομ­μα­τά­κι από τις βιο­μη­χα­νι­κές τέχνες παίρ­νει την κοι­νω­νι­κή του σημα­σία, άμα ο δημιουρ­γός του τη νοιώ­θει και ξέρει να τη δώσει». Δεν ακο­λού­θη­σαν όλοι οι συν­θέ­τες αυτά τα λόγια του ποι­η­τή και κυρί­ως δεν τα ακο­λού­θη­σαν οι δεκά­δες ετε­ρό­κλη­τοι ερμη­νευ­τές των έργων του.

Αναμ­φί­βο­λα κομ­βι­κό ρόλο, από άπο­ψη λαϊ­κής απο­δο­χής, δια­δρα­μά­τι­σαν οι συν­θέ­σεις του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη ο οποί­ος προ­σέγ­γι­σε τον Βάρ­νά­λη με διτ­τό τρό­πο: με λόγιο και  λαϊ­κό ύφος. Μόλις στα 1955–6 ο Θεο­δω­ρά­κης στη «Σουί­τα αρ.2» για φωνή, χορω­δία και ορχή­στρα συμπε­ριέ­λα­βε στο φωνη­τι­κό μέρος τη μελο­ποί­η­ση του ποι­ή­μα­τος «Η μάνα του Χρι­στού». Το 1958 ο  έγρα­ψε σε χορω­δια­κή μορ­φή το «Οι πόνοι της Πανα­γιάς» και το 1964, στην περί­φη­μη «Πολι­τεία Β΄» παρου­σί­α­σε τους κοσμο­τρα­γου­δι­σμέ­νους ‑αλλά με περι­κο­πές- «Μοι­ραί­ους» και την «Μπα­λά­ντα του Αντρί­κου», με τη φωνή του Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση, «με την ευκαι­ρία της συμπλή­ρω­σης των 80 χρό­νων του Βάρ­να­λη σαν ελά­χι­στο φόρο στον ποι­η­τή» όπως ανα­φέ­ρει ο ίδιος ο Θεο­δω­ρά­κης σε σχε­τι­κό δημο­σί­ευ­μα της επο­χής. Το 1992 τέλος, στην όπε­ρά του «Κώστας Καρυω­τά­κης» ‑γραμ­μέ­νη την περί­ο­δο 1984–1986-  συνέ­νω­σε ποι­ή­μα­τα του Καρυω­τά­κη και του Βάρ­να­λη σε μια προ­σπά­θειά του να δημιουρ­γή­σει μια «όπε­ρα μπού­φα» γεμά­τη λυρι­κά στοι­χεία, ως  έντε­χνο σχό­λιό του για τη δεκα­ε­τία του ΄80.

Λαϊ­κός λοι­πόν αλλά και εντό­νως λόγιος (μια μου­σι­κή προ­σέγ­γι­ση  που ηχεί παρά­ξε­να με βάση τη ζωή, το έργο και τις επι­λο­γές του)  ο μελο­ποι­η­μέ­νος Βάρ­να­λης,. Αρχί­ζο­ντας από αυτή τη μάλ­λον ασύμ­βα­τη δεύ­τε­ρη εκδο­χή συνα­ντά­με τις ακό­λου­θες ‑οι περισ­σό­τε­ρες αδι­σκο­γρά­φη­τες- δημιουρ­γί­ες, όπως τις κατα­λο­γο­γρά­φει ο φιλό­λο­γος Δημή­τρης Κωστού­λας, στο αφιε­ρω­μα­τι­κό προς τον ποι­η­τή τεύ­χος  41–42 του περιο­δι­κού «Θέμα­τα Παι­δεί­ας» (Δεκέμ­βρης 2010), στην ενδε­λε­χή μελέ­τη του για τον μελο­ποι­η­μέ­νο Βάρναλη.

Έτσι, το 1948 o συν­θέ­της και αρχι­μου­σι­κός Λεω­νί­δας Ζώρας συνέ­θε­σε το έργο «Στη γης αυτή» σε ποί­η­ση Βάρ­να­λη για φωνή (απαγ­γε­λία) και συνο­δεία πιά­νου. Το 1956 ο Ιάκω­βος Χαλιά­σας συνέ­θε­σε τα «Έξι τρα­γού­δια» για μεσό­φω­νο και πιά­νο. Ο Αλέ­κος Ξένος επί­σης συνέ­θε­σε το έργο «Θάλασ­σα» (1958), και τον «Ύμνο της Νιό­της» (1961), ο Θόδω­ρος Μιμί­κος μελο­ποί­η­σε σε μορ­φή καντά­τας το «Σκλά­βοι πολιορ­κη­μέ­νοι» και το «Οι πόνοι της Πανα­γιάς» (1977) και ο Γιώρ­γος Κου­ρου­πός έγρα­ψε τα «Τρία χορω­δια­κά τρα­γού­δια» (1986). Επί­σης μελο­ποι­η­μέ­να ποι­ή­μα­τα συνα­ντά­με από τον Αρύ­βα Δίω­να Αττι­κό, μου­σουρ­γός που ασχο­λή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα με το εκκλη­σια­στι­κό όργα­νο και ο οποί­ος συνέ­θε­σε τα «Επι­γράμ­μα­τα», «Τα λοί­σθια» και «Ποι­η­τι­κά», για βαρύ­το­νο και πιά­νο, καθώς από το Γιώρ­γο Μηνά, το 1989, ο οποί­ος συνέ­θε­σε το ορα­τό­ριο «Στυ­λί­της» για δύο φωνές, χορω­δία και ορχή­στρα, και τέλος τον Άλκη Μπαλ­τά ο οποί­ος έγρα­ψε τη χορω­δια­κή σύν­θε­ση «Να σ’ αγνα­ντεύω θάλασ­σα».  Πιο πρό­σφα­τα εμφα­νί­ζο­νται οι συν­θέ­σεις στο «Πόνοι της Πανα­γιάς» για μεσό­φω­νο και πιά­νο του Μιχά­λη Κεφα­λά, το «Τσιγ­γά­νι­κο» για βαρύ­το­νο και κρου­στά και «Η μάνα του Χρι­στού» για παι­δι­κή χορω­δία και πιά­νο του Στά­θη Ουλ­κέ­ρο­γλου, τα «Τρία τρα­γού­δια» για μεσό­φω­νο, τενό­ρο και μικρή ορχή­στρα του Χρή­στου Σαμα­ρά καθώς και το ποί­η­μα «Να σ’ αγνα­ντεύω θάλασ­σα» στο έργο του μου­σουρ­γού Ιωσήφ Μπε­νά­κη («Γαλα­ξί­ας 2», 2003). Στον τομέα αυτό αξί­ζει να σημειω­θεί η πολυ­τε­λής έκδο­ση του 2010  με τίτλο «Στα ηχο­κύ­μα­τα υψω­μέ­νοι» παρα­γω­γής του Συλ­λό­γου «Η ΑΓΧΙΑΛΟΣ» των Αγχια­λι­τών της Αθή­νας, θέλο­ντας με αυτόν τον τρό­πο να τιμή­σουν τον συμπα­τριώ­τη τους Βάρ­να­λη  με αφορ­μή την τότε συμπλή­ρω­ση 35 χρό­νων από το θάνα­τό του. Ο δίσκος περι­λαμ­βά­νεις επί­σης λόγιες μελο­ποι­ή­σεις του Βάρ­να­λη από τους συν­θέ­τες Θόδω­ρο Αντω­νί­ου, Κυριά­κο Σφέ­τσα, Αθα­νά­σιο Ζέρ­βα, Δημή­τρη Θεμε­λή, Θεό­δω­ρο Καρα­θε­ό­δω­ρο, Ντί­νο Κων­στα­ντι­νί­δη και Χρή­στο Σαμαρά.

Στο χώρο τώρα του καθα­ρό­αι­μου τρα­γου­διού, όπου είναι και οι πιο γνω­στές μελο­ποι­ή­σεις, εκτός από τα τρα­γού­δια του Θεο­δω­ρά­κη, θα πρέ­πει να γίνει ιδιαί­τε­ρη μνεία σε τέσ­σε­ρις ακό­μα δισκο­γρα­φι­κές εργα­σί­ες η κάθε μια για τους δικούς της λόγους τονί­ζο­ντας πως όλο το μελο­ποι­η­μέ­νο υλι­κό αντλεί­ται, όπως σημειώ­νει ο Κωστού­λας, από τις τέσ­σε­ρις μεγά­λες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του Βάρ­να­λη: «Το φως που καί­ει» (1922), «Σκλά­βοι πολιορ­κη­μέ­νοι» (1927), «Ποι­ή­μα­τα» (1954) και «Ελεύ­θε­ρος κόσμος» (1965).

Η πρώ­τη εργα­σία –και πρώ­τος ολο­κλη­ρω­μέ­νος δίσκος σε ποί­η­ση Βάρ­να­λη- είναι οι «Σκλα­βοι πολιορ­κη­μέ­νοι» (1974), οι μου­σι­κές συν­θέ­σεις ‑με τις πάντα περί­τε­χνες ενορ­χη­στρώ­σεις- του Νίκου Μαμα­γκά­κη επά­νω στα ποι­ή­μα­τα της ομώ­νυ­μης συλ­λο­γής του Βάρ­να­λη (εκτός από το «Η μάνα του Χρι­στού» η οποία εμπε­ριέ­χε­ται στο «Φως που καί­ει») και οι οποί­ες μελο­ποι­ή­σεις όπως ανα­φέ­ρει ο ίδιος ο συν­θέ­της «άρχι­σαν να γρά­φο­νται τη πρώ­τη βρα­διά του Πολυ­τε­χνεί­ου. Είναι σαφώς πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­να τρα­γού­δια, πράγ­μα από­λυ­τα δικαιο­λο­γη­μέ­νο.  Ότι αφο­ρά τη μου­σι­κή είναι βασι­σμέ­να σε δρό­μους που εγώ κατά και­ρούς έχω κατα­σκευά­σει και που είναι βέβαια σχε­τι­κοί με τις ρίζες μας». Στις φωνές δυο κορυ­φαί­οι: Η Μαρία Δημη­τριά­δη και ο Δημή­τρης Ψαρια­νός. Ξεχω­ρι­στό και δια­χρο­νι­κό βεβαί­ως  το «Τρα­γού­δι του Τρε­λου», αυτό το αλλη­γο­ρι­κό, σκω­πτι­κό και συνά­μα επα­να­στα­τι­κό ποί­η­μα του Βάρ­να­λη. Για την ιστο­ρία να πού­με ότι η πρώ­τη από­πει­ρα μελο­ποί­η­σης Βάρ­να­λη από τον Μαμα­γκά­κη ήταν το 1962, στο ποί­η­μα «Μοι­ραί­οι», ‑μελο­ποιώ­ντας την πρώ­τη και την τρί­τη στρο­φή- με ερμη­νευ­τή τον Φώτη Δήμα, σε δίσκο 45 στρο­φών από την εται­ρεία «Fidelity»,

Ο δεύ­τε­ρος δίσκος, για τον οποίο αξί­ζει να γίνει ιδιαί­τε­ρη ανα­φο­ρά, είναι το «Σάλ­πι­σμα» του Λου­κά Θάνου ο οποί­ος μελο­ποί­η­σε ποι­ή­μα­τα του Κώστα Καρυω­τά­κη, του Άρη Αλε­ξάν­δρου, του Χρή­στου Θάνου καθώς και δυο ποι­ή­μα­τα του Βάρ­να­λη. Τα τρα­γού­δια αυτά μελο­ποι­η­μέ­να το 1969 ‑1972, ενορ­χη­στρω­μέ­να το 1974 και ηχο­γρα­φη­μέ­να το 1976 κυκλο­φό­ρη­σαν με τη φωνή του Ξυλού­ρη, το 1980, δυο μήνες μετά το θάνα­τό του. Τα ποι­ή­μα­τα του Βάρ­να­λη είναι η «διά­ση­μη» συμ­βο­λι­στι­κή «Μπα­λά­ντα του Κυρ Μέντιου» ‑τρα­γου­δι­σμέ­νη σε παντός είδους χώρους και χρό­νους, η οποία όμως προ­ϋ­πήρ­χε δισκο­γρα­φι­κά, από το 1975, στη μελο­ποί­η­ση της Μαί­ρης Δαλά­κου , στα «Τα Σατυ­ρι­κά» της όπως κυκλο­φό­ρη­σαν από την εται­ρεία Sonora- και οι καθη­λω­τι­κοί «Πόνοι της Παναγιάς».

Τρί­τος δίσκος που γίνε­ται ανα­φο­ρά είναι αυτός του Γιάν­νη Ζου­γα­νέ­λη με τον τίτλο «Λαϊ­κή Ανθο­λο­γία Βάρ­να­λη». Κυκλο­φό­ρη­σε το 1977 ως ο δεύ­τε­ρος ολο­κλη­ρω­μέ­νος δίσκος σε ποί­η­ση Βάρ­να­λη. Η μου­σι­κή του Ζου­γα­νέ­λη, ενώ τα τρα­γού­δια ερμή­νευ­σαν η Αφρο­δί­τη Μάνου και η Ισι­δώ­ρα Σιδέ­ρη.  Ανα­φέ­ρω αυτή τη δισκο­γρα­φι­κή εργα­σία, αν και άγνω­στη στο ευρύ κοι­νό, για να δώσω ένα παρά­δειγ­μα το πώς η επο­χή, οι δεκα­ε­τί­ες του ‘60 και του ’70, λει­τούρ­γη­σαν σαν ντό­μι­νο για τις ποιο­τι­κές επι­λο­γές –σε αρκε­τές περι­πτώ­σεις όχι συνει­δη­τές- αλλά και πώς ένας δημιουρ­γός μπο­ρεί να εξε­λι­χθεί δια­φο­ρε­τι­κά με το πέρα­σμα των χρό­νων σαν να πέρα­σε όλο αυτό το ωστι­κό κύμα της τέχνης και των νοη­μα­το­δο­τή­σε­ών της και να μην άγγι­ξε του­λά­χι­στον σε επί­πε­δο μετα­γε­νέ­στε­ρων επαγ­γελ­μα­τι­κών επι­λο­γών. Για ακό­μα μια φορά, λοι­πόν,  δικαιώ­νε­ται ο ποι­η­τής: «Αχ, πού ‘σαι νιό­τη που ‘δει­χνες πως θα γινό­μουν άλλος!»

Τέλος, θα πρέ­πει να σημειω­θεί και η ιδιαί­τε­ρη δισκο­γρα­φι­κή δου­λειά του πρό­ω­ρα χαμέ­νου συν­θέ­τη Νίκου Γεωρ­γού­ση (πέθα­νε το 1992, σε ηλι­κία 37 χρο­νών) με τον τίτλο: «Ελεύ­θε­ρος Κόσμος» (1979) για τον οποίο ο μου­σι­κός ερευ­νη­τής Φώντας Τρούσ­σας σημειώ­νει σχε­τι­κά στην ιστο­σε­λί­δα του «Δισκο­ρυ­χεί­ον»:  Πρό­κει­ται για ένα έντε­χνο άλμπουμ, στη­ριγ­μέ­νο σε ποι­ή­μα­τα του Κώστα Βάρ­να­λη, που επι­χει­ρεί να απο­στα­σιο­ποι­η­θεί από το ανά­λο­γο μετα­πο­λι­τευ­τι­κό κλί­μα και εν μέρει το κατα­φέρ­νει. Στα συν οι ενορ­χη­στρώ­σεις (φλά­ου­το, φυσαρ­μό­νι­κα, βιο­λον­τσέ­λο, κλα­ρι­νέ­το, κιθά­ρες, βιο­λί, μαντο­λί­νο, ντραμς, κρου­στά, συν­θε­σάι­ζερ, πιά­νο) και οι μελω­δί­ες του Γεωρ­γού­ση («Αρχή Σοφί­ας», «Πρω­το­μα­γιά ’44»), όμως κάτι η φθη­νο­πα­ρα­γω­γή, κάτι οι ερα­σι­τε­χνι­κές φωνές, η ουσία είναι πως το άλμπουμ δεν προ­σφέ­ρει το απα­ραί­τη­το ξεπέ­ταγ­μα. Τα γρά­φει και ο ίδιος ο συν­θέ­της στο οπι­σθό­φυλ­λο: «Πάνω από ένα χρό­νο συνο­λι­κά δου­λεύ­τη­κε το έργο για να απο­κτή­ση αυτή τη μορ­φή, που και τώρα δεν είναι 100% ολο­κλη­ρω­μέ­νη. Δυσκο­λί­ες που αρχί­ζουν από το οικο­νο­μι­κό και φθά­νουν μέχρι την όχι από­λυ­τα σωστή εκτέ­λε­ση – απει­ρία και έλλει­ψη σχε­δια­σμού, απρό­βλε­πτες κατα­στά­σεις». Παρά ταύ­τα ο πρό­λο­γος, με την αφή­γη­ση του Πάνου Χατζη­κου­τσέ­λη, σε βάζει σ’ ένα κλί­μα

Όλα αυτά τα χρό­νια, από τη δεκα­ε­τία του ’60 μέχρι σήμε­ρα μελο­ποι­η­μέ­να ποι­ή­μα­τα του Βάρ­να­λη συνα­ντά­με ακό­μα σε αρκε­τούς δίσκους συν­θε­τών. Ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρω τα ονό­μα­τα των Χρή­στου Χαι­ρό­που­λου, Χρή­στου Λεο­ντή, Γιάν­νη Σπα­νού, Σταύ­ρου Κου­γιουμ­τζή, Θωμά Μπα­κα­λά­κου, Σπύ­ρου Σαμο­ΐ­λη, Τάκη Βούη,  Σωτή­ρη Ρεμπά­πη, Χει­με­ρι­νών Κολυμ­βη­τών κ.ά. Αξί­ζει τέλος να ανα­φερ­θούν και η ιδιαί­τε­ρη ‑λόγω της φύσης της μου­σι­κής και της παρου­σί­ας τους- μελο­ποί­η­ση της «Καμπά­νας» τού Βάρ­να­λη από το low bap συγκρό­τη­μα των Active Member, (δίσκος «Μύθοι του βάλ­του», 1998) καθώς και η παρου­σία τού Γιάν­νη Φλω­ρι­νιώ­τη (!) στο δίσκο «Ποί­η­ση και μελω­δία» (1982) του μαέ­στρου Γιώρ­γου Γεωρ­γιά­δη τρα­γου­δώ­ντας το ποί­η­μα «Το Πέρα­σμά σου». Τέλος, πρό­σφα­τα συνα­ντά­με και τα μελο­ποι­η­μέ­να από τον Άρη Βλά­χο επι­κά και λυρι­κά στά­σι­μα από το έργο «Η αλη­θι­νή απο­λο­γία του Σωκρά­τη», στο πλαί­σιο της ομώ­νυ­μης παρά­στα­σης την οποία ανέ­βα­σε ο Στα­μά­της Κρα­ου­νά­κης με τη «Σπεί­ρα Σπεί­ρα», το καλο­καί­ρι του 2014.

«Εξόν από τη συναι­σθη­μα­τι­κήν ευαι­σθη­σία, εξόν από την ικα­νό­τη­τά του να κατα­λα­βαί­νει κανείς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, χρειά­ζε­ται και χαρα­κτή­ρας. Δυστυ­χώς τα ταξι­κά καθε­στώ­τα φρο­ντί­ζου­νε όχι μόνο να χαλά­νε το μυα­λό, μα και τους χαρα­κτή­ρες των θυμά­των τους» έγρα­φε ο Βάρ­να­λης  Αυτό σαν σημεί­ω­ση, αντί άλλου επι­λό­γου, για το μέλ­λον όπου το (μελο­ποι­η­μέ­νο) έργο του Βάρ­να­λη ‑όπως και κάθε σημα­ντι­κού δημιουρ­γού- καλεί­ται να ανα­με­τρη­θεί με σημεία και τέρατα…

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο