Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο… «μεταφραστής» (Διήγημα με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία)

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Μισο­κοι­μό­ταν, έχο­ντας δίπλα του ένα αστυ­νο­μι­κό βιβλίο – μόνι­μος σύντρο­φος του το συγ­γρα­φι­κό αυτό είδος τα τελευ­ταία χρό­νια — που μόλις είχε κλεί­σει. Πάντα τα βρά­δια της Παρα­σκευ­ής τού έβγαι­νε η κού­ρα­ση ολό­κλη­ρης της βδο­μά­δας και ξάπλω­νε από νωρίς. Ίσως μεγά­λω­σε πια σκε­φτό­ταν συχνά μελαγ­χο­λι­κά, παρη­γο­ριό­ταν όμως με την ιδέα ότι «δεν του φαι­νό­ταν» όπως τον κολά­κευαν οι φίλοι του.

Η φωνή του μικρού του γιου τον σήκω­σε από­το­μα: «Μπα­μπά, τρέ­χα. Έγι­νε πρα­ξι­κό­πη­μα στην Τουρκία»!

Πετά­χτη­κε όρθιος και αμέ­σως άνοι­ξε την έντα­ση της τηλε­ό­ρα­σης: Η φωνή του εκφω­νη­τή ταραγ­μέ­νη: «Σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρί­ες μας από την Τουρ­κία εκδη­λώ­θη­κε πριν από λίγο στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα. Τανκς έκα­ναν την εμφά­νι­ση τους στους δρό­μους της Άγκυ­ρας και της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Η τύχη του πρω­θυ­πουρ­γού Ερντο­γάν αγνοείται».

Η οικο­γέ­νεια μαζεύ­τη­κε στο σαλό­νι. Όπως τότε, τον μακρι­νό Απρί­λη του 1967, όταν και ο ίδιος μαζί με τους γονείς του, ζού­σε τις πρώ­τες ώρες του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος των «συνταγ­μα­ταρ­χών» στην Ελλάδα.

-«Μην βιά­ζε­στε για συμπε­ρά­σμα­τα», τους είπε στη­ριγ­μέ­νος στην μακρό­χρο­νη εμπει­ρία του με τα κοι­νά. «Θα δού­με μέχρι το πρωί το ποιος τελι­κά θα επι­κρα­τή­σει. Όσο για το τι υπάρ­χει από πίσω…».

Σώπα­σε, κοι­τώ­ντας ξανά την οθό­νη. Ήδη ο εκφω­νη­τής έκα­νε λόγο «για συγκέ­ντρω­ση απλών πολι­τών στους δρό­μους»… Σαν να ανα­θάρ­ρη­σε και είπε ξανά:  «Πάντως δύσκο­λα να επι­κρα­τή­σουν μια και εάν τελι­κά βγει ο λαός στο δρό­μο, τα πράγ­μα­τα δυσκο­λεύ­ουν γι’ αυτούς. Ας τα βλέ­πουν αυτά όσοι έχουν την ευθύ­νη για το ότι το ’67 μας έπια­σαν με τις πυτζά­μες στη χώρα μας».

Ζήτη­σε από τη γυναί­κα του να του φτιά­ξει τον αγα­πη­μέ­νο του βαρύ­γλυ­κο ελλη­νι­κό. Η νύχτα από­ψε θα ήταν μεγά­λη. Και αυτός έστω και μόνος του, θα την περ­νού­σε παρα­κο­λου­θώ­ντας τα δελ­τία ειδήσεων.

Μετά τις 2 όταν άρχι­σαν να ξεκα­θα­ρί­ζουν τα πράγ­μα­τα, οι υπό­λοι­ποι πήγαν για ύπνο. Δεν τους ακο­λού­θη­σε. Η νύχτα άλλω­στε προ­σφέ­ρε­ται για ανα­μνή­σεις. Και από το σεντού­κι της δικής του μνή­μης,  είχε πολ­λά να ανασύρει.

Η τσά­ντα με τα ενθυ­μή­μα­τα της φοι­τη­τι­κής του ζωής άνοι­ξε για μία ακό­μη φορά. Φωτο­γρα­φί­ες, φυλ­λά­δια, εφη­με­ρί­δες, προ­κη­ρύ­ξεις. Εδώ και λίγα χρό­νια είχε φρο­ντί­σει να τα τακτο­ποι­ή­σει έτσι ώστε να μην χάνε­ται σ’ αυτές κάθε φορά που ήθε­λε κάτι να θυμηθεί.

Πήρε στα χέρια του τα απο­κόμ­μα­τα με το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ: Οι ανα­φο­ρές σε ένα ανά­λο­γο «πετυ­χη­μέ­νο» αυτή τη φορά πρα­ξι­κό­πη­μα, αυτό του Εβρέν, το Σεπτέμ­βρη του 1980 πρω­το­σέ­λι­δες: «Αλλη­λεγ­γύη στο λαό της Τουρ­κί­ας. Αγα­νά­κτη­ση και κατα­κραυ­γή σ’ όλη τη χώρα. Πικε­το­φο­ρί­ες και δια­δη­λώ­σεις σε Αθή­να, Θεσ­σα­λο­νί­κη και Πει­ραιά». Ο φάκε­λος περιεί­χε ακό­μη, ψηφί­σμα­τα Γενι­κών Συνε­λεύ­σε­ων φοι­τη­τι­κών συλ­λό­γων, απο­φά­σεις Δ.Σ. κ.α.

«Ο Σύλ­λο­γος Φοι­τη­τών της…. Αθή­νας κατα­δι­κά­ζει το πρα­ξι­κό­πη­μα των στρα­το­κρα­τών της Άγκυ­ρας που ολο­κλή­ρω­σε τη λογι­κή που είχε ανοί­ξει η ίδια η κυβέρ­νη­ση της Δεξιάς στην Τουρ­κία με την επι­βο­λή του στρα­τιω­τι­κού νόμου σε πολ­λές επαρ­χί­ες, με το καθε­στώς των εκτά­κτων μέτρων   και απη­νών διώ­ξε­ων σε βάρος των δημο­κρα­τι­κών δυνά­με­νων. Είναι φανε­ρό ότι οι ιμπε­ρια­λι­στές σχε­διά­ζουν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν το στρα­το­κρα­τι­κό καθε­στώς της Τουρ­κί­ας για να διευ­κο­λύ­νουν την επι­βο­λή ατλα­ντι­κών ρυθ­μί­σε­ων στην Ν.Α πτέ­ρυ­γα του ΝΑΤΟ και στις ελλη­νο­τουρ­κι­κές σχέ­σεις. Ο ελλη­νι­κός λαός και η νεο­λαία του κατα­δι­κά­ζει απο­φα­σι­στι­κά τη κατά­λυ­ση του τελευ­ταί­ου ίχνους κοι­νο­βου­λευ­τι­κής τάξης στη γεί­το­να χώρα , καταγ­γέλ­λει την άμε­ση ανά­μει­ξη του ιμπε­ρια­λι­στι­κού παρά­γο­ντα στην εξέ­λι­ξη αυτή και εκφρά­ζει την αγω­νι­στι­κή του αλλη­λεγ­γύη στους Τούρ­κους δημο­κρά­τες που συνε­χί­ζουν, σε σκλη­ρό­τε­ρες συν­θή­κες την πάλη ενά­ντια στη στρα­το­κρα­τία και το φασι­σμό για τη δημο­κρα­τία και την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία». Θυμή­θη­κε τις πολύ­ω­ρες προ­σπά­θειες για να βγουν τα ψηφί­σμα­τα αυτά, αλλά και τις περιο­δεί­ες στις γει­το­νιές της Αθή­νας για το μοί­ρα­σμα τους, τις πικετοφορίες…

Άλλοι και­ροί τότε, σκέ­φτη­κε. Με το αίμα της νέας γενιάς να «βρά­ζει», άλλω­στε και οι μνή­μες από την ντό­πια δικτα­το­ρία νωπές, με πλη­γές ακό­μη ανοικτές.

Η περι­πλά­νη­ση στα σχε­τι­κά υλι­κά συνε­χί­στη­κε. Ώσπου έφτα­σε σ’ αυτό που από την αρχή έψα­χνε. Κοί­τα­ξε προ­σε­κτι­κά τη ΦΩΤΟ. Την γύρι­σε να δει την ημε­ρο­μη­νία: «Οκτώ­βρης 1983. Σε συγκέ­ντρω­ση αλλη­λεγ­γύ­ης με τον γραμ­μα­τέα της Κ.Ν Τουρ­κί­ας Α.Τ» .

Όλο χαρά περί­με­νε την οικο­γέ­νεια να ξυπνή­σει για να τους διη­γη­θεί την ιστο­ρία της. Το σχε­τι­κό ντο­κου­μέ­ντο θα τον διευ­κό­λυ­νε να γίνει πιστευ­τός από τα συνή­θως δύσπι­στα παι­διά του, που ενώ εύκο­λα «κατά­πι­ναν αμά­ση­τα» όσα διά­βα­ζαν στα διά­φο­ρα δήθεν «ψαγ­μέ­να site», ήταν «κου­μπω­μέ­νοι» όταν άκου­γαν ιστο­ρί­ες από τα πρώ­τα χρό­νια της μετα­πο­λί­τευ­σης. Ίσως, πίστευε, η προ­πα­γάν­δα για τη «γενιά της μετα­πο­λί­τευ­σης που είναι υπεύ­θυ­νη για όλα τα χάλια της χώρας μας», να είχε τα απο­τε­λέ­σμα­τά της και στα παι­διά του.

Στο τρα­πέ­ζι της βερά­ντας, με το πρω­ι­νό άρχι­σε να διη­γεί­ται την ιστο­ρία του:

«Μετά το πρα­ξι­κό­πη­μα πολ­λοί ήταν αυτοί που ήρθαν στην Ελλά­δα. Κυρί­ως αγω­νι­στές της Αρι­στε­ράς, όσοι μπό­ρε­σαν και γλύ­τω­σαν από το πογκρόμ που πραγ­μα­το­ποί­η­σε σε βάρος τους η στρα­τιω­τι­κή δικτα­το­ρία. Μετα­ξύ τους και η τότε ηγε­σία του Κ.Κ και της νεο­λαί­ας του. Τους αγω­νι­στές αυτούς περι­μά­ζε­ψαν και συντη­ρού­σαν με χίλιες προ­φυ­λά­ξεις αγω­νι­στές από τη χώρα μας. Τα χρό­νια της Ν.Δ τα πράγ­μα­τα ήταν εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λα για­τί σε περί­πτω­ση ανα­κά­λυ­ψης τους, η κυβέρ­νη­ση θα τους έστελ­νε πίσω και τα περί­φη­μα λευ­κά κελιά θα ήταν οι πια μόνι­μοι τόποι κατοι­κί­ας τους, όσοι βέβαια ήταν «τυχε­ροί» και δεν «εξα­φα­νι­ζό­ταν» κατά την επι­στρο­φή τους. Με την άνο­δο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρ­νη­ση τα πράγ­μα­τα –λόγω μιας σει­ράς συγκυ­ριών- «χαλά­ρω­σαν» αρκε­τά και έτσι μπο­ρέ­σα­με να τους αξιο­ποι­ή­σου­με σε εκδη­λώ­σεις αλλη­λεγ­γύ­ης που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν σε αμφι­θέ­α­τρα και συνοικίες.

Η εκδή­λω­ση στο μεγά­λο αμφι­θέ­α­τρο είχε προ­γραμ­μα­τι­στεί για το πρωί της Παρα­σκευ­ής. Τον είχαν ειδο­ποι­ή­σει ότι αυτός θα ήταν ο συντο­νι­στής-ομι­λη­τής της εκδή­λω­σης από μέρους της ελλη­νι­κής πλευ­ράς, ενώ χαι­ρε­τι­σμό θα έκα­νε ο γραμ­μα­τέ­ας της Κ.Ν Τουρκίας.

Το ραντε­βού γνω­ρι­μί­ας τους στα γρα­φεία το από­γευ­μα της Πέμ­πτης , ακο­λού­θη­σε ένα σύντο­μο πέρα­σμα από γνω­στή γρα­φι­κή ταβέρ­να, στέ­κι των παλιών αρι­στε­ρών της Αθή­νας. Ήταν μετρί­ου ανα­στή­μα­τος, μελα­χρι­νός με κοφτε­ρό βλέμ­μα που κυριο­λε­κτι­κά …σάρω­νε τα εσώ­ψυ­χα του συνο­μι­λη­τή του. Και εκεί­να τα οργω­μέ­να χέρια του, όταν τον χαι­ρέ­τι­σαν ένοιω­σε ότι θα έλιω­ναν τα δικά του. Ο διερ­μη­νέ­ας που ήταν μαζί τους βοή­θη­σε για τη συνο­μι­λία. Όπως και η κοι­νή τους αγά­πη για εκεί­νο το γιο­μα­τά­ρι από το Μαρκόπουλο.

Πάντως και αυτός κάτι ήξε­ρε από τούρ­κι­κα. Λίγες λέξεις, που του έμει­ναν από εκεί­νη την πρό­σφυ­γα  γει­τό­νισ­σα απέ­να­ντι από το πατρι­κό του , που μέχρι το τέλος της ζωής της αρνή­θη­κε να μιλή­σει τα ελλη­νι­κά. Έμα­θε πολ­λά για τη ζωή του και κυρί­ως για τα βάσα­να του γεί­το­να λαού. Αλλά και για τον ηρω­ι­σμό του να είναι όλα τα προη­γού­με­να χρό­νια κάποιος αρι­στε­ρός, κομ­μου­νι­στής σ’ αυτή. Στο τέλος, ο διερ­μη­νέ­ας τού έδω­σε σε ένα φύλ­λο χαρ­τί την ομι­λία-χαι­ρε­τι­σμό του, τονί­ζο­ντας με έμφα­ση ότι θα έπρε­πε να τον συνα­γω­νι­στεί στην έντα­ση της φωνής του…

Το πρω­ι­νό της Παρα­σκευ­ής το αμφι­θέ­α­τρο ήταν γεμά­το. Εκα­το­ντά­δες φοι­τη­τές και φοι­τή­τριες είχαν έλθει για να εκφρά­σουν και μ’ αυτόν τον τρό­πο την αλλη­λεγ­γύη τους.

Στο προ­ε­δρείο οι δυο τους. Η εκδή­λω­ση ξεκί­νη­σε με ομι­λία από μέρους του. Γρα­πτή όπως πάντα όταν επρό­κει­το για τέτοιου είδους εκδη­λώ­σεις ώστε σύντο­μα και με σαφή­νεια, χωρίς απε­ρα­ντο­λο­γί­ες, να δίνε­ται το νόημα.

Στη συνέ­χεια και πριν το προ­βλε­πό­με­νο καλ­λι­τε­χνι­κό πρό­γραμ­μα, χαι­ρε­τι­σμό έκα­νε ο επί­ση­μος προ­σκε­κλη­μέ­νος. Η φωνή του βρο­ντε­ρή, γέμι­σε το αμφι­θέ­α­τρο με ρίγη συγκί­νη­σης και ενθουσιασμού:

« arkadaşı ve kız arkadaşı…»

Έχο­ντας μάθει απέ­ξω τον χαι­ρε­τι­σμό του στα ελλη­νι­κά τοπο­θέ­τη­σε το χαρ­τί  που του είχε δώσει ο μετα­φρα­στής, στο τρα­πέ­ζι σε σημείο που δεν ήταν ορα­τό από το ακρο­α­τή­ριο. Ο συγ­χρο­νι­σμός του με τον ομι­λη­τή ήταν άψο­γος, ενώ και συνα­γω­νι­σμός τους σε βρο­ντά­δα φωνής, μάλ­λον τους έβγα­λε ισόπαλους…

Η εκδή­λω­ση στέ­φθη­κε με από­λυ­τη επι­τυ­χία. Ο τούρ­κος ομι­λη­τής δεν προ­λά­βαι­νε να δέχε­ται χει­ρα­ψί­ες, φιλιά, αλλά και χει­ρο­κρο­τή­μα­τα από τους παρευ­ρι­σκό­με­νους. Όμως και αυτός δεν θα έπρε­πε να ήταν παρα­πο­νε­μέ­νος. Εκεί­νη η ξαν­θιά πρα­σι­νο­μά­τα που μέχρι τώρα δεν του είχε χαρί­σει ούτε ένα χαμό­γε­λο, τώρα τον πλη­σί­α­σε και αφού το έσκα­σε ένα φιλί στο μάγου­λο του είπε όλο χάρη: «Όλα τα περί­με­να από εσέ­να σαν βορειο­ελ­λα­δί­τη. Όμως και να ξέρεις τόσο καλά τα τούρ­κι­κα…». Πάντως τι ήθε­λε και το άκου­σε το πει­ρα­χτή­ρι της οργά­νω­σης που έτυ­χε να βρί­σκε­ται κοντά. Του έβγα­λε αμέ­σως το παρα­τσού­κλι: Ο «μετα­φρα­στής», που τον ακο­λου­θού­σε στα μετέ­πει­τα φοι­τη­τι­κά του χρόνια».

Την οικο­γε­νεια­κή σύνα­ξη διέ­κο­ψε το τελευ­ταίο δελ­τίο ειδή­σε­ων: «Η κυβέρ­νη­ση έχει ανα­κτή­σει τον έλεγ­χο σε όλη την Τουρ­κία και παρό­τι ορι­σμέ­νες ομά­δες πρα­ξι­κο­πη­μα­τιών αντι­στέ­κο­νται στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, δεν συνι­στούν πλέ­ον απει­λή. Με βάση τον απο­λο­γι­σμό που δόθη­κε στη δημο­σιό­τη­τα οι νεκροί ξεπερ­νούν τους 250 και οι τραυ­μα­τί­ες τους 1.200. Εκτός από στρα­τιω­τι­κούς, οι τουρ­κι­κές αρχές έχουν συλ­λά­βει περί­που 2.800 δικα­στι­κούς και εισαγ­γε­λείς, όπως μετα­δί­δουν τουρ­κι­κά μέσα.»

Έβα­λε ξανά τη ΦΩΤΟ στο αρχείο. Ήπιε την τελευ­ταία γου­λιά από τον πρω­ι­νό καφέ του και μουρ­μου­ρί­ζο­ντας μπή­κε στο δωμά­τιο: « Ο λαός πάλι θα είναι χαμέ­νος. Γλύ­τω­σε από τη Σκύ­λα, αλλά είναι δέσμιος της Χάρυ­βδης. Ως πότε θα ποτί­ζει ξένες γλάστρες;».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο