Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο “παρείσακτος” του Νίκου Δενδρινού

Γρά­φει η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση //

Το Σάβ­βα­το 9 Ιου­λί­ου 2016, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο Σχί­νο Κοριν­θί­ας στο φιλό­ξε­νο και κατά­με­στο ανοι­χτό Αμφι­θέ­α­τρο του Κέντρου Ελλη­νι­σμού Ιδρύ­μα­τος Δαμια­νού, μία ωραιό­τα­τη καλ­λι­τε­χνι­κή βρα­διά, που συν­δύ­α­σε με αξιο­θαύ­μα­στο τρό­πο το λογο­τε­χνι­κό λόγο και τη μου­σι­κή! Μετά τους εθι­μο­τυ­πι­κούς χαι­ρε­τι­σμούς και τις ανα­γκαί­ες παρεμ­βά­σεις από τον Κύπριο οικο­δε­σπό­τη-ιδρυ­τή του Κέντρου κ. Δαμια­νό Κων­στα­ντί­νου και τους παρευ­ρι­σκό­με­νους επι­σή­μους, παρου­σιά­στη­κε από την υπο­φαι­νό­με­νη το πρό­σφα­τα εκδο­θέν βιβλίο του φίλου και συνα­γω­νι­στή δημο­σιο­γρά­φου- συγ­γρα­φέα Νίκου Δεν­δρι­νού «Ο παρεί­σα­κτος», με ανα­γνώ­σεις απο­σπα­σμά­των από μέλη της Λέσχης Ανά­γνω­σης Μεγά­ρων. Στη συνέ­χεια το γνω­στό Κοριν­θια­κό μου­σι­κό συγκρό­τη­μα «Γόρ­διος Δεσμός», με ένα πλού­σιο και αυστη­ρά επι­λεγ­μέ­νο ρεπερ­τό­ριο, κρά­τη­σε για πολ­λή ώρα ευχά­ρι­στη συντρο­φιά στο κοινό.

sxino1

Από την εκδή­λω­ση στο Σχινό

Πριν παρα­θέ­σου­με την παρου­σί­α­ση του «ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ», θεω­ρώ ανα­γκαία μια σύντο­μη ανα­φο­ρά στη βιο­γρα­φία του Νίκου Δεν­δρι­νού που θα συμ­βάλ­λει στο να απο­κτή­σει ο ανα­γνώ­στης μια πλη­ρέ­στε­ρη εικό­να για την προ­σω­πι­κό­τη­τά του αλλά και για το συγκε­κρι­μέ­νο έργο, που είναι το πρώ­το του μυθι­στό­ρη­μα που βλέ­πει το φως της δημο­σιό­τη­τας.

Ο Νίκος Ν. Δεν­δρι­νός, γεν­νή­θη­κε το 1946 στην Ερµού­πο­λη της Σύρου. Μεγά­λω­σε στον Πει­ραιά και απο­φοί­τη­σε από το Ναυ­τι­κό Γυµνά­σιο «ΠΡΩΤΕΥΣ». Τα χρό­νια της χού­ντας (1967- 1970), τον βρή­καν να υπηρε­τεί στο Πολε­µι­κό Ναυτικό.

Ολο­κλή­ρω­σε τις σπου­δές σε Σχο­λή Ναυ­τι­λια­κών Επι­χει­ρή­σε­ων της Αθή­νας και εργάστηκε στον ναυ­τι­λια­κό χώρο, ως ναυ­τι­κός (β’ Πλοί­αρ­χος) και ως διευ­θυ­ντι­κό στέ­λε­χος σε εφο­πλι­στι­κά γρα­φεία.

Από το 1985 και µετά ζει µόνι­µα στους Αγί­ους Θεο­δώ­ρους Κοριν­θί­ας όπου και εργά­στη­κε µέχρι την συντα­ξιο­δό­τη­σή του ως ασφα­λι­στής, δηµο­σιο­γρά­φος και εκδό­της τοπικών εντύ­πων.

Υπήρ­ξε συνερ­γά­της πολ­λών εφη­µε­ρί­δων και περιο­δι­κών (πολι­τι­κών και αθλη­τι­κών) καθώς και του κοριν­θια­κού τηλε­ο­πτι­κού στα­θµού «ΤΟΡ CHANNEL».

Παράλ­λη­λα προ­σέ­φε­ρε και εξα­κο­λου­θεί να προ­σφέ­ρει τις εθε­λο­ντι­κές υπη­ρε­σίες του σε πλη­θώ­ρα κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­στι­κών φορέων. 

Είναι ιδρυτικό µέλος του «Λαϊ­κού Θεά­τρου Αγί­ων Θεο­δώ­ρων» και της Εται­ρεί­ας Κοριν­θί­ων Συγ­γρα­φέ­ων (Ε. Κ. Σ.). Υπήρ­ξε µέλος επί σει­ρά ετών του Δ. Σ. του Πολι­τι­στι­κού Κέντρου του Δήµου Αγί­ων Θεο­δώ­ρων ενώ παρα­µέ­νει για 13η χρο­νιά Αντι­πρό­ε­δρος του Κέντρου πρό­λη­ψης «ΔΙΟΛΚΟΣ» στην Κόρινθο. 

Είναι παντρε­μέ­νος και πατέ­ρας δύο παιδιών. 

Ο «Παρεί­σα­κτος» απο­τε­λεί για το συγ­γρα­φέα Νίκο Δεν­δρι­νό, ένα λυτρω­τι­κό όρα­μα ζωής, μια κατά­θε­ση ψυχής και πάνω απ’ όλα, μια απέ­ρα­ντη ηθι­κή ικα­νο­ποί­η­ση, για την επελ­θού­σα δικαί­ω­ση, την απο­κα­τά­στα­ση της αλή­θειας και την κατά­κτη­ση της ψυχι­κής αγαλ­λί­α­σης και ηρε­μί­ας, έστω και ετεροχρονισμένα.

«…Με την ωρι­μό­τη­τα της ηλι­κί­ας και την ευαι­σθη­σία που τον δια­κρί­νει, ο συγ­γρα­φέ­ας κατορ­θώ­νει ν’ απο­τυ­πώ­σει στο χαρ­τί, εξή­ντα τρία ολό­κλη­ρα χρό­νια μετά τη βίω­σή τους, γεγο­νό­τα και συμπε­ρι­φο­ρές που τον πλή­γω­σαν, όπως πλη­γώ­νουν και καταρ­ρα­κώ­νουν κάθε παι­δι­κή ψυχή, οπο­τε­δή­πο­τε εκδη­λώ­νο­νται και εκφρά­ζο­νται σε βάρος της κατά τρό­πο βάναυ­σο, απα­ξιω­τι­κό και απάν­θρω­πο. Με την ωρι­μό­τη­τα της ηλι­κί­ας και την ευαι­σθη­σία που τον δια­κρί­νει, ο συγ­γρα­φέ­ας κατορ­θώ­νει ν’ απο­τυ­πώ­σει στο χαρ­τί, εξή­ντα τρία ολό­κλη­ρα χρό­νια μετά τη βίω­σή τους, γεγο­νό­τα και συμπε­ρι­φο­ρές που τον πλή­γω­σαν, όπως πλη­γώ­νουν και καταρ­ρα­κώ­νουν κάθε παι­δι­κή ψυχή, οπο­τε­δή­πο­τε εκδη­λώ­νο­νται και εκφρά­ζο­νται σε βάρος της κατά τρό­πο βάναυ­σο, απα­ξιω­τι­κό και απάνθρωπο. 

dendrinos

Ο συγ­γρα­φέ­ας Νίκος Δενδρινός

Όταν σε περι­βάλ­λον, υπο­τι­θέ­με­νο οικο­γε­νεια­κό και οικείο κακο­ποιού­νται παι­διά και ποδο­πα­τού­νται ανθρώ­πι­νες υπο­στά­σεις, απρο­στά­τευ­τες και τρο­μαγ­μέ­νες υπάρξεις, 

Όταν σε επο­χές κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κής ανα­στά­τω­σης κι εμφυ­λιο-πολε­μι­κού κλί­μα­τος εντεί­νο­νται τα πάθη και καλ­λιερ­γού­νται τα προ­σω­πι­κά μίση, η κακία και η διχόνοια,

Όταν η αγά­πη και το έλε­ος εξα­νε­μί­ζο­νται, δίνο­ντας τόπο κι έδα­φος στη βαρ­βα­ρό­τη­τα, τον κατα­τρεγ­μό, τη βαναυ­σό­τη­τα. Μεγά­λο το τόλ­μη­μα του συγ­γρα­φέα με σωρεία θετι­κών συνε­πειών. Κατ’ αρχήν κυριαρ­χεί η ανα­κού­φι­ση, το υπέ­ρο­χο αίσθη­μά της. Ακο­λου­θεί το άρω­μα της δικαί­ω­σης που κατα­κυ­ριεύ­ει το νου και το συναί­σθη­μα. Επέρ­χε­ται η κάθαρ­ση που λυτρώ­νει ψυχή και πνεύ­μα. Ανα­πτε­ρώ­νει το ηθι­κό και υπό­σχε­ται γαλήνη.

Στο πόνη­μα τού­το δια­κρί­νου­με μια διστα­κτι­κή ανα­κί­νη­ση της μνή­μης, μια δια­κρι­τι­κή ανα­μό­χλευ­ση του παρελ­θό­ντος. Θαρ­ρείς πως ακό­μα και τώρα δεν έχει παρ­θεί στο ακέ­ραιο η από­φα­ση για την απο­κα­τά­στα­ση της πλέ­ριας αλή­θειας, για την απο­κά­λυ­ψη όλων των ψυχι­κών τραυ­μά­των και πλη­γών για την ορι­στι­κή επού­λω­σή τους… Έκδη­λη είναι η ανη­συ­χία να μην θιγούν πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, να μην ταρα­χτεί η επί­πλα­στη και φαι­νο­με­νι­κή ισορροπία.

sxino2

Από την εκδή­λω­ση στο Σχινό

Όμως τα ωμά γεγο­νό­τα που παρα­τί­θε­νται σωρη­δόν, το ένα κατό­πιν του άλλου , μετά το ξεκλεί­δω­μα του χρο­νο­ντού­λα­που των ανα­μνή­σε­ων, με τρό­πο λιτό και δωρι­κό, θέλο­ντας ή μη ξετυ­λί­γουν ατό­φια τη βάσα­νο της ανα­γκα­στι­κής, από­το­μης προ­σγεί­ω­σης του εφτά­χρο­νου, τότε, συγ­γρα­φέα στα βαλ­τό­νε­ρα της απο­στε­ω­μέ­νης συνεί­δη­σης και του άκρα­του ατο­μι­σμού των συγ­γε­νι­κών του προ­σώ­πων αλλά και της γενι­κής αδια­φο­ρί­ας, της διε­στραμ­μέ­νης περιέρ­γειας και του ένο­χου «ωχα­δελ­φι­σμού» της ντό­πιας, νησιώ­τι­κης κοι­νω­νί­ας, που στε­κό­ταν δει­λή, ανα­πο­φά­σι­στη και αμέ­το­χη, μπρο­στά στην ευθύ­νη του εξο­βε­λι­σμού της «καυ­τής πατά­τας», εν προ­κει­μέ­νω της κακο­ποί­η­σης ενός παι­διού από τον φασί­στα παπ­πού του.

pareisaktos

Το εξώ­φυλ­λο του βιβλίου

Στις 140 σελί­δες του βιβλί­ου, που απνευ­στί δια­βά­ζο­νται, στα­χυο­λο­γού­νται, λακω­νι­κά έστω κι επι­γραμ­μα­τι­κά, μνή­μες και γεγο­νό­τα, ουσιώ­δη όλα κι απο­κα­λυ­πτι­κά, που σε καμιά περί­πτω­ση δεν θα γινό­ταν να παρα­λει­φθούν ή ν’ απο­σιω­πη­θούν. Ο ιστός της μυθο­πλα­σί­ας τους έχει από­λυ­τη ανά­γκη, ώστε συνειρ­μι­κά, η περιε­κτι­κή και μεστή αφή­γη­σή τους να οδη­γή­σει τον ανα­γνώ­στη σε συμπε­ρά­σμα­τα ίδια μ΄εκείνα του συγγραφέα.

Έτσι ξετυ­λί­γε­ται ο μίτος, παράλ­λη­λα με την ιστο­ρία και το μύθο, που θα μας βγά­λει με σιγου­ριά κι ασφά­λεια από τον λαβύ­ριν­θο της άσκο­πης περι­πλά­νη­σης. Η συχνή ανα­φο­ρά στο περι­βάλ­λον και το ζωι­κό βασί­λειο, οι τρυ­φε­ρές περι­γρα­φές αγα­πη­μέ­νων ζώων και η παρά­θε­ση σκη­νών προ­σω­πι­κής ευφο­ρί­ας, ως απο­τέ­λε­σμα της παρου­σί­ας τους στη μονα­ξιά του παρεί­σα­κτου, μικρού «ήρωα», απο­δεί­χνουν και ανα­δεί­χνουν, ταυ­τό­χρο­να τη ζωο­φι­λία του συγ­γρα­φέα και τη μεγά­λη ευαι­σθη­σία του απέ­να­ντι σε όλα τ’ αδύ­να­μα πλά­σμα­τα της φύσης. Οι πάπιες της στε­ριάς, οι γλά­ροι της θάλασ­σας, ο «τίγρης» του παπ­πού, η Φώκια της Μεσο­γεί­ου κατέ­χουν στο έργο εξ’ ίσου πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους, δίπλα στον κεντρι­κό ήρωα, το Νίκο.

Το ίδιο θα έλε­γα και για την εύστο­χη ανα­φο­ρά στον εκτο­πι­σμέ­νο, πολι­τι­κά κι επαγ­γελ­μα­τι­κά δάσκα­λο Δημή­τρη και στην μικρή Κατε­ρί­να, την εκτο­πι­σμέ­νη κι αυτή στην ποι­με­νι­κή-βου­κο­λι­κή ζωή της οικο­γέ­νειάς της, που όμως παρά τον κατα­τρεγ­μό και την απο­μό­νω­ση δια­πνέ­ο­νται από ανθρω­πιά και καλο­σύ­νη και συμπα­ρα­στέ­κο­νται σθε­να­ρά και απο­φα­σι­στι­κά στο δρά­μα του φίλου τους.

Η παντοει­δής ψυχι­κή και σωμα­τι­κή κακο­ποί­η­ση του Νίκου, όπως βάναυ­σα εκδη­λώ­θη­κε στην πιο τρυ­φε­ρή του ηλι­κία, από το αφι­λό­ξε­νο, συγ­γε­νι­κό, άγνω­στο μέχρι τότε, περι­βάλ­λον της οικο­γέ­νειας του πατέ­ρα του, αλλά και η απρό­βλε­πτη από­πει­ρα βια­σμού του από τον υπο­τι­θέ­με­νο αθώο φίλο του, όλα γεγο­νό­τα πραγ­μα­τι­κά, επι­βε­βαιώ­νουν τον ένα και μονα­δι­κό λόγο που θα είχε προ­φα­νώς ο συγ­γρα­φέ­ας, για να απο­κα­λύ­ψει την αλή­θεια τους: Η συνέρ­γεια και η συμ­βο­λή στην προ­ά­σπι­ση των δικαιω­μά­των του παι­διού βάσει των διε­θνών συμ­βά­σε­ων του ΟΗΕ για τα «δικαιώ­μα­τα του παι­διού» και βάσει του ν.2101/1992.

syros1

Από βιβλιο­πα­ρου­σί­α­ση στη Σύρο

Εδώ, φίλοι μου, επι­τρέψ­τε να κάνω χρή­ση του επι­λό­γου της εκπαι­δευ­τι­κού Λίτσας Παπ­πά-Μάνη, που παρου­σί­α­σε πρό­σφα­τα το βιβλίο αυτό στη Σύρο (10/4/2016), που επι­ση­μαί­νει κάτι πολύ σημαντικό:

«Λένε πως μία κοι­νω­νία φαί­νε­ται πόσο πολι­τι­σμέ­νη είναι από τον τρό­πο που φέρε­ται στα παι­διά. Στο χέρι μας είναι να ομορ­φαί­νου­με τη ζωή και την κοι­νω­νία μας με πρά­ξεις ανθρω­πιάς και αγά­πης, συνα­δέλ­φω­σης και συμπό­ρευ­σης. Ο πόνος του άλλου, του οποιου­δή­πο­τε άλλου, είναι και δικός μας. Ας σπά­σου­με το κακό σπυ­ρί της ιδιο­τέ­λειας, του άκρα­του εγω­ι­σμού και της ένο­χης σιω­πής. Τελειώ­νο­ντας, ένα τρα­γού­δι πλημ­μυ­ρί­ζει το μυα­λό μου, σε στί­χους Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λου και μου­σι­κή Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, από τη φωνή του Παύ­λου Σιδη­ρό­που­λου: «υπε­ρα­σπί­σου το παι­δί, για­τί αν γλυ­τώ­σει το παι­δί, υπάρ­χει ελπίδα»».

Θα κλεί­σω με τον επί­λο­γο της ομι­λί­ας της συγ­γρα­φέα-αφη­γή­τριας παρα­μυ­θιών, Λίλ­λης Λαμπρέλ­λη στην ΕΕΛ (23/3/16), επί­σης για το ίδιο βιβλίο , δείγ­μα μιας πολύ ενδια­φέ­ρου­σας αλλά και αρκε­τά δια­φο­ρε­τι­κής προσέγγισης.

« Όλα αυτά, για να κατα­λή­ξω ότι ο Παρεί­σα­κτος του Νίκου Δεν­δρι­νού έχει τις χάρες του λαϊ­κού παρα­μυ­θιού –που είναι ο μόνος μυθι­κός λόγος που έχει παρα­μεί­νει ολο­ζώ­ντα­νος σ’ ολό­κλη­ρο τον μικρό μας πλα­νή­τη. Γι΄αυτό και με συγκί­νη­σε αυτό το αφήγημα.

Ποιες είναι οι χάρες του βιβλί­ου που αντι­στοι­χούν στο λαϊ­κό παρα­μύ­θι; Σε τι αυτή η βιω­μα­τι­κή ιστο­ρία μοιά­ζει με μαγι­κό παραμύθι;

-Το είπα ήδη. Στην απλό­τη­τα –απλό­τη­τα στη γλώσ­σα, στη δομή, στην εξέ­λι­ξη: το ένα επει­σό­διο μετά το άλλο. 

-Στην έλλει­ψη απο­χρώ­σε­ων στους χαρα­κτή­ρες (καλοί-κακοί). Όπως και στα παρα­μύ­θια, οι περι­γρα­φές γίνο­νται με χοντρές πινε­λιές. Στην ουσία, οι εικό­νες είναι μαυ­ρό­α­σπρες. Επίσης:

-Στο ότι πραγ­μα­τεύ­ε­ται μια ενδο­οι­κο­γε­νεια­κή σύγκρου­ση, όπως ο μυθι­κός λόγος.

-Στο ότι, σύμ­φω­να με τη μορ­φο­λο­γία του Προπ, υπάρ­χει μια αρχι­κή

έλλει­ψη: η απου­σία του πατέ­ρα που αμέ­σως μετα­τρέ­πε­ται σε απου­σία όλων των προ­σώ­πων της παι­δι­κής ηλι­κί­ας (της μάνας και των αδελ­φών) και οδη­γεί στην κατάρ­ρευ­ση της εστί­ας της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, με μόνη παρου­σία την παρου­σία των «αντα­γω­νι­στών», των «κακο­ποιών», σύμ­φω­να με τον Προπ.

sxino3

Στιγ­μιό­τυ­πο από το Σχινό

-Στην παρου­σία μαγι­κών βοη­θών.

Πολ­λοί οι μαγι­κοί βοη­θοί του βιβλί­ου, αλλά οι «κακο­ποιοί» παρό­τι λιγό­τε­ροι είναι πολύ πιο δυνα­τοί, πιο απο­φα­σι­σμέ­νοι, πιο δυνα­μι­κοί, πιο έμπει­ροι και πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κοί στην επι­βο­λή του νόμου της βίας, στην άσκη­ση κατα­χρη­στι­κής εξουσίας…» 

«…Μια ακό­μα ομοιό­τη­τα με την Οδύσ­σεια, το στοι­χείο της θάλασ­σας που υπάρ­χει συνε­χώς σ’ ολό­κλη­ρο το αφή­γη­μα. Η ιστο­ρία ξεκι­νά­ει με διά­πλου και τελειώ­νει με διά­πλου, ενώ η θάλασ­σα είναι ορα­τή σε κάθε εικό­να, από τη μια πανέ­μορ­φη, από την άλλη επι­κίν­δυ­νη, έτοι­μη να κατα­πιεί τον ήρωα που δυο φορές κιν­δύ­νε­ψε να πνιγεί. 

Μια πολύ­τι­μη ιστο­ρία –διπλή μαρ­τυ­ρία για μια Ελλά­δα που χάθη­κε και για ένα κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα (την κακο­ποί­η­ση παι­διών) που ιδί­ως στις μέρες μας, είναι πιο οδυ­νη­ρό από ποτέ. Δια­βά­στε το βιβλίο. Θα σας γοη­τέ­ψει τόσο η αθω­ό­τη­τα του παι­διού, ακό­μα και στις ατα­ξί­ες του, όσο και η αθω­ό­τη­τα της γραφής. 

Ο ορι­σμός του παρα­μυ­θιού το χαρα­κτη­ρί­ζει ως « μια αλη­θι­νή ιστο­ρία που δεν έχει συμ­βεί ποτέ». Όμως η ιστο­ρία του Νίκου είναι μια αλη­θι­νή ιστο­ρία που έχει συμ­βεί. Έχει τις χάρες των παρα­μυ­θιών, αλλά δεν είναι παρα­μύ­θι. Το τέλος της ιστο­ρί­ας παρό­τι είναι πολύ καλύ­τε­ρο από την αρχή της ιστο­ρί­ας, παρα­μέ­νει ανοι­χτό. Εγώ θα έλε­γα ότι η ιστο­ρία του Νίκου ολο­κλη­ρώ­νε­ται εδώ, σήμε­ρα, τώρα-τώρα, που την κου­βε­ντιά­ζου­με και την αγκαλιάζουμε.» 

Κι εγώ αυτό θα έλε­γα.

Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση

ΑΡΧ/ΤΩΝ-ΠΟΙΗΤΡΙΑ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο