Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο «πολιτικλικορεκτισμός»

Γρά­φει ο Φρα­γκί­σκος Λαγω­νι­κά­κης //

Ο «πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμός»1

Ο πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμός (πολι­τι­κή ορθό­τη­τα) είναι μια τάση που έχει ξεκι­νή­σει από τις ΗΠΑ και είναι θα έλε­γα μετα-νεω­τε­ρι­κό φαι­νό­με­νο, ή τέλος πάντων άρχι­σε να παίρ­νει μεγά­λες δια­στά­σεις κάπου στη δεκα­ε­τία του 70′ και μετά. Αν έπρε­πε να περι­γρά­ψω τον πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμό σε μια φρά­ση, θα έλε­γα ότι απο­τε­λεί το φαι­νό­με­νο εκεί­νο στα πλαί­σια του οποί­ου κάποιες λέξεις γίνο­νται ταμπού και κάποιες άλλες επι­λέ­γο­νται για να δημιουρ­γη­θεί ένα απο­δε­κτό λεξι­λό­γιο σε ευαί­σθη­τα ζητή­μα­τα όπως είναι ο ρατσι­σμός, οι σχέ­σεις των δυο φύλων, η θρη­σκεία κ.α.

Για παρά­δειγ­μα, θεω­ρεί­ται απα­ρά­δε­κτο στις ΗΠΑ ένας λευ­κός να απο­κα­λέ­σει έναν μαύ­ρο «νέγρο» για­τί αυτή η λέξη είναι φορ­τι­σμέ­νη με αρνη­τι­κό-ρατσι­στι­κό-νόη­μα. Σε κάποιες περι­πτώ­σεις μάλι­στα μια λέξη που πρω­τύ­τε­ρα ήταν απο­δε­κτή μπο­ρεί αργό­τε­ρα να αλλά­ξει και να γίνει ταμπού, και στη θέση της να προ­τα­θεί μια άλλη λέξη. Πχ το έγχρω­μος που παλιά ήταν απο­δε­κτό για να χαρα­κτη­ρί­σεις έναν μαύ­ρο, τώρα αν δεν κάνω λάθος δεν θεω­ρεί­ται απο­δε­κτό και έχει επι­κρα­τή­σει το αφρο-αμε­ρι­κά­νος (ή αντίστροφα).

Με μια πρώ­τη ματιά θα πει κανείς ότι ο πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμός δεν είναι κάτι κακό αφού περιο­ρί­ζει την χρή­ση υπο­τι­μη­τι­κών χαρα­κτη­ρι­σμών ανα­φο­ρι­κά με συναν­θρώ­πους μας, ή μειο­νό­τη­τες, ή πιο αδύ­να­μες κοι­νω­νι­κές ομά­δες. Δεν μπο­ρεί κανείς να αρνη­θεί ‑εκτός και αν είναι «ούγκα­νος»- ότι είναι λάθος κάποιον ομο­φυ­λό­φι­λο να τον απο­κα­λού­με «πού­στη» ή έναν μαύ­ρο να τον λέμε «αρά­πη», όμως εδώ υπάρ­χει και το ζήτη­μα της ουσίας.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όσο και αν «απο­στει­ρώ­σεις» την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από μια σει­ρά άσχη­μων εκφρά­σε­ων, με κανέ­ναν τρό­πο δεν ξεμπλέ­κεις από την ουσια­στι­κή κυριαρ­χία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας πάνω στα ανθρώ­πι­να υπο­κεί­με­να και τις μάζες. Ακό­μη και αν η λέξη «αρά­πης» εξα­φα­νι­στεί από τον κόσμο, δεν θα εξα­φα­νι­στούν οι δια­κρί­σεις οι οποί­ες πηγά­ζουν από αντι­κει­με­νι­κές σχέ­σεις της καθη­με­ρι­νό­τη­τας που ανα­πα­ρά­γο­νται. Ακό­μα και αν η λέξη «μου­νά­ρα» δεν ξανα­ει­πω­θεί ποτέ για να περι­γρά­ψει μονο­λε­κτι­κά μια όμορ­φη γυναί­κα, η σεξουα­λι­κή παρε­νό­χλη­ση στον χώρο εργα­σί­ας δεν θα στα­μα­τή­σει, η απαί­τη­ση από κάποιες επι­χει­ρή­σεις οι υπάλ­λη­λοι τους να ντύ­νο­νται «σέξι» θα συνε­χί­σει να θεω­ρεί­ται εκ των ουκ άνευ για σερ­βι­τό­ρες, πωλή­τριες, μεσί­τριες κλπ. Με λίγα λόγια με το να αλλά­ξεις την λέξη δεν εξα­φα­νί­ζεις την αντι­κει­με­νο­ποί­η­ση της γυναί­κας, τον κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό των ομο­φυ­λο­φί­λων, την προ­κα­τά­λη­ψη της ευρύ­τε­ρης κοι­νω­νί­ας απέ­να­ντι στους μαύ­ρους του γκέτο.

Βεβαί­ως το να απο­κα­λείς κάποιον με υπο­τι­μη­τι­κούς χαρα­κτη­ρι­σμούς συμ­βά­λει στην διαιώ­νι­ση των δια­κρί­σε­ων και των στε­ρε­ο­τύ­πων, όμως απο­τε­λεί σύμ­πτω­μα του ενός ή του άλλου φαι­νο­μέ­νου και όχι αιτία του, δηλα­δή δεν υπάρ­χει ρατσι­σμός επει­δή λέμε τους μαύ­ρους αρά­πη­δες, λέμε τους μαύ­ρους αρά­πη­δες, επει­δή υπάρ­χει ρατσι­σμός. Η μεγα­λύ­τε­ρη μου ένστα­ση απέ­να­ντι στην κυριαρ­χία του πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμού είναι ότι αυτή η εμμο­νή στους τύπους και στις λέξεις έχει σκο­πί­μως απο­τε­λέ­σει ένα πέπλο κάτω από το οποίο κρύ­βο­νται τα πραγ­μα­τι­κά αίτια και τα πραγ­μα­τι­κά φαι­νό­με­να του ρατσι­σμού, του σεξι­σμού, του κοι­νω­νι­κού απο­κλει­σμού, κλπ. Βλέ­που­με για παρά­δειγ­μα στην κούρ­σα για τις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές στις ΗΠΑ πώς οι δύο υπο­ψή­φιοι σκα­λί­ζουν ο ένας το παρελ­θόν του άλλου για να ανα­κα­λύ­ψουν «ατυ­χείς» εκφρά­σεις που έχουν ειπω­θεί (μη πολι­τι­κά ορθές) οι οποί­ες θα μπο­ρού­σαν να θεω­ρη­θούν ρατσι­στι­κές, μισο­γυ­νι­κές κλπ. Αυτό όμως πέρα από ψηφο­θη­ρι­κά, λει­τουρ­γεί και απο­προ­σα­να­το­λι­στι­κά, δηλα­δή οκ, μπο­ρεί να έχει πει ο Τραμπ τη λέξη «αρά­πης» και να τον κατη­γο­ρεί η Χίλα­ρι, παρό­λα αυτά δεν υπάρ­χει κανέ­να πρό­βλη­μα πολι­τι­κής ορθό­τη­τας όταν λέει ότι θέλει να διώ­ξει όλους τους μεξι­κά­νους μετα­νά­στες. Αντί­στοι­χα είναι μη πολι­τι­κά ορθό να πεις μια γυναί­κα «γκό­με­να» αλλά δεν υπάρ­χει κανέ­να ζήτη­μα πολι­τι­κής ορθό­τη­τας στο να ξηλώ­σεις τα ειδι­κά δικαιώ­μα­τα που της δίνει η μητρό­τη­τα. Έχου­με λοι­πόν μια κατά­στα­ση κατά την οποία, στην προ­σπά­θεια να δια­σω­θούν οι τύποι, μπαί­νουν στο παρα­σκή­νιο τα πραγ­μα­τι­κά ζητή­μα­τα, και αυτό επι­μέ­νω είναι κάτι που δεν γίνε­ται τυχαία.

Επι­πλέ­ον βρί­σκω μια σχέ­ση του πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμού με ένα άλλο φαι­νό­με­νο, αυτό της ανα­βά­πτι­σης των εννοιών. Και με την ανα­βά­πτι­ση των εννοιών εννοώ τη τάση να αλλά­ζου­με το όνο­μα σε έννοιες για να δια­φο­ρο­ποι­η­θεί και το περιε­χό­με­νο τους τελι­κά ή επει­δή έχει δια­φο­ρο­ποι­η­θεί το περιε­χό­με­νο τους. Πχ, πλέ­ον επι­σή­μως δεν ακού­γε­ται που­θε­νά η λέξη δου­λειά, έχει αντι­κα­τα­στα­θεί από τη λέξη απα­σχό­λη­ση, αντί­στοι­χα αντί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί η λέξη μαζι­κές απο­λύ­σεις, χρη­σι­μο­ποιεί­ται η λέξη «εφε­δρεία». Έχουν δηλα­δή οι λέξεις γίνει κάτι σαν απο­διο­πο­μπαί­ος τρά­γος που όταν φορ­τώ­νο­νται με πραγ­μα­τι­κά αρνη­τι­κό νόη­μα ή με νόη­μα που είναι άβο­λο για το σύστη­μα, τότε διώ­χνο­νται από το καθη­με­ρι­νό λεξι­λό­γιο (ή στη θέση τους μπαί­νουν άλλες) και έτσι δίνε­ται η εντύ­πω­ση ότι ξεστοι­χειώ­σα­με και από τις πραγ­μα­τι­κές αιτί­ες των φαι­νο­μέ­νων. Όμως αν κάποιος νομί­ζει ότι με το να παρου­σιά­σει τα φαι­νό­με­να αλλιώς από ό,τι είναι, κατα­φέρ­νει να αλλά­ξει απο­φα­σι­στι­κά και τα ίδια τα φαι­νό­με­να, είναι σαν να ελπί­ζει ότι οι προ­βλέ­ψεις και­ρού να είναι αυτές που καθο­ρί­ζουν τον και­ρό και όχι ο και­ρός τις προ­βλέ­ψεις.2

Υπάρ­χει και μια ακό­μη προ­βλη­μα­τι­κή διά­στα­ση του φαι­νο­μέ­νου του πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμού, και έχει να κάνει με την λογο­κρι­σία όταν το πράγ­μα φτά­νει στα άκρα. Υπάρ­χουν φορές που όταν εκφρά­ζε­σαι δημό­σια σε περι­μέ­νει ο άλλος στη γωνία με το ρόπα­λο μήπως και τυχόν σου ξεφύ­γει κάποια «απα­γο­ρευ­μέ­νη» λέξη για να σου κάνει παρα­τή­ρη­ση. Άμα πχ πεις «μας γαμή­σα­νε» είναι σεξι­σμός, άμα πεις «ωραίο γκο­με­νά­κι» είναι και αυτό σεξι­σμός, άμα ανα­φερ­θείς σε γεν­νη­τι­κά όργα­να με μη εγκε­κρι­μέ­νες λέξεις, είναι πάλι σεξι­σμός, αν πεις «ω ρε πού­στη» μου είναι ομο­φο­βία. Η υπερ­βο­λι­κή εμμο­νή στην ορθό­τη­τα του λόγου στα πλαί­σια του πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμού, φτά­νει μερι­κές φορές στο σημείο να γίνει [κάτι σαν] ένα είδος νέο-που­ρι­τα­νι­σμού που έρχε­ται να δια­μορ­φώ­σει τα χρη­στά ήθη πέρα και πάνω από την δια­νοη­τι­κή ικα­νό­τη­τα της κρί­σης του καθ’ ενός. Ας πάρου­με για παρά­δειγ­μα το παρα­κά­τω ποί­η­μα του Κ. Βάρ­να­λη (το βρή­κα εκεί):

ΤΑ ΜΟΥΝΑΚΙΑ

Μου­νά­κια φλο­γι­σμέ­να σαν τα ρόδα
Σαν του νεο­φούρ­νι­στου ψωμιού τη θρα­ψε­ρή ζεστοβολιά
Μες τα τρε­μό­πα­χα μεριά σας
που ονει­ρεύ­ε­στε νυχτιές οργιακές
Παρ­θε­νι­κά μουνάκια!
αργο­σα­λεύ­ουν τα χειλάκια
τα χνουδωτά!
Σαν γαρού­φαλ­λων ανε­μό­σει­στα φυλλάκια
Σαν στο­μα­τά­κια διψασμένα
από ποια δίψα;
Και κάπου κάπου αργοκυλά
στων δια­κα­μέ­νων σας χει­λιών την άκρη
της βαρ­βα­τί­λας καβλο­μύ­ρι­στο ένα δάκρυ!

Το παρα­πά­νω ποί­η­μα απο­τε­λεί, με όρους πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμού, ένα ναρ­κο­πέ­διο μισο­γυ­νι­σμού, σεξι­σμού, χυδαιό­τη­τας κλπ. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, αυτό που κάνει ο Βάρ­να­λης, είναι ότι απε­νο­χο­ποιεί και εξαί­ρει τη σεξουα­λι­κή πρά­ξη και τη σεξουα­λι­κή επι­θυ­μία μέσα από την εξύ­μνη­ση της νιό­της. Αυτό το κάνει με τη χρή­ση της λαϊ­κής, καθη­με­ρι­νής γλώσ­σας μέσω της οποί­ας συνή­θι­ζε να εκφρά­ζε­ται ο ποι­η­τής. Θέλω να πω λοι­πόν με το παρά­δειγ­μα μου, ότι δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει ένας τόσο από­λυ­τος σκλη­ρός κανό­νας για τις λέξεις και για τις εκφρά­σεις που επι­τρέ­πε­ται ή δεν επι­τρέ­πε­ται να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει κανείς, διό­τι κάτι τέτοιο ενέ­χει τον κίν­δυ­νο της απο­στεί­ρω­σης του δημο­σί­ου λόγου. Οι συνέ­πειες όμως ενός τέτοιου σκλη­ρού κανό­να, πέρα από τον κόσμο της τέχνης, προ­ε­κτεί­νο­νται και σε εκεί­νο της επιστήμης.

Όμως, οι στό­χοι του πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμού δεν περιο­ρί­ζο­νται στις απα­γο­ρευ­μέ­νες λέξεις μόνο, συχνά, από «ακραία» μετα­μο­ντέρ­να κινή­μα­τα (αλλά και κινή­μα­τα της μοντέρ­νας επο­χής), στο­χο­ποιού­νται τρό­ποι ένδυ­σης, αξε­σουάρ, καλ­λυ­ντι­κά, κοσμή­μα­τα, συμπε­ρι­φο­ρές κλπ. Για κάποιους η συμπε­ρι­φο­ρά ή το ντύ­σι­μο, ή το περ­πά­τη­μα μιας γυναί­κας μπο­ρεί να θεω­ρη­θούν «πολύ γυναι­κεία», πολύ κοντά δηλα­δή στην παρα­δο­σια­κή συντη­ρη­τι­κή εικό­να που έχου­με για την γυναί­κα, άρα σεξι­στι­κά, άρα όχι ορθά. Φτά­νει δηλα­δή να προ­τεί­νε­ται ως αντί­δο­το για μια κάποιου είδους κοι­νω­νι­κή ασφυ­ξία, πχ την ανι­σό­τη­τα με βάση το φύλο, μια άλλου είδους κοι­νω­νι­κή ασφυ­ξία που στρέ­φε­ται ενα­ντί­ον όλων αφού τελι­κά προ­τεί­νει και αυτή τη δική της «μπούρ­γκα». Το παρα­πά­νω βεβαί­ως απο­τε­λεί ακραίο παρά­δειγ­μα, αλλά όχι φανταστικό.

Έχει επί­σης ενδια­φέ­ρον πώς κάποιες φορές, αυτό που παρου­σιά­ζε­ται ως πρω­το­πο­ρια­κό για τις σχέ­σεις των δύο φύλων, απο­κτά και εμπο­ρι­κές δια­στά­σεις. Ας πάρου­με για παρά­δειγ­μα το πώς προ­ώ­θη­σαν οι καπνο­βιο­μη­χα­νί­ες το κάπνι­σμα στη γυναί­κα στα μέσα περί­που του 20ου αιώ­να. Το παρου­σί­α­σαν τότε σαν πρά­ξη απε­λευ­θέ­ρω­σης για την γυναί­κα που ήθε­λε να είναι μοντέρ­να, το προ­ώ­θη­σαν μέσα από το cinema μέσα από sex symbols της εποχής(και εδώ υπάρ­χει φυσι­κά αντί­φα­ση) και έτσι μέσω της γυναι­κεί­ας χει­ρα­φέ­τη­σης από τα πρό­τυ­πα του παρελ­θό­ντος, ήρθε μια κάποιου τύπου χει­ρα­γώ­γη­ση της αγο­ράς. Το πιο ενδια­φέ­ρον όμως είναι ότι στις μέρες μας, το κάπνι­σμα στο cinema και στην τηλε­ό­ρα­ση έχει κατα­στεί μη πολι­τι­κά ορθό και είναι σχε­δόν απαγορευμένο.

Τονί­ζω, για να μην υπάρ­χουν παρε­ξη­γή­σεις, ότι δεν είμαι υπέρ της αυθαι­ρε­σί­ας στην έκφρα­ση, αλλά δεν είμαι και υπέρ ενός index με απα­γο­ρευ­μέ­νες εκφρά­σεις και λέξεις που να επι­μέ­νει για το από­λυ­το της εφαρ­μο­γής του. Μεγα­λύ­τε­ρο όμως ζήτη­μα κατ’ εμέ είναι η από­πει­ρα να ξορ­κι­στούν ένα σωρό μεί­ζο­να προ­βλή­μα­τα μέσα από την ανα­βά­πτι­ση της γλώσ­σας, και έτσι να πάψει να απο­τε­λεί υπο­χρέ­ω­ση του αστι­κού κρά­τους η προ­σπά­θεια για επί­λυ­ση τους.

Τέλος, θα προ­σθέ­σω ακό­μη μια διά­στα­ση που έχει ενδια­φέ­ρον και που δεν θέλω να της βάλω κάποιο πρό­ση­μο. Το πολι­τι­κά ορθό αφο­ρά κυρί­ως τους άλλους, τους έξω από την ευαί­σθη­τη ομά­δα. Δηλα­δή ένας μαύ­ρος δεν είναι λάθος στα πλαί­σια του πολι­τι­κά ορθού να πει έναν άλλο μαύ­ρο νέγρο. Αντί­στοι­χα ένας γκέι είναι οκ να πει εκφρά­σεις απα­γο­ρευ­μέ­νες για τους μη γκέι σε κάποιον άλλο γκέι.

Κατα­λα­βαί­νω ότι το ζήτη­μα το οποίο πραγ­μα­τεύ­θη­κα είναι ευαί­σθη­το, προ­σπά­θη­σα ωστό­σο να είμαι προ­σε­κτι­κός. Σίγου­ρα υπάρ­χουν πολ­λές ακό­μη δια­στά­σεις και μπο­ρούν να γρα­φτούν ολό­κλη­ρα βιβλία για ένα τόσο βαθύ και δια­δε­δο­μέ­νο φαι­νό­με­νο όπως είναι αυτό της πολι­τι­κής ορθό­τη­τας. Θεω­ρώ ότι οι πτυ­χές που φωτί­στη­καν παρα­πά­νω απο­τε­λούν μια καλή τρο­φή για σκέ­ψη και περαι­τέ­ρω διάλογο.

politically-correct

Υστε­ρό­γρα­φο: Συχνά η πολε­μι­κή ενά­ντια στον πολι­τι­κλι­κο­ρε­κτι­σμό έρχε­ται από τα δεξιά και δη τα ακρο­δε­ξιά, δεν συντάσ­σο­μαι με αυτό το σκε­πτι­κό, δεν προ­τεί­νω στη θέση του πολι­τι­κά ορθού την κυριαρ­χία μιας ακροδεξιάς/φασιστικής ασυ­δο­σί­ας ενά­ντια στις μειο­νό­τη­τες και τις ευαί­σθη­τες ομά­δες. Ελπί­ζω αυτό να γίνε­ται αντι­λη­πτό στην επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία μου.

Λαγω­νι­κά­κης Φρα­γκί­σκος(Poexania)

1 To «politically correct», στα ελλη­νι­κά «πολι­τι­κά ορθό». Ας μου συγ­χω­ρε­θεί η αυθαί­ρε­τη λεξι­πλα­σία αλλά προ­σω­πι­κά χρη­σι­μο­ποιώ περισ­σό­τε­ρο αυτή τη σύν­θε­τη λέξη για να τον περι­γρά­ψω, οπό­τε θα κάνω χρή­ση της και στο άρθρο.

2 Φυσι­κά ως ένα βαθ­μό στα κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να έχει σημα­σία το πώς θα τα παρου­σιά­σεις, για αυτό άλλω­στε γίνε­ται και η αλλα­γή των ονο­μά­των και των εννοιών. Όμως η προ­σπά­θεια από­κρυ­ψης ενός κοι­νω­νι­κού προ­βλή­μα­τος του μεγέ­θους και της σημα­σί­ας του ρατσι­σμού μέσω της απο­στεί­ρω­σης του δημό­σιου λόγου, συνή­θως σκο­πό έχει να αθω­ώ­σει τα αίτια και όχι να τα καταπολεμήσει. 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο