Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ταγματασφαλίτης διοικητής Πλυτζανόπουλος περιγράφει τη μάχη της Καλλιθέας (23–24 Ιούλη 1944)

Ο συνεργάτης των Γερμανών «πρωθυπουργός»Ράλλης (δεξιά) και ο επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας Αττικής Πλυτζανόπουλος (με τη σημαία), μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, επί Κατοχής…

Ο συνερ­γά­της των Γερ­μα­νών «πρω­θυ­πουρ­γός» Ράλ­λης (δεξιά) και ο επι­κε­φα­λής των Ταγ­μά­των Ασφα­λεί­ας Αττι­κής Πλυ­τζα­νό­που­λος (με τη σημαία), μπρο­στά στο μνη­μείο του Άγνω­στου  Στρα­τιώ­τη, επί Κατοχής…

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Στις 23 Ιού­λη του 1944 μηχα­νο­κί­νη­τα του ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη Μπου­ρα­ντά με ισχυ­ρές δυνά­μεις Γερ­μα­νών και διοί­κη­ση χιτλε­ρι­κών αξιω­μα­τι­κών, κυκλώ­νουν την Καλ­λι­θέα, με σκο­πό να δια­λύ­σουν τα ένο­πλα τμή­μα­τα του ΕΛΑΣ που δρού­σαν στην περιο­χή και να μαζέ­ψουν εργά­τες για τα εργο­στά­σια της χιτλε­ρι­κής Γερ­μα­νί­ας.  Μετά από πολύ­ω­ρη μάχη και σοβα­ρές απώ­λειες απο­κρού­ο­νται από τμή­μα­τα του 1ου Συντάγ­μα­τος του ΕΛΑΣ.

Την επό­με­νη μέρα περί­που 1500 Γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες επι­στρέ­φουν και ξανα­κυ­κλώ­νουν την Καλ­λι­θέα. Στην Καλ­λι­θέα και στις γύρω περιο­χές  ακο­λου­θεί παλ­λαϊ­κός συνα­γερ­μός. Κηρύσ­σε­ται γενι­κή απερ­γία. Ο λαός σπεύ­δει με κάθε τρό­πο να ενι­σχύ­σει τον ΕΛΑΣ. Στη διάρ­κεια της μάχης ένα μικρό σπι­τά­κι στην οδό Μπι­ζα­νί­ου 10 γίνε­ται κάστρο-σύμ­βο­λο ηρω­ι­σμού της ματω­μέ­νης θυσί­ας του λαού μας στον πόλε­μο κατά του φασι­σμού. Το σπι­τά­κι έπε­σε, μα οι συγκρού­σεις συνε­χί­στη­καν για να τελειώ­σουν με τη νίκη των τμη­μά­των του ΕΛΑΣ, που απέ­τρε­ψαν τα σχέ­δια των ναζί και των ντό­πιων συνερ­γα­τών τους για επιστράτευση.

Στη μάχη της Καλ­λι­θέ­ας συμ­με­τέ­χει από τη θέση του β΄ καπε­τά­νιου του 2ου  Συντάγ­μα­τος του ΕΛΑΣ ο Ορέ­στης Μακρής (Γιάν­νης). Στο βιβλίο του Ο ΕΛΑΣ της Αθή­νας ανα­φέ­ρε­ται με λεπτο­μέ­ρειες στη  μάχη της Καλ­λι­θέ­ας και κατα­θέ­τει μετα­ξύ άλλων και μια ενδια­φέ­ρου­σα προ­σω­πι­κή μαρ­τυ­ρία για τον επι­κε­φα­λής των ταγ­μά­των ασφα­λεί­ας συνταγ­μα­τάρ­χη Ιωάν­νη Πλυ­τζα­νό­που­λο, υπεύ­θυ­νο για τη δολο­φο­νία εκα­το­ντά­δων πατριω­τών, με πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στο Μπλό­κο της Κοκ­κι­νιάς και άλλα μπλό­κα στις ηρω­ι­κές συνοι­κί­ες της Αθήνας.

Χαρακτικό στη μνήμη των ηρώων της οδού Μπιζανίου 10, στη Μάχη της Καλλιθέας

Χαρα­κτι­κό στη μνή­μη των ηρώ­ων της οδού Μπι­ζα­νί­ου 10, στη Μάχη της Καλλιθέας

Ο συνταγ­μα­τάρ­χης Ιωάν­νης Πλυ­τζα­νό­που­λος, διοι­κη­τής του «1ου Συντάγ­μα­τος Ευζώ­νων Αθη­νών» (επί­ση­μη ονο­μα­σία των Γερ­μα­νο­τσο­λιά­δων), όταν τον συνα­ντά ο συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου βρί­σκε­ται «φυλα­κι­σμέ­νος» και περι­μέ­νει τη «δίκη» του μαζί με άλλους δοσί­λο­γους. Τον Μάρ­τη του 1947 το Γ΄ Δικα­στή­ριο δωσι­λό­γων θα τον αθω­ώ­σει μαζί με άλλους προ­δό­τες και εγκλη­μα­τί­ες και στη συνέ­χεια θα προ­α­χθεί για τις υπη­ρε­σί­ες του σε υπο­στρά­τη­γο του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού. Θα τιμη­θεί και επί χού­ντας που, εκτός των άλλων τιμών… θα διο­ρί­σει και τον ανι­ψιό του Νίκο δήμαρ­χο στην Κοκκινιά!

Χαρα­κτη­ρι­στι­κά είναι επί­σης και τα όσα ανα­φέ­ρει στον συγ­γρα­φέα για τη μάχη της Καλ­λι­θέ­ας ο αστυ­νό­μος Χρύ­σαν­θος Μπε­κιά­ρης, δεξί χέρι του Μπου­ρα­ντά, που…  κατη­γο­ρεί με αγα­νά­κτη­ση όσους του έδι­ναν εντο­λές να βασα­νί­ζει και να δολο­φο­νεί έλλη­νες πατριώτες…

Χωρίς άλλα σχό­λια από μέρους μας, παρα­θέ­του­με το σχε­τι­κό από­σπα­σμα από το βιβλίο του καπε­τάν Γιάν­νη – Ορέ­στη Μακρή.

ΠΛΥΤΖΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

Μου δόθη­κε η ευκαι­ρία μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας, στα μέσα του 1946, ν’ ακού­σω από «πρώ­το χέρι» την αφή­γη­ση της μεγά­λης μάχης της Καλ­λι­θέ­ας από το συνταγ­μα­τάρ­χη Πλυ­τζα­νό­που­λο. Και πολύ αργό­τε­ρα από τον αστυ­νό­μο Χρύ­σαν­θο Μπε­κιά­ρη, που ήταν το δεξί χέρι του Μπουραντά.

Το καλο­καί­ρι του 1946 οι μετα­δε­κεμ­βρια­νές κυβερ­νή­σεις με συνέ­λα­βαν για συμ­με­το­χή μου στην οργά­νω­σή μας μέσα στο στρα­τό. Με παρέ­πεμ­ψαν στο στρα­το­δι­κείο για παρά­βα­ση του νόμου 375 «περί κατασκοπείας».

Ύστε­ρα από ένα μήνα «ανα­κρί­σεις» και βασα­νι­στή­ρια στα υπό­γεια μιας «βίλας» στην Εκά­λη, με μετέ­φε­ραν μαζί με 15 άλλους συντρό­φους, (τον Τάσο Ρασιά, τον Κούρ­να­βο, τον υπο­λο­χα­γό Αρι­στεί­δη Παπα­δό­που­λο, το λαχα­γό Ευάγ­γε­λο Μονιά­κη, το Νίκο Καστρι­νή, τον Παντα­ζή, το Γιάν­νη Μαυ­ρο­μά­τη, το Γαβρί­λο Μανιά, το Μπαρ­τζά­κα και άλλους) στις φυλα­κές του Στα­δί­ου (απο­δυ­τή­ρια).

Εκεί κρα­τού­σαν σαν υπό­δι­κους όλους τους «έλλη­νες» γερ­μα­νο­κα­τά­σκο­πους της Μέσης Ανα­το­λής, περί­που 50. Ανά­με­σα σ’ αυτούς ήταν κι ο αρχη­γός της γερ­μα­νι­κής κατα­σκο­πεί­ας Μέσης Ανα­το­λής γερ­μα­νός Ζάιτς, ο «συνταγ­μα­τάρ­χης» Πλυ­τζα­νό­που­λος, ο βασα­νι­στής της «Ειδι­κής Ασφά­λειας» ανθυ­πο­μοί­ραρ­χος Παπα­γρη­γο­ρά­κης, οι βασα­νι­στές χωρο­φύ­λα­κες Κου­ρε­μπα­νάς και Γρα­φά­κος και 10 ακό­μα υπα­ξιω­μα­τι­κοί — βασα­νι­στές γερμανοτσολιάδες.

Ο δικός μας ερχο­μός στις φυλα­κές δεν άρε­σε καθό­λου στον Πλυ­τζα­νό­που­λο, για­τί μέχρι τότε είχε μετα­τρέ­ψει το δωμά­τιο που τον κρα­τού­σαν σε «γκαρ­σο­νιέ­ρα», όπου δεχό­ταν καθη­με­ρι­νά μια στρου­μπου­λή νεα­ρή κοπέ­λα. Όταν το βρά­δυ έκλει­ναν τα κελιά μας, αυτός έφευ­γε ελεύ­θε­ρος για το σπί­τι του και γύρι­ζε πάλι το πρωί!

Γι’ αυτό έβα­λε σαν σκο­πό του να μας διώ­ξει κι άρχι­σε τις προ­κλή­σεις με τους δικούς του, προ­σπα­θώ­ντας να παρα­σύ­ρει ενά­ντιά μας και τους γερ­μα­νο­κα­τά­σκο­πους. Σε μια τέτοια από­πει­ρα να μας λια­νί­σουν στο ξύλο, για να μας πάρουν με τα φορεία, όταν ο Πλυ­τζα­νό­που­λος είδε απ’ τα σκα­λιά, ότι θα τα βρουν σκού­ρα οι παλι­κα­ρά­δες του, άρχι­σε να φωνάζει:

«Στα­μα­τή­στε ρέεε! Παπα­γρη­γο­ρά­κη πάρε τους δικούς σου και γρή­γο­ρα μέσα στα κελιά σας. Δεν είσα­στε, ρε, άξιοι να τα βάλε­τε με τα κομ­μού­νια. Αν δεν είχαν το «μία­σμα» του κομ­μου­νι­σμού, θα γινό­μουν εγώ αρχη­γός τους, για­τί είναι πραγ­μα­τι­κά παλικάρια…»

Τότε του φωνά­ζω κι εγώ: «Ναι, αλλά δε μας ρώτη­σες εμάς αν θα σε δεχό­μα­στε για αρχη­γό μας.»

Από τότε δε μας ξανα­προ­κά­λε­σαν. Αντί­θε­τα ο Πλυ­τζα­νό­που­λος γινό­ταν «λαλί­στα­τος» και διη­γό­ταν στο προ­αύ­λιο τα «κατορ­θώ­μα­τά» του. Σε μια τέτοια «ρητο­ρι­κή του ευφο­ρία» έλε­γε, ανά­με­σα σε βωμο­λο­χί­ες, στρί­βο­ντας συνέ­χεια το τσιγ­γε­λω­τό μου­στά­κι του με τη βαριά του φωνή, στους ακρο­α­τές του (τον επι­κε­φα­λής της φρου­ράς ανθυ­πο­μοί­ραρ­χο και δυο — τρεις ύπο­πτους επι­σκέ­πτες του) για τη μάχη της Καλλιθέας:

«… Με κάλε­σε ο πούσ… ο Ράλ­λης (εννο­ού­σε τον κού­ι­σλιγκ πρω­θυ­πουρ­γό) στο γρα­φείο του. Ήταν εκεί και ο γερ­μα­νός στρα­τη­γός των ΕΣ-ΕΣ και μου λέει: θέλου­με 100.000 εργά­τες για τη Γερ­μα­νία. Πρέ­πει να τους μαζέ­ψεις σ’ ένα μήνα. Είσαι ελεύ­θε­ρος να ενερ­γή­σεις όπως θέλεις. Σκό­τω­σε, κρέ­μα­σε, κάψε όσους νομί­ζεις, θα σε ενι­σχύ­ουν και μονά­δες των ΕΣ-ΕΣ, αρκεί να φέρεις τους 100.000 που θέλουν οι γερ­μα­νοί. Τώρα ο πούσ… τα γυρί­ζει και λέει ότι ενερ­γού­σε βάσει εντο­λών του αγγλι­κού στρα­τη­γεί­ου και ρίχνει τα βάρη σε μένα για το αίμα που χύθη­κε. Βγά­ζει την ουρά του και λέει πως τα έκα­να όλα με δική μου πρω­το­βου­λία. Μόλις πήρα τη δια­τα­γή, σχη­μα­τί­ζω ένα κοι­νό επι­τε­λείο, με τον Μπου­ρα­ντά, το Γρί­βα, τον Γκί­νο κι έναν ταγ­μα­τάρ­χη γερ­μα­νό. Είχα­με στη διά­θε­σή μας περί­που 1200 άνδρες. Την πρώ­τη μέρα θα ξεκα­θα­ρί­ζα­με τις ανα­το­λι­κές συνοι­κί­ες (23.7.44), που γει­τό­νευαν με τη λεω­φό­ρο Συγ­γρού, για να μπο­ρού­με να πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με ανε­νό­χλη­τοι κυκλω­τι­κό ελιγ­μό απ’ τη γέφυ­ρα του Κου­κα­κιού προς την οδό Δήμη­τρας, να κατα­λά­βου­με το αμα­ξο­στά­σιο και να μπλο­κά­ρου­με όλους τους ελα­σί­τες της Καλ­λι­θέ­ας. Αλλά οι πούσ… τα κομ­μού­νια, ενώ φτά­σα­με ως την οδό Αρτά­κης μας ξέφευ­γαν, μόλις τους πλη­σιά­ζα­με μας έρι­χναν και φεύ­γα­νε. Δε μπο­ρέ­σα­με να πιά­σου­με ούτε έναν.

Έκα­νε κι ο Μπου­ρα­ντάς μια ψευ­το­ε­πί­θε­ση το από­γευ­μα στην Καλ­λι­θέα, για να τους ξεγε­λά­σου­με και να τους πιά­σου­με στον ύπνο.

Μετά τα μεσά­νυ­χτα συγκε­ντρώ­σα­με όλες μας τις δυνά­μεις στο Κου­κά­κι και τις χωρί­σα­με σε τρία σώμα­τα. Το 1ο με το Γυί­βα και τους 200 χίτες του, θα έπια­ναν όλες τις γέφυ­ρες του ηλε­κτρι­κού, απ’ το θησείο ως την Καλ­λι­θέα, για να μη μπο­ρούν τα κομ­μού­νια να φύγουν από κει. Το 2ο με τους μπου­ρα­ντά­δες, τους χωρο­φύ­λα­κες και τους ευζώ­νους, γύρω στους 700, θα έδι­ναν το κύριο χτύ­πη­μα απ’ τα Παλαιά Σφα­γεία και Χαρο­κό­που. Και, τέλος το 3ο με 300 ευζώ­νους θα ξεκι­νού­σαν απ’ τη γέφυ­ρα του Κου­κα­κιού προς τη λεω­φό­ρο Συγ­γρού να μπλο­κά­ρουν τα κομ­μού­νια στην οδό Δήμη­τρας. Έτσι θα τους κυκλώ­να­με και θα τους πιά­να­με όλους. Ύστε­ρα με την άνε­σή μας θα μαζεύ­α­με 10 και 20 χιλιά­δες εργά­τες για το Ράλ­λη και τους γερ­μα­νούς. Είχα­με κι ένα λόχο από γερ­μα­νούς με πολυ­βό­λα και όλμους, για να τους ρίξου­με, όπου βρί­σκα­με αντί­στα­ση. Φαί­νε­ται όμως πως οι πούσ… είχαν πλη­ρο­φο­ρη­θεί το σχέ­διό μας και μας περί­με­ναν. Χρειά­στη­κα τρεις ώρες για να τους εκτο­πί­σω από το λόφο Σικε­λί­ας και την ΕΛβΙΕ­ΛΑ, κι όταν τους διώ­ξα­με χάσα­με πολύ χρό­νο στην οδό Μπι­ζα­νί­ου. Εκεί κολ­λή­σα­με. Ήταν 10 παι­δα­ρέ­λια και πολε­μού­σαν σα λύκοι.

Mου στέλ­να­νε απα­νω­τές ανα­φο­ρές οι αξιω­μα­τι­κοί μου, ότι έχουν κυκλώ­σει ένα τάγ­μα ελα­σι­τών. Τέτοιοι μαλάκ… δες ήταν. Τους έστει­λα και μια διμοι­ρία γερ­μα­νών με δύο όλμους. Με τις βλα­κεί­ες τους έχα­σα πολύ­τι­μο χρό­νο πιστεύ­ο­ντας πως είχα κυκλώ­σει τις κύριες δυνά­μεις τους.

Όταν είδα το από­γευ­μα με τα μάτια μου πως ήταν μονά­χα 10, έχε­σα πατό­κορ­φα τους αξιω­μα­τι­κούς που μου έστελ­ναν τις κωλο­α­να­φο­ρές τους.

Δίνω αμέ­σως δια­τα­γή για γενι­κή επί­θε­ση μ’ όλες μας τις δυνά­μεις να κατα­λά­βου­με το αμα­ξο­στά­σιο της Καλλιθέας.

Τελι­κά φτά­σα­με εκεί γύρω στις 6 το από­γευ­μα. Τα κομ­μού­νια μας χτυ­πού­σαν απ’ όλες τις ταρά­τσες, παρά­θυ­ρα, χωρίς να τους βλέ­που­με. Δεχό­μα­στε πυρά κι απ’ τη λεω­φό­ρο Συγ­γρού, όπου είχαν φτά­σει οι ελα­σί­τες απ’ τις συνοι­κί­ες του Νέου Κόσμου και της Νέας Σμύρ­νης. Όταν φτά­σα­με στο αμα­ξο­στά­σιο και την οδό Δήμη­τρας, οι κομ­μου­νι­στές είχαν εξα­φα­νι­στεί. Αλλά και μεις είμα­στε κατά­κο­ποι. Όλοι οι άνδρες είχαν φύγει από την Καλ­λι­θέα. Πιά­σα­με μονα­χά καμιά εκα­το­στα­ριά ύπο­πτους. Είχα­με σκο­τώ­σει και καμιά 50ριά ελα­σί­τες, αλλά χάσα­με και μεις άλλους τόσους. Εμείς δίνα­με το αίμα μας κι ο πούσ… ο Ράλ­λης με τους εγγλέ­ζους τα γυρί­ζουν σήμε­ρα κι αντί να με γεμί­σουν παρά­ση­μα που έσω­σα την Ελλά­δα, με κλεί­σαν στη φυλακή…».

Αυτά έλε­γε ο Πλυ­τζα­νό­που­λος πίνο­ντας το καφε­δά­κι του στο προ­αύ­λιο της φυλα­κής. Και τώρα ας δού­με τι έλε­γε ο αστυ­νό­μος Χρύ­σαν­θος Μπε­κιά­ρης, του μηχα­νο­κί­νη­του του Μπου­ρα­ντά, όταν πια είχε πάρει τη σύντα­ξή του, σε καφε­νείο του τέρ­μα­τος Αμπε­λο­κή­πων. Μετα­νιω­μέ­νος και γεμά­τος αγα­νά­κτη­ση γι’ αυτούς που τον έβα­λαν να χτυ­πά­ει και να βασα­νί­ζει τους έλλη­νες πατριώ­τες και που όταν πια δε τον χρειά­ζο­νταν τον πέτα­ξαν σαν άχρη­στο σκου­πί­δι στην άκρη, μια και ο Μπου­ρα­ντάς δεν τον χώνευε και τον κατη­γο­ρού­σε συνε­χώς, για­τί τον θεω­ρού­σε αντί­ζη­λό του στη θέση του αρχη­γού του μηχανοκίνητου.

Ο Μπε­κιά­ρης ήταν κου­μπά­ρος ενός παι­δι­κού μου φίλου στους Αμπε­λό­κη­πους, του Μήτσου Τρά­πα­λη. Ένα βρά­δυ που περ­νού­σα απ’ το καφε­νείο, με φώνα­ξε ο Τρά­πα­λης και με σύστη­σε στο Μπε­κιά­ρη. Αυτός απά­ντη­σε αμέ­σως πως με ήξε­ρε και πως από την κατο­χή είχε τις πλη­ρο­φο­ρί­ες του πως ήμουν στέ­λε­χος του ΕΛΑΣ και πως πολέ­μη­σα ενα­ντί­ον τους στην Καλλιθέα.

Και συνέ­χι­σε: «Αν μ’ άκου­γε τότε ο Πλυ­τζα­νό­που­λος, θα σας πιά­να­με όλους. Του είχα προ­τεί­νει να κατέ­βου­με απ’ τα ξημε­ρώ­μα­τα, με τ’ αυτο­κί­νη­τά μας στον Ιππό­δρο­μο και να σας χτυ­πή­σου­με απ’ τις Τζι­τζι­φιές και την Αγία Ελε­ού­σα. Έτσι θα σας συν­θλί­βα­με σαν τις συμπλη­γά­δες πέτρες και δεν θα μας ξεφεύγατε…»

Θυμά­μαι του απά­ντη­σα. «Πριν μας συν­θλί­ψε­τε, πάλι Θα σας ξεφεύ­γα­με. Δε μπο­ρού­σα­τε να μας νική­σε­τε για­τί μας βοη­θού­σε ολό­κλη­ρος ο λαός της Αθή­νας κι όταν έπρε­πε μας έκρυ­βε και δε μας βρίσκατε».

makris-elas-4

 

 

 

Ορέ­στης Μακρής
Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας
(εκδ. Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1985)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο