Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι υπαρξιακές αναζητήσεις του Δημήτρη Α. Δημητριάδη μέσα από τα βιβλία του «Απέναντι», «Τα μπλουζ είναι κόκκινα», «Café Republic»

Γρά­φει η Κατε­ρί­να Ανα­γνώ­στου //

«Το αίμα μας δεν έχει δύναμη/ δεν μπο­ρεί να μιλήσει/ να φωνάξει/ είμα­στε ακό­μα εδώ/ σκοτεινοί/ ολοσκότεινοι/ μ’ ένα λυγ­μό να κόβει τα θαμ­μέ­να μας κεφάλια.»

Ασφά­λεια ρημα­τι­κής από­δο­σης, προ­σφυ­γή στην κυριο­λε­ξία, απε­ξάρ­τη­ση από κάθε λεκτι­κή ευκο­λία του συρ­μού, μεθο­δι­κή προ­βο­λή της ποι­η­τι­κής αλή­θειας: πρό­κει­ται για γρα­φή ανο­δι­κής πορεί­ας, την οποία έχει ήδη προ­σέ­ξει η κρι­τι­κή. Η ποί­η­ση του Δ. Α. Δημη­τριά­δη είναι εικο­νο­πλα­στι­κή, εύχυ­μη, γεμά­τη κίνη­ση και νεύ­ρο, απροσ­δό­κη­τες συζεύ­ξεις λέξε­ων και ευφά­ντα­στες αντι­θέ­σεις. Ο στί­χος του είναι συχνά υπο­βλη­τι­κός και δια­πνέ­ε­ται από μου­σι­κό­τη­τα, ο λόγος του είναι λιτός, μεστός και χαμη­λό­φω­νος, το λεξι­κό του είναι οικείο αλλά επι­λεγ­μέ­νο προ­σε­κτι­κά, ο τόνος του είναι ξομο­λο­γη­τι­κός που ενί­ο­τε κινεί­ται στα όρια της μελαγ­χο­λί­ας και της καθο­λι­κής ανταρσίας.

Οι τρεις τελευ­ταί­ες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του («Απέ­να­ντι», «Τα μπλουζ είναι κόκ­κι­να», «Café Republic») συγκρο­τούν μια ιδιαί­τε­ρη πορεία, μια ηθε­λη­μέ­νη υπαρ­ξια­κή ενα­γώ­νια ανα­ζή­τη­ση η οποία συμ­βα­δί­ζει με την αφύ­πνι­ση της μνή­μης, την ενερ­γο­ποί­η­ση μιας ιδιό­τυ­πης μνη­μο­τε­χνι­κής, ενώ παράλ­λη­λα λει­τουρ­γεί και ως ανα­δευ­τή­ριο της ύπαρ­ξης. Παί­ζει με τον κίν­δυ­νο ο ποι­η­τής, παί­ζει με το «χει­μώ­να», το «κρύο», τον «θάνα­το», ουρ­λιά­ζει όταν χορ­ταί­νει σιω­πή και τότε τρί­ζει ο τόπος του, που κατα­πί­νει ό,τι σπά­ει. Το παρελ­θόν και το παρόν γίνο­νται κομ­μά­τια τοί­χου σε ελεύ­θε­ρη πτώ­ση, καμία στα­θε­ρό­τη­τα δεν τον εγγυά­ται ανά­παυ­ση, γι’ αυτό και η αιώ­ρη­ση γίνε­ται πλέ­ον η μόνη στα­θε­ρή δήλω­ση ακι­νη­σί­ας της ζωής του.

Αν η ποί­η­ση είναι η άδη­λη συνεί­δη­ση μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που δεν μετου­σιώ­νε­ται, αν είναι ένα ποτά­μι φωνών που ξεγλι­στρά­ει από τη σκέ­ψη μας καθώς πασχί­ζου­με να αδρά­ξου­με μια αστρα­πιαία λάμ­ψη του, τότε ο Δ. Α. Δημη­τριά­δης ζει κι ανα­πνέ­ει σ’ ένα ακρό­τα­το όριο ύπαρ­ξης. Εκεί υφί­στα­ται διαρ­κώς την αμφι­ση­μία της αντί­λη­ψής του, τη διχο­στα­σία των τοπι­κών και χρο­νι­κών προσ­διο­ρι­σμών. Κι όταν η κατά­στα­ση αυτή εντεί­νε­ται υπερ­βο­λι­κά, τότε ο ποι­η­τής έχει ανά­γκη μια άλλη γλώσ­σα για να μιλή­σει. Να μιλή­σει μέσα και έξω από το ποί­η­μα. Όπως μέσα και έξω από τα πράγ­μα­τα συντε­λεί­ται κατ’ εξαί­ρε­ση η δική του απο­ξέ­νω­ση. Έχει ανά­γκη τον διαρ­κή αντί­λο­γο για να σημά­νει αυτήν την άλλη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που αισθάνεται.

Έχω την αίσθη­ση πως οι τρεις τελευ­ταί­ες ποι­η­τι­κές κατα­θέ­σεις κραυ­γής του Δημή­τρη Α. Δημη­τριά­δη επαγ­γέλ­λο­νται μελ­λο­ντι­κές έντο­κες ανα­λή­ψεις δικού μας θαυ­μα­σμού, αφού το ρίγος του σώμα­τος και της καρ­διάς θα είναι πάντο­τε εκεί και θα μας γνέφει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο