Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος «συνάντησε» τον Μάξιμο τον Γραικό… (αφήγηση για την ανυπακοή, την εξορία και το νόστο)

Γρά­φει η ofisofi //

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος (26 Μαΐ­ου 1924 – 19 Μαΐ­ου 2008)  υπήρ­ξε ένας πολύ σημα­ντι­κός συγ­γρα­φέ­ας, ο οποί­ος έζη­σε 28 χρό­νια στην πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά, κυρί­ως στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Κατα­γό­με­νος από την Αμα­λιά­δα, δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στο ΕΑΜ και εντά­χθη­κε στις γραμ­μές του ΚΚΕ. Το 1947 στρα­τεύ­τη­κε αλλά στις αρχές του 1948 αυτο­μό­λη­σε και πέρα­σε στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό. Με την ήττα βρέ­θη­κε και αυτός πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας στην Τασκέν­δη, μετά στο Βου­κου­ρέ­στι το 1954 και στη συνέ­χεια, το 1956, στη Μόσχα όπου φοί­τη­σε στο Λογο­τε­χνι­κό Ινστι­τού­το μέχρι το 1961. Το 1953 το Στρα­το­δι­κείο Ιωαν­νί­νων τον κατα­δί­κα­σε τρις εις θάνατον.

Προ­σπά­θη­σε να δια­τη­ρή­σει την ελλη­νι­κή γλώσ­σα γρά­φο­ντας μυθι­στο­ρή­μα­τα, διη­γή­μα­τα και μελέ­τες, μελε­τώ­ντας ακό­μη και ελλη­νι­κά λεξι­κά. Η ευρυ­μά­θειά του τον οδή­γη­σε να μελε­τή­σει σε βάθος τον ρώσι­κο πολι­τι­σμό και τη ρώσι­κη λογοτεχνία.

Το έργο του είναι πολυ­ποί­κι­λο, ευρύ ως προς τη θεμα­το­λο­γία και το χαρα­κτη­ρί­ζει η προ­σπά­θεια ανα­νέ­ω­σης της γρα­φής και η υιο­θέ­τη­ση ενός προ­σω­πι­κού ύφους. Κατα­πιά­νε­ται με θέμα­τα που μπο­ρούν να χαρα­κτη­ρι­στούν  μονα­δι­κά για τον τρό­πο με τον οποίο τα προ­σεγ­γί­ζει, όπως οι βιο­γρα­φι­κές μυθιστορίες.

Η πρώ­τη μου επα­φή με το έργο του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου έγι­νε με τον β’ τόμο από τις «Νύχτες και Αυγές – Τα βου­νά» πριν πέντε χρό­νια. Αυτό ήταν αρκε­τό για να αρχί­σω να ανα­ζη­τώ και άλλα έργα του συγ­γρα­φέα. Δυστυ­χώς η ανα­ζή­τη­ση δεν ήταν εύκο­λη υπό­θε­ση καθώς οι εκδό­σεις των βιβλί­ων είχαν εξα­ντλη­θεί. Μπό­ρε­σα όμως  να βρω τα περισ­σό­τε­ρα κυρί­ως σε παλαιο­βι­βλιο­πω­λεία. Η ανα­ζή­τη­ση συνε­χί­ζε­ται και σιγά σιγά ανα­κα­λύ­πτω τον γοη­τευ­τι­κό και μονα­δι­κό κόσμο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.

alexandropoulos2Ο ίδιος συνή­θι­ζε να λέει ότι ανα­πτύσ­σει συνε­χώς ένα θέμα μέσα στο ίδιο μυθι­στό­ρη­μα δίνο­ντάς του τη συνέχεια.

«Τα βιβλία μου ανε­ξάρ­τη­τα από πού παίρ­νουν την ύλη, ανε­ξάρ­τη­τα επί­σης κι από τα είδη που καλ­λιέρ­γη­σα, έχουν κάτι χερού­λια και πιά­νο­νται απα­ραί­τη­τα από το παρα­μύ­θι της ζωής μου…»

Το έργο που θεω­ρεί­ται ότι βρί­σκε­ται στο μεταίχ­μιο της λογο­τε­χνι­κής του δου­λειάς  και υπήρ­ξε το μετα­βα­τι­κό στά­διο ανά­με­σα στα προη­γού­με­να έργα του Αλε­ξαν­δρό­που­λου όπως τα Αρμα­τω­μέ­να χρό­νια, Νύχτες και Αυγές στα οποία κατέ­θε­σε την αγω­νι­στι­κή του εμπει­ρία από τα  χρό­νια της Κατο­χής, της Αντί­στα­σης και του Εμφυ­λί­ου και στα επό­με­να, τα οποία χαρα­κτη­ρί­ζουν οι στο­χα­στι­κές ανα­ζη­τή­σεις, είναι το μυθι­στό­ρη­μα Σκη­νές από το βίο του Μάξι­μου του Γραικού.

Το μυθι­στό­ρη­μα αυτό γρά­φτη­κε στη δεκα­ε­τία του 1960, μια επο­χή πολύ σημα­ντι­κή για τον κόσμο και ειδι­κά για τη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1960 το κλί­μα, που δημιουρ­γή­θη­κε στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση με τις πολι­τι­κές  αλλα­γές, ευνό­η­σε μια στρο­φή στη θρη­σκεία και μέσω αυτής στη μεσαιω­νι­κή σκέ­ψη και στο μεσαιω­νι­κό άνθρω­πο επα­να­φέ­ρο­ντας με αυτό τον τρό­πο την παλιά Ρωσία στο προ­σκή­νιο της Ιστορίας.

Αυτή την κρί­σι­μη επο­χή ο άνθρω­πος και συγ­γρα­φέ­ας  Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος γνώ­ρι­σε τη μορ­φή του Μάξι­μου του Γραι­κού. Τον «συνά­ντη­σε» μια μέρα μπρο­στά στον τάφο του σε μια εκκλη­σία της μονής του Σερ­γί­ου σε επί­σκε­ψή του στο Μου­σείο εικό­νων, σε μια «καλο­γραμ­μέ­νη εικό­να του 17ου αι.». Η λόγια ελλη­νι­κή μορ­φή του Μάξι­μου κέντρι­σε το ενδια­φέ­ρον του και του έδω­σε το έναυ­σμα να ασχο­λη­θεί εξα­ντλη­τι­κά με αυτόν.

«…Εκεί­νο τον ίδιο χρό­νο επή­γα μ’ έναν φίλο μου να δω το ιστο­ρι­κό μονα­στή­ρι των Ρώσων, τη μονή του Σέρ­γιου στο Ζαγκόρσκ. Εκεί, σ’ έναν από τους ναούς μέσα, είδα ξαφ­νι­κά τον τάφο του Μάξι­μου. Αυτός ο καλό­γε­ρος, πεθα­μέ­νος ακρι­βώς τετρα­κό­σια χρό­νια πριν, μου ήταν τελεί­ως άγνω­στος. Ήταν όμως λόγιος και ήταν κι αυτός Γραι­κός. Ήταν ξενι­τε­μέ­νος, παι­δε­μέ­νος και πεθα­μέ­νος εδώ στη Ρωσία. Είχε πεθά­νει εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, τού­τη την ίδια χρο­νιά, τέσ­σε­ρους αιώ­νες πριν. 

Αυτά μου έκα­ναν εντύ­πω­ση. Μόνα τους κάπου μπή­καν και ρίζω­σαν – εκεί στο ίδιο μέρος όπου είχε φυτευ­τεί κι εβλά­σται­νε γορ­γά το αίσθη­μα μιας άλλης ηλι­κί­ας. Τον ένιω­θα αυτόν τον άνθρω­πο να με τρα­βά τετρα­κό­σια χρό­νια πίσω κι αν εσύ βρεις το δρό­μο, αν το νιώ­σεις και το σκε­φτείς καλά, βαθιά μες στην καρ­διά σου, μπο­ρεί να σημαί­νει άλλα τετρα­κό­σια μπρο­στά. Στο μυθι­στό­ρη­μά μου από αφορ­μή τον βίο του Μάξι­μου, τις μέρες που πεθαί­νει σ’ αυτό το μονα­στή­ρι, ο Γραι­κός λέει στον άλλο αδελφό:

- Η ηλι­κία της ανθρω­πό­τη­τας, Αρτέ­μιε, είναι πάντα πενή­ντα χρο­νών, πάντα στη μέση η ανθρω­πό­τη­τα και όσα χρό­νια άφη­σε πίσω άλλα τόσα έχει μπρο­στά έως το τέλος του Αιώνα.»

Ο Μάξι­μος ήταν  υπαρ­κτό και σημα­ντι­κό ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο. Ονο­μα­ζό­ταν Μιχα­ήλ Τρι­βώ­λης και είχε γεν­νη­θεί στην Άρτα το χρο­νι­κό διά­στη­μα ανά­με­σα στο 1470 και 1480. Οι σπου­δές του ξεκί­νη­σαν από την Κέρ­κυ­ρα και συνε­χί­στη­καν στην Ιτα­λία. Ήταν  ένας Έλλη­νας λόγιος της Ανα­γέν­νη­σης που δού­λε­ψε στην αντι­γρα­φή και μετά­φρα­ση αρχαί­ων κει­μέ­νων από χει­ρό­γρα­φα και επι­με­λή­θη­κε ελλη­νι­κά βιβλία. Ασκή­τε­ψε για ένα μικρό διά­στη­μα  στο μονα­στή­ρι  του Αγί­ου Μάρ­κου της Φλω­ρε­ντί­ας και όταν έφυ­γε από εκεί δού­λε­ψε στο τυπο­γρα­φείο του Άλδου Μανού­τιου. Επει­δή όμως δεν έβρι­σκε το περι­βάλ­λον ται­ρια­στό με το χαρα­κτή­ρα του έφυ­γε από την Ιτα­λία και πήγε στο Άγιο Όρος, στη μονή Βατο­πε­δί­ου. Από εκεί τον έστει­λαν στη Ρωσία. Έζη­σε εκεί από το 1518  έως το 1556. Τα χρό­νια αυτά που απο­τε­λούν τη ρωσι­κή περί­ο­δο του Μάξι­μου,  συνέ­πε­σαν με τη βασι­λεία του πρί­γκι­πα Βασι­λεί­ου και του Ιβάν του Τρο­με­ρού. Το έργο του υπήρ­ξε πολύ σπου­δαίο αλλά η ζωή του σημα­δεύ­τη­κε από τρα­γι­κά γεγο­νό­τα. Έχει υπο­στη­ρι­χθεί η άπο­ψη ότι «ο Μάξι­μος  εγκαι­νί­α­σε στη Ρωσία τον τύπο του Φρο­νη­μα­τία δια­νο­ού­με­νου, που το ιδα­νι­κό του μπλέ­κε­ται δρα­μα­τι­κά  με τα σχέ­δια και τις ιδέ­ες των ανθρώ­πων και της επο­χής του».

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος επέ­λε­ξε να σχο­λιά­σει τα γεγο­νό­τα της επο­χής τους αφη­γού­με­νος τη ζωή του Μάξι­μου στη Ρωσία  στα μέσα του 16ου αι., καθώς  είδε τη μορ­φή του Μάξι­μου να μπαί­νει με δρα­στή­ριο τρό­πο στα ηθι­κά και ιστο­ρι­κά προ­βλή­μα­τα της δικής του επο­χής και δράσης.

Ο καλό­γε­ρος αυτός «συνήρ­γη­σε δρα­στή­ρια στη δική μου σκέ­ψη και στην ψυχι­κή βίω­ση της μεγά­λης στρο­φής που έπαιρ­ναν όλα σχε­δόν που ζού­σα­με και σκεφτόμαστε».

Η γνω­ρι­μία του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου με την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έργο του Μάξι­μου του φανέ­ρω­σε μια ταύ­τι­ση στη σκέ­ψη και στην ψυχή τους. Υπήρ­ξε μια αλλη­λε­πί­δρα­ση ανά­με­σά τους τόση που οδή­γη­σε τον Αλε­ξαν­δρό­που­λο να γρά­ψει «αυτόν τον αξιο­θαύ­μα­στο κι αξια­γά­πη­το καλό­γε­ρο τον έβγα­ζα όλον από τα σπλά­χνα μου».

Δυο στί­χοι δημο­τι­κού τραγουδιού

« Θε μου, και τι να γίνη­καν του κόσμου οι αντρειωμένοι;
— Χτί­ζουν τα σιδε­ρό­κα­στρα να μην τους πάρει ο Χάρος!»

σε συν­δυα­σμό με τα ερε­θί­σμα­τα από τον Μάξι­μο έγι­ναν η βάση  πάνω στην οποία γεν­νή­θη­κε η ιδέα του βιβλί­ου, δηλα­δή η συγ­γρα­φή ενός μυθι­στο­ρή­μα­τος για τη φυσιο­γνω­μία, την ηθι­κή στά­ση του Μάξι­μου χωρίς να είναι μια ιστο­ρι­κή και φιλο­λο­γι­κή μελέ­τη αλλά κάτι νέο. Η ιδέα του μυθι­στο­ρή­μα­τος ενι­σχύ­θη­κε από τους προ­βλη­μα­τι­σμούς που του δημιούρ­γη­σαν οι απο­κα­λύ­ψεις του Χρου­σώφ και οι επι­ζή­σα­ντες των στρα­το­πέ­δων που τους έβλε­πε να τρι­γυρ­νούν στους δρό­μους της Μόσχας δημιουρ­γώ­ντας του  τύψεις, διλήμ­μα­τα  και  πολι­τι­κές σκέ­ψεις  αδια­νό­η­τες στο παρελθόν.

«Όσο με αφο­ρά, μπο­ρώ να σημειώ­σω πως από μια στιγ­μή που την προσ­διο­ρί­ζω με ακρί­βεια στα 1956, όταν πήγα να μεί­νω στη Μόσχα, σε ό,τι έβγα­λα με το χέρι μου προς τα έξω πρέ­πει πάνω του να δια­βά­ζο­νται, έστω σαν σήμα­τα ανα­ζή­τη­σης, τα ίχνη αυτής της συναί­σθη­σης και της ταπει­νής μου προσπάθειας.

Δεν ξέρω να υπάρ­χουν θέμα­τα στα βιβλία μου, να υπάρ­χουν μορ­φές, που δεν υπα­γο­ρεύ­τη­καν από αυτό το αίσθη­μα. Από το ΄56 , μπο­ρώ να πω, ήξε­ρα ότι τα βιβλία μου είναι η προ­σπά­θειά μου να ξεπε­ρά­σω την άγνοιά μου και να προ­σφέ­ρω ένα πολύ συγκε­κρι­μέ­νο παράδειγμα.

Είναι κάποια πράγ­μα­τα γνω­στά, ίσως ακό­μα και αυτο­νό­η­τα. Όμως οι περι­στά­σεις το φέρ­νουν και πρέ­πει να προ­σπα­θή­σεις, όσο είναι στις δυνά­μεις σου, να τα βγά­λεις από τα μπερ­δέ­μα­τα όπου έπε­σαν, μπερ­δέ­μα­τα κατά πρώ­το λόγο δικά σου. Τίπο­τα το και­νούρ­γιο δεν ανα­κα­λύ­πτεις, αυτό το ξέρεις. Χαρά­ζεις όμως μια και­νούρ­για γραμ­μή, που είναι δική σου, και­νουρ­γιώ­νο­ντας εικό­νες που τις βλέ­πεις να σβή­νουν, παίρ­νο­ντας από πάνω τους τις κάπνες κι απο­θέ­το­ντας προ­σε­χτι­κά κάποια απα­ραί­τη­τα χρώματα.»

alexandropoulos3

Τα γεγο­νό­τα αυτά άγγι­ξαν τον Αλε­ξαν­δρό­που­λο και είχαν άμε­ση σχέ­ση με τη δική του μοί­ρα, της εξο­ρί­ας και της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς. Εξ αιτί­ας αυτού η συγ­γρα­φή του μυθι­στο­ρή­μα­τος για τον Μάξι­μο ξεφεύ­γει από την απλή αφή­γη­ση και τη βιο­γρα­φι­κή από­δο­ση του και γίνε­ται στο­χα­στι­κή αφή­γη­ση μέσω της οποί­ας συν­δέ­θη­κε το παρελ­θόν με το παρόν που βιώ­νο­νταν με τον ίδιο ψυχι­κό τρό­πο. Ο τρό­πος που ζει και νοσταλ­γεί ο Μάξι­μος απο­κα­λύ­πτει και τη δική του νοσταλ­γία και τον πόνο για την πατρίδα.

Από την άλλη στο μυθι­στό­ρη­μα υπάρ­χει έντο­νη απο­τύ­πω­ση της δεκα­ε­τί­ας του 1960 με τα δικά της ενδια­φέ­ρο­ντα, τις ανα­κα­τα­τά­ξεις και την πίστη σε πιο ελεύ­θε­ρη σκέ­ψη και έκφρα­ση. Παρ’ όλα αυτά τα και­νού­ρια, που πίστευαν ότι  έφερ­ναν οι πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις, το μυθι­στό­ρη­μα μπή­κε στο συρ­τά­ρι και δια­μορ­φώ­θη­κε  ορι­στι­κά στα 1967 – 1969. Στην Ελλά­δα κυκλο­φό­ρη­σε το 1976 μετά τον επα­να­πα­τρι­σμό του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου και το 1980 μετα­φρά­στη­κε στα ρωσι­κά και κυκλο­φό­ρη­σε από τις «Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις» της Μόσχας.

Ο Μάξι­μος είναι ο άγιος των ρώσων συγ­γρα­φέ­ων. Μέσα από τη ζωή και το έργο του φωτί­ζε­ται ο τύπος εκεί­νος της ρωσι­κής λογο­τε­χνί­ας του 19ου αιώ­να που πλή­ρω­σε με την ελευ­θε­ρία του και τη ζωή του τον ανθρω­πι­σμό, τα όνει­ρα , την τόλ­μη του. Η οπτι­κή γωνία με την οποία ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος προ­σέγ­γι­σε το Μάξι­μο τον βοή­θη­σε να δει την ψυχι­κή του έντα­ση που είχε διπλό χαρα­κτή­ρα, από τη μια οι δοκι­μα­σί­ες σε σχέ­ση με τους άλλους και από την άλλη οι δικές του εσω­τε­ρι­κές δοκι­μα­σί­ες, οι οποί­ες απο­τε­λούν το εγκυ­ρό­τε­ρο γνώ­ρι­σμα της δια­χρο­νι­κό­τη­τας του. Εκεί­νο που κέρ­δι­σε τελειω­τι­κά τον Αλε­ξαν­δρό­που­λο και απο­τέ­λε­σε  το πιο στέ­ρεο στή­ριγ­μα στη δου­λειά του τη σχε­τι­κή με τη συγ­γρα­φή του μυθι­στο­ρή­μα­τος ήταν η σύν­δε­ση με τα παθή­μα­τα και μαθή­μα­τα της δικής του γενιάς έτσι όπως εκφρά­στη­καν μέσα από τα ορά­μα­τα και τις περι­πέ­τειες του αρι­στε­ρού και του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, τα οποία είδε να εκφρά­ζο­νται με την εξο­μο­λό­γη­ση του Μάξιμου.

«Άνω και κάτω, ως υπό ποι­κί­λων ανέ­μων εν μέσω θαλάσ­σης σαλευο­μέ­νη ναυς περι­πλα­νά­σθαι με»

Το πρό­βλη­μα του συγ­γρα­φέα ήταν πώς να δέσει τους προ­α­να­φερ­θέ­ντες στί­χους του δημο­τι­κού τρα­γου­διού με αυτή την εξομολόγηση.

Μέσα από τη δου­λειά του για το Μάξι­μο ανέ­δει­ξε δια­χρο­νι­κά το βαρύ τίμη­μα των αγω­νι­ζό­με­νων ανθρώ­πων με το οποίο πλή­ρω­σαν την πίστη τους στις  ηθι­κές αξί­ες της ζωής και την αντί­στα­σή τους στην εξουσία.

Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος επι­λέ­γει την απο­σπα­σμα­τι­κή ροή της αφή­γη­σης με σκη­νές από τη ζωή του Μάξι­μου αγγί­ζο­ντας ερω­τή­μα­τα και προ­βλη­μα­τι­σμούς από τη ζωή του ήρωά του. Όμως το κύριο μέλη­μά του δεν ήταν να απα­ντή­σει σ’ αυτά αλλά «να προ­βά­λει την πνευ­μα­τι­κή και ηθι­κή στά­ση του ανθρώ­που στα χίλια δυο μπλε­ξί­μα­τα της ζωής του και την αντί­στα­σή του στην ισχυ­ρή εξου­σία». Δημιουρ­γεί ένα έργο σπον­δυ­λω­τό στο οποίο προ­σπα­θεί  να ενσαρ­κώ­σει την όρθια πνευ­μα­τι­κή συνεί­δη­ση την οποία θεω­ρεί φορέα της εσω­τε­ρι­κής αλήθειας.

Ο Μάξι­μος του Αλε­ξαν­δρό­που­λου έχει κοι­νά σημεία με τον ίδιο καθώς είναι και αυτός εξό­ρι­στος, έχει την ίδια κατα­γω­γή, μιλά την ίδια γλώσ­σα. Συγ­χρό­νως όμως είναι ένας άνθρω­πος που αντι­στέ­κε­ται στις διά­φο­ρες μορ­φές εξου­σί­ας και το μαρ­τύ­ριό του συνε­χί­ζε­ται μετα­θα­νά­τια. Αυτό είναι ένα άλλο μεγά­λο θέμα που απα­σχό­λη­σε τον Αλε­ξαν­δρό­που­λο, η μετα­θα­νά­τια σκλα­βιά του Μάξι­μου και δια­χρο­νι­κά του ανθρώ­που. Ο Μάξι­μος έζη­σε μαρ­τυ­ρι­κά αλλά δεν απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε μετά το θάνα­τό του καθώς βρι­σκό­ταν ανά­με­σα σ’ εκεί­νους που τον κατά­λα­βαν και τον σεβά­στη­καν και στους άλλους που τον εχθρεύ­τη­καν, τον πολέ­μη­σαν, τον καπη­λεύ­τη­καν. Η ιστο­ρία του αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως ανθρώ­πι­νη πεί­ρα και δοκι­μα­σία και ως ένα υπό­δειγ­μα  γεμά­το δυνα­τό­τη­τες για επα­νά­λη­ψη. Είναι και αυτό ένα σημείο σύν­δε­σης και ταύ­τι­σης του συγ­γρα­φέα με τον Μάξι­μο, διό­τι και αυτό το ίδιο  το μυθι­στό­ρη­μα του  δεν έγι­νε κατα­νοη­τό από αρκε­τούς που το διάβασαν.

«…Αυτή την άλλη όψη από το παρά­δειγ­μα του Μάξι­μου, τα μετα­θα­νά­τια μαρ­τύ­ριά του, δοκί­μα­σα να συμπυ­κνώ­σω σ’ ένα κεφά­λαιο που θα μπο­ρού­σε να πήγαι­νε σ’ ένα βιβλίο, όπως το δικό μου, σαν ένας υπαι­νιγ­μός, αφού ετοί­μα­σα για το κεφά­λαιο αυτό μια θέση στη μέση περί­που του ανα­γνώ­σμα­τος και το έβα­λα κάτω από έναν τίτλο που έδι­νε το απα­ραί­τη­το σήμα: Τα υπέρ και τα κατά (η Κρί­ση της Ιστο­ρί­ας), κρε­μώ­ντας κι από κάτω, για περισ­σό­τε­ρη ασφά­λεια, μια ταμπε­λί­τσα με τον στί­χο του Παλα­μά: …μ’ ένα γίγα­ντα μάχε­σαι πάντα, ω Σκέ­ψη, από το ποί­η­μά του «Η Σκέ­ψη», ο πρώ­τος στο τετράστιχο:

Άγγε­λε, μ’ ένα γίγα­ντα μάχε­σαι πάντα, ω Σκέψη,
κι απλώ­νει για να σφί­ξη σε τα χέρια τα εκατό.
Κρί­νο ή ρομ­φαία θα κρα­τάς; Κι ο κόσμος θα’ χη ρέψει
και το δικό σας πάλε­μα δε θα’ χη τελειω­μό
!

Μα φρού­δες οι ελπί­δες μου όλες… Δεν ξέρω πόσοι άνθρω­ποι εδώ στον τόπο μας διά­βα­σαν αυτό το βιβλίο, ξέρω όμως ότι πολύ λίγοι είναι εκεί­νοι που κατά­λα­βαν τι θέλει  κι αυτό το κεφά­λαιο με το ανθο­λό­γιο της βιβλιο­γρα­φί­ας στη μέση ενός μυθι­στο­ρή­μα­τος. Τα  βιβλία έχουν μια δική τους τύχη, αλλά δεν είναι μικρή η σημα­σία που κρα­τεί για τη μοί­ρα του βιβλί­ου η ιδιο­συ­γκρα­σία και η μοί­ρα των ηρώ­ων του. Και εδώ και στη Ρωσία το βιβλίο μου έχει τώρα τριά­ντα περί­που χρό­νια που περ­πα­τεί με το αργό γερο­ντι­κό βήμα του ήρωά μου. Όσο πιο αργά βαδί­ζεις, λένε κι οι παροι­μί­ες, τόσο μακρύ­τε­ρα πας. Παρά­δο­ξο, αλλά είθε να’ ναι έτσι…».

Ο πυρή­νας του έργου είναι η εξο­ρία του ανθρώ­που από τον τόπο του, η πολι­τι­κή εξο­ρία. Τονί­ζε­ται όμως η πολύ­μορ­φη διά­στα­ση του πνευ­μα­τι­κού ανθρώ­που με το περι­βάλ­λον του, η οποία τον οδη­γεί στην αυτο­ε­ξο­ρία και μέσα στον ίδιο του τον τόπο. Επο­μέ­νως ο Μάξι­μος αντι­προ­σω­πεύ­ει τον ακέ­ραιο πνευ­μα­τι­κό άνθρω­πο κάθε επο­χής  που γίνε­ται τρα­γι­κό θύμα επει­δή πίστε­ψε στη δικαιο­σύ­νη και την αλή­θεια, αγά­πη­σε τους απλούς ανθρώ­πους και πολέ­μη­σε την τυπο­λα­τρία και την κάθε μορ­φής αλη­τεία. Είναι ο αλύ­γι­στος πνευ­μα­τι­κός άνθρω­πος που άντε­ξε στις δοκι­μα­σί­ες και στον πόνο. Το όπλο που τον βοή­θη­σε να βρει διέ­ξο­δο στον πόνο και στη σκέ­ψη ήταν η πέν­να του – το «έκτο δάκτυλο».

«Έτσι γινό­ταν πολ­λά χρό­νια. Τον καί­γαν, τον τσι­γά­ρι­ζαν, τον ψάχναν, του τα παίρ­ναν όλα, όμως το έκτο δάκτυ­λο, δεν το πήραν. Το κράτησε.

“Εσύ είσαι – έσκυ­φτε και του ψιθύ­ρι­ζε – η μόνη κατα­φυ­γή μου,
η βάρ­κα μου, το ιστίο μου και το κου­πί μου.
Εσύ ΄σαι η φτε­ρού­γα μου που πάει στους αιθέρες,
ο ήλιος ο γλυ­κός τις μαύ­ρες τού­τες μέρες.
Με σένα, κοφτε­ρό υνί, σκί­ζω το χώμα,
το που μου δίνει το ψωμί και ζω ακόμα.
Χαί­ρε το που σε θραύ­ουν και δε θραύεσαι,
Χαί­ρε το που σε καί­νε και δεν καίγεσαι.
Χαί­ρε το που ξανα­γεν­νάς τους συλ­λη­φθέ­ντας αισχρώς,
Χαί­ρε η θεία άκρη σου που σκά­ει το πρώ­το φως.
Αν, Θε μου, απο­μα­κρύν­θη­κα από τον αφα­λό μου,
ο Ύμνος κι η Ωδή στο έκτο δάκτυ­λό μου.
Χαί­ρε το αήτ­τη­το, Χαί­ρε το ακάματο
Καλά­μι μου, αθάνατο..».

Η τρα­γι­κό­τη­τά του βρί­σκε­ται στο γεγο­νός ότι, ενώ αγω­νί­ζε­ται με τη ψυχή και το σώμα για τους συναν­θρώ­πους του, πλη­ρώ­νε­ται με προ­πη­λα­κι­σμούς και πίκρα.

Τόσο ο Μάξι­μος όσο και ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος βιώ­νουν την εξο­ρία, η οποία με το πέρα­σμα του χρό­νου συν­θέ­τει μια στά­ση ζωής με ηθι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, η οποία με τη σει­ρά της επι­δρά στη δημιουρ­γία πνευ­μα­τι­κής ταυ­τό­τη­τας. Ως απο­τέ­λε­σμα αυτής της δια­νοη­τι­κής πορεί­ας και λόγω του μακρό­χρο­νου εκπα­τρι­σμού ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος ξεκό­βε­ται από την εθνι­κή επι­και­ρό­τη­τα και συν­δέ­ε­ται με την ανθρώ­πι­νη. Αυτό τον οδη­γεί στην ευρύ­τε­ρη επε­ξερ­γα­σία και ανά­πτυ­ξη ενός θέμα­τος μέσα στο μυθι­στό­ρη­μα δίνο­ντάς του συνέ­χεια. Τα βιώ­μα­τα της εξο­ρί­ας δημιουρ­γούν νέες συν­θέ­σεις στις οποί­ες ο άνθρω­πος έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με την ίδια του τη συνεί­δη­ση τόσο σε σχέ­ση με την εξου­σία όσο και με το θάνατο.

«…το σχέ­διο των σχε­δί­ων που είναι η επι­στρο­φή στην πατρίδα.

Ένα σχέ­διο με πολ­λά άλλα σχέ­δια μέσα του και με πολ­λή και ευνό­η­τη λαχτά­ρα που τη ζω κι’ εγώ ως ξενι­τε­μέ­νος λογο­τέ­χνης – ο λογα­ρια­σμός βλέ­πε­τε είναι διπλός. Και είναι πολύ βαρύς λογα­ρια­σμός. Ο εκπα­τρι­σμέ­νος λογο­τέ­χνης, εν πάση περι­πτώ­σει, ο πεζο­γρά­φος – για να είμαι και μέσα στην περί­πτω­σή μου – όταν μάλι­στα έλει­ψε από την πατρί­δα του τα πιο κρί­σι­μα χρό­νια, τότε που δια­μορ­φώ­νε­ται ο άνθρω­πος και κατα­στα­λά­ζει – έχει να κάνει μια πραγ­μα­τι­κά σκλη­ρή καθη­με­ρι­νή εξα­ντλη­τι­κή προ­σπά­θεια για να μπο­ρεί να καλύ­πτει τα κενά, τα μεγά­λα κενά και την μεγά­λη από­στα­ση από τον τόπο του. Είναι κυριο­λε­κτι­κά διχο­το­μη­μέ­νος, ο μισός εδώ και ο άλλος μισός εκεί κάτω. «Είμαι εις την Κέρ­κυ­ραν, έλε­γε ο Σολω­μός, δεν είναι όμως εδώ η ζωή μου». Κάτι παρό­μοιο θα μπο­ρού­σα­με να λέμε τώρα κι’ εμείς. Και κατα­λα­βαί­νε­τε τι σημαί­νει αυτό, τι σοβα­ρή επί­δρα­ση έχει πάνω στη δου­λειά μας – χρη­σι­μο­ποιώ πλη­θυ­ντι­κό, για­τί αφο­ρά, μου φαί­νε­ται, και τους άλλους συνα­δέλ­φους που είναι εκπα­τρι­σμέ­νοι. Ζού­με βέβαια και δου­λεύ­ου­με μέσα σ’ ένα εκα­τό τοις εκα­τό μικρο­κλί­μα, αλλά όπως και να το κάνου­με είναι μικρο­κλί­μα…».

Με τον Μάξι­μο ζωντα­νεύ­ει τον άνθρω­πο και την επο­χή του δίνο­ντας όλα τα στοι­χεία που δια­μόρ­φω­σαν τον ανθρώ­πι­νο χαρα­κτή­ρα του.

Η νοσταλ­γία για την πατρί­δα, η εξο­ρία σε ξένη χώρα, ο καη­μός της ξενι­τειάς  και το γρά­ψι­μο είναι τα κοι­νά σημεία των δύο πνευ­μα­τι­κών ανθρώπων.

Γρά­φει  στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα  ανα­γνω­ρί­ζο­ντας όμως τη δημιουρ­γι­κή κατεύ­θυν­ση  που έδω­σε στο έργο του η ουσια­στι­κή επα­φή του με το ρωσι­κό πολι­τι­σμό. Η μορ­φή του Μάξι­μου ήταν η αρχή, το κίνη­τρο για το ενδια­φέ­ρον και την επι­κοι­νω­νία του Αλε­ξαν­δρό­που­λου με μερι­κές από τις πιο σημα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες της ρωσι­κής λογο­τε­χνί­ας, Τολ­στόι, Ντο­στο­γέφ­σκι, Τσέ­χωφ, Γκόρ­κι κ.α.

Δεν τον ενδια­φέ­ρει να προ­βά­λει τόσο τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα όσο την ψυχο­λο­γία των προ­σώ­πων και τον τρό­πο με τον οποίο συμ­με­τέ­χουν ή επη­ρε­ά­ζο­νται από γεγο­νό­τα που ξεπερ­νούν την επο­χή τους. Το μυθι­στό­ρη­μα θεω­ρή­θη­κε τολ­μη­ρό και μονα­χι­κό  τόσο για την επι­λο­γή του θέμα­τος όσο  και για την ανα­σύν­θε­ση του υλι­κού. Δύσκο­λο και πυκνό στα νοή­μα­τά του, γραμ­μέ­νο με πρω­τό­τυ­πο και δεξιο­τε­χνι­κό τρόπο.

«…το έργο δεν είναι τυπι­κή βιο­γρα­φία. Αυτό που κατε­ξο­χήν χαρα­κτη­ρί­ζει το υλι­κό και τους τρό­πους οργά­νω­σής του είναι η έλλει­ψη ομοιο­γέ­νειας . Το υλι­κό είναι μίγ­μα αφε­νός ιστο­ρι­κών πλη­ρο­φο­ριών πρω­το­γε­νών και δευ­τε­ρο­γε­νών… και αφε­τέ­ρου αφη­γη­μα­τι­κών “περα­σμέ­νων” με φαντα­στι­κές σκη­νές, δια­λό­γους, εσω­τε­ρι­κούς μονο­λό­γους και σκέ­ψεις των προ­σώ­πων και του συγγραφέα.

Απο­τέ­λε­σμα της πρό­σμι­ξης είναι η συνύ­παρ­ξη δια­φο­ρε­τι­κών ειδών λόγου καθώς και δια­φο­ρε­τι­κών εκφάν­σε­ων λόγου της ίδιας κατη­γο­ρί­ας, η συνύ­παρ­ξη ιστο­ρι­κών και πλα­σμα­τι­κών απο­σπα­σμά­των, δια­φο­ρε­τι­κών υφών σε απο­σπά­σμα­τα τρι­το­πρό­σω­πης αφή­γη­σης και ακό­μη η συνύ­παρ­ξη μετα­φρα­σμέ­νων και αμε­τά­φρα­στων κει­μέ­νων εποχής…»

Ο Μάξι­μος ήταν ένα ξεχω­ρι­στός λόγιος όχι απλά ένας γρα­φιάς που οι ηθι­κές και πνευ­μα­τι­κές του ανα­ζη­τή­σεις τον οδη­γούν στη Ρωσία για να ζήσει μια από τις πιο δημιουρ­γι­κές φάσεις της ιστο­ρί­ας της. Αυτό ξεχω­ρί­ζει τον Μάξι­μο από τους άλλους λογί­ους στην Ιτα­λία. Αυτό είναι το σημείο δια­φο­ρο­ποί­η­σης της οπτι­κής γωνί­ας του Αλε­ξαν­δρό­που­λου και από αυτό το σημείο αρχί­ζει την αφή­γη­ση σκη­νών της ζωής του Μάξι­μου στο φόντο των ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των. Επι­πλέ­ον μέσα στις σελί­δες του κου­βα­λά­ει τον πόνο και τον καη­μό της ξενιτειάς .

«Η ανεί­πω­τη και στερ­νή δοκι­μα­σία του ανθρώ­που που κρα­τιέ­ται με τη βία μακριά από τα πατρι­κά χώμα­τα για να πεθά­νει με το όρα­μα της Ιθά­κης και με την ψευ­δαί­σθη­ση της μυρου­διάς του κέδρου και της φασκο­μη­λιάς, της θρού­μπας και της ρίγα­νης της πατρίδας».

alexandropoulos4

 

 

Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Σκη­νές από το βίο του Μάξι­μου του Γραι­κού, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1982, 2η έκδοση

 

 

 

Για τη συγ­γρα­φή του κει­μέ­νου πολύ­τι­μα βοη­θή­μα­τα στάθηκαν:

1) Το σημεί­ω­μα του συγ­γρα­φέα στη ρωσι­κή έκδο­ση του μυθι­στο­ρή­μα­τος (1980)

2) Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Αυτά που μένουν Α. Η γραμ­μή της ζωής, Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να 2000

3) Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Αυτά που μένουν Β. Οι άλλοι πόλε­μοι – Ο αδελ­φός ο Βάσιας με λου­λού­δια, Εκδό­σεις Δελ­φί­νι, Αθή­να 1994

4) Σόνια Ιλίν­σκα­για, Μια συνά­ντη­ση στο χώρο της ελλη­νι­κής δια­σπο­ράς. Κατά­θε­ση μαρ­τυ­ρί­ας. Ουτο­πία, 25, Μάιος – Ιού­νιος ΄97

5) Έρη Σταυ­ρο­πού­λου, Οι βιο­γρα­φι­κές μυθι­στο­ρί­ες του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου. Περιο­δι­κό Ελί­τρο­χος. Άνοι­ξη – Καλο­καί­ρι 1996

6) Γερα­σι­μία Μελισ­σα­ρά­του, Τα πολ­λά και το ένα: Η σύν­θε­ση του μυθι­στο­ρή­μα­τος του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου. Περιο­δι­κό Ελί­τρο­χος. Άνοι­ξη – Καλο­καί­ρι 1996

7) Βενε­τία Μπαλ­τά, Ο Άνθρω­πος και η Ιστο­ρία: ανα­ζη­τή­σεις και συν­θέ­σεις ταυ­τό­τη­τας σε λογο­τε­χνι­κά κεί­με­να του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου. Πρα­κτι­κά Δ’ Πανευ­ρω­παϊ­κού Συνε­δρί­ου Νεο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών, Γρα­νά­δα, 9 ‑12 Σεπτεμ­βρί­ου 2010, τ.Β΄, Ευρω­παϊ­κή Εται­ρεία Νεο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών 2011

8) Έρη Σταυ­ρο­πού­λου, Ο «Μάξι­μος ο Γραι­κός» του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου: μια πρό­τα­ση ανα­νέ­ω­σης του ιστο­ρι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος, Θέμα­τα Λογο­τε­χνί­ας, τεύ­χος 7, Νοέμ­βριος 1997 – Φεβρουά­ριος 1998

9) Κ.Λεούση, Ανα­φο­ρά στο νέο βιβλίο του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου Σκη­νές από το βίο του Μάξι­μου του Γραι­κού. Ριζο­σπά­στης 20/8/1976

10) Σταύ­ρου Ζορ­μπα­λά, Το μήνυ­μα του Μάξι­μου του Γραι­κού, Ριζο­σπά­στης 17/9/1976

11) Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος: «Ο εκπα­τρι­σμέ­νος λογο­τέ­χνης…» Μια έρευ­να μετα­ξύ των συγ­γρα­φέ­ων και των ποι­η­τών, εφη­με­ρί­δα Αυγή, 10/9/1954 από τα ΑΣΚΙ

12) Συνέ­ντευ­ξη Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου στην Αιμι­λία Υψη­λά­ντη, Ριζο­σπά­στης 24/1/1975

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο