Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάμπλο Νερούδα: «Έλα να γεννηθείς μαζί μου, αδελφέ…» — Μνήμη Σαλβαδόρ Αλιέντε

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Στις 11 Σεπτέμ­βρη του 1973 εκδη­λώ­νε­ται στη Χιλή στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα, σχε­δια­σμέ­νο και καθο­δη­γού­με­νο από τις αμε­ρι­κα­νι­κές μυστι­κές υπη­ρε­σί­ες και την κυβέρ­νη­ση των ΗΠΑ. Ο στρα­τη­γός Πινο­σέτ ανα­τρέ­πει τη δημο­κρα­τι­κά εκλεγ­μέ­νη κυβέρ­νη­ση (στις τάξεις της συσπει­ρώ­νει κομ­μου­νι­στές, σοσια­λι­στές, ριζο­σπά­στες, αρι­στε­ρούς, χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­τες κ.ά.)  του σοσια­λι­στή προ­έ­δρου Σαλ­βα­δόρ Αλιέ­ντε, ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι η επέμ­βα­ση του στρα­τού έγι­νε «για να λυτρω­θεί η πατρί­δα από το μαρ­ξι­στι­κό ζυγό». Ο Πρό­ε­δρος Αλιέ­ντε οχυ­ρώ­νε­ται στο Προ­ε­δρι­κό Μέγα­ρο και πέφτει νεκρός με το όπλο στο χέρι. Η Χιλή και ο πολύ­πα­θος λαός της βυθί­ζο­νται στο φασι­στι­κό σκο­τά­δι. Όμως το όρα­μα του Αλιέ­ντε για μια δίκαιη και ανθρώ­πι­νη κοι­νω­νία δεν θα σβή­σει και οι αγώ­νες του χιλιά­νι­κου λαού, όπως και των λαών της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής δεν θα στα­μα­τή­σουν, μέχρι να νική­σει το δίκιο.

Κάπο­τε, σε μια εκδή­λω­ση αλλη­λεγ­γύ­ης προς τον αγω­νι­ζό­με­νο λαό της Βενε­ζου­έ­λας, ο Χιλια­νός ποι­η­τής Χάι­με Σβαρτ, που μετά το  πρα­ξι­κό­πη­μα στην πατρί­δα του ζει στην Αθή­να, μου δώρι­σε τους παρα­κά­τω στί­χους του μεγά­λου Χιλια­νού Πάμπλο Νερού­δα. Τους κατα­θέ­τω, σαν κόκ­κι­να γαρί­φα­λα, στην άσβε­στη μνή­μη του Προ­έ­δρου Σαλ­βα­δόρ Αλιέντε.

ΕΛΑ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΟΥ, ΑΔΕΛΦΕ
Δώσ’ μου το χέρι απ’ τα κατάβαθα
του διά­σπαρ­του πόνου σου.
Δε θα γυρί­σεις απ’ τα βάθη των βράχων.
Δε θα γυρί­σεις απ’ το χρό­νο τον υπόγειο.
Δε θα γυρί­σει η σκλη­ρή φωνή σου.
Δε θα γυρί­σουν τα τρυ­πη­μέ­να μάτια σου.
Κοί­τα­ξέ με μέσα απ’ τα βάθη της γης
αγρό­τη, υφα­ντουρ­γέ, σιω­πη­λέ βοσκέ,
εσύ που εξη­με­ρώ­νεις άγρια λάμα για οδηγούς,
χτί­στη αντι­μέ­τω­πε με τη σκα­λω­σιά σου,
νερου­λά που κου­βα­λάς τα δάκρυα των Άνδεων,
χρυ­σο­χόε με τα χτυ­πη­μέ­να δάχτυλα,
χωρι­κέ που τρέ­μεις στη σπορά,
αγγειο­πλά­στη μες στον ξέχει­λο πηλό σου,
φέρ­τε μες στην κού­πα αυτής της νέας ζωής
τους παλιούς θαμ­μέ­νους πόνους σας.
Δείξ­τε μου το αίμα σας και τις χαρα­κιές σας,
πέστε μου, εδώ τιμωρήθηκα,
για­τί το κόσμη­μα δεν έλα­μπε ή η γη
δεν παρέ­δω­σε έγκαι­ρα την πέτρα ή το σιτάρι,
σημα­δέψ­τε μου την πέτρα που πέσατε
και το μαδέ­ρι που πάνω του σας σταύρωσαν,
ανάψ­τε μου το παλιό τσακμάκι,
τις παλιές λάμπες, τα μαστί­για που κόλλησαν
στη διάρ­κεια των αιώ­νων μέσα στις πληγές
και τα τσε­κού­ρια με τη ματω­μέ­νη λάμψη.
Εγώ έρχο­μαι να μιλή­σω απ’ το νεκρό στό­μα σας.
Δια μέσου της γης μαζέψ­τε όλα
τα διά­σπαρ­τα σιω­πη­λά χείλη
και από τα βάθη μιλή­στε μου όλη αυτή τη μεγά­λη νύχτα
σα να ήμουν εγώ μαζί σας αγκυροβολημένος,
να μου τα ιστο­ρή­σε­τε όλα, αλυ­σί­δα την αλυσίδα,
κρί­κο τον κρί­κο, και βήμα το βήμα,
ακο­νί­στε τα μαχαί­ρια που φυλάγατε,
ακου­μπή­στε τα στο στή­θος και στο χέρι μου,
σαν ένα ποτά­μι από κίτρι­νες αχτίνες,
σαν ένα ποτά­μι από θαμ­μέ­νες τίγρεις
και αφή­στε με να κλαίω, ώρες, μέρες, χρόνια,
επο­χές τυφλές, αιώ­νες ουράνιους.
Δώστε μου τη σιω­πή, το νερό, την ελπίδα.
Δώστε μου τον αγώ­να, το σίδε­ρο, τα ηφαίστεια.
Κολ­λή­στε μου τα σώμα­τα σα μαγνήτες.
Ελά­τε στις φλέ­βες μου και στο αίμα μου.
Μιλή­στε με τα λόγια μου και το αίμα μου.

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

(Μετά­φρα­ση στα ελλη­νι­κά από τον Χιλια­νό ποι­η­τή Χάι­με Σβαρτ και την Άννα Καράπα)

SUBE a nacer conmigo, hermano
Dame la mano desde la profunda
zona de tu dolor diseminado.
No volverás del fondo de las rocas.
No volverás del tiempo subterráneo
No volverá tu voz endurecida
No volverán tus ojos taladrados
Mírame desde el fondo de la tierra
labrador,tejedor,pastor callado,
domador de guanacos tutelares
albañil del andamio desafiado,
aguador de las lágrimas andinas,
joyero de los dedos machacados,
agricultor temblando en la semilla,
alfarero en tu greda derramado,
traed a la copa de esta nueva vida
vuestros viejos dolores enterrados.
Mostradme vuestra sangre y vuestro surco,
decidme,aquí fui castigado,
porque la joya no brilló o la tierra
no entregó a tiempo la piedra o el grano,
señaladme la piedra en que caísteis
y la madera en que os crucificaron,
encendedme los viejos pedernales,
las viejas lámparas,los látigos pegados
a través de los siglos en las llagas
y las hachas de brillo ensangrentado.
Yo vengo a hablar por vuestra boca muerta.
A través de la tierra juntad todos
los silenciosos labios derramados
y desde el fondo habladme toda esta larga noche
como si yo estuviera con vosotros anclado,
contadme todo,cadena a cadena,
eslabón a eslabón,y paso a paso,
afilad los cuchillos que guardasteis,
ponedlos en mi pecho y en mi mano,
como un río de rayos amarillos,
como un río de tigres enterrados,
y dejadme llorar,horas,días,años,
edades ciegas,siglos estelares.
Dadme el silencio ‚el agua,la esperanza
Dadme la lucha,el hierro,los volcanes.
Apegadme los cuerpos como imanes
Acudid a mis venas y a mi boca
Hablad por mis palabras y mi sangre

PABLO  NERUDA

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο