Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάμπλο Νερούδα, Στα χθόνια δώματα

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Το 2007 κυκλο­φό­ρη­σε ένας τόμος με ποι­ή­μα­τα του Πάμπλο Νερού­δα  σε μετά­φρα­ση του Γιώρ­γου Κεντρω­τή. Στο προ­λο­γι­κό του σημεί­ω­μα ο μετα­φρα­στής γράφει:

«Ποι­ή­μα­τα τριών δια­δο­χι­κών συλ­λο­γών και μια ολό­κλη­ρης εικο­σα­ε­τί­ας περι­λαμ­βά­νο­νται στον ανά χεί­ρας τόμο. Πρό­κει­ται, μάλι­στα, για ποι­ή­μα­τα δημο­φι­λέ­στα­τα στον ισπα­νό­φω­νο και στον αγγλό­φω­νο κόσμο (όπου πολ­λοί επι­φα­νείς μελε­τη­τές και κρι­τι­κοί της λογο­τε­χνί­ας τα θεω­ρούν εφά­μιλ­λα του Canto General), και σχε­δόν άγνω­στα (μετρη­μέ­να στα δάχτυ­λα του ενός χεριού είναι τα σχε­τι­κά μετα­φρά­σμα­τα) στην Ελλά­δα — κι ας έχει γνω­ρί­σει ο Νερού­δα στον τόπο μας δόξα μεγά­λη (και όχι μόνο μέσω μετα­φρά­σε­ων). Στις επό­με­νες σελί­δες παρου­σιά­ζο­νται οι τρεις περί­φη­μες Residencias του.

Η πρώ­τη συλ­λο­γή (Residencia en la tierra) γρά­φτη­κε μετα­ξύ 1925 και 1931 και εκδό­θη­κε το 1933, η δεύ­τε­ρη (Residencia en la tierra II) μετα­ξύ 1931 και 1935 και εκδό­θη­κε το 1935, και η τρί­τη (La Tercera residencia) τη δεκα­ε­τία 1935 — 1945 και είδε το φως της δημο­σιό­τη­τας το 1947.

Τόσο ο τίτλος Residencia en la tierra όσο και καθαυ­τή η λέξη residencia παρα­πέ­μπουν στο κεί­με­νο της Απο­κά­λυ­ψης του Ιωάν­νου, όπου αρκε­τές φορές ανα­φέ­ρο­νται οι κατοι­κού­ντες επί της γης (Γ’ 10, Η’ 13, ΙΑ’ 10, ΙΓ’ 8 κ.α.) Επει­δή, όμως, η ισπα­νι­κή μετά­φρα­ση της Βίβλου αντί της ενε­στω­τι­κής μετο­χής κατοι­κού­ντες προ­κρί­νει “ισο­δυ­νά­μως πως” το ουσια­στι­κό residencia, που σημαί­νει “κατοι­κία, ενδιαί­τη­μα, δώμα”, προ­τί­μη­σα να επι­λέ­ξω την τρί­τη σημα­σία και να δώσω στις τρεις συλ­λο­γές τον κοι­νό τίτλο Σ τ α  χ θ ό ν ι α  δ ώ μ α τ α, για να μπο­ρεί να μετα­φρα­στεί κατά το πνεύ­μα του πρω­το­τύ­που και ο τίτλος της τρί­της συλ­λο­γής (Το Τρί­το δώμα)‘ περιτ­τεύ­ει δε να εξη­γή­σω ότι στο βιβλι­κό επί της γης αντι­στοι­χεί το στα χθόνια.

Τα δύο πρώ­τα Δώμα­τα γρά­φτη­καν κατά τα έτη οπού ο Νερού­δα υπη­ρε­τού­σε ως διπλω­μά­της στην Κεϋ­λά­νη, στη Βιρ­μα­νία και τη Σιγκα­πού­ρη. Πρό­κει­ται για ποι­ή­μα­τα σχε­δόν μετα­φυ­σι­κά, και απο­πνέ­ουν έναν ερμη­τι­σμό δηλού­με­νον τόσο με υπερ­ρε­α­λι­στι­κό τρό­πο όσο και σπα­ράγ­μα­τα λόγου από την καθη­με­ρι­νή κουβέντα

Μαγιά­τι­κος μουσώνας

Ο άνε­μος της επο­χής ο πρά­σι­νος, ο πρασινάνεμος,

ζαλω­μέ­νος χώρο και ύδα­τα, επα­ΐ­ων δε σ’ όλες τις ατυχίες,

το πέν­θι­μο ξεδι­πλώ­νει φου­ριό­ζος δέρ­μα της σημαί­ας του,

την αχνή της υπό­στα­ση σα δεκα­ρού­λα εκπτύσ­σει ελεημοσύνης:

πλα­τι­νέ­νιος, το λοι­πόν, και κρύ­ος εφι­λο­ξε­νή­θη μια μέρα,

εύθραυ­στος σαν την κρυ­στάλ­λι­νη του γίγα­ντα σπά­θη ανάμεσα

σε τόσες αρχές που προ­στα­τεύ­ουν το δει­λό στε­ναγ­μό του,

το δάκρυ του που πέφτει και την άχρη­στη άμμο του,

από δύνα­μες κυκλω­μέ­νος που σταυρώνονται

και στρα­βώ­νο­νται, σαν άντρας γυμνός σε πόλε­μο, αίροντας

το άσπρο του κλα­δί, την αβέ­βαιη βεβαιό­τη­τά του,

την τρέ­μου­σα αλά­τι­νη στά­λα του

και δη εν μέσω δρι­μεί­ας τινός επιδρομής.

 

Τι ανά­παυ­ση ν’ ανα­λά­βεις; Ποια φτω­χιάν ελπί­δα ν’ αγαπήσεις;

Με τι άτο­νη φλόγα;…με τι φευ­γα­λέα φωτιά;

Ενά­ντια σε ποιον να σηκώ­σεις το λιμα­σμέ­νο πελέκι;

Τι υλι­κό να σου δημεύ­σουν; Από ποιο αστρο­πέ­λε­κι να βγεις,

ν’ απο­δρά­σεις άκρος; Το φως του έχει και δεν έχει μάκρος

και ρίγος, και σέρ­νε­ται σα θλιμ­μέ­νος γαμή­λιος συρμός,

με όνει­ρα ντυ­μέ­νο θνη­τά, με χλω­μά­δα. Γιατί

ό,τι ακού­μπη­σε η σκιά και η ατα­ξία εθώ­πευ­σε βαραίνει:

βαραί­νει, υγρό, αιω­ρού­με­νο, εκτός κατα­στά­σε­ως ηρεμίας,

βαραί­νει απρο­στά­τευ­το στα χάη ανά­με­σα του διαστήματος,

νικη­μέ­νο ξίφει και πατη­μέ­νο θανάτω.

 

Αχ, η μοί­ρα μιας μέρας αναμενόμενης,

που τρέ­χα­νε να την υπο­δε­χθούν κάρ­τες, μπάρ­κα, μπίζνες,

η μοί­ρα της είν’ να πεθαί­νει καθι­στι­κή και νοτισμένη

δίχως δικό της ουρα­νό. Πού είναι τ’ αρω­μα­τι­σμέ­νο της

αντί­σκη­νο και το βαθύ φύλ­λω­μά της; Πού ο ταχύς

οιω­νός της από ξυλο­κάρ­βου­να και η ζωη­ρή της ανάσα;

Ακί­νη­τη, ντυ­μέ­νη με λάμ­ψη μελ­λο­θά­να­τη και με λέπια

αδιά­φα­να, θα δει τη βρο­χή που ’ χει χωρί­σει τα δυό της ημίση

και τον άνε­μο που τρέ­φε­ται με νερά να τους ορμά­ει το Μάη.

Monzon de mayo ( από τη συλ­λο­γή ΔΩΜΑ Α΄ Residencia Ι. 1925 ‑1931)

nerouda25b

Το φάντα­σμα του φορ­τη­γού πλοίου

Σαν πρό­σφυ­γας η από­στα­ση να ζητά­ει άσυλο

στων αφρών μέσα τις σήραγγες,

αλά­τι σε κύμα­τα τελετουργικά

και σε τάγ­μα­τα αναγνωρισμένα,

και μια οσμή με θόρυ­βους γερούς

από γέρι­κο πλοίο φορτηγό,

σάπια σαρα­κο­σά­νι­δα και τσα­κι­σμέ­να εργαλεία,

και κου­ρα­σμέ­νες μηχα­νές που ουρ­λιά­ζου­νε και κλαίνε

να σπρώ­χνουν την πλώρη ,

να κλω­τσάν τα πλαϊ­νά του κήτους

μασώ­ντας θρή­νους, κατα­πί­νο­ντας θρόμβους,

κατα­πί­νο­ντας κόμ­βους, να βγά­ζου­νε βόμβους

πικρών νερών πάνω από τα πικρά νερά,

να πηγαί­νουν το γέρι­κο σκα­ρί, να το πηγαίνουν,

όλο να το πηγαί­νου­νε πάνω στα νερά τα γέρικα.

 

Εσώ­τε­ρα ντε­πό, του­νέ­λια ακρι­βώς ειπείν του λυκόφωτος,

που τα μου­σα­φιρ­λί­ζει η δια­λεί­που­σα των λιμα­νιών ημέρα:

σακ­κιά απά’ σ’ άλλα σακκιά

στοι­βαγ­μέ­να από’ ναν θεο­σκό­τει­νο θεό

σα ζώα κατά­γκρι­ζα, ολό­στρόγ­γυ­λα και κυρί­ως αόμματα,

με συμπα­θι­τι­κού­λια γκρι­ζω­πά αφτάκια,

και κοι­λί­τσες αξιότιμες

κάρ­γα στο στά­ρι και στην καρυδόψυχα,

ευαί­σθη­τες κοι­λιές γυναι­κών γκαστρωμένων,

φτω­χι­κά ντυ­μέ­νες στα γκρι περιμένουν

και περι­μέ­νο­ντας ελπί­ζουν στη σκιά ενός βαρε­τού σινεμά

όπου παί­ζο­νται οι πόνοι και οι πόνοι των πόνων.

 

Τα εξώ­τε­ρα τ’ ακούς που περ­νάν ξαφνικά,

να περ­νά­νε τ’ ακούς σαν άλο­γο τρέ­χο­ντας θαμπό,

με  τις οπλές του να ξεση­κώ­νει στον αέρα τα ύδατα,

γρή­γο­ρο, να μπαί­νει και να ξανα­βγαί­νει απ’ τα νερά .

Είναι φορές που τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει

παρά μόνο ο χρό­νος μέσα στις καμπίνες –

ο χρό­νος στη μοι­ραία μονα­χι­κή τραπεζαρία,

ακί­νη­τος και ορα­τός σαν την πελώ­ρια δυστυχία.

Μπό­χα τομα­ριών και ρού­χα λου­ρί­δες γινωμένα,

και κρεμ­μύ­δια, και λάδι, κι από πάνω

η οσμή κάποια­νου εκεί

που κολυ­μπά­ει στις γωνί­ες του πλοίου,

η οσμή κάποιου ανώ­νυ­μου βεβαί­ως ανθρώπου

που κατε­βαί­νει τα σκα­λιά σάμπως κύμα­τα αέρος,

και στους δια­δρό­μους σκοντάφτει

πάνω στο – μολο­νό­τι απόν – σώμα του

και βλέ­πει με τα μάτια του

που του τα’ χει φυλαγ­μέ­να ο θάνατος.

 

Βλέ­πει με τ’ άχρω­μα μάτια του

που όμως δεν βλέπουνε,

βλέ­πει αργά, και περ­νά­ει τρέμοντας,

χωρίς παρόν και δίχως ίσκιο‘

οι ήχοι τον στρι­μώ­χνουν, τα πράγ­μα­τα τον διαπερνούν,

η δια­φά­νειά του κάνει τις βρώ­μι­κες καρέ­κλες να λάμπουνε.

Ποιος είναι ΄κεί­νο το φάντα­σμα το δίχως σώμα φαντάσματος,

και με τ’ αλα­φριά του βήμα­τα σα νύχτιο ακανθολούλουδο

και με τη φωνή του που μόνο πράγ­μα­τα επιτροπεύει;

Τα έπι­πλα ταξι­δεύ­ουν γιο­μά­τα από τη σιω­πη­λή του ουσία

σαν καρα­βά­κια μικρά μέσα στο μέγα γέρι­κο καράβι

φορ­τω­μέ­να την ουσία του την ασα­φή, την εκλειπούσα.

Τα ερμά­ρια, τα πρά­σι­να τραπεζομάντηλα,

το χρώ­μα των κουρ­τι­νών και του πατώματος,

όλα τους υπο­φέ­ρουν το αργό κενό των χεριών τους,

η δε ανά­σα του εκ βάθρων έχει τα πάντα δηώσει

γύρω – τριγύρω.

 

Όλο γλι­στρά­ει, όλο τσου­λά­ει, και διά­φα­νο κατεβαίνει,

αγέ­ρας μαζί με αέρα παγε­ρό το ζώνουν ολού­θε το καράβι,

με τα μυστι­κά του χέρια στη­ρί­ζε­ται στα κιγκλιδώματα

και κοι­τά­ει την πικρο­θά­λασ­σα που δρα­πε­τεύ­ει ξοπί­σω του.

Μονά­χα τα νερά απορ­ρί­πτουν την επιρ­ροή του,

τα χρώ­μα­τα και τ’ αρώ­μα­τα του λησμο­νη­μέ­νου φαντάσματος,

που φρέ­σκα και βαθιά ξεδι­πλώ­νουν το χορό τους

σαν – πες – πύρι­νες ζωές, σαν αίμα ή σαν πνεύμα,

ζωές δηλο­νό­τι που νέες και στι­βα­ρές πετάγονται,

που ενω­μέ­νες και επα­νε­νού­με­νες πετάνε.

 

Ανε­ξά­ντλη­τα τα νερά, χωρίς συνή­θειες και χωρίς χρόνο,

πρά­σι­να απ’ την ποσό­τη­τα, ικα­νά και διά­κρυα σα δάκρυα,

ψαύ­ουν το μαύ­ρο στο­μά­χι του φορ­τη­γού και πλένουν

την ύλη του, τις σπα­σμέ­νες του κρούστες,

τις σιδε­ρέ­νιες του ρυτί­δες. Τα ζωντα­νά νερά

ροκα­νί­ζουν του πλοί­ου το κέλυφος,

κου­νά­νε τις μακρου­λές σημαί­ες των πανά­λα­φρων αφρών

και τα δόντια τους πετά­νε παντού υπερ­πό­ντια με σταγόνες.

 

Κοι­τά­ει τη θάλασ­σα το φάντα­σμα με την αόμ­μα­την όψη του:

ο κύκλος της ημέ­ρας, ο βήχας του πλοίου,

ένα που­λί πετού­με­νο στη στρογ­γυ­λή και μοναχικιάν

εξί­σω­ση του χώρου, και ξανα­κα­τε­βαί­νει ύστερα

στη ζωή του καραβιού,

πέφτο­ντας απά­νω στον πεθα­μέ­νο χρό­νο και στα σύξυ­λα ξύλα,

γλι­στρώ­ντας στα μαύ­ρα μαγει­ρεία και στις μαύ­ρες καμπίνες,

αργά – αργά, μαζί με τον αέρα και μαζί με την ατμόσφαιρα

και μαζί βεβαί­ως με το παντέ­ρη­μο σύμπαν.

El Fantasma de buque de carga(από τη συλ­λο­γή ΔΩΜΑ Α΄ Residencia Ι. 1925 ‑1931)

 

Βαρ­κα­ρό­λα

Να μ’ άγγι­ζες μονά­χα στην καρ­διά, αχ μονάχα,

μονά­χα, αχ, το στό­μα σου

να μ’ ακού­μπα­ες στην καρ­διά μου,

το στό­μα, το φίνο σου, τα δόντια, τα φίνα σου,

να μ’ ακού­μπαε, αχ, μονά­χα η γλώσ­σα σου

σάμπως αλι­κόκ­κι­νο βέλος

εκεί ακρι­βώς απάνω

οπού με τα σκο­νι­σμέ­να της χτυπάει,

χορεύ­ει η καρ­διά μου,

να σάρω­νες τα πάντα μ’ ένα σου φύσημα

μες στην καρ­διά μου,

στ’ ακρο­γιά­λι από δίπλα, με κλά­μα­τα όλο,

τα πάντα να εσάρωνες,

και τότε , αχ, τότε θα σηκω­νό­τα­νε, αχ, ήχος ζοφερός,

ηχώ τρο­χών από συρ­μούς ονείρων

σαν τα νερά τα αείρροα,

σαν το φθι­νό­πω­ρο το γραμ­μέ­νο στα φύλ­λα των δέντρων,

σαν το αίμα,

μ’ ένα θρόι­σμα από φλό­γες, αχ, υγρές

που κατα­καίν τα ουράνια

και ηχά­νε σαν όνει­ρα ή σαν κλα­διά ή σα βροχούλες

ή και σαν βού­κι­να λιμα­νιού λυπη­μέ­νου, αν εσά­ρω­νες εσύ

τα πάντα μ’ ένα σου φύση­μα μες στην καρ­διά μου,

στ’ ακρο­γιά­λι από δίπλα, εκεί,

σαν το φάντα­σμα με το σεντό­νι του τ’ άσπρο

στην κορ­φού­λα απά­νω των ελα­φρών αφρών

στη μέση – μέση του άναι­μου ανέμου,

σαν το φάντασμα

που ξαμο­λύ­θη­κε με θρή­νους, με κλάματα,

στην άκρην – άκρη του για­λού, της πικρο­θα­λάσ­σης απάσης.

 

Σαν απου­σία τανυσμένη,

σαν καμπά­να ξαφ­νι­κιά και απότομη –

έτσι κόβει στα δύο

και η μεγά­λη θάλασ­σα της καρ­διάς μας τον ήχο,

με τη βρο­χή, τ’ από­βρα­δο, στην παντέρ­μη ακτή:

η νύχτα πέφτει – ποιος αμφιβάλλει; -

πέφτει – πέφτει η νύχτα,

το αμαυ­ρό γαλά­ζιο των σημαιών της που ναυα­γούν αντάτζιο

πλημ­μυ­ρί­ζει μετά με πλα­νή­τες από αχνο­θα­μπω­μέ­νη πλατίνα.

 

Κι αντη­χά­ει η καρ­διά ωσάν αχι­βά­δα αγριερή,

ήχους θαλάσ­σης και σάλου

φωνά­ζει, φωνά­ζει, αντη­χά: θάλασ­σα­αα! θρήνεεε!

φόβε­εε που’ λυωσες!…τρόμεεε λυωμένε!

που εχά­α­α­θης σε κακο­τυ­χιές, που εχύ­υ­υ­θης στα κύματα…

Στο χόχλο μέσα αυτό­νε ξεδι­πλώ­νει η μεγά­λη θάλασσα

τις ξαπλω­μέ­νες της σκιές, τις πρά­σι­νες της παπαρούνες.

 

Αν είταν έτσι ξαφ­νι­κά να’ ρθεις

- με σάρ­κα να’ ρθεις λέω και με οστά –

σε πέν­θι­μο ακρο­γιά­λι φερέλυπο

και να’ χεις γύρω – γύρω σου ζωσμέ­νη την πεθα­μέ­νη μέρα,

φάτσα – φάτσα με μια νέα νύχτα, μ’ ένα και­νούρ­γιο έρεβος,

γιο­μά­τη κύμα­τα, κυμα­τε­ρή και πολυκυματούσα,

και την καρ­διά μου να εσά­ρω­νες μ’ ένα σου φύσημα

την παγω­μέ­νη απ’ του φόβου τα χάδια, τ’ αγγίγματα…

αν εφύ­σα­γες μες στη μονά­χη της καρ­διάς μου τη λίμνη,

αν εφύ­σα­γες τις φλό­γες της εσύ που πετούν σαν περιστέρες,

θ’ αντή­χα­αν οι μαύ­ρες συλ­λα­βές των αιμά­των τους,

θα εφού­σκω­ναν τ’ αείρ­ρυ­τα ερυ­θρά νερά της

και θ’ αντι­λά­λα, θ’ αντι­λά­λαε λέω από ίσκιους και σκιές,

θ’ αντι­λά­λειε η καρ­διά μου ωσάν τη χαρά του Χάρου,

θα εθρή­ναε

σαν υδρορ­ρόη μπου­κω­μέ­νη αγέ­ρα ή κλάιματα

ή σα μπο­τί­λια που ξεβρά­ζει χει­μάρ­ρους – χειμάρρους

τον τρό­μο αμή και τον περίτρομο

στο δρό­μο αν μη και στον περίδρομο.

 

Έτσι θα είτα­νε τα πράγ­μα­τα τότε –

οι αστρα­πές θα σκεπάζαν

των μαλ­λιώ­νε σου τ’ ωραίο πλήθος,

η βρο­χή θα όρμαε μες στα ορθά­νοι­χτα μάτια σου

να ετοι­μά­σει τους λυγ­μούς που μυστι­κά μέσα σου πνίγεις.

Τα μαύ­ρα τότε φτερά

της υαλί­νης θαλάσ­σης ολο­έ­να θ’ ανοίγονταν,

θ’ απλώ­νο­νταν γύρω σου και θα σε σκέπαζαν

με μεγά­λα νύχια γαμ­ψά, με κρωγ­μούς, με τραβέρσα.

 

Θες – σε ρωτώ – θες να’ σαι’ συ το φάντα­σμα’ κείνο

που μόνο του, ολο­μό­να­χο σαρώ­νει τα ωραία περιγιάλια

φυσώ­ντας, όλο φυσώ­ντας το πένθιμο,

το άχρη­στο μου­σι­κό όργα­νό του;

Ας εφώ­να­ζες κοντά σου

τον μακρό­συρ­το ήχο του, το μοχθη­ρό του τσαφάρισμα,

τη μελω­δία του τη στρω­μέ­νη από κύμα­τα δαρμένα…

αρκεί αυτό, αρκεί, αρκεί

κι όλο και κάποιος θα’ ρχό­ταν τότε

όλο – ναι – και κάποιος θα’ ρχό­τα­νε τότε

απ’ των νησιών τις ακρώρειες,

απ’ τον κόκ­κι­νο κάτω πάτο της θάλασσας,

κάποιος όλο μπο­ρεί και να’ρχότανε,

κάποιος θα’ ρχό­τα­νε όλο – ναι! – εκεί τότε.

 

Θα’ ρχό­ταν φουριόζος,

να φυσή­ξει θα’ ρχό­τα­νε με μανία, με μένος,

να φυσή­ξει, ν’ αντη­χή­σει το παν

σα σει­ρή­να καρα­βιού τσα­κι­σμέ­νου, σα λυγμός,

σα χλι­μί­ντρι­σμα μετα­ξύ αφρών και κυμάτων,

σαν αγριε­μέ­νο νερό που δίνει δαγκω­νιές στην ουρά του

κι αλυ­χτά­ει απ’ τον φρι­χτό, τον φρι­χτό­τα­το πόνο.

 

Στα πόρ­τα όλα και στους ταρσανάδες

η αχι­βά­δα η ολό­γιο­μη ίσκιους σαν το ουρ­λια­χτό αλητεύει,

τα θαλασ­σο­πού­λια την περιφρονούν,

πετά­νε αλλού, πετάν γι’ αλλού,

οι ηχο­στή­λες της και οι πέν­θι­μες κιγκλί­δες της

ανα­λαμ­βά­νο­νται στους αιγιαλούς,

στους αιγια­λούς ανα­λαμ­βά­νο­νται και στους κλύδωνες

των παντέ­ρη­μων μα ζωη­ρών του ωκε­α­νού ζωστήρων

που όλο κλεί­δω­νες με κλα­διά και ξεκλείδωνες.

Barcarola (από τη συλ­λο­γή ΔΩΜΑ Β΄ Residencia II  1931 – 1935)

Το Τρί­το δώμα γρά­φτη­κε στα χρό­νια που ο ποι­η­τής βρέ­θη­κε στην Ισπα­νία, στη Γαλ­λία, στο Μεξι­κό και στη πατρί­δα του, τη Χιλή, όπου εξε­λέ­γη γερου­σια­στής με το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα. Εδώ, ως επί το πλεί­στον, έχου­με να κάνου­με με ποί­η­ση πολι­τι­κή, κατά το ήθος του ύστε­ρου γαλ­λι­κού υπερ­ρε­α­λι­σμού, όπου η τέχνη τίθε­ται προ­γραμ­μα­τι­κώς στην υπη­ρε­σία της επανάστασης

Οι Μανί­ες και οι Πόνοι

Las furias y las penas

Το ποί­η­μα αυτό το έγρα­ψα το 1934. Πόσα πράγ­μα­τα εγί­ναν από τότε και πέρα­σαν! Η Ισπα­νία, ο τόπος συγ­γρα­φής του, είναι πλέ­ον ζώνη ερει­πί­ων. Αχ, μακά­ρι να μπο­ρού­σα­με με μια στα­γό­να ποί­η­σης ή αγά­πης να κατα­λα­γιά­σου­με του κόσμου τις παι­δω­μές, τον πόνο!.Αλλά κι αυτό θαν το κατά­φερ­νε μόνο μια καρ­διά απο­φα­σι­σμέ­νη που αγωνίζεται.

Ο κόσμος έχει αλλά­ξει‘ όπως και η ποί­η­σή μου έχει αλλά­ξει άλλω­στε. Μια στα­γό­να αίμα, που’ πεσε πάνω σε τού­τες τις γραμ­μές, πέπρω­ται να επιζήσει…πέπρωται να επι­ζή­σει των γραμ­μών αυτών, καθό­τι ανε­ξί­τη­λη σαν την αγάπη.

                                                                                        Μάρ­τιος 1939

 

Μες στην καρ­διά μου πόνους έχει και μανίες…

                             ΚΕΒΈΔΟ

Στου στή­θους μας τα βάθη είμα­στε πάντα μαζί,

στον καλα­μιώ­να αντα­μώ­νου­με του στή­θους μας

μ’ ένα καλο­καί­ρι φίσκα από κάθυ­γρες τίγρεις

και στή­νου­με ενέ­δρα σ’ ένα μόλις μέτρο κρύ­ας σάρκας,

ενέ­δρα σε μι’ ανθο­δέ­σμη μόνο απρό­σι­του δέρματος

- το στό­μα μας μυρί­ζει ιδρώ­τα και ατλά­ζι­νες φλέβες

όπως στη νοτε­ρή συνα­πα­ντιό­μα­στε ισκιάδα

που αδια­κό­πως περι­συ­νά φιλή­μα­τα στά­ζει όλο στάζει.

 

Μ’ εσέ­να, σκλη­ρή μου εχθρέ, μ’ έσένα

εχθρέ ονεί­ρων και ονεί­ρων που σπά­σαν σαν τίποτα

εύθραυ­στα άνθη γυά­λι­να και σαν καμπάνες

που χαλά­σαν σαν απει­λή και σα φοβέ­ρα, σάμπως

λάμ­ψεις μαύ­ρου κισ­σού εν μέσω αρωμάτων,

μ’ εσέ­να, σκλη­ρή μου εχθρέ, εχθρέ

με τους μεγά­λους γοφούς που αγγί­ξαν τα μαλ­λιά μου

με δρο­σιά δρι­μύ­τα­τη και με ωσάν χτέ­νια γλώσ­σα νερένια,

παρ’ όλη των δοντιών τη διά­βουη ψύχρα

και παρ’ όλο του ματιού το άσβε­στο μίσος,

μα ίσως και παρ’ όλη τη μάχη των θεριών

που ξεψυ­χά­γα­νε τη λήθη στα­θε­ρά βιγλίζοντας,

μ’ εσέ­να­νε είμα­στε σε κάποιο μέρος θερι­νό οι δυο μαζί

και μαζί έχου­με στή­σει ενέ­δρα, μαζί εβά­λαμ’ ιξούς

με χεί­λη που υπέ­στη­σαν στο τέλος την εισβο­λή της δίψας.

Αν υπάρ­χει κάποιος που τρυ­πά­ει τον τοίχο

και με κύκλους φωσφό­ρου περ­νά­ει από μέσα του

να πλη­γώ­σει το κέντρο των μελέ­νιων μελών,

να δαγκώ­σει ένα – ένα τα φύλ­λα του δάσους

που σα σκύ­λα ουρλιάζει,

εγώ είμαι, ιδού’ με, αυτός, και έχω αρωγούς ΄

τα πύρι­να μάτια σου που όλο πετούν ματωμένα

και ποτί­ζουν και σταυ­ρώ­νουν γόνα­τα με λαρύγγια

που τα’ χει με τάξη περι­βά­λει εξ αρχής το γενι­κό μετά­ξι( απόσπασμα)

( Από τη συλ­λο­γή  ΤΡΙΤΟ ΔΩΜΑ Tercera Residencia 1935 – 1945)

 

 

neroudadΜΕ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

ESPAN EN EL CORAZON

 

Άσμα για τις μαν­νά­δες των νεκρών εθνοφυλάκων

Δεν είναι νεκροί, δεν επέ­θα­ναν! Είναι

στη μέση της μπαρούτης,

επί ποδός, σαν αναμ­μέ­να φιτίλια.

 

Οι αμί­α­ντοι ίσκιοι τους έχουν μαζωχτεί

στο χαλ­κο­πρά­σι­νο λιβάδι

σαν παρα­πέ­τα­σμα θωρα­κι­σμέ­νου ανέμου,

σαν οδό­φραγ­μα στο χρώ­μα της οργής,

σαν το καθαυ­τό αόρα­το στή­θος του ουρανού.

Μαν­νά­δες! Στέ­κο­νταν μέσα στα στάχυα,

ψηλοί σαν το βάθος της μεσημβρίας,

κυρί­αρ­χοι των μεγά­λων κάμπων!

Είναι σαν καμπα­να­ριό με μαύ­ρη φωνή

που ανά­με­σα από σώμα­τα ατσάλινα

προ­αγ­γέλ­λει τη νίκη.

Αδελ­φές σαν την πεσμένη

σκό­νη, καρδιές

κομ­μα­τια­σμέ­νες,

έχε­τε εμπι­στο­σύ­νη στους νεκρούς σας,

στους δικούς σας νεκρούς!

Δεν είναι μόνο ρίζες

κάτω από πέτρες βαμ­μέ­νες στο αίμα,

δεν είναι μόνο τα φτω­χά γκρε­μι­σμέ­να οστά

που δου­λεύ­ουν και θα δου­λεύ­ουν τη γη,

αλλά και τα στό­μα­τά τους δαγκώ­νουν ακό­μη μπα­ρού­τι ξερό

και ορμά­νε σαν ωκε­α­νοί από σίδε­ρο, αλλά και

οι υψω­μέ­νες τους γρο­θιές αρνού­νται το θάνατο.

Για­τί μέσα από τα τόσα σώμα­τα ανατέλλει

ζωή νέα αόρα­τη. Μαν­νά­δες, σημαί­ες, παλληκάρια!

Ένα μόνο σώμα ζωντα­νό σαν τη ζωή:

μια όψη με μάτια κομ­μά­τια βιγλί­ζει στο σκότος

μ’ ένα σπα­θί γιο­μά­το χθό­νιες ελπίδες!

 

Πετά­χτε

τα πέν­θι­μα ρού­χα σας, ενώ­στε όλα

τα δάκρυα σας μέχρι να τα κάμε­τε μέταλλο:

για­τί εδώ χτυ­πά­με μέρα και νύχτα,

εδώ κλω­τσά­με μέρα και νύχτα,

εδώ φτύ­νου­με μέρα και νύχτα

μέχρι να πέσουν οι πύλες του μίσους!

Δεν λησμο­νώ τη δυστυ­χία σας, γνωρίζω

τους γιους σας,

και είμαι για το θάνα­τό τους περήφανος,

όπως και για τη ζωή τους περή­φα­νος είμαι,

 

Τα γέλια τους

αστρο­πε­λέ­κα­γαν στα βου­βά εργαστήρια,

τα βήμα­τά τους στον Υπόγειο

αντή­χα­γαν πλάι μου κάθε μέρα, και μαζί

με τις πορ­το­κα­λιές του Λεβάντε,

με τα δίχτυα του Νότου, μαζί

με τα μελά­νια των τυπογραφείων,

πάνω στο τσι­μέ­ντο των αρχιτεκτονημάτων

είδα ν’ αρπά­ζου­νε οι καρ­διές τους φωτιά,

κι απ’ τη φωτιά να δυναμώνουν.

 

Όμως

πιο πολύ κι απ’ τις κατά­ρες για τις διψα­σμέ­νες ύαινες,

για τον κτη­νώ­δη αρου­ραίο, που ουρλιάζει

από την Αφρι­κή τα βρω­με­ρά του προνόμια,

πιο πολύ κι απ’ τον θυμό,

πιο πολύ κι από τη χλεύη,

πιο πολύ κι από το θρήνο,

μαν­νά­δες, που σας δια­πέ­ρα­σε η αγω­νία και ο θάνατος,

κοι­τάξ­τε την καρ­διά της ευγε­νι­κιάς ημέ­ρας που γεννιέται,

και μάθε­τε πως οι νεκροί σας χαμο­γε­λούν από το χώμα

υψώ­νο­ντας όλοι τις γρο­θιές τους

πολύ πιο πάνω απ’ τα κεφά­λια των σταχυών.

Canto a las madres de los milicianos muertos( από τη συλ­λο­γή  ΤΡΙΤΟ ΔΩΜΑ Tercera Residencia 1935 – 1945)

Και στις τρεις συλ­λο­γές κοι­νό στοι­χείο είναι ο θάνα­τος: στις δύο πρώ­τες ως παρά­λο­γη αναί­ρε­ση της ζωής, στη δε τρί­τη κυρί­ως ως ηρω­ι­κή κατά­λη­ξη του βίου των μεγά­λων κοι­νω­νι­κών επα­να­στα­τών και των αμέ­τρη­των μαχη­τών του φωτός ενά­ντια στο φασι­στι­κό ζόφο και στην εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Γι’ αυτό και τα Χθό­νια δώμα­τα είναι όντως ενδιαί­τη­μα του θανά­του: δώμ’ Άΐδαο, όπως το΄θελαν, άλλω­στε όλοι οι μεγά­λοι ποι­η­τές από την επο­χή του Ομή­ρου ( Οδύσ­σεια μ 21) και εντεύ­θεν…( Προ­λο­γι­κό σημεί­ω­μα του μεταφραστή)

 

nerouda25cΠάμπλο Νερού­δα, Στα χθό­νια δώμα­τα. Μετά­φρα­ση Γιώρ­γος Κεντρω­τής, Ύψι­λον 2007

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο