Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάνε πακέτο

Σχο­λιά­ζει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Ο ένας (πλα­σά­ρει ότι) είναι παι­δί των κατα­λή­ψε­ων και των κινη­μά­των, αλλά βγά­ζει στο σφυ­ρί τα σπί­τια των οφει­λε­τών και ό,τι έχει μεί­νει όρθιο από τις λαϊ­κές-εργα­τι­κές κατακτήσεις.
Ο άλλος πλα­σά­ρει το προ­φίλ του αυτο­δη­μιούρ­γη­του από τζά­κι, με τα τρία πτυ­χία, αλλά δεν ξέρει να ξεχω­ρί­σει το Μοντε­σκιέ από το Ρου­σό με το Κοι­νω­νι­κό Συμβόλαιο.

Ο μεν ανέ­φε­ρε τη Ζίμενς και το ηθι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα της ΔΦΑ, που δεν έχει παλιώ­σει (δηλ φθα­ρεί, με όρους πολι­τι­κού κόστους) αλλά πρό­λα­βε να κλεί­σει εξω­δι­κα­στι­κή συμ­φω­νία για το ζήτη­μα και να το κουκουλώσει.
Ο… δεν φοβά­ται μη τυχόν γίνει Λαϊ­κή Δημο­κρα­τία η χώρα, λες και τόσα χρό­νια αντί για μνη­μό­νια ψηφί­ζει πεντα­ε­τή πλά­να σοσια­λι­στι­κής οικοδόμησης.

Ψάχνουν ψύλ­λους στα άχυ­ρα, για να βρού­νε δια­φο­ρές μετα­ξύ τους, στο ύφος και την ηθι­κή, για­τί επί της ουσί­ας είναι σύμ­φω­νοι και βαδί­ζουν χέρι-χέρι (έστω και χωρίς τον Καρα­τζα­φέ­ρη). Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το σύστη­μα. Γι’ αυτό “πάνε πακέ­το”, λει­τουρ­γούν συμπλη­ρω­μα­τι­κά και προ­ϋ­πο­θέ­τουν ο ένας την ύπαρ­ξη του άλλου, για να στή­σουν το ψεύ­τι­κο δίλημ­μα, που θα εγκλω­βί­σει τις λαϊ­κές συνειδήσεις.

Όσο για τους κοι­νο­βου­λευ­τι­κούς τους λόχους, δεν είναι καν περι­φε­ρό­με­νοι θία­σοι, αλλά κλα­κα­δό­ροι (σαν τους κομπάρ­σους στο τηλε­ο­πτι­κό “Πάμε Πακέ­το” που χει­ρο­κρο­τούν σαν κουρ­δι­σμέ­νοι τις κρύ­ες, προ­κάτ ατά­κες των αρχη­γών τους, έχο­ντας πλή­ρη συναί­σθη­ση πως χωρίς αυτούς, μπο­ρεί να μην τους ήξε­ρε ούτε ο θυρω­ρός που δεν έχει η πολυ­κα­τοι­κία τους.

Την κατάλ­λη­λη απά­ντη­ση σε αυτή τη σκια­μα­χία, που παρα­πέ­μπει συνειρ­μι­κά σε Θέα­τρο Σκιών, την έδω­σε χτες ο επι­κε­φα­λής της ΚΟ του ΚΚΕ, Δ. Κου­τσού­μπας, με τους στί­χους του Βάρναλη.

«Σαρά­ντα σβέρ­κοι βοδινοί
με λαδω­μέ­νες μπούκλες
σκε­μπέ­δες σταβροθόλωτοι
και βρώ­μιες ποδαρούκλες
ξετσί­πω­τοι ακαμάτηδες,
τσι­μπού­ρια και κορέοι,
ντυ­μέ­νοι στα μαλάματα
κι επί­ση­μοι κι ωραίοι.

Εξή­ντα λύκοι με προβιά
(γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)
φάγα­νε γουρουνόπουλα,
στραγ­γί­σαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβά­με­νοι βαθιά
Ξαπλώ­σα­νε στα τζάκια
Κι αβά­στα­γες ενιώσανε
Φαγού­ρες στα μπατζάκια»…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο