Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Perpetual premier – perpetual class struggle

Γρά­φει η Μαρία Καρα­πι­πέ­ρη //

Η αλή­θεια είναι πως στην πρε­μιέ­ρα του ντο­κι­μα­ντέρ NON OMNIS MORIAR (δηλα­δή δεν θα πεθά­νω ολό­κλη­ρος, κάτι θα μεί­νει από εμέ­να.) προ­σήλ­θα …προ­κα­τει­λημ­μέ­νη . Γνώ­ρι­ζα πως η ται­νία ακο­λου­θεί την εξέ­λι­ξη της εννιά­μη­νης απερ­γί­ας στην «Χαλυ­βουρ­γία Ελλά­δος». Γνώ­ρι­ζα επί­σης , δια­βά­ζο­ντας τις συνε­ντεύ­ξεις των δημιουρ­γών πως το ντοκι­μα­ντέρ «NON OMNIS MORIAR» ολο­κλη­ρώ­θη­κε μετά από δυο χρό­νια προ­σπά­θειας από την κολε­κτί­βα «Λοκο­μο­τί­βα».

Την «προ­κα­τά­λη­ψη» δια­πί­στω­σα πως την είχα αντι­κρί­ζο­ντας από τη γωνία το συγκε­ντρω­μέ­νο πλή­θος στην είσο­δο του ανα­και­νι­σμέ­νου θρυ­λι­κού κινη­μα­το­γρά­φου ΑΛΚΥΟΝΙΣ στις 8 Γενά­ρη 2015 , την ημέ­ρα της πρε­μιέ­ρας. Προς στιγ­μή πίστε­ψα πως θα δω πανό, υψω­μέ­νες γρο­θιές, θ’ακούσω βρο­ντε­ρά συν­θή­μα­τα. Απερ­γία στην πύλη. Τα βλέμ­μα­τα όσων αντί­κρι­ζα μου φαί­νο­νταν εκτός από οικεία και «συνα­γω­νι­στι­κά».

Πριν την έναρ­ξη είχα την χαρά να ανταλ­λά­ξω δυο κου­βέ­ντες με τον Φώτη , την Θεο­δο­σία και τον Κώστα. Ίδια βλέμ­μα­τα: Οικεία, «συνα­γω­νι­στι­κά» γεμά­τα με την προ­σμο­νή που σου δημιουρ­γεί η λαχτά­ρα να μοι­ρα­στείς τη δημιουρ­γία σου.

Είχα δια­βά­σει σε συνέ­ντευ­ξη που έδω­σαν στον Γρη­γό­ρη Τραγ­γα­νί­δα (Το Περιο­δι­κό) πως η Θεο­δο­σία ήθε­λε στην αρχή να το κάνει περισ­σό­τε­ρο ποι­η­τι­κό. Αυτός ήταν ο δεύ­τε­ρος λόγος της «προ­κα­τά­λη­ψης» μου Έτσι όταν οι τρεις εκ των δημιουρ­γών ανήγ­γει­λαν (δια στό­μα­τος Κώστα) στο κοι­νό ότι το ντο­κι­μα­ντέρ απο­τυ­πώ­νει τη δική τους οπτι­κή αλή­θεια (Τάξη ενα­ντί­ον Τάξης ) για μένα ξεκί­νη­σαν οι συνειρ­μοί της «προ­κα­τά­λη­ψης», ποιητικά…

Τα χαμό­γε­λά τους, καθώς στέ­κο­νταν μπρο­στά από την οθό­νη, μου φαί­νο­νταν σαν σεμνές υπο­γρα­φές της τάξης μας στις λεω­φό­ρους του παρό­ντος κι εύχο­μαι και του μέλ­λο­ντος, της στρα­τευ­μέ­νης τέχνης, στην υπό­θε­ση της εργα­τι­κής τάξης.

Σε όλη τη διάρ­κεια της ται­νί­ας δεν απέ­φυ­γα καθό­λου να αφή­νω την σκέ­ψη μου να «νεί­ρε­ται», ανά­λο­γα με το πλά­νο σε στί­χους ποι­η­τών. Για παρά­δειγ­μα, στις συνε­ντεύ­ξεις των Χαλυ­βουρ­γών, άκου­γα την φωνή του Μαγια­κόφ­σκι να διατρανώνει:

(…) Ξέρω έναν εργάτη
που γράμ­μα­τα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφά­βη­του τ’ αλάτι.
όμως άκου­σε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυα­λό του εργάτη.

Και όταν τα πλά­να καδρά­ρουν στα πρό­σω­πα συχνά γεμά­τα αμφι­βο­λία, δισταγ­μό, ίσως και φόβο των Χαλυ­βουρ­γών, στο ξεκί­νη­μα της απερ­γί­ας, η φωνή του αφη­γη­τή μας δηλώ­νει πως η πρω­το­πο­ρία συχνά δεν είναι επι­λο­γή , αλλά την κάνουν αδή­ρι­τη ανά­γκη οι συν­θή­κες. Τότε σπά­ει ο φόβος και η υπο­τα­γή δεν έχει θέση στην συνεί­δη­ση. Άκου­γα σαν τώρα τον Μπρεχτ να τους καλεί:

Βγες έξω , σύντρο­φε! Ρίσκαρε
Τη δεκά­ρα ‚που ούτε δεκά­ρα πια δεν είναι
Τον τόπο για ύπνο που πάνω του πέφτει η βροχή
Και της δου­λειάς τη θέση που αύριο θα χάσεις
Μπρος στο δρό­μο έξω ! Αγωνίσου!
Να περι­μέ­νεις πια δε γίνε­ται, είναι αργά πολύ!
Βοή­θα τον εαυ­τό σου βοη­θώ­ντας μας. Κάνε πράξη
Την αλληλεγγύη !

Η Θεο­δο­σία έχει πει πως έχει κατα­γρά­ψει με την κάμε­ρα πλά­να που θα μπο­ρού­σαν να απο­τε­λέ­σουν το υλι­κό για άλλες δέκα ται­νί­ες . Η τελι­κή μορ­φή που παρα­κο­λου­θή­σα­με εμείς, στά­θη­κε επαρ­κής να τις δού­με και τις δέκα… Ταυ­τι­στή­κα­με με το ξέσπα­σμα της Απερ­γί­ας, την συνει­δη­το­ποί­η­ση των εργα­τών, την εξέ­λι­ξη της Απερ­γί­ας, την κλι­μά­κω­ση, τις Γενι­κές Συνε­λεύ­σεις του Σωμα­τεί­ου, την στή­ρι­ξη των γυναι­κών τους, τις αδυ­να­μί­ες του αγώ­να τους, τις κινη­το­ποι­ή­σεις τους στην Αθή­να ‚την εντυ­πω­σια­κή Αλλη­λεγ­γύη που εκφρά­στη­κε Διε­θνώς αλλά και στην Ελλά­δα, τους λόγους της έκβα­σης, τη σύγκρου­ση με το Κρά­τος βίας και κατα­στο­λής του Μάνεση.

«βγά­λα­με τα εργα­λεία μας στο φως,
από ήττα σε ήττα
μέχρι να φτά­σου­με το μέλλον»

Σε κάθε ενό­τη­τα υπήρ­χε αιτιο­λο­γη­μέ­νο συμπέ­ρα­σμα που ερμη­νευό­ταν ελεύ­θε­ρα δίνο­ντας την ευχέ­ρεια στο θεα­τή να το κατα­κτή­σει, προ­σω­πι­κά. Με το μονα­δι­κό τρό­πο που δια­θέ­τει η τέχνη που πηγά­ζει από το λαό και το δίκιο. Η τέχνη που καλεί­ται, να οδη­γή­σει, να αφυ­πνί­σει, να εμπνευ­στεί όσο και να εμπνεύσει.

«Ήμουν, είμαι, θα είμαι
θόρυ­βος από μηχανή»

Συχνά από τις πίσω θέσεις ξεκί­να­γε το χει­ρο­κρό­τη­μα. Αρκε­τές φορές ακου­γό­ταν ένα μονα­δι­κό, αλλά όχι μονα­χι­κό χει­ρο­κρό­τη­μα. Ο Γιώρ­γος Σιφω­νιός ξανά ζού­σε τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές της Απερ­γί­ας τους, όπως τη συνά­ντη­ση με τους υπη­ρε­σια­κούς υπουρ­γούς. Η κάμε­ρα εστί­α­ζε στα πρό­σω­πα Στην αντι­πα­ρά­θε­ση των εργα­τών με την εξου­σία το πλά­νο κατόρ­θω­σε να ανα­δεί­ξει πως ο ισχυ­ρός μπο­ρεί να είναι ισχυ­ρός αλλά όχι ανί­κη­τος. Το βλέμ­μα τους, εν ριπή των δικών μας οφθαλ­μών, φανέ­ρω­σε το πραγ­μα­τι­κό τους φόβο. Την οργα­νω­μέ­νη συλ­λο­γι­κή ταξι­κή πάλη.

«τελειώ­να­με τη βάρ­δια και φεύ­γα­με σαν ξένοι
σήμε­ρα ο ένας σφίγ­γει το χέρι του άλλου
να λοι­πόν τι πετύχαμε»

Δεν θα μπο­ρού­σα να μην ανα­φερ­θώ ξεχω­ρι­στά στα πλά­να της σύγκρου­σης με τα ΜΑΤ της κυβέρ­νη­σης Σαμα­ρά. Αρι­στο­τε­χνι­κά καταρ­γούν την μυθο­πλα­σία και επι­βε­βαιώ­νουν τη δομή και τα εργα­λεία της «δημο­κρα­τί­ας» των αφε­ντι­κών… (βία και κατα­στο­λή). Ωστό­σο, δεν θα ήμουν αντι­κει­με­νι­κή αν παρέ­λει­πα να σας μετα­φέ­ρω και τις αντι­δρά­σεις των θεα­τών στο πλά­νο με τον ΜΑΤα­τζή πεσμέ­νο στο έδα­φος και πόδια που καθώς τρέ­χουν ανά­με­σα στον «συν­νε­φια­σμέ­νο» ουρα­νό από τα χημι­κά. Τον «παρέ­συ­ραν» και ανα­γνω­ρί­σα­με με κάποια «αυτα­ρέ­σκεια» τα πόδια μας όσων βρε­θή­κα­με στην Πύλη της Χαλυ­βουρ­γί­ας εκεί­νη την στιγ­μή, αλλά και όσων δεν βρεθήκαμε…

Ο Κώστας Στα­μα­τό­που­λος έχει επι­ση­μά­νει στην ίδια συνέ­ντευ­ξη που ανα­φέ­ρω παρα­πά­νω πως: Δεν τρέ­φου­με αυτα­πά­τες βέβαια ότι η τέχνη μπο­ρεί να αλλά­ξει τον κόσμο. Συμ­φω­νού­με. Επι­μέ­νου­με όμως πως η τέχνη που αντι­στέ­κε­ται με αυτούς που μπο­ρούν και θα αλλά­ξουν τον κόσμο, είναι σάρ­κα από τη σάρ­κα μας.

Η συγκι­νη­σια­κή ατμό­σφαι­ρα την ημέ­ρα της πρε­μιέ­ρας, το φορ­τι­σμέ­νο θυμι­κό, η νοσταλ­γία όσων ξανά ζού­σαν τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές της Απερ­γί­ας των ηρω­ι­κών Χαλυ­βουρ­γών, αλλά και αυτών που της «ζού­σαν» για πρώ­τη φορά, καθό­λου δεν μας εμπό­δι­σε να δια­μορ­φώ­σου­με άπο­ψη για την ίδια την ταινία.

Η ται­νία εναρ­μο­νί­ζει με την τέχνη της ρεα­λι­στι­κής κατα­γρα­φής τη δομή σκη­νο­θε­σί­ας και σενα­ρί­ου. Τα πλά­να εναλ­λάσ­σο­νται με ταχύ­τη­τα ακο­λου­θώ­ντας πιστά τη διάρ­κεια και την έντα­ση των γεγο­νό­των. Το σενά­ριο του Φώτη Μιχα­λό­που­λου είναι τολ­μη­ρό, επι­τυ­χώς απέ­φυ­γε να απο­στε­ώ­σει το λόγο από το λυρι­σμό των αγώ­νων της ταξι­κής πάλης. Ανέ­δει­ξε απαι­τη­τι­κά τη ρεα­λι­στι­κή κατα­γρα­φή των πλά­νων εκφρά­ζο­ντας πιστά και απο­σα­φη­νι­σμέ­να τόσο την αισθη­τι­κή αλλά και την πολι­τι­κή προ­σέγ­γι­ση των δημιουρ­γών του. Θα έλε­γα πως επι­βε­βαιώ­νει και καλ­λιερ­γεί τις προσ­δο­κί­ες που ενδέ­χε­ται να έχει ο θεα­τής σε σχέ­ση με την ται­νία.. Πρω­το­πο­ρεί εκφρά­ζο­ντας την τάση που έχει ανά­γκη κάθε μορ­φή τέχνης στις βάρ­βα­ρες μέρες καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης που διά­γου­με. Την κοινωνικοπολιτική.

«Σχε­δόν όλοι αισθάν­θη­καν απο­λυ­μέ­νοι. Σχε­δόν όλοι συνει­δη­το­ποί­η­σαν στην πορεία ότι δεν πάλευαν μόνο για τον εαυ­τό τους, για τα αιτή­μα­τά τους στο εργο­στά­σιο, αλλά για όλη την εργα­τι­κή τάξη. Η συγκι­νη­τι­κή αλλη­λεγ­γύη της τάξης τους ήταν αυτή που τους πυρο­δο­τού­σε και τους στή­ρι­ζε έως το τέλος…».

Η ται­νία NON OMNIS MORIAR, κατορ­θώ­νει με τους άρρη­κτους δεσμούς σκη­νο­θε­σί­ας και σενα­ρί­ου , με την μου­σι­κή από τη συλ­λο­γή τρα­γου­διών «Μέρες από Ατσά­λι» που δημιούρ­γη­σε η καλ­λι­τε­χνι­κή κολε­κτί­βα «Τέχνη εν Κινή­σει» για τον αγώ­να των χαλυ­βουρ­γών, να διεισ­δύ­σει στο θεατή.

Να μπο­ρεί ο θεα­τής να εξε­τά­σει το δικό του ρόλο μέσα στους αγώ­νες και στο κίνη­μα συνο­λι­κά. Η εννιά­μη­νη απερ­γία των Χαλυ­βουρ­γών είναι φάρος του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, η ται­νία της Θεο­δο­σί­ας Γραμ­μα­τι­κού είναι φρου­ρός που την προ­στα­τεύ­ει από τη λήθη, εκπλη­ρώ­νο­ντας ένα χρέ­ος της τέχνης.

Είναι τόσο έντο­νη η εμπει­ρία που απο­κτάς επει­δή είναι ζωντα­νή. Σκε­φτό­μουν πως ναι, σίγου­ρα, η εννιά­μη­νη απερ­γία των ηρω­ι­κών χαλυ­βουρ­γών είναι παρα­κα­τα­θή­κη, έχει περά­σει ήδη στην σύγ­χρο­νη ιστο­ρία του εργα­τι­κού κινή­μα­τος . Η ται­νία με τα χρό­νια θα απο­κτή­σει ιστο­ρι­κή αξία. Ποτέ όμως δεθα είναι μου­σεια­κή, μιας και η ταξι­κή πάλη είναι αέναη (perpetual ).

‘Έτσι τέλειω­σε η πρε­μιέ­ρα του Ντο­κι­μα­ντέρ NON OMNIS MORIAR. Mε την ελπί­δα στους σει­σμούς που μέλ­λο­νται να ΄ρθουν. νομοτελειακά.

Perpetual premier- Perpetual class struggle

Μην το χασε­τε όταν και οπου ξανα­προ­βλη­θει. Δηλώ­στε συμ­με­το­χή και στα δυο

Συντε­λε­στές του ντοκιμαντέρ:

Σκη­νο­θε­σία: Θεο­δο­σία Γραμματικού
Σενά­ριο – Κεί­με­να: Φώτης Μιχαλόπουλος
Επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Θεο­δο­σία Γραμ­μα­τι­κού, Κώστας Σταματόπουλος
Διεύ­θυν­ση παρα­γω­γής: Κώστας Σταματόπουλος
Διεύ­θυν­ση φωτο­γρα­φί­ας: Θεο­δο­σία Γραμ­μα­τι­κού, Χρή­στος Γιάννου
Μοντάζ: Σωτή­ρης Γκέ­κας, Γιώρ­γος Διδυμιώτης
Αφή­γη­ση : Φώτης Μιχα­λό­που­λος, Ελί­να Καπετάνου
Β. Σκη­νο­θέ­της: Βαγ­γέ­λης Κάλοου
Οργά­νω­ση Παρα­γω­γής: Σήφης Στάμου
Ηχο­λη­ψία: Κώστας Παπα­σπύ­ρου, Γιώρ­γος Θεοφάνους
Studio ηχο­λη­ψί­ας: Cpwayfarer, Kollektiva
Sound editor: Σωτή­ρης Γκέκας
Color Correction: Salim Saifedine
Special effects: Κώστας Σκανδάλης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο