Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Το ποί­η­μα «Το στίγ­μα γρά­φτη­κε όταν οι Γερ­μα­νοί επι­τέ­θη­καν στην ΕΣΣΔ. Όπως ο ίδιος ο Αγγου­λές έγρα­ψε, ανα­φέ­ρε­ται «σ’ ένα νεα­ρό φασί­στα που βρέ­θη­κε σκο­τω­μέ­νος πάνω σε μια ρού­σι­κη χιο­νι­σμέ­νη στέ­πα». Την περί­ο­δο της Κατο­χής μετα­δι­δό­ταν από τους ραδιο­φω­νι­κούς σταθ­μούς της Μόσχας, του Λον­δί­νου και του Καΐρου.

Όπως έγρα­ψε ο μελε­τη­τής του Γιώρ­γος Σιδέ­ρης: «Τίπο­τα άλλο να μην έγρα­φε ο Αγγου­λές, μ’ αυτό και μόνο το ποί­η­μα θα εξα­σφά­λι­ζε μια κάποια θέση στον ελλη­νι­κό Παρ­νασ­σό… Το συνταί­ρια­σμα του ιερού μίσους με την άγρια ανθρω­πιά προς το όργα­νο του ναζι­σμού, το φονιά, είναι πραγ­μα­τι­κός άθλος, που μόνο μεγά­λοι τρα­γι­κοί μπό­ρε­σαν πετυ­χη­μέ­να να το συνταιριάξουν»

Το ποί­η­μα μελο­ποι­ή­θη­κε από τον Πάνο Τζαβέλα.

(Στη φωτο­γρα­φία Γερ­μα­νοί στρα­τιώ­τες προ­χω­ρούν στη ρωσι­κή στέ­πα, πιθα­νό­τα­τα προς το Στα­λιν­γκράντ — Αύγου­στος ή Σεπτέμ­βριος 1942)

Το στίγ­μα

Σ’ ένα νεα­ρό Φασί­στα, που
βρέ­θη­κε σκο­τω­μέ­νος πάνω σε
μια ρού­σι­κη χιο­νι­σμέ­νη στέπα

Και μες στα χιό­νια θησαυ­ρούς το άρπα­γο μάτι βλέπει;
Ξαν­θέ φονιά, τι σ’ έφε­ρε σ’ αυτήν εδώ τη στέπη;
Μέσα στη νύχτα, φονι­κό ποια­νού έστη­νες καρτέρι;
Ποιος σ’ έβλα­ψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις;
Ποιος σε ξέρει,
εδώ που χρό­νια εμό­χθη­σε το εργα­τι­κό το χέρι
να χτί­σει την καλύ­βα του και μια ζωή να φτιάσει;
Νυχτε­ρι­νέ δια­γου­μι­στή, πώς θες να σε δικάσει
το χέρι αυτό που του γκρε­μνάς ό,τι από χρό­νια χτίζει;
Ποια κατα­δί­κη στο φονιά και στο φασί­στα αξίζει;

Τώρα φωλιά­ζουν στ’ άσαρ­κο κρα­νίο σου σκοτάδια
κι απ’ της φυλής σου τα όνει­ρα είναι τα στήθια
σου άδεια.
………………………………………………………………………………………….

Κι ίσως μια μάνα, ένα παι­δί! κάπου να σε προσμένει,
μα εσύ θα μένεις πάντο­τε ξένος σε χώρα ξένη,
κι η μνή­μη σου που της ζωής το νόη­μα θα λερώνει
θα ‘ναι ένα στίγ­μα, ένας λεκές μες στο κατά­σπρο χιόνι…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο