Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Προδημοσίευση: ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΚΙΓΙΕΝ, Αηδόνια και Μπαζούκας • 4 ποιήματα για τον Τσε — 7 για την Επανάσταση

ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΚΙΓΙΕΝ, ΑΗΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΠΑΖΟΥΚΑΣ
4 ποι­ή­μα­τα για τον Τσε
- 7 για την Επανάσταση
Μετά­φρα­ση – Σχο­λια­σμός – Σχέ­δια: Μπά­μπης Ζαφειράτος
Εκδό­σεις New Star

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Ένα ιδιαι­τέ­ρως ενδια­φέ­ρον και χρή­σι­μο βιβλίο πρό­κει­ται να κυκλο­φο­ρή­σει σε λίγες μέρες. Ενδια­φέ­ρον διό­τι αφο­ρά τον Νικο­λάς Γκι­γιέν, εθνι­κό ποι­η­τή της Κού­βας  και έναν από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους παγκο­σμί­ως· χρή­σι­μο  ―εκτός από τους πολυά­ριθ­μους φίλους της ποί­η­σης― σε όσους δεν έπα­ψαν να έχουν στραμ­μέ­νο το βλέμ­μα τους προς το νησί της Επα­νά­στα­σης, ν’ αφου­γκρά­ζο­νται τους παλ­μούς της,  να εμπνέ­ο­νται και να διδά­σκο­νται από τα απο­στάγ­μα­τα της σχε­δόν 60χρονης πορεί­ας της.

Εμπνευ­στής και δημιουρ­γός αυτής της έκδο­σης ο πολυ­πράγ­μων Μπά­μπης Ζαφει­ρά­τος, που αθό­ρυ­βα, μεθο­δι­κά, με σεβα­σμό και αγά­πη αγκά­λια­σε το έργο του Γκι­γιέν και μέρος του μετα­φρα­στι­κού του έργου παρου­σί­α­σε στα­δια­κά από το ιστο­λό­γιό του Μπο­τί­λια Στον Άνε­μο.

Πρό­κει­ται για 11 ποι­ή­μα­τα που παρου­σιά­ζο­νται εδώ για πρώ­τη φορά στην έμμε­τρη μορ­φή τους, ώστε να απο­δο­θεί το ιδιαί­τε­ρο ύφος των τρα­γου­διών «σον» στην ποί­η­ση του Γκι­γιέν, ενώ δύο από τα τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα για τον Τσε μετα­φρά­ζο­νται για πρώ­τη φορά στη γλώσ­σα μας. Όπως σημειώ­νει ο μετα­φρα­στής: «είναι αυτή η αίσθη­ση του τρα­γου­διού που με έβα­λε στον πει­ρα­σμό να απο­τολ­μή­σω τη δική μου εκδο­χή και να ανα­με­τρη­θώ με το απλό λεξι­λό­γιο του πρω­τό­τυ­που, κρα­τώ­ντας κατά το δυνα­τόν ρυθ­μούς, ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ες, συνη­χή­σεις και συναισθήματα».

Η έκδο­ση, που περι­λαμ­βά­νει ακό­μη το ισπα­νι­κό κεί­με­νο, σχο­λια­σμό για τα ποι­ή­μα­τα και την επο­χή τους, παράρ­τη­μα και 13 σχέ­δια, θα παρου­σια­στεί από τον μετα­φρα­στή την Παρα­σκευή 22 Απρί­λη, στις 19:00, στον κινη­μα­το­γρά­φο Αλκυο­νίς. Στην εκδή­λω­ση θα προ­λο­γί­σει ο πρέ­σβης της Κού­βας Οσβάλ­ντο Κομπά­τσο Μαρτίνες.

Από το βιβλίο  προ-δημο­σιεύ­ου­με ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό ποί­η­μα, επί­και­ρο πάντα, περισ­σό­τε­ρο ίσως σήμε­ρα μετά την επί­σκε­ψη Ομπά­μα στην Κού­βα και το πρό­σφα­το άρθρο του ηγέ­τη της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης Φιντέλ Κάστρο. Επί­σης βιο­γρα­φι­κά-εργο­γρα­φι­κά στοι­χεία για τον ποι­η­τή και τον μετα­φρα­στή, που περι­λαμ­βά­νο­νται στην έκδοση.

Ευχα­ρι­στού­με τον Μπά­μπη Ζαφει­ρά­το και τις εκδό­σεις New Star που μας εμπι­στεύ­τη­καν το υλι­κό για την προδημοσίευση.

S E  A C A B Ó
(Son)

TE lo prometió Martí
y Fidel te lo cumplió;
ay Cuba, ya se acabó
se acabó por siempre aquí,
se acabó.

AY Cuba, que si, que si,
se acabó
el cuero del manatí
con que el yankee te pegó.
Se acabó.
Te lo prometió Martí
y Fidel te lo cumplió.
Se acabó.

GARRA de los garroteros,
uñas de yankees ladrones
de ingenios azucareros:
¡a devolver los millones
que son para los obreros!

LA nube en rayo bajó,
ay, Cuba, que yo lo vi;
el águila se espantó,
yo lo vi;
la coyunda se rompió
yo lo vi;
el pueblo canta, cantó,
cantando esta el pueblo así:
‒Vino Fidel y cumplió
lo que prometió Martí:
Se acabó.

¡AY que linda mi bandera,
mi banderita Cubana,
sin que la manden de afuera,
ni venga un rufián cualquiera,
a pisotear en la Habana!

SE acabó.
Yo lo vi
te lo prometió Martí
y Fidel te lo cumplió.
Se acabó.

(1977)

Περι­λαμ­βά­νε­ται στο: Μεγά­λες ελε­γεί­ες και άλλα ποι­ή­μα­τα (ενό­τη­τα Romancero), Καρά­κας, Έκδο­ση Βιβλιο­θή­κης Αγια­κού­τσο, 1984

zafeiratos

Τ Ε Ρ Μ Α  Π Ι Α!
(Σε ρυθ­μό «Σον»)

ΣΤΟ ’χε τάξει ο Μαρτί
κι ο Φιντέλ στο ’χε ορκιστεί·
Κού­βα μου, πάει, τέρ­μα πια,
τέρ­μα και ποτέ ξανά,
τέρ­μα πια.

ΚΟΥΒΑ μου, ω, ναι, γλυκιά,
τέρ­μα πια
κνού­το από μανά­του δέρμα
που ’χε ο γιάν­κης να χτυπά.
Τέρ­μα πια.
Στο ’χε τάξει ο Μαρτί
κι ο Φιντέλ στο ‘χε ορκιστεί.
Τέρ­μα πια!

ΔΗΜΙΟΙ με νύχια γύπα,
μας αρπά­ζουν τα τραχτέρια:
Κλέ­φτες που ήρθα­τε απ’ τις ΗΠΑ,
φέρ­τε πίσω τα λεφτά μας
που είν’ των εργα­τών τα χέρια!

ΤΟ σύγνε­φο φτύ­νει αστραπή,
αχ, Κού­βα, κι εκεί το ’χα δει·
σκιαγ­μέ­νο γυμνό τον αετό
είχα δει·
σπα­σμέ­νο το μαύ­ρο ζυγό
είχα δει·
τρα­γού­δι ο λαός τραγουδά
τρα­γού­δι ξανά αρχινά:
‒Είχε ο Φιντέλ ορκιστεί
αυτό που ’χε τάξει ο Μαρτί:
Τέρ­μα πια!

ΑΧ, η όμορ­φή μου η παντιέρα,
η παντιε­ρού­λα μου η Κουβάνα,
καμιά δεν την δια­τά­ζει λέρα
απ’ έξω, και καμιά ρουφιάνα
δεν την τσα­λα­πα­τά­ει μες στην Αβάνα!

ΤΕΡΜΑ πια.
Το είδα, γιατί,
στο ’χε τάξει ο Μαρτί
κι ο Φιντέλ στο ’χε ορκιστεί.
Τέρ­μα πια!

Ένας ακόμη Γκιγιέν του Μπ.Ζ., σε σχέδιο της 29.VIII.2015. Ο Γκιγιέν του εξωφύλλου, σε σχέδιο της 16.XII.2015 (Μελάνια, 29χ21 εκ.)

Ένας ακό­μη Γκι­γιέν του Μπ.Ζ., σε σχέ­διο της 29.VIII.2015.
Ο Γκι­γιέν του εξω­φύλ­λου, σε σχέ­διο της 16.XII.2015
(Μελά­νια, 29χ21 εκ.)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Νικο­λάς Γκι­γιέν. Η μου­λά­τα ψυχή της Κού­βας και η κοι­νω­νι­κή της συνεί­δη­ση. 10 Ιου­λί­ου 1902, Καμα­γου­έι — 16 Ιου­λί­ου 1989, Αβάνα.

«Λαϊ­κός» ποι­η­τής της Επα­νά­στα­σης, με τερά­στια απή­χη­ση στους ισπα­νό­φω­νους· δημιουρ­γός μιας κοι­νω­νι­κής, προ­λε­τα­ρια­κής, ανθρώ­πι­νης, με όλη τη σημα­σία των λέξε­ων, ποίησης.

Μας τον γνώ­ρι­σε στην εξαι­ρε­τι­κή του από­δο­ση ο δικός μας, ο ανε­ξά­ντλη­τος Γιάν­νης Ρίτσος: Νικο­λάς Γκιλ­λιέν, Ο Μεγά­λος Ζωο­λο­γι­κός Κήπος, Αθή­να, Θεμέ­λιο, 1966.

Δια­βά­ζο­ντας τους στί­χους του, θέλεις να τους απαγ­γεί­λεις και να τους τρα­γου­δή­σεις. Άλλω­στε πολ­λά ποι­ή­μα­τά του έχουν μελο­ποι­η­θεί και θα ακού­γο­νται πάντα, πεζά ή τραγουδισμένα.

Ο Γκι­γιέν δανεί­ζε­ται στοι­χεία από τη λαϊ­κή παρά­δο­ση (αφρο­κου­βα­νι­κή θρη­σκεία, μαγεία, ιερο­τε­λε­στί­ες, σκη­νές από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα) και ριμά­ρει συχνά παι­γνι­διά­ρι­κα και… επι­κίν­δυ­να παρα­πέ­μπο­ντας στους ρυθ­μούς σον (: σημαί­νει έτσι κι αλλιώς ρυθ­μός), αυτό το ιδιαί­τε­ρο μου­σι­κό ύφος των τρα­γου­διών και των χορών της Κού­βας, που έχει δια­δο­θεί σε ολό­κλη­ρη την Καραϊβική.

Αμέ­σως μετά το θρί­αμ­βο των Μπαρ­μπού­δος (1 Γενά­ρη 1959), επι­στρέ­φει στην πατρί­δα του από την εξο­ρία και, με στό­χο τη δια­τή­ρη­ση και διά­δο­ση της κου­βα­νι­κής κουλ­τού­ρας και ταυ­τό­τη­τας, ιδρύ­ει την Εθνι­κή Ένω­ση Συγ­γρα­φέ­ων και Καλ­λι­τε­χνών (UNEAC), διευ­θύ­νο­ντάς την μέχρι το θάνα­τό του. Ταυ­τό­χρο­να, ως μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος δια­δρα­μα­τί­ζει ενερ­γό ρόλο στη νέα κατάσταση.

Πολυ­βρα­βευ­μέ­νος, με σημα­ντι­κό­τε­ρο το Βρα­βείο Στά­λιν για την Ειρή­νη (1954) και με πολ­λές δια­κρί­σεις, είχε προ­τα­θεί αρκε­τές φορές για το Νόμπελ Λογο­τε­χνί­ας και είναι μετα­φρα­σμέ­νος σε πάνω από 30 γλώσσες.

Ο πολι­τι­σμός μας θα αντη­χεί πάντα τη δική του φωνή.

Μπ.Ζ. (Αυγ.- Δεκ. 2015, Μαρ. 2016)

Σέλφι του 1969 (Μαρκαδόρος και χρωματιστά μολύβια,41χ30 εκ.)

Σέλ­φι του 1969
(Μαρ­κα­δό­ρος και χρω­μα­τι­στά μολύβια,41χ30 εκ.)

Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ

Μπά­μπης Ζαφει­ρά­τος. Αθή­να, 1949.

Το 1977 παρου­σιά­ζει ποι­ή­μα­τά του στο Καλ­λι­τε­χνι­κό Πνευ­μα­τι­κό Κέντρο ΩΡΑ.

Δημο­σιεύ­ει στα Νέα και στα περιο­δι­κά Τομές  και Τραμ.

Μέλος της Θεα­τρι­κής Ομά­δας Χολαρ­γού (1980–1989), γρά­φει επι­θε­ω­ρή­σεις και το σπον­δυ­λω­τό έργο Είδω­λα, σκη­νο­θε­τεί σκη­νο­γρα­φεί και παίζει.

Στί­χους του μελο­ποιεί ο Πάνος Τσα­πά­ρας, για το δίσκο Homo Socialis και για προ­σω­πι­κό δίσκο του Δημή­τρη Ψαρια­νού (1986).

Το 1991 συνυ­πο­γρά­φει το σενά­ριο και δια­βά­ζει κεί­με­νά του στη μικρού μήκους ται­νία Κασκα­ντέρ, του πρό­ω­ρα χαμέ­νου συγ­γρα­φέα Παντε­λή Πασχα­λί­δη και μαζί μετα­φρά­ζουν Μπομπ Ντύ­λαν για αφιέ­ρω­μα της ΝΕΤ.

Ιδέ­ες του εικο­νο­γρα­φεί ο Ανδρέ­ας Ζαφει­ρά­τος (Φεστι­βάλ Κόμικς Βαβέλ, 1997, ’98, ’99).

Οικο­νο­μι­κός ανα­λυ­τής σε πετρε­λαϊ­κή εται­ρεία (1977–2009) γρά­φει και εκδί­δει το συν­δι­κα­λι­στι­κό (και όχι μόνο) έντυ­πο Παλ­μός.

Επι­με­λή­θη­κε βιβλία των εκδό­σε­ων Δίαυ­λος και κατα­σκεύ­α­σε ιστο­σε­λί­δες με δου­λειά του και με τα έργα του Α.Ζ.

Στις Άδε­ντρες Πλα­τεί­ες, (Δίαυ­λος, 2013) βρί­σκο­νται εκτε­θει­μέ­να τα ποι­ή­μα­τά του και στην Μπο­τί­λια Στον Άνε­μο  [http://zbabis.blogspot.gr/] εμφια­λώ­νει καθη­με­ρι­νά κεί­με­να και σχέ­διά του για ναυα­γούς που θέλουν να κολυμπήσουν.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο