Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Προλεγόμενα μιας κοινωνιολογίας της ελληνικής Αριστεράς

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* //

Καθώς υπάρ­χει  μεγά­λη σύγ­χυ­ση για το ποιος είναι αρι­στε­ρός, αφού και ο ΣΥΡΙΖΑ αυτο­προσ­διο­ρί­ζε­ται ως Αρι­στε­ρά, θα προ­τεί­να­με μια κοι­νω­νιο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση της Αρι­στε­ράς επι­ση­μαί­νο­ντας εν πρώ­τοις πως αυτή συνι­στά ένα δια­τα­ξι­κό μόρ­φω­μα (και πολι­τι­σμι­κό) θεμα­το­ποιώ­ντας κυρί­ως ζητή­μα­τα στη σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής, δηλα­δή στη σφαί­ρα κυκλο­φο­ρί­ας των αγα­θών (κατα­νο­μή, κατα­νά­λω­ση, τρό­ποι ζωής κ.λπ.), περιο­ρι­σμέ­να όμως στη σφαί­ρα παρα­γω­γής του κοι­νω­νι­κού πλού­του. Να υπεν­θυ­μί­σου­με, για να κατα­νο­ή­σου­με καλύ­τε­ρα το ιδε­ο­λο­γι­κό-θεω­ρη­τι­κό υπό­βα­θρο της Αρι­στε­ράς, ότι το πολι­τι­κό στοι­χείο, η κατα­νο­μή και η κατα­νά­λω­ση με τους συνα­κό­λου­θους τρό­πους ζωής που δια­περ­νούν την προ­γραμ­μα­τι­κή της Αρι­στε­ράς, συνι­στούν τον κεντρι­κό πυρή­να βεμπε­ρια­νών μεθο­δο­λο­γιών (M. Weber) για το κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο. Αντί­θε­τα στη μαρξι(στι)κή μεθο­δο­λο­γία το κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο ορί­ζε­ται σύμ­φω­να με τη σχέ­ση και τη θέση στο σύστη­μα παρα­γω­γής και οργά­νω­σης της εργα­σί­ας. Συνε­πώς άλλα κοι­νω­νι­κά υπο­κεί­με­να μας δίνει, όσον αφο­ρά την ποιό­τη­τα της δρά­σης και τη σφαί­ρα παρέμ­βα­σης, η  μία μεθο­δο­λο­γία και άλλα η άλλη. Εκ των πραγ­μά­των μια τέτοια μεθο­δο­λο­γι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση καθι­στά δια­κρι­τή την Αρι­στε­ρά ως πολι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό μόρ­φω­μα, καθώς προσ­διο­ρί­ζε­ται τόσο η κοι­νω­νι­κή της βάση, επο­μέ­νως και το κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο, όσο  και τι μπο­ρεί να κάνει.

Στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία η Αρι­στε­ρά ταυ­τί­στη­κε πρω­τί­στως με το ΕΑΜ, μια πατριω­τι­κή-λαϊ­κή συμ­μα­χία της εργα­τι­κής τάξης με τα μικρο­α­στι­κά και αγρο­τι­κά στρώ­μα­τα και τους δια­νο­ού­με­νους, στην οποία συμ­με­τεί­χαν και αστοί, και δευ­τε­ρευό­ντως με την ΕΔΑ. Και στις δύο περι­πτώ­σεις ο ρόλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος (ΚΚΕ) υπήρ­ξε καθο­ρι­στι­κός ειδι­κά στη σύμπη­ξη της εαμι­κής συμ­μα­χί­ας. Εντού­τοις σε καμία περί­πτω­ση δεν ετέ­θη ποτέ, ούτε στην περί­πτω­ση του ΕΑΜ, πολύ δε περισ­σό­τε­ρο της ΕΔΑ, ζήτη­μα αλλα­γής του κοι­νω­νι­κού καθε­στώ­τος. Τα  ζητή­μα­τα που τέθη­καν αφο­ρού­σαν την απε­λευ­θέ­ρω­ση της χώρας (ή την ιμπε­ρια­λι­στι­κή εξάρ­τη­ση) και το πολι­τι­κό ζήτη­μα (δημο­κρα­τι­κή εξέ­λι­ξη, πολι­τεια­κό κ.λπ.), περιο­ρι­σμέ­να δε και η ανα­κα­τα­νο­μή του κοι­νω­νι­κού πλού­του. Αλλά ούτε και αλλού, ας πού­με στη Γαλ­λία με το Λαϊ­κό Μέτω­πο (1936), στην Χιλή με την Λαϊ­κή Ενό­τη­τα (1970), πόσο μάλ­λον με την «πλη­θυ­ντι­κή Αρι­στε­ρά» στη Γαλ­λία (1997) ή την κυβέρ­νη­ση Συνα­σπι­σμού-Νέας Δημο­κρα­τί­ας κ.λπ. στην Ελλά­δα (1989), όπου η Αρι­στε­ρά (με την συμ­με­το­χή μάλι­στα των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των) σχη­μά­τι­σε κυβέρ­νη­ση, τέθη­καν ζητή­μα­τα οργά­νω­σης της εργα­σί­ας και παρα­γω­γής του κοι­νω­νι­κού πλούτου.

Σε μεγά­λο βαθ­μό η Αρι­στε­ρά στη χώρα μας φέρ­νει μαζί της ακό­μη και σήμε­ρα την αύρα του ΕΑΜι­κού εγχει­ρή­μα­τος. Μιας πατριω­τι­κής-λαϊ­κής συμ­μα­χί­ας (προ­έ­κτα­ση των ενιαί­ων μετώ­πων της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς) που έβγα­λε όμως,  όπως γνω­ρί­ζου­με με αμη­χα­νί­ες, ανα­βλη­τι­κό­τη­τες και λάθη, επει­δή περι­θω­ριο­ποι­ή­θη­κε το ταξι­κό στοι­χείο, στην υπο­χώ­ρη­ση. Κιό­λας με την έναρ­ξη του Εμφυ­λί­ου, όταν το ζήτη­μα της εξου­σί­ας τέθη­κε σε ταξι­κή βάση, μέρος των αστι­κών και μεσαί­ων στρω­μά­των άρχι­σαν να απο­στα­σιο­ποιού­νται ενώ ένα άλλο μέρος των δια­νο­ου­μέ­νων μπαί­νει σ’ ένα κύκλο «εσω­στρέ­φειας» και εσω­τε­ρι­κής ανα­ζή­τη­σης.  Από εδώ αντλεί τη νομι­μο­ποί­η­σή της η Αρι­στε­ρά και αυτή την παρά­δο­ση (εαμογενή/διαταξική) προ­βάλ­λουν από τη δεκα­ε­τία του ΄80, ΠΑΣΟΚ, Συνα­σπι­σμός, ΣΥΡΙΖΑ κ.ά., βάζο­ντας σε παρέν­θε­ση τον Εμφύ­λιο. Βεβαί­ως χωρίς τον Εμφύ­λιο η Αντί­στα­ση μπο­ρεί να νοη­μα­το­δο­τη­θεί εκ νέου και να γίνει Εθνι­κή Αντί­στα­ση για να χωρέ­σουν όλοι, ενώ η «δομή», εν προ­κει­μέ­νω το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα, και η κομ­μα­τι­κή οργά­νω­ση (ως οργα­νω­σια­κός πόρος) που δημιούρ­γη­σαν το ΕΑΜ, γίνο­νται αντι­κεί­με­νο κρι­τι­κής για δογ­μα­τι­σμό και μονο­λι­θι­κό­τη­τα, κυρί­ως από δια­νο­ου­μέ­νους που εμφο­ρού­νταν από υπαρ­ξια­κές-υπαρ­ξι­στι­κές  ανη­συ­χί­ες. Μια τέτοια νοη­μα­το­δό­τη­ση διευ­κό­λυ­νε επί­σης την «επα­νέ­ντα­ξη» και κοι­νω­νι­κή ανέ­λι­ξη μικρο­α­στι­κών και μεσαί­ων στρω­μά­των που είχαν εντα­χθεί στο ΕΑΜ. Με δεδο­μέ­νη την πολι­τι­κή κατα­στο­λή του ΚΚΕ αλλά και της εαμι­κής Αρι­στε­ράς (εκτε­λέ­σεις, βασα­νι­στή­ρια, εξο­ρί­ες, εκτο­πι­σμοί κ.λπ.) και την πολι­τι­κή ανε­λευ­θε­ρία, έκλει­νε και ο δημό­σιος χώρος ως πεδίο προ­βλη­μα­τι­σμού και κοι­νω­νι­κής ανα­γνώ­ρι­σης γι’ αυτά τα στρώ­μα­τα.  Εδώ αξί­ζει να σημειώ­σου­με την «προ­ώ­θη­ση» με το καρά­βι Ματα­ρόα εκα­το­ντά­δων νέων επι­στη­μό­νων, καλ­λι­τε­χνών κ.ά., οι περισ­σό­τε­ροι από τους οποί­ους είχαν συμ­με­τά­σχει στην ΕΠΟΝ, στη Γαλ­λία (1945) με ότι αυτό συνε­πά­γο­νταν για την έκβα­ση της κατά­στα­σης στην Ελλά­δα αλλά και για την ελλη­νι­κή κοι­νω­νία συνολικά.

Συνε­πώς  για τα στρώ­μα­τα που ήταν φορείς μορ­φω­τι­κού κεφα­λαί­ου και τίτλων σπου­δών, περισ­σό­τε­ρο δε για τους δια­νο­ού­με­νους, μονα­δι­κό πεδίο  τακτο­ποί­η­σης βιο­γρα­φι­κών ασυ­νε­χειών και εξαι­τί­ας της πολι­τι­κής τους εμπλο­κής αλλά και της ανά­γκης δόμη­σης δια­κρι­τής ταυ­τό­τη­τας παρέ­με­νε ο κοι­νω­νι­κός «ερη­μη­τι­σμός». Κάτι σαν την «αρι­στε­ρή μελαγ­χο­λία» (W. Benjamin), όπως απο­τυ­πώ­θη­κε εξάλ­λου στην «ποί­η­ση της ήττας» και στον κοι­νω­νι­κό πεσι­μι­σμό (υπαρ­ξι­σμό κ.λπ.). Να τονί­σου­με εδώ ότι αυτά τα μικρο­α­στι­κά ρεύ­μα­τα κοι­νω­νι­κής σκέ­ψης, εμφα­νί­στη­καν στη χώρα μας με προ­ο­δευ­τι­κό πρό­ση­μο. Στοι­χεία αυτού του «ερη­μη­τι­σμού» και αυτής της «αρι­στε­ρής μελαγ­χο­λί­ας» εντο­πί­ζο­νται σε αρκε­τά  λογο­τε­χνι­κά κεί­με­να της περιό­δου (όπως, λόγου χάρη, Το Κιβώ­τιο κ.ά.), που ακου­μπώ­ντας σ’  ένα αισθη­τι­κό μοντερ­νι­σμό παίρ­ναν από­στα­ση από την «στρα­τευ­μέ­νη» τέχνη, αμφι­σβη­τώ­ντας επί­σης, ‑έχο­ντας βιώ­σει την «ήττα» πρω­τί­στως υπαρ­ξια­κά και όχι πολιτικά‑, την κομ­μα­τι­κή οργά­νω­ση, επο­μέ­νως και την ανα­γκαιό­τη­τα της ταξι­κής δρά­σης. Καθό­λου συμ­πτω­μα­τι­κό πως οι περισ­σό­τε­ροι από αυτούς τους δια­νο­ού­με­νους τάχτη­καν στη διά­σπα­ση του ΚΚΕ το 1968, με το ΚΚΕ-εσω­τε­ρι­κού. Η αμφι­σβή­τη­ση της ηθι­κής ηγε­μο­νί­ας της Αρι­στε­ράς «εκ των έσω», κατα­δεί­κνυε «πως όλοι το ίδιο είναι», από τη μια, προ­ε­τοί­μα­ζε, μετά την ήττα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού, το κλί­μα και για τη «φυσι­κή ήττα της Αρι­στε­ράς» (βλ. Βαλ­τι­νός, Η κάθο­δος των εννέα κ.ά.), από την άλλη. Και όλα αυτά παρό­λο που ήταν ολο­φά­νε­ρο πως χωρίς το Κόμμα-«δομή», τα εργα­τι­κά και λαϊ­κά στρώ­μα­τα δεν θα μπο­ρού­σαν ποτέ να γίνουν από αντι­κεί­με­νο υπο­κεί­με­νο της ιστο­ρί­ας και να μπουν στο προ­σκή­νιο της ιστορίας.

Δεν είναι στις προ­θέ­σεις μας να απα­ξιώ­σου­με ανη­συ­χί­ες και προ­βλη­μα­τι­σμούς που δια­κα­τεί­χαν κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα και κοι­νω­νι­κές ομά­δες αλλά να κατα­νο­ή­σου­με τις κοι­νω­νι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κο-πολι­τι­σμι­κές προ­κεί­με­νες που συγκρο­τούν την Αρι­στε­ρά. Σε κάθε περί­πτω­ση τα μεσαία στρώ­μα­τα που η δεκα­ε­τία του ΄60 έφε­ρε μαζί της (βλ. εκπαι­δευ­τι­κοί, καλ­λι­τέ­χνες, εκδό­τες, όμι­λοι προ­βλη­μα­τι­σμού, ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες κ.ά.) κάθε άλλο παρά θα μπο­ρού­σαν να απε­μπο­λή­σουν τις ευκαι­ρί­ες κοι­νω­νι­κής ανέ­λι­ξης που προ­σέ­φε­ρε η ανά­πτυ­ξη του κρα­τι­κού τομέα (δημό­σιες υπη­ρε­σί­ες, εκπαί­δευ­ση, υγεία κ.λπ.). Ο τρι­πλα­σια­σμός του φοι­τη­τι­κού πλη­θυ­σμού μέσα  σε μια δεκα­ε­τία (για να φτά­σει το 1967 τις 76.000 φοι­τη­τές), λόγου χάρη, δεί­χνει τις αυξα­νό­με­νες ανά­γκες του δημό­σιου τομέα για επι­στη­μο­νι­κή στε­λέ­χω­ση αλλά και τις πολ­λές ευκαι­ρί­ες απα­σχό­λη­σης και ανέ­λι­ξης που προ­σφέ­ρο­νταν. Το γεγο­νός αυτό επι­φυ­λάσ­σει στο εξής στο φοι­τη­τι­κό κίνη­μα (μια δια­τα­ξι­κή κοι­νω­νι­κή κατη­γο­ρία), ένα ιδιαί­τε­ρο κοι­νω­νι­κό ρόλο. Αυτό γίνε­ται ο φορέ­ας νεω­τε­ρι­στι­κών αντι­λή­ψε­ων για τη ζωή (αυτο­προσ­διο­ρι­σμός, σεξουα­λι­κή έκφρα­ση κ.λπ.) αλλά και νέων κατα­να­λω­τι­κών προ­τύ­πων (μου­σι­κές υπο­κουλ­τού­ρες, ομά­δες σινε­φίλ, χόμπι κ.λπ.). Δίνο­ντας αυτά τα στρώ­μα­τα προ­τε­ραιό­τη­τα στην αυτο­νο­μία, στην «διά­κρι­ση» και στην «αισθη­τι­κή», όπως το ανα­λύ­ει ο νεο­βε­μπε­ρια­νός P. Bourdieu, αυτά ασφυ­κτιού­σαν στη συλ­λο­γι­κό­τη­τα της κομ­μα­τι­κής οργά­νω­σης με τον συνα­κό­λου­θο αυστη­ρό κατα­με­ρι­σμό εργα­σιών, ανα­ζη­τώ­ντας και εξαι­τί­ας της εργα­σί­ας του σε ημι-αυτό­νο­μα περι­βάλ­λο­ντα, πιο «χαλα­ρές» μορ­φές πολι­τι­κής δρά­σης. Αντί­θε­τα σε άλλες χώρες (βόρειας και δυτι­κής Ευρώ­πης)  με πιο ομοιο­γε­νή ταξι­κή δομή, και περιο­ρι­σμέ­νη παρου­σία μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των, η εργα­τι­κή τάξη εκφρά­στη­κε με σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά (ή εργα­τι­κά) κόμ­μα­τα, υπο­στη­ρί­ζο­ντας τις μεταρ­ρυθ­μί­σεις (ρεφορ­μι­σμός). Από την άλλη η «Νέα Αρι­στε­ρά», που εμφα­νί­στη­κε (μετά το 1968), η κινη­μα­τι­κή-πολι­τι­σμι­κή Αρι­στε­ρά, θεμα­το­ποιεί πάλι προ­νο­μια­κά δια­τα­ξι­κά ζητή­μα­τα (αυτο­νο­μία, ποιό­τη­τα ζωής, οικο­λο­γία, χώρος, έμφυ­λη και σεξουα­λι­κή κατα­πί­ε­ση   κ.λπ.), δηλα­δή ζητή­μα­τα που αφο­ρούν στη σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής της κοι­νω­νί­ας, και όχι ταξικά.

Ωστό­σο η ανά­δει­ξη στοι­χεί­ων της κοι­νω­νι­κής βιο­γρα­φί­ας αυτών των στρω­μά­των, όπως απο­τυ­πώ­θη­κε με την πολι­τι­κή τους έντα­ξη στην Αρι­στε­ρά, και επι­χει­ρού­με εδώ, θέλει περισ­σό­τε­ρο να υπο­δεί­ξει τις πεπε­ρα­σμέ­νες δυνα­τό­τη­τες παρέμ­βα­σης αυτών των στρω­μά­των στο σύστη­μα παρα­γω­γής, ‑αυτά συγκρο­τού­νται στη σφαί­ρα κυκλο­φο­ρί­ας και αναπαραγωγής‑, και όχι να μειώ­σει τη σημα­ντι­κή συνει­σφο­ρά αυτών των στρω­μά­των αλλά και των αντί­στοι­χων πολι­τι­κών κομ­μά­των (ΚΚΕ-εσω­τε­ρι­κού, Ανα­νε­ω­τι­κή Αρι­στε­ρά, Συνα­σπι­σμός κ.λπ.) στη θεμα­το­ποί­η­ση και ανά­δει­ξη πλευ­ρών του εποι­κο­δο­μή­μα­τος (έμφυ­λη κατα­πί­ε­ση, δικαιώ­μα­τα μειο­νο­τή­των κ.λπ.). Εξάλ­λου, όπως στην κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­σμι­κή δια­μαρ­τυ­ρία του ΄68  (Μάης του ΄68) αρθρώ­θη­κε ένας «λόγος» που ερχό­ταν να νομι­μο­ποι­ή­σει νέους τρό­πους ζωής και πολι­τι­κής δρά­σης (βλ. νέα κοι­νω­νι­κά κινή­μα­τα), εμπε­δώ­νο­ντας ένα νέο εργα­σια­κό ήθος («μετα­φορ­ντι­σμός» κ.λπ.) και διευ­ρύ­νο­ντας ευκαι­ρί­ες και πρα­κτι­κές κατα­νά­λω­σης για τα μεσαία στρώ­μα­τα που η ανα­διάρ­θρω­ση της παρα­γω­γής δημιουρ­γού­σε, έτσι και στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία οι νεω­τε­ρι­στι­κοί τρό­ποι ζωής με τις αντί­στοι­χες κατα­να­λω­τι­κές πρα­κτι­κές (μου­σι­κές, ενδυ­μα­το­λο­γι­κές, εκφρα­στι­κές κ.ο.κ.)  με φορείς τα μεσαία στρώ­μα­τα και κατ’ εξο­χήν προ­νο­μια­κό πολι­τι­κό εκφρα­στή την πολι­τι­σμι­κή-ανα­νε­ω­τι­κή Αρι­στε­ρά  όφει­λε να κατα­στή­σει συμ­βα­τές πλευ­ρές του εποι­κο­δο­μή­μα­τος με την «βάση» της κοινωνίας.

Ενδε­χο­μέ­νως και υπό την επί­δρα­ση των εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών κινη­μά­των αλλά και του αντι­πο­λε­μι­κού κινή­μα­τος των δεκα­ε­τιών του ΄60 και ΄70 να δόθη­κε  ιδιαί­τε­ρη έμφα­ση στον αγώ­να ενά­ντια στον ιμπε­ρια­λι­σμό (Αλγε­ρία, Κογκό, Βιετ­νάμ, Κού­βα κ.λπ.) και να παρα­γνω­ρί­στη­κε ο αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κός αγώ­νας. Εδώ ανα­φέ­ρο­νται κάποιες προ­σεγ­γί­σεις  που θεω­ρούν ακό­μη και σήμε­ρα την Ελλά­δα μια εξαρ­τη­μέ­νη χώρα ή μια  «αποι­κία χρέ­ους». Εντού­τοις αυτές είναι ανα­πα­ρα­γω­γή των «εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών θέσε­ων» του ΠΑΣΟΚ του ΄80 που μιλού­σε για την εξάρ­τη­ση της χώρας από τον «ξένο παρά­γο­ντα». Η μεθο­δο­λο­γι­κή ανε­πάρ­κεια αυτών των θεω­ρή­σε­ων («Θεω­ρί­ες της εξάρ­τη­σης») έγκει­ται στο ότι απο­δί­δουν «την κακιά μοί­ρα» της χώρας, όχι στις σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης (εγγε­νείς παρά­γο­ντες) που φωλιά­ζουν στη σφαί­ρα παρα­γω­γής (όπου παρά­γε­ται και ιδιο­ποιεί­ται ο κοι­νω­νι­κός πλού­τος) αλλά στην «άνι­ση ανταλ­λα­γή» στη σφαί­ρα κυκλο­φο­ρί­ας  (εμπό­ριο, ασύμ­με­τρες σχέ­σεις εξου­σί­ας κ.λπ.) (εξω­γε­νείς παρά­γο­ντες). Ωστό­σο αυτή η θέση είναι αβά­σι­μη, καθώς η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη (ή μερί­δες της) αφού καρ­πώ­θη­κε για δεκα­ε­τί­ες το κοι­νω­νι­κό υπερ­προ­ϊ­όν (απλή­ρω­τη εργα­σία, ασφα­λι­στι­κά απο­θέ­μα­τα, δημό­σια αγα­θά κ.λπ.) προ­σέ­φυ­γε, αφού δεν κατέ­βα­λε ούτε «σάλιο» για τη λει­τουρ­γία του κρά­τους, στα μνη­μό­νια. Μόνο με αυτό τον τρό­πο θα μπο­ρού­σε να νομι­μο­ποι­ή­σει εκ νέου τη βίαιη μετα­φο­ρά πόρων και μέσων από τα εργα­τι­κά και λαϊ­κά στρώ­μα­τα προς τα πάνω, από τη μια, και την διά­νοι­ξη κερ­δο­φό­ρων πεδί­ων για τα λιμνά­ζο­ντα κεφά­λαια (αύξη­ση της απλή­ρω­της εργα­σί­ας), από την άλλη. Εξάλ­λου με την ανα­διάρ­θρω­ση της παρα­γω­γής και τις συνε­πα­γό­με­νες αλλα­γές στην ταξι­κή διάρ­θρω­ση της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας έχουν αλλά­ξει και τα κοι­νω­νι­κά δεδο­μέ­να (διεύ­ρυν­ση της προ­λε­τα­ρια­κής συν­θή­κης, γενί­κευ­ση της μισθω­το­ποί­η­σης, συρ­ρί­κνω­ση των μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των κ.λπ.). Πάνω από το 80% του οικο­νο­μι­κά ενερ­γού πλη­θυ­σμού ήταν, το 2014, μισθω­τοί εργα­ζό­με­νοι ενώ το 56% ανή­κε στην εργα­τι­κή τάξη. Το γεγο­νός αυτό σχε­τι­κο­πο­εί τις σχέ­σεις εξάρ­τη­σης της χώρας ανα­δει­κνύ­ο­ντας σε καθο­ρι­στι­κό παρά­γο­ντα τον εκμε­ταλ­λευ­τι­κό πυρή­να των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων (παρα­γω­γή και από­σπα­ση υπε­ρα­ξί­ας). Επο­μέ­νως το ζητού­με­νο δεν είναι μια πατριω­τι­κή-κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία αλλά η σφυ­ρη­λά­τη­ση της κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χί­ας της εργα­τι­κής τάξης με την ευρύ­τε­ρη τάξη των μισθω­τών (καθώς δεν είναι όλοι οι μισθω­τοί,  εργά­τες) και τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα (φτω­χοί αγρό­τες, μικρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα κ.ά.). Στο άνοιγ­μά της  αυτή η συμ­μα­χία θα συν­δέ­σει τις δια­φο­ρε­τι­κές κατα­στά­σεις της μισθω­τής εργα­σί­ας, αφού η «νέα» εργα­τι­κή τάξη, δεν κινεί­ται μόνο σε βιο­μη­χα­νι­κές και χει­ρω­να­κτι­κές εργα­σί­ες, αλλά και σε δια­φο­ρε­τι­κά εργα­σια­κά περι­βάλ­λο­ντα (δια­νοη­τι­κή εργα­σία, ημι-αυτό­νο­μη εργα­σία κ.λπ.) απόρ­ροια του ανα­βαθ­μι­σμέ­νου μορ­φω­τι­κού και πολι­τι­σμι­κού επι­πέ­δου του «συλ­λο­γι­κού εργά­τη». Σε κάθε περί­πτω­ση η σύμπη­ξη και η σφυ­ρη­λά­τη­ση αυτής της κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χί­ας, δεν είναι υπό­θε­ση του «πλή­θους» (όπως δια­τεί­νε­ται ο A. Negri κ.ά.), αλλά  προ­ϋ­πο­θέ­τει την αυτο­τε­λή πολι­τι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης. Είναι δηλα­δή υπό­θε­ση του  πολι­τι­κού της υποκείμενου.

Η αυτο­τε­λής πολι­τι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης επι­βάλ­λε­ται επι­πρό­σθε­τα, καθώς γνω­ρί­ζου­με πια από πρώ­το χέρι την αξιο­πι­στία ευκαι­ρια­κών μορ­φω­μά­των  του «πλή­θους» («αγα­να­κτι­σμέ­νοι», «πλα­τεί­ες», «όρθιοι» κ.λπ.) και των ενι­κών τρό­πων δρά­σης. Γνω­ρί­ζου­με επί­σης  πως η κινη­μα­τι­κή δρά­ση με τους ακτι­βι­στές και τους «εθε­λο­ντές», αφού συνέ­βαλ­λαν μέσα από μια σοσιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρη κρι­τι­κή στη δυσφή­μη­ση του Δημο­σί­ου ως παρα­γω­γού αξιών χρή­σης και στην εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση των δημό­σιων αγα­θών, ανέ­λα­βαν στη συνέ­χεια  ως μάνα­τζερ και φιλάν­θρω­ποι γεν­ναιό­δω­ρα πακέ­τα από εθνι­κούς και κοι­νο­τι­κούς πόρους (ΜΚΟ, εθε­λο­ντι­κές οργα­νώ­σεις κ.λπ.). Ούτε μπο­ρεί να αφε­θεί το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα στους ευκαι­ρια­κούς σχη­μα­τι­σμούς της Αρι­στε­ράς, όπως κατα­δει­κνύ­ει η περί­πτω­ση ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη οι αυθόρ­μη­τες και αγο­ραί­ες πρα­κτι­κές του «πλή­θους» και οι «αυτό­νο­μες» μορ­φές δρά­σης δικαιώ­νουν εκεί­νους που μιλού­σαν για απο­λί­τι­κο, ή μάλ­λον για «πολι­τι­κό» κίνη­μα που απο­σκο­πού­σε στο να απο­τρέ­ψει τη μετε­ξέ­λι­ξη της τάξης των εργα­ζο­μέ­νων, από αντι­κεί­με­νο, σε πολι­τι­κή δύνα­μη (υπο­κεί­με­νο).

Συνε­πώς η αυτο­τε­λής πολι­τι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης, εφό­σον συμ­φω­νή­σου­με ότι οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις είναι σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης, είναι ο μόνος τρό­πος να εκφρα­στεί η σχέ­ση ταξι­κής θέσης και ταξι­κής συνεί­δη­σης και να προσ­διο­ρι­στούν επο­μέ­νως τρό­ποι δρά­σης και το εύρος των κοι­νω­νι­κών συμ­μα­χιών. Εφό­σον όμως απο­συν­δέ­σου­με την ταξι­κή συνεί­δη­ση (τοπο­θέ­τη­ση) από την ταξι­κή θέση (όπως ο Ν. Που­λαν­τζάς) τότε μπο­ρού­με να ανα­ζη­τή­σου­με το κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο στη σφαί­ρα ανα­πα­ρα­γω­γής και κατα­νά­λω­σης (M. Weber, H. Marcuse, A. Touraine, P. Bourdieu, E. Wright κ.ά.) ή στη συγκυ­ρία («πλή­θος», «αγα­να­κτι­σμέ­νοι», «όρθιοι» κ.ά.), δηλα­δή  στο τυχαίο και το συμπτωματικό.

Με βάση την κοι­νω­νι­κή βάση και τον προ­γραμ­μα­τι­κό λόγο προσ­διο­ρί­σα­με παρα­πά­νω τον κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό χώρο της Αρι­στε­ράς. Δεν νομί­ζου­με  πως βοη­θά­ει στην κοι­νω­νι­κή ανά­λυ­ση να βλέ­που­με τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις ως προ­σω­πι­κές σχέ­σεις ή μέσα από ηθι­κι­σμούς (αμο­ρα­λι­στές, «που­λη­μέ­νοι», «προ­δό­τες» κ.λπ.). Αν κάποια κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, πρω­τί­στως μεσο­α­στι­κά και μκρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα, έτρε­φαν αυτα­πά­τες πως μέσω της ψήφου θα επα­νέρ­χο­νταν στην κατά­στα­ση προ της κρί­σης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να τις ανα­πα­ρά­γει, αυτό είναι, με υπο­κει­με­νι­κούς όρους,  ανα­ξιο­πι­στία. Ωστό­σο η ελλη­νι­κή κοι­νω­νία δια­θέ­τει τη γνω­στι­κή επάρ­κεια να αξιο­λο­γεί την αξιο­πι­στία των πολι­τι­κών προ­γραμ­μά­των, ακό­μη και της Αρι­στε­ράς, ενώ στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση γνώ­ρι­ζε ότι οι επι­θυ­μί­ες του εκλο­γι­κού σώμα­τος, όπως απο­τυ­πώ­θη­καν στις εκλο­γι­κές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπο­ρού­σαν να έχουν απο­τέ­λε­σμα, καθώς οι δυνα­τό­τη­τες παρέμ­βα­σης των εκλο­γέ­ων-πολι­τών στη σφαί­ρα παρα­γω­γής, εκεί που δημιουρ­γεί­ται το πρό­βλη­μα (οργά­νω­ση της εργα­σί­ας και της παρα­γω­γής), είναι εξ’ αντι­κει­μέ­νου πεπε­ρα­σμέ­νες, πόσο μάλ­λον όταν πρό­κει­ται για κρί­ση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κεφα­λαί­ου, ανε­ξάρ­τη­τα αν αυτή παίρ­νει και τη μορ­φή κρί­σης υπο­κα­τα­νά­λω­σης. Και αυτό για­τί, όπως μας δεί­χνει η ιστο­ρι­κή εμπει­ρία, ας πού­με ακό­μη και ένα κεϋν­σια­νό πρό­γραμ­μα, προ­ϋ­πο­θέ­τει μια ευρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία (φορ­ντι­σμός), ή τέλος πάντων τη «συναί­νε­ση» εκεί­νων που συγκρο­τού­νται ως υπο­κεί­με­να στο σύστη­μα παρα­γω­γής, εκεί  που παρά­γε­ται ο κοι­νω­νι­κός πλού­τος, δηλα­δή της εργα­τι­κής τάξης.

Σε αυτές τις συν­θή­κες ανα­με­νό­με­νη ήταν επί­σης η απο­γο­ή­τευ­ση και η παθη­τι­κο­ποί­η­ση της κοι­νω­νί­ας, ‑σύμ­φυ­το της «ψυχο­λο­γί­ας» μεσαί­ων και μκρο­α­στι­κών στρω­μά­των- καθώς μια στοι­χειώ­δης εκλο­γί­κευ­ση της κατά­στα­σης, θα έδει­χνε από την αρχή το ανέ­φι­κτο των εξαγ­γε­λιών. Συνε­πώς το κρί­σι­μο της υπό­θε­σης δεν είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ εξα­πά­τη­σε «συνει­δη­τά» ή όχι το εκλο­γι­κό σώμα. Όχι πως δεν επω­φε­λού­νται κάποιες κοι­νω­νι­κές ομά­δες από τη νομή της εξου­σί­ας, πόσο μάλ­λον όταν αυτοί που γνώ­ρι­ζαν «απ’ έξω και ανα­κα­τω­τά» τις θεω­ρί­ες της εξου­σί­ας, και τον M. Φου­κώ, όπως είναι τα στε­λέ­χη του ΣΥΡΙΖΑ, και αυτο­προσ­διο­ρί­ζο­νταν χρό­νια τώρα ως αντιε­ξου­σια­στές, χρη­σι­μο­ποιούν με «παρα­γω­γι­κό» τρό­πο την εξου­σία. Πάλι όμως αυτό είναι δευ­τε­ρεύ­ων. Το πρω­τεύ­ον, το κρί­σι­μο, είναι ο πολι­τι­κός βολο­ντα­ρι­σμός που χαρα­κτη­ρί­ζει στρα­τη­γι­κά την Αρι­στε­ρά αλλά και την Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία γενι­κά και απο­κό­βει το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα από την ταξι­κή πάλη, απο­κό­βει δηλα­δή την πολι­τι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση από την οικο­νο­μι­κο-ταξι­κή του βάση, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας τους εργα­ζό­με­νους ως πολί­τες (δια­τα­ξι­κά) και όχι ως ταξι­κά υποκείμενα.

* Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η ιστο­ρι­κό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής δράσης

Η απο­δό­μη­ση του Τσε

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο