Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Συντρόφισσα, σε σένα ανήκει η πιο τιμητική θέση!»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Στις 28 Ιού­λη του 1980, έξω από το εργο­στά­σιο-γκέ­το της ΕΤΜΑ,  δολο­φο­νεί­ται η Σωτη­ρία Βασι­λα­κο­πού­λου. Η Σωτη­ρία σπού­δα­ζε στην Πάντειο και ήταν μέλος της ΚΝΕ. Μαζί με άλλους συντρό­φους της βρί­σκο­νταν έξω από την πύλη του εργο­στα­σί­ου και μοί­ρα­ζαν προ­κη­ρύ­ξεις για την απερ­γία που θα γινό­ταν την επό­με­νη μέρα.

Η διεύ­θυν­ση του εργο­στα­σί­ου είχε δώσει ρητή εντο­λή στους μπρά­βους της να μη φτά­σει προ­κή­ρυ­ξη σε χέρι εργά­τη. Όταν σχό­λα­σε η βάρ­δια και άνοι­ξε η πύλη, ο οδη­γός ενός πούλ­μαν (Μάριος Χαρί­τος) που μετέ­φε­ρε εργά­τες,  ανέ­πτυ­ξε μεγά­λη ταχύ­τη­τα και κινή­θη­κε προς το μέρος των φοι­τη­τών. Το βαρύ όχη­μα πέρα­σε πάνω από τη Σωτη­ρία και της αφαί­ρε­σε τη ζωή.

Οι αστυ­νο­μι­κοί που βρί­σκο­νταν στο απέ­να­ντι πεζο­δρό­μιο κατέ­γρα­ψαν τη δολο­φο­νία ως «τρο­χαίο ατύ­χη­μα». Σαν τέτοιο αντι­με­τω­πί­στη­κε και από μεγά­λη μερί­δα του τύπου που δημο­σί­ευ­σαν την είδη­ση στη στή­λη με τα τρο­χαία του σαββατοκύριακου…

Για το έγκλη­μα δεν τιμω­ρή­θη­κε κανείς. Ο εισαγ­γε­λέ­ας Θεο­φα­νό­που­λος έκρι­νε την εν ψυχρώ δολο­φο­νία της Σωτη­ρί­ας Βασι­λα­κο­πού­λου σαν τρο­χαίο ατύ­χη­μα και άσκη­σε δίω­ξη κατά του δολο­φό­νου οδη­γού για «ανθρω­πο­κτο­νία εξ αμε­λεί­ας», ενώ στους ηθι­κούς αυτουρ­γούς του εγκλή­μα­τος δεν ασκή­θη­κε καμία δίωξη.

Λίγους μήνες αργό­τε­ρα,  το 6ο Φεστι­βάλ της ΚΝΕ θα είναι αφιε­ρω­μέ­νο στη Σωτη­ρία Βασι­λα­κο­πού­λου, με το σύν­θη­μα: «Συντρό­φισ­σα, σε σένα ανή­κει η πιο τιμη­τι­κή θέση!» και ο Γιάν­νης Ρίτσος θα δια­βά­σει τους παρα­κά­τω στί­χους, στη μνή­μη της:

Μνημείο με τη μορφή της Σωτηρίας Βασιλακοπούλου και τους στίχους του Γ. Ρίτσου, κοντά στον τόπο της δολοφονίας της

Μνη­μείο με τη μορ­φή της Σωτη­ρί­ας Βασι­λα­κο­πού­λου και τους στί­χους του Γ. Ρίτσου, κοντά στον τόπο της δολο­φο­νί­ας της

Σκέ­ψου η ζωή να τρα­βά­ει το δρό­μο της, και συ να λείπεις,
να ’ρχο­νται οι Άνοι­ξες με πολ­λά διά­πλα­τα παρά­θυ­ρα, και συ να λείπεις,
να ’ρχο­νται τα κορί­τσια στα παγκά­κια του κήπου με χρω­μα­τι­στά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυ­μπά­νε το μεση­μέ­ρι, και συ να λείπεις,
ένα ανθι­σμέ­νο δέντρο να σκύ­βει στο νερό,
πολ­λές σημαί­ες ν’ ανε­μί­ζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανε­βαί­νει μια παρέ­λα­ση στην οδό Σταδίου,
χιλιά­δες κόσμος κρα­τώ­ντας στα χέρια του κόκ­κι­νες σημαίες,
κρα­τώ­ντας επι­τέ­λους τα όνει­ρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνα­τά τη λέξη σύντρο­φος, και συ να λείπεις,
ύστε­ρα ένα κλει­δί να στρί­βει – η κάμα­ρα να ’ναι σκοτεινή
δυο στό­μα­τα να φιλιού­νται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,
σκέ­ψου δυο χέρια να σφίγ­γο­νται, και σένα­νε να σου λεί­πουν τα χέρια,
δυο κορ­μιά να παίρ­νο­νται, και συ να κοι­μά­σαι κάτου απ’ το χώμα,
και τα κου­μπιά του σακα­κιού σου ν’ αντέ­χουν πιό­τε­ρο από σένα
κάτου απ’ το χώμα,
κι η σφαί­ρα η σφη­νω­μέ­νη στην καρ­διά σου να μη λιώνει,
όταν η καρ­διά σου, που τόσο αγά­πη­σε τον κόσμο, θα ‘χει λιώσει».
(…) Να λεί­πεις – δεν είναι τίπο­τα να λείπεις·
αν έχεις λεί­ψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο.

Γιάν­νης Ρίτσος, «Οι γει­το­νιές του κόσμου» (από­σπα­σμα)

Λίγες ώρες μετά τη στυ­γε­ρή δολο­φο­νία της Σωτη­ρί­ας Βασι­λα­κο­πού­λου, στην πύλη του εργο­στα­σί­ου, μια εργά­τρια της ΕΤΜΑ θα πει: «Η Σωτη­ρία ήταν δικό μας σπλά­χνο… Τη φάγα­νε κι είχαν όλους εμάς στο νου τους…».

Την επό­με­νη μέρα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη πανερ­γα­τι­κή απερ­γία. Η τρο­μο­κρα­τία στην ΕΤΜΑ έσπα­σε. Η συμ­με­το­χή των εργα­τών του εργο­στα­σί­ου ήταν καθολική.

Η μορ­φή της νεα­ρής κομ­μου­νί­στριας πέρα­σε στο πάν­θε­ον των ηρώ­ων της ταξι­κής πάλης, του αγώ­να για να εξα­λει­φτεί η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Τα ορά­μα­τα και τα ιδα­νι­κά της  Σωτη­ρί­ας Βασι­λα­κο­πού­λου είναι σήμε­ρα πιο επί­και­ρα από ποτέ. Η θυσία της παρα­μέ­νει ζωντα­νή στη μνή­μη, το έγκλη­μα δεν ξεχνιέ­ται. Η Σωτη­ρία ζει στους καθη­με­ρι­νούς αγώ­νες του λαού και της νεολαίας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο