Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα πακετάκια σας και σ’ άλλη παραλία

makronisi

Γρά­φει ο Πανα­γιώ­της Γεωρ­γί­ου //

Την περα­σμέ­νη Κυρια­κή το βιβλιο­πω­λείο — ψιλο­ό­μι­λος προβληματικών…εεε…προβληματισμού Free Thinking Zone, οργά­νω­σε μια όμορ­φη ανοι­ξιά­τι­κη βαρ­κό­τσαρ­κα στη Μακρό­νη­σο. ΄Hταν μια αξέ­χα­στη μέρα αφιε­ρω­μέ­νη στον αγώ­να κατά «της συλ­λο­γι­κής λήθης του διχα­σμού» και της «κατά­ρας που ακο­λου­θεί τη φυλή μας». Οι εκδρο­μείς γλύ­κα­ναν κάπως την πίκρα τους με μέλι Μακρο­νή­σου και περι­η­γή­θη­καν στο νησί ψηλα­φί­ζο­ντας «την αλή­θεια και τη γνώ­ση», μακριά βέβαια από αρι­στε­ρές διχα­στι­κές λογι­κές και εμφύ­λια πάθη. Το αντι­η­λια­κό τους δοκι­μά­στη­κε σκλη­ρά από τον ήλιο τον ηλιά­το­ρα, όμως άξι­ζε, διά­ο­λε, η φάση…

Η άψο­γα οργα­νω­μέ­νη βολ­τού­λα περι­λάμ­βα­νε περ­πα­τή­μα­τα, βιβλιο­πα­ρου­σί­τσα, selfies, duck faces και ‑ίσως, μπρο­στά δεν ήμου­να- χαρι­τω­με­νιές τύπου «Μακρό­ο­νη­σο­ο­ος!!!». Eπει­δή η θάλασ­σα και τ’ αγέ­ρι ανοί­γουν την όρε­ξη, έκα­ναν και lunch break. Το χιπ­στε­ρά­δι­κο τσι­μπο­λό­γη­μα περι­λάμ­βα­νε «Μenu Εξο­ρί­ας» προ­ε­τοι­μα­σμέ­νο από γνω­στό μαγα­ζί της Κηφι­σιάς: Φασο­λά­δα του Εξό­ρι­στου (να τρώ­ει ο δαρ­μέ­νος και του βασα­νι­στή του να μη δίνει), Μπο­μπό­τα (εικά­ζω από αλεύ­ρι δίχως γλου­τέ­νη), βιο­λο­γι­κές φακές σού­πα κι άλλα εκλε­κτά εδέ­σμα­τα, μαγει­ρε­μέ­να με άδο­λη νεο­φι­λε­λέ αγά­πη και αντι­δι­χα­στι­κή φρο­ντί­δα. Πακε­τα­ρι­σμέ­να με τέχνη σε ανα­κυ­κλώ­σι­μες «περι­βάλ­λον-friendly» συσκευα­σί­ες και στο­λι­σμέ­να με όμορ­φες κορ­δε­λί­τσες, έγι­ναν ανάρ­πα­στα από τους εκδρο­μείς που βίω­σαν την από­λυ­τη Εξό­ρι­στος experience. Μια εμπει­ρία που λίγο απεί­χε προ­φα­νώς απ’ όσα έζη­σαν οι άνθρω­ποι που βασα­νί­στη­καν εκεί λίγες δεκα­ε­τί­ες πριν επει­δή «είχαν τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει»…

Παί­ξα­νε Μακρό­νη­σο. Παί­ξα­νε εξο­ρία. Θα πει κανείς, παι­διά είναι ‑έστω σιτε­μέ­να τα περισ­σό­τε­ρα–  θα παί­ξουν. Παί­ζουν όμως εν ου παι­κτοίς. Σ’ έναν τόπο βαρύ, μου­σκε­μέ­νο απ’ το αίμα του Αγω­νι­στή. Κάνουν πλα­κί­τσα πάνω σε βρά­χια σημα­δε­μέ­να απ’ τα νύχια του Εξό­ρι­στου σε κου­φά­ρια κτι­ρί­ων όπου ακό­μα αντη­χούν οι κραυ­γές του πόνου αλλά και τα τρα­γού­δια του αγώ­να. Παί­ζουν και λερώ­νουν έναν Τόπο Ιστο­ρι­κό. Ό,τι δεν μπο­ρούν να φτά­σουν, το ξεφτι­λί­ζουν, μπας και μικρύ­νει, μπας και ξεχα­στεί. Τα πακε­τά­κια σας και σ’ άλλη παραλία…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο