Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θέμος Κορνάρος, ο κουμπάρος με το χαμόγελο

morfes_agoniston22. ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ (1907–1970)

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Βαθιά ιδε­ο­λό­γος, έδω­σε σάρ­κα και οστά στην έννοια του κομ­μου­νι­στή μέσα από τη σύντο­μη αλλά μεστή σε κακου­χί­ες και αγώ­νες ζωή του. Από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους εκπρο­σώ­πους της αγω­νι­στι­κής λογο­τε­χνί­ας μας ο Θέμος Κορ­νά­ρος, με έργο μεγά­λο σε όγκο και σε αξία. Το έργο του στό­χευε την πολι­τι­κή και θρη­σκευ­τι­κή εξου­σία των κατα­πιε­στών γι’ αυτό ο ίδιος κυνη­γή­θη­κε, φυλα­κί­στη­κε, εξο­ρί­στη­κε και βασα­νί­στη­κε αμεί­λι­χτα, χωρίς όμως να λυγί­σει. Πέθα­νε τα χρό­νια της χού­ντας των συνταγ­μα­ταρ­χών, αφή­νο­ντας δυσα­να­πλή­ρω­το κενό στις γραμ­μές των προ­ο­δευ­τι­κών πνευ­μα­τι­κών δημιουρ­γών της χώρας μας.

Στις 20 Μάη του 1970 η Κεντρι­κή Επι­τρο­πή του ΚΚΕ ανα­κοι­νώ­νει το θάνα­το του Θέμου Κορ­νά­ρου. Δυο μήνες αργό­τε­ρα δημο­σιεύ­ε­ται στο περιο­δι­κό του ΚΚΕ «Νέος Κόσμος» η ανα­κοί­νω­ση της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής, μαζί με ένα μικρό άρθρο-απο­χαι­ρε­τι­σμό, ενταγ­μέ­νο στη σει­ρά ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του περιο­δι­κού. Αυτό το κεί­με­νο είναι το δεύ­τε­ρο της σει­ράς με τον ίδιο τίτλο που εγκαι­νιά­σα­με στο ΑΤΕΧΝΩΣ με το άρθρο του Κώστα Μπό­ση για τον Χρή­στο Μαλτέζο.

Τα δυο κεί­με­να που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα μας παρα­χω­ρή­θη­καν ευγε­νι­κά από το Επι­μορ­φω­τι­κό Κέντρο Βιβλιο­θή­κη — Αρχείο «Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης», τους υπεύ­θυ­νους του οποί­ου   ευχα­ρι­στού­με θερμά.

Μπλοκ 15. Στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου

Μπλοκ 15. Στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης Χαϊδαρίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ

Η Κεντρι­κή Επι­τρο­πή του ΚΚΕ με βαθύ­τα­τη οδύ­νη δέχτη­κε το θλι­βε­ρό άγγελ­μα του θανά­του του Θέμου Κορ­νά­ρου. Η εργα­τι­κή τάξη και το κόμ­μα της, το ΚΚΕ,  με ευλά­βεια θα δια­τη­ρούν πάντα ανέ­σπε­ρη τη φωτει­νή μνή­μη του Θέμου Κορ­νά­ρου, ο οποί­ος συμπο­ρεύ­τη­κε πάντα μαζί τους στις πρώ­τες γραμ­μές των δημο­κρα­τι­κών και των εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών αγώ­νων του λαού μας, προ­σφέ­ρο­ντας όλες τις πνευ­μα­τι­κές και τις φυσι­κές του δυνά­μεις, το υψη­λό πρό­τυ­πο του ήθους του σαν ανθρώ­που και σαν αγω­νι­στή στην υπη­ρε­σία της ειρή­νης, της δημο­κρα­τί­ας, της προόδου.

Φεύ­γο­ντας από τη ζωή ο Θέμος Κορ­νά­ρος αφή­νει πολύ­τι­μη υπο­θή­κη στις αγω­νι­ζό­με­νες πατριω­τι­κές-αντι­δι­κτα­το­ρι­κές δυνά­μεις του λαού μας, το βαθιά προ­ο­δευ­τι­κό, δημο­κρα­τι­κό και ανθρώ­πι­νο έργο του, πηγή πίστης και αισιο­δο­ξί­ας για τη νίκη της υπό­θε­σης του λαού. Διερ­μη­νεύ­ο­ντας τα αισθή­μα­τα θλί­ψης όλων των ελλή­νων κομ­μου­νι­στών, των εργα­ζο­μέ­νων της χώρας μας, η Κεντρι­κή Επι­τρο­πή του ΚΚΕ απευ­θύ­νει τα θερ­μά της συλ­λυ­πη­τή­ρια στους οικεί­ους του αξέ­χα­στου Θέμου Κορνάρου.

20 Μάη 1970
Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΚΕ

morfes_agoniston2

kornaros20bΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ (1907–1970), Ο ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
του Χ. Ορέστη
(περιο­δι­κό ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, 7/1970)

Ήσυ­χα-ήσυ­χα έσβη­σε μέσα στα πυκνά, ασφυ­κτι­κά σκο­τά­δια της χού­ντας και ο Θέμος Κορ­νά­ρος… Ο προ­σφι­λής «κου­μπά­ρος» της φτώ­χιας. Ο γλυ­κύς αδελ­φός των ταπει­νών και κατα­φρο­νε­μέ­νων… Μια δημιουρ­γι­κή, φωτει­νή ανθρώ­πι­νη ύπαρ­ξη, γεμά­τη ευαι­σθη­σί­ες και αγά­πη για τον εργα­ζό­με­νο και αγω­νι­ζό­με­νο άνθρω­πο. Με το χαμό­γε­λο πάντα στα χεί­λη, με την αισιο­δο­ξία στην καθη­με­ρι­νή κουβέντα…

― Έ! Κου­μπά­ρε… Πως τα παλαί­βου­με; Πως ζούμε;

― Σκο­τά­δι κου­μπά­ρε Θέμο!…

― Έ!… Αγά­ντα κου­μπά­ρε!… Θα φωτί­σει!… Θ’ αστρά­ψει και θα φέξει και θα χαμο­γε­λά­σει γλυ­κιά κι η δική μας η άσπρη μέρα, κουμπάρε!

Αυτός ήταν ο Θέμος Κορ­νά­ρος, ο συγ­γρα­φέ­ας, ο αγω­νι­στής. Ο πρό­σχα­ρος και ευπρο­σή­γο­ρος φίλος, ο σύντρο­φος της εξο­ρί­ας. Ο κουμπάρος!

Ούτε μπο­ρεί κανείς να φαντα­στεί έναν τέτοιον άνθρω­πο νεκρό. Και όμως πέρα­σε πριν την ώρα του στην αντί­πε­ρα όχθη. Ένας πονε­μέ­νος ακό­μα δημιουρ­γός, που σβή­νει στη μαύ­ρη τριε­τία της χού­ντας. Δίπλα στον Κου­κού­λα, τον Πορ­φύ­ρη, τον Μυρι­βή­λη, τη Μυρ­τιώ­τισ­σα. Που τον κλαί­ει ο εργα­τι­κός συνοι­κι­σμός. Και τον συνο­δεύ­ει  στην τελευ­ταία του κατοι­κία ο βου­βός συγκρα­τη­μέ­νος θρή­νος του λαού που τον γέννησε.

Σκο­τώ­νει η κόλα­ση της τυραν­νί­ας τα φωτει­νά πνεύ­μα­τα. Κι όσα αντι­στέ­κο­νται στα σκο­τά­δια, βογκούν, ίσως, αγκο­μα­χούν, αλλά δεν κατα­θέ­τουν τα όπλα. Τρέ­μουν οι τύραν­νοι την πυκνή φάλαγ­γα των ηρω­ι­κών ιππο­τών του πνεύ­μα­τος. Τις πέν­νες που ξεσκί­ζουν τη σκο­τα­δε­ρή νύχτα της τυραν­νί­ας. Το λόγο που ανα­τα­ρά­ζει τα ερτζια­νά κύμα­τα. Το τρα­γού­δι που εγκαρ­διώ­νει τις μαχό­με­νες στρα­τιές του λαού.

Τι ήταν, λοι­πόν, σ’ όλη του τη ζωή ο Θέμος Κορ­νά­ρος; Ένας εργά­της, με το μερο­κά­μα­το της οργής εξ απα­λών ονύ­χων, κι ένας δημιουρ­γός που ανα­τά­ρα­ξε τα βαλ­το­νέ­ρια του κατε­στη­μέ­νου και της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο… Στα βιβλία του σπαρ­τα­ρά­ει η ζωή μ’ έναν άγριον ηφαι­στεια­κό ρεα­λι­σμό που συγκλο­νί­ζει. Ο μεγά­λος μας Παλα­μάς έδω­σε την πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κή εικό­να της ολο­ζώ­ντα­νης, απλής και ορμη­τι­κής τέχνης του Κορ­νά­ρου που συναρ­πά­ζει, δια­βά­ζο­ντας τη «Σπι­να­λό­γκα»: «Το βιβλίο σου ‑λέει- με συγκλο­νί­ζει… Κάθε τόσο στα­μα­τώ την ανά­γνω­ση και έχω την εντύ­πω­ση πως οι σελί­δες του έχουν ποτι­στεί με τη λέπρα που περι­γρά­φεις!… Τι τρο­με­ρό!… Τι τρομερό!…»

Μόνο όταν ένας συγ­γρα­φέ­ας πονέ­σει πολύ, φτά­νει σ’ αυτό το απο­τέ­λε­σμα… Μόνον όταν ζήσει με τους λεπρούς. Όταν μοι­ρα­στεί μαζί τους το πικρό ψωμί και τη θλί­ψη τους. Κι ο Κορ­νά­ρος έκα­νε βίω­μά του τη φρι­κτή εκεί­νη ζωή των μελ­λο­θά­να­των. Την έδω­σε στο βιβλίο του ανά­γλυ­φη, ολο­ζώ­ντα­νη, παλ­λό­με­νη, ακό­μα και με… τις «χαρές» της. Και εδώ είναι το μυστι­κό του Κορ­νά­ρου, που βαθαί­νει στον πόνο του συναν­θρώ­που. Που ανα­κα­λύ­πτει σ’ έναν τάφο, σε μια τέτοια κόλα­ση ακό­μα, ζωή και χαμόγελο!…

Σ’ έναν περί­πα­τό μας προς την Και­σα­ρια­νή κάπο­τε, έπια­σε κου­βέ­ντα με ντα­μαρ­τζή­δες την ώρα που δούλευαν:

― Πως πάει η δου­λιά, Κουμπάρε;

― Όπως τα βλέ­πεις, κύριε!…

― Πόσες ώρες δουλεύετε;

― Και σάμπως ξέρουμε!…

― Αυτό είναι κακό κου­μπά­ρε!… Φουρ­νέ­λα, λοστός, κίν­δυ­νος-θάνα­τος και να μη λογα­ριά­ζε­τε ώρες!… Κακό κου­μπά­ρε!… Κακό κου­μπά­ρε!… Κακό!… Εγώ θα τα γρά­ψω αυτά!…

Αυτό ήταν… Τους κατά­χτη­σε. Άνοι­ξε την καρ­διά τους. Μας κάλε­σαν για ουζά­κι. Δια­βά­σαν κατό­πι ένα συγκλο­νι­στι­κό ρεπορ­τάζ για το μερο­κά­μα­τό τους, του τρό­μου. Τον αγά­πη­σαν σαν αίμα τους. Τον εργά­τη, το συγ­γρα­φέα, τον «Κου­μπά­ρο» τους… Τον μαρ­τυ­ρι­κό αντι­φα­σί­στα του Χαϊ­δα­ριού. Έτσι τρα­βού­σε ο ήρε­μος αυτός και σπά­νιος δημιουρ­γός. Από την πάλη για την ζωή, στην πάλη για την ελευ­θε­ρία. Από την «Σπι­να­λό­γκα» και το «Άγιον Όρος», ως το «Χαϊ­δά­ρι» και τα «Παι­διά της Θύελλας».

Ο Κορ­νά­ρος με τα βιβλία του έκα­με ζωή, έκα­με πάλη για το λαό και μέσα στο λαό. Κι όταν η τέχνη είναι μακριά από συμ­βα­τι­κό­τη­τες και εξω­ραϊ­σμούς, τότε ο δημιουρ­γός μπαί­νει βαθιά μέσα στην καρ­διά του λαού. Και δεν απου­σί­α­σε από καμιά μάχη της ελευ­θε­ρί­ας, αυτός ο σεμνός άνθρω­πος, ο συγ­γρα­φέ­ας και αγω­νι­στής. Παλι­κά­ρι ολόρ­θο στη μάχη. Στις φυλα­κές. Στα ξερο­νή­σια. Σε κάθε ταμπού­ρι. Ο «Κου­μπά­ρος» με το χαμόγελο!…

Ας είναι το χώμα σου ελα­φρό και αιώ­νια η μνή­μη σου, γλυ­κέ «Κου­μπά­ρε», αδελ­φέ του αγώνα!…

Χ. Ορέ­στης

Οι ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ στο ΑΤΕΧΝΩΣ

Το 1954 η Έλλη Αλε­ξί­ου σε σημεί­ω­μά της προς την Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης του ΚΚΕ έγρα­φε: «Παράλ­λη­λα κάνω και δεύ­τε­ρη πρό­τα­ση: Να συγκε­ντρω­θούν από την Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης υλι­κά κατά φακέλ­λους για την Ηλέ­κτρα, Μπε­λο­γιάν­νη, Σου­καν­τζί­δη, Παπα­ρή­γα, Νικη­φο­ρί­δη… για όποιους νομί­ζει ότι πρέ­πει, και να δοθούν στους συγ­γρα­φείς που θα ορί­σει πάλι η Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης (Αδά­μο, Αξιώ­τη, Γιαν­να­κό­που­λο, Ζωί­δη, Μπό­ση, Πάρ­νη, Πιε­ρί­δη, Ρεντή, Σεβα­στί­κο­γλου, Σπή­λιο, Χατζή…) με την εντο­λή να γρά­ψουν ένα έργο για τον ήρωα που προ­τι­μούν. Θα τους αφε­θεί ελευ­θε­ρία εκλο­γής ως προς τη μορ­φή του έργου: δρά­μα, μυθι­στό­ρη­μα, έπος, πεζό, ποί­η­μα κ.λ.π. Αυτό θα δόσει αφορ­μή στο να γρα­φτεί κάτι συγκρο­τη­μέ­νο για τους ήρω­ές μας και δεν απο­κλεί­ε­ται η πιθα­νό­τη­τα απ’ αυτή την προ­σπά­θεια να βγει κάτι καλό.» (Άννα Ματ­θαί­ου – Πόπη Πολέ­μη: Δια­δρο­μές της Μέλ­πως Αξιώ­τη 1947 – 1955. Μαρ­τυ­ρί­ες και κεί­με­να από τα Αρχεία Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστο­ρί­ας. Εκδό­σεις ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθή­να 1999.)

Αν κρί­νου­με από την εκδο­τι­κή παρα­γω­γή του ΚΚΕ τα επό­με­να χρό­νια, η πρό­τα­ση αυτή δεν υλο­ποι­ή­θη­κε άμε­σα, με την μορ­φή του­λά­χι­στον που πρό­τει­νε η Έλλη Αλε­ξί­ου. Έγι­νε όμως μια κατα­γρα­φή ανα­φο­ρών σε γνω­στούς και λιγό­τε­ρο γνω­στούς λαϊ­κούς αγω­νι­στές-ήρω­ες του ΚΚΕ, με τη μορ­φή άρθρων-αφιε­ρω­μά­των στο μηνιαίο περιο­δι­κό του Κόμ­μα­τος «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ». Τα κεί­με­να-πορ­τραί­τα μπή­καν κάτω από τον τίτλο ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ. Στα αφιε­ρώ­μα­τα βλέ­που­με τα ονό­μα­τα των αγω­νι­στών που προ­τεί­νει η Έλλη Αλε­ξί­ου αλλά και πολ­λούς άλλους ακό­μα – κάποιοι άγνω­στοι στους νεώ­τε­ρους σήμε­ρα. Η στή­λη ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ εμφα­νί­ζε­ται στο περιο­δι­κό το 1965 και παρα­μέ­νει μέχρι τα τελευ­ταία τεύ­χη του το 1974.

Το ΑΤΕΧΝΩΣ θα συνε­χί­σει την προ­σπά­θεια για μετα­φο­ρά στο δια­δί­κτυο και άλλων αφιε­ρω­μά­των από τις ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ.

Στην ίδια σειρά:

Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος (1908–1938), λαο­γέν­νη­τος αγω­νι­στής – αλύ­γι­στος επαναστάτης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο