Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θεοχάρης Παπαδόπουλος: «Έξυπνες βόμβες»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Αιχ­μη­τή απλότητα

  «Έξυ­πνες βόμ­βες» είναι η νέα, έβδο­μη σε σει­ρά, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Θεο­χά­ρη Παπα­δό­που­λου που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Μαν­δρα­γό­ρας. Είναι μια συλ­λο­γή με ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να και βασι­σμέ­να στην ποί­η­ση των χαϊ­κού, που εκφρά­ζει περισ­σό­τε­ρο από ποτέ την αιχ­μη­ρή απλό­τη­τα της ποί­η­σης και της ποι­η­τι­κής του Θεο­χά­ρη Παπαδόπουλου.

Η γρα­φή του, ολι­γό­στι­χη, λιτή, άμε­σα κατα­νοη­τή, κοι­νω­νι­κή κι επα­να­στα­τι­κή, βαθιά πολι­τι­κή και συναι­σθη­μα­τι­κή δεν αφή­νει ασυ­γκί­νη­το τον ανα­γνώ­στη. Ποι­η­τής καθό­λου φλύ­α­ρος και πάντα περιε­κτι­κός κατορ­θώ­νει αυτή τη φορά να φτά­σει την απλό­τη­τα της ποί­η­σης του στα υψη­λό­τε­ρα όρια που θα μπο­ρού­σε να βάλει, μέχρι την επό­με­νη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του βεβαί­ως, εκφρά­ζο­ντας σε μόλις τρεις στί­χους τις ιδέ­ες, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς, την οργή του για τα κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα αλλά και την αγά­πη του για τις απλές απο­λαύ­σεις της ζωής. Για τον έρω­τα γρά­φει ο ποι­η­τής, για πρό­τυ­πα που μοιά­ζουν ντε­μο­ντέ, για ανα­γκαί­ους συμ­βι­βα­σμούς με ανε­πού­λω­τες πλη­γές, για όνει­ρα που επι­μέ­νει να γίνουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ή για όνει­ρα που είναι περισ­σό­τε­ρα ρεα­λι­στι­κά από τα σύγ­χρο­να πρό­τυ­πα ζωής.

Και για να γίνου­με λιγά­κι τολ­μη­ροί, μπο­ρού­με να πού­με ότι στις «Έξυ­πνες βόμ­βες» ενώ έχου­με ένα κοι­νω­νι­κό (τόσο πολι­τι­κά, όσο και υπαρ­ξια­κά) Θεο­χά­ρη Παπα­δό­που­λο άλλο τόσο έχου­με ένα ποι­η­τή που συνο­μι­λεί, ίσως περισ­σό­τε­ρο από ποτέ, με τον εαυ­τό του. Και ο οποί­ος παρου­σιά­ζει αυτή την εικό­να στον ανα­γνώ­στη, χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος, κάνο­ντας τον κοι­νω­νό της δημιουρ­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας που ακο­λου­θεί, που δεν είναι άλλο από μια δια­δι­κα­σία που ματώ­νει και πονά. Ίσως βέβαια αυτός που συνο­μι­λεί με τον εαυ­τό του να μην είναι ο ποι­η­τής αλλά εσείς κι ο οποιοσ­δή­πο­τε ανα­γνώ­στης… Αλή­θεια, ποιός είπε ότι είναι εύκο­λο να γρά­ψεις ποί­η­ση στις μέρες μας που δεν θα ανα­λώ­νε­ται σε φτη­νούς εντυ­πω­σια­σμούς αλλά και που θα έχει μέσα της τη δυνα­τό­τη­τα για πολ­λα­πλές αναγνώσεις;

Αλλά νομί­ζω πως ακο­λου­θώ­ντας το παρά­δειγ­μα του ποι­η­τή θα πρέ­πει να στα­μα­τή­σου­με εδώ. Αρκε­τά φλυα­ρή­σα­με. Περισ­σό­τε­ρα και ουσια­στι­κό­τε­ρα θα βρεί­τε στο βιβλίο ενώ για τον ποι­η­τή μπο­ρεί­τε να βρεί­τε εδώ σε σχε­τι­κό αφιέ­ρω­μα που είχα­με κάνει στο περιο­δι­κό μας. Ακο­λου­θεί ένα σύντο­μο σχό­λιο σχε­τι­κά με τα χαϊ­κού και κάποια ποι­ή­μα­τα από το βιβλίο, δική μας επιλογής.

Χαϊκού

Τα χαϊ­κούχάι κάι) είναι μορφή/φόρμα ιαπω­νι­κής ποί­η­σης, που εμφα­νί­στη­κε τον 16ο αιώ­να και υιο­θε­τή­θη­κε, κυριο­λε­κτι­κά και μετα­φο­ρι­κά, από την λογο­τε­χνι­κή σκη­νή της Ευρώ­πης και της Αμε­ρι­κής στις αρχές του 20ου. Στην αυθε­ντι­κή και παρα­δο­σια­κή τους μορ­φή απο­τε­λού­νταν από  τρεις ομά­δες των 5, 7, 5 συλ­λα­βών, οι οποί­ες τοπο­θε­τού­νταν σε τρεις στί­χους για έμφα­ση ή σε έναν, χωρι­σμέ­νο με κενά. Στα χαϊ­κού συμπυ­κνώ­νε­ται η σοφία και η απλό­τη­τα της ιαπω­νι­κής φιλο­σο­φί­ας και ζωής, με τις επο­χές, τα χρώ­μα­τα και τις ιδέ­ες που προ­ά­γουν τον σεβα­σμό στον συνάν­θρω­πο κι απο­τε­λούν βασι­κό πυρή­να τους. Στην χώρα μας τα χαϊ­κού, εμφα­νί­στη­καν για πρώ­τη φορά  το 1925 από τον Γ. Σταυ­ρό­που­λο στο περιο­δι­κό Λυκα­βητ­τός ενώ  γνω­στό­τε­ρος εκπρό­σω­πος μια ποί­η­σης επη­ρε­α­σμέ­νης από τα χαϊ­κού είναι ο Γιώρ­γος Σεφέ­ρης. Το τελευ­ταίο διά­στη­μα ξεκί­νη­σαν να απο­κτούν μια κάποια σχε­τι­κή ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα τόσο στο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, όσο και στους νεό­τε­ρους ποι­η­τές μας.

Ποι­ή­μα­τα

σελί­δα λευκή.
Σε φέρ­νω στη σκέ­ψη μου
να τη γεμίσω.

Φιλί της ζωής
λέγα­νε το φιλί της.
Τον φαρμάκωσε.

-σε αμφι­σβη­τώ,
μου είπε θυμωμένος
ο καθρέ­φτης μου.

τι πιο τραγικό;
Να κάνω διάλογο
με τη σιω­πή σου.

αλλη­λεγ­γύη.
Μια λέξη που την τρέμει
ο βολεμένος.

διπλή μερί­δα
Κομ­μά­τι από τη σάρκα
των πεινασμένων.

Κατα­να­λώ­νω
ληγ­μέ­να προιόντα
στην οθό­νη μου.

Τον συλ­λά­βα­νε.
Σε ώρες ανάπαυσης
έγρα­φε στίχους.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο