Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το αειθαλές δέντρο της διαλεκτικής ανάλυσης

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Ο Άγγλος καθη­γη­τής George Thomson (1903–1987) ήταν ένας από τους μεγα­λύ­τε­ρους επι­στή­μο­νες-συγ­γρα­φείς του 20ου αιώ­να στο χώρο της ελλη­νι­κής φιλο­λο­γί­ας, αρχαί­ας και νέας. Η εργο­γρα­φία του περι­λαμ­βά­νει ένα ευρύ­τα­το φάσμα θεμά­των του αρχαί­ου ελλη­νι­κού πολι­τι­σμού που πολ­λά απ’ αυτά έχουν συγκε­ντρω­θεί στα ελλη­νι­κά στον τόμο Το αει­θα­λές δέντρο (εκδό­σεις «Κέδρος», 1999). Πρό­κει­ται για μια συλ­λο­γή από δια­λέ­ξεις και άρθρα για την αρχαία ελλη­νι­κή τρα­γω­δία, τα ομη­ρι­κά έπη και στο τρί­το μέρος για, ανά­με­σα σ’ άλλα, την ελλη­νι­κή γλώσ­σα αρχαία και νέα και μια εισα­γω­γή στο Δωδε­κά­λο­γο του γύφτου του Κωστή Παλα­μά κάτω από τον γενι­κό τίτλο Η συνέ­χεια του ελλη­νι­σμού. Άλλα έργα του που μετα­φρά­στη­καν στα ελλη­νι­κά είναι τα Αισχύ­λος και Αθή­να (1941), Το προϊ­στο­ρι­κό Αιγαίο (1949) και Οι πρώ­τοι φιλό­σο­φοι (1955). Για τα νέα ελλη­νι­κά έγρα­ψε το Η ελλη­νι­κή γλώσ­σα αρχαία και νέα (1964) και μετά­φρα­σε το Δωδε­κά­λο­γο του γύφτου του Κωστή Παλα­μά (1969). Επει­δή ερευ­νού­σε και ανά­λυε με τη δια­λε­κτι­κή ιστο­ρι­κή μέθο­δο, απο­κά­λυ­πτε τη νομο­τέ­λεια της εξέ­λι­ξης των πολι­τι­σμών και τις κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κές κινη­τή­ριες δυνά­μεις της και γι’ αυτό έχει χαρα­κτη­ρι­στεί δικαί­ως μαρ­ξι­στής επι­στή­μο­νας. Ο Τζωρτζ Τόμ­σον έγρα­φε στα αγγλι­κά, ελλη­νι­κά και ιρλαν­δι­κά. Στο Οι πρώ­τοι φιλό­σο­φοι, μεγα­λό­πνοο έργο που ξεκι­νά­ει από τα πρώ­τα ψήγ­μα­τα της ανθρώ­πι­νης σκέ­ψης σε μια δια­λε­κτι­κή ιστο­ρι­κή ανά­πτυ­ξη, υπάρ­χουν τα εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρο­ντα κεφά­λαια για τη γέν­νη­ση της ανθρώ­πι­νης γλώσ­σας από την εργα­σία, καθώς και για την τέχνη και την ποίηση.

9584Τα εξής άλλα έργα του – δεν υπάρ­χουν όλα στα ελλη­νι­κά – που αφο­ρούν σ’ ένα ευρύ­τε­ρο ιδε­ο­λο­γι­κό φάσμα, φανε­ρώ­νο­ντας τη δει­νό­τη­τα του Τόμ­σον ως μαρ­ξι­στής ανα­λυ­τής, είναι: Marxism and poetry (1945), An essay on religion (1949), From Marx to Mao-Tse-Tung, A study in Revolutionary Dialectics (1971, Από τον Μαρξ στον Μάο Τσε-Τούγκ: Μια μελέ­τη της επα­να­στα­τι­κής δια­λε­κτι­κής, εκδ. «Δωδώ­νη», 1977), Capitalism and After, The Rise and Fall of Commodity Production (1973, Ο καπι­τα­λι­σμός και η διά­δο­χή του επο­χή: Η άνο­δος και η πτώ­ση της εμπο­ρευ­μα­τι­κής παρα­γω­γής, «Εκδό­σεις του Λαού», 1974), The Human Essence: The Sources of Science and Art (1974).

Ένα αρχαίο δέντρο πάντα αειθαλές

Το πρώ­το μέρος του Το αει­θα­λές δέντρο περι­λαμ­βά­νει δια­λέ­ξεις του Τόμ­σον για την αρχαία ελλη­νι­κή τρα­γω­δία, τη γέν­νη­σή της, την Ορέ­στεια και τον Προ­μη­θέα Δεσμώ­τη του Αισχύ­λου, τον Οιδί­πο­δα Τύραν­νο και την Ηλέ­κτρα του Σοφο­κλή, το πρό­βλη­μα των Βακ­χών, καθώς και μια συνέ­ντευ­ξη με τον Τόμ­σον για τις παρα­στά­σεις της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας και την εκπο­λι­τι­στι­κή αξία των λαϊ­κών παρα­δό­σε­ων. Το δεύ­τε­ρο μέρος περι­λαμ­βά­νει τα ομη­ρι­κά έπη: Μύθος και Ιστο­ρία, Από το χορό στο έπος και Όμη­ρος και Ομη­ρί­δες. Στο τρί­το μέρος, όπως είπα­με, πραγ­μα­τεύ­ε­ται τη συνέ­χεια της ελλη­νι­κής γλώσ­σας με ανά­με­σα σε άλλα, την εισα­γω­γή στο Δωδε­κά­λο­γο του Γύφτου.

Ο Προ­μη­θέ­ας.

Ο George Thomson ανα­φέ­ρε­ται στο σχε­τι­κό άρθρο του στον πρω­τό­γνω­ρο πυρή­να του μύθου. Δηλα­δή στο ότι ο Προ­μη­θέ­ας έδω­σε στον άνθρω­πο τη φωτιά τονί­ζο­ντας ότι ο μύθος αυτός συνά­πτε­ται με μύθους σε πολ­λά μέρη του κόσμου αλλά­ζο­ντας, βέβαια, μορ­φές. Κατά τη γνώ­μη του «απο­τε­λεί μια λαϊ­κή ανά­μνη­ση από την εφεύ­ρε­ση της φωτιάς, την πρώ­τη απ’ όλες τις τεχνι­κές εφευ­ρέ­σεις που πάνω τους βασί­στη­κε ο ανθρώ­πι­νος πολι­τι­σμός» (σελ. 99). Το μόνι­μο στοι­χείο είναι ακρι­βώς αυτό: αυτή η πρώ­τη εφεύ­ρε­ση γίνε­ται σύμ­βο­λο για όλες τις επό­με­νες. Τα άλλα στοι­χεία του μύθου αλλά­ζουν ή μάλ­λον παραλ­λά­ζουν, με τα λόγια του Τόμ­σον: «…για­τί ο μύθος έχει και δική του εξέ­λι­ξη, που αντι­στοι­χεί στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη του ανθρώ­που του ίδιου, και ιδιαί­τε­ρα στην ανά­πτυ­ξη της ταξι­κής κοι­νω­νί­ας. Όταν η πρω­τό­γο­νη κοι­νό­τη­τα διαι­ρέ­θη­κε σε δύο αντί­πα­λες τάξεις, των αφε­ντά­δων και των δου­λευ­τά­δων, η αρχέ­τυ­πη μορ­φή του μύθου, που συμ­βό­λι­ζε τον απλό αγώ­να του ανθρώ­που ενά­ντια στη φύση, έπαυ­σε πια να είναι αρκε­τή, για­τί απ’ τον αγώ­να αυτόν ξεπή­δη­σε τώρα ένας άλλος αγώ­νας ανά­με­σα στους ίδιους τους ανθρώ­πους. Επο­μέ­νως, κι ο πρω­τό­γο­νος μύθος τρο­πο­ποι­ή­θη­κε και περι­πλέ­χθη­κε» (σελ. 100). Παρα­κά­τω λέει ο Τόμ­σον, ότι η εκδο­χή του μύθου μπο­ρεί να ήταν δημιούρ­γη­μα του Αισχύ­λου, του­λά­χι­στον σε μεγά­λο βαθ­μό, αλλά ωστό­σο «μερι­κά στοι­χεία προ­έρ­χο­νταν φανε­ρά από τη μυστη­ρια­κή διδα­σκα­λία των Ορφι­κών και των Πυθα­γό­ρειων» (σελ. 101). Η περι­πε­τειώ­δης πορεία της μοί­ρας του Προ­μη­θέα, μια στα Τάρ­τα­ρα, διωγ­μέ­νος από τον Όλυ­μπο, μια επι­στρο­φή στο φως και ξανά στον Όλυ­μπο δεχτός, θυμί­ζουν «τον Ορφι­κό «τρο­χό της ανά­γκης» ή «κύκλο γέν­νη­σης», που οδη­γεί την ανθρώ­πι­νη ψυχή από τη θεό­τη­τα στη γέν­νη­ση, από τη γέν­νη­ση στο θάνα­το, κι από το θάνα­το πάλι στη θεό­τη­τα» (σελ. 101). Έπει­τα ο Τόμ­σον στη­ρί­ζει αυτές τις από­ψεις, που πράγ­μα­τι μας ταξι­δεύ­ουν στη δια­λε­κτι­κή βάση των παγκό­σμιων πρώ­των φιλο­σο­φιών με την αέναη συμ­βο­λι­κή κίνη­ση της γέν­νη­σης και του θανά­του, που δεν είναι ποτέ ολο­κλη­ρω­τι­κός, μετα­φυ­σι­κός θάνα­τος, αλλά κυο­φο­ρεί τα σπέρ­μα­τα της νέας ζωής. Οι πρώ­τες φιλο­σο­φί­ες αντα­να­κλούν πάντα μια φυσι­κή κίνη­ση σε αντί­θε­ση με πολ­λές μετα­γε­νέ­στε­ρες που πρε­σβεύ­ουν με την άνο­δο των ταξι­κών κοι­νω­νιών, μια δογ­μα­τι­κή, μετα­φυ­σι­κή στα­σι­μό­τη­τα για να διδά­σκουν (προς το συμ­φέ­ρον των κυρί­αρ­χων) την τάχα εκ φύσε­ως ή εκ θεού δοσμέ­νη ανι­σό­τη­τα ανά­με­σα στους ανθρώ­πους. Φυσι­κά, και εκεί υπάρ­χουν δια­βαθ­μί­σεις και ανα­μί­ξεις και η δια­λε­κτι­κή φιλο­σο­φι­κή σκέ­ψη δεν εξα­φα­νι­ζό­ταν ποτέ ολό­τε­λα. Έτσι, συμπε­ραί­νει λοι­πόν ο Τόμ­σον, «στην ορφι­κή διδα­σκα­λία, τα βάσα­να του Προ­μη­θέα γίνο­νται σύμ­βο­λο για τα πάθη του ίδιου του ανθρώ­που που, αν και γκρε­μί­ζε­ται στη θλί­ψη και στο θάνα­το, δια­τη­ρεί πάντα την ελπί­δα της ανά­στα­σής του» εφό­σον παρα­θέ­τει στην ίδια σελί­δα τα εξής λόγια του Εμπε­δο­κλή: «Υπάρ­χει μια προ­στα­γή της Ανά­γκης πανάρ­χαια, πανιώ­νια, και σφρα­γι­σμέ­νη με όρκους μεγά­λους, που λέει πώς, όποιος βάφτει με αίμα τα χέρια του ή προ­κα­λεί τη δια­μά­χη ή παρα­βαί­νει τους όρκους του, πρέ­πει να εξο­ρι­στεί από τον ουρα­νό για τριά­ντα χιλιά­δες χρό­νια και να γεν­νιέ­ται, ξανά και ξανά, σε κάθε λογής θνη­τή μορ­φή, αλλά­ζο­ντας ολο­έ­να τον ένα τρα­χύ δρό­μο για έναν άλλο τρα­χύ­τε­ρο. Αλί­μο­νο, δυστυ­χι­σμέ­νο, πικρο­πο­τι­σμέ­νο γένος των ανθρώ­πων! Τέτοιοι είναι οι στε­ναγ­μοί και οι δια­μά­χες απ’ όπου γεν­νή­θη­κες! Τελι­κά, όμως, οι τέτοιοι απο­διωγ­μέ­νοι εμφα­νί­ζο­νται ανά­με­σα στους ανθρώ­πους σαν προ­φή­τες, ποι­η­τές, για­τροί και βασι­λιά­δες, και ύστε­ρα υψώ­νο­νται με σεβα­σμό σε θεοί, και χαί­ρο­νται με τους άλλους θεούς την ίδια εστία και το ίδιο τρα­πέ­ζι, λυτρω­μέ­νοι απ’ τα δει­νά της ανθρώ­πι­νης ζωής, ανε­νό­χλη­τοι πια και ανέ­γνοια­στοι»(σελ. 101).

Τα ομη­ρι­κά έπη

Και σε αυτή τη διά­λε­ξη ο Τόμ­σον δεί­χνει τη δύνα­μη της δια­λε­κτι­κής ανά­λυ­σης που απο­κα­λύ­πτει πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από τις ανα­λύ­σεις πολ­λών άλλων φιλο­λό­γων οι οποί­οι μένουν στην επι­φά­νεια των γεγο­νό­των, των έργων, των μύθων χωρίς να μπουν στις γενε­σιουρ­γές αιτί­ες. Από το ογκώ­δες βιβλίο δεν μπο­ρού­με παρά να κάνου­με μια μικρή στα­χυο­λό­γη­ση. Στα «Ομη­ρι­κά έπη» ο Τόμ­σον στέ­κε­ται ανά­με­σα σε άλλα και στο τρα­γι­κό δίλημ­μα της Ιλιά­δας, που εκφρά­ζε­ται στα εξής λόγια του Αχιλ­λέα: «Να πάω στη Φθία και να τελειώ­σω τη ζωή μου γέρος και σε ακί­ντυ­νη άνε­ση ή να πεθά­νω νέος στη μάχη, και να ζήσω αιώ­νια στα χεί­λη των ποι­η­τών;» (σελ. 227) (Ιλιά­δα Ι, 402–416) για να σχο­λιά­σει ο Τόμ­σον συμπε­ρα­σμα­τι­κά «Αυτό το τρα­γι­κό δίλημ­μα της Ιλιά­δας απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται στην ουσία του στις βαθιές κοι­νω­νι­κές αλλα­γές, που σημειώ­θη­καν στη μετά­βα­ση από τη μινω­ι­κή ίσα­με την κλα­σι­κή Ελλά­δα», ενώ η «Οδύσ­σεια περιέ­χει περισ­σό­τε­ρα στοι­χεία μη ηρω­ι­κής φαντα­σιο­γρα­φί­ας. Ανή­κει στο μέστω­μα της τέχνης, κι έτσι απο­τε­λεί μια πιο ομα­λι­σμέ­νη, πιο αβί­α­στη ενότητα». 

To «ομη­ρι­κό ζήτημα»

Σ’ ο, τι αφο­ρά το ερώ­τη­μα αν η Ιλιά­δα και η Οδύσ­σεια ήταν έργο ενός ή πολ­λών δημιουρ­γών, ο Τόμ­σον παίρ­νει συγκε­κρι­μέ­νη θέση: «Η Ιλιά­δα και η Οδύσ­σεια δεν είναι συνε­ρα­νί­σμα­τα, αλλά ατό­φια έργα τέχνης, μα ο δημιουρ­γός τους, ο Όμη­ρος, δεν ήταν ένας μα πολ­λοί κλη­ρο­νο­μι­κοί ποι­η­τές, που μαζί με τα ενθου­σια­στι­κά πλή­θη που τους κέντρι­ζαν ακού­ο­ντάς τους για να ξεπε­ρά­σουν τον εαυ­τό τους, με τις συν­θή­κες που ευνό­η­σαν τη γέν­νη­ση και τη διά­δο­σή τους, και με τον μακρό­πνοο πολι­τι­κό που κατά­γρα­ψε τα αρι­στουρ­γή­μα­τά τους και τα διέ­σω­σε στους αιώ­νες, μπο­ρούν να χαρα­κτη­ρι­στούν με τα λόγια του Shelley, δημιουρ­γοί και δημιουρ­γή­μα­τα μαζί της επο­χής τους. Βέβαια, μπο­ρεί να υπήρ­ξε κάπο­τε ένας απ’ τους Ομη­ρί­δες που ξεπέ­ρα­σε τους άλλους, μα ήταν όλοι τους προι­κι­σμέ­νοι και εξα­σκη­μέ­νοι ποι­η­τές, που ο καθέ­νας μάθαι­νε την τέχνη του απ’ τους προη­γού­με­νους και τη δίδα­σκε στους μετα­γε­νέ­στε­ρους, κι έτσι μονά­χα, με την αδιά­κο­πη αυτή συνερ­γα­σία, τη συνε­χό­με­νη από γενιά σε γενιά, κατόρ­θω­σαν να τελειο­ποι­ή­σουν τα μεγα­λουρ­γή­μα­τά τους» (σελ. 225). Στην ίδια διά­λε­ξη μπο­ρεί ο ανα­γνώ­στης να παρα­κο­λου­θή­σει τη συναρ­πα­στι­κή αφή­γη­ση της διά­σω­σης και της κατα­γρα­φής των ομη­ρι­κών ραψωδιών.

Η πολυ­σέ­λι­δη και αξιο­λο­γό­τα­τη εισα­γω­γή στο Το αει­θα­λές δέντρο είναι του Χρί­στου Αλε­ξί­ου, από μόνη της ένα δοκί­μιο για τη ζωή και το έργο του George Thomson, όπου βρί­σκου­με και τις εξη­γή­σεις του Τόμ­σον σχε­τι­κά με τη μέθο­δο έρευ­νας που χρη­σι­μο­ποιού­σε: «Η ιστο­ρι­κή και κοι­νω­νιο­λο­γι­κή μέθο­δος εφαρ­μο­σμέ­νη στη μελέ­τη της αρχαί­ας ελλη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας, προ­ϋ­πο­θέ­τει τη χρή­ση των ερευ­νών και των πορι­σμά­των της συγκρι­τι­κής εθνο­λο­γί­ας, μέσα στα πλαί­σια όμως της μεθο­δο­λο­γί­ας του δια­λε­κτι­κού και ιστο­ρι­κού ματε­ρια­λι­σμού, που απο­κα­λύ­πτει τη νομο­τέ­λεια της ιστο­ρι­κής και κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης» (σελ.31 της Εισαγωγής).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο