Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το κυνήγι της προβατίνας

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Η αρχι­κή σκέ­ψη για το κεί­με­νο ήταν να γρα­φτεί την προη­γού­με­νη βδο­μά­δα, αλλά αυτό θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί πρό­κλη­ση, σαν το ανοι­χτό κάλε­σμα των άθε­ων για κρε­α­το­φα­γία την περα­σμέ­νη Παρα­σκευή. Τώρα, που γρά­φε­ται εκ των υστέ­ρων, ο βασι­κός κίν­δυ­νος είναι να μην έχει χωνέ­ψει κανείς από χτες, να νιώ­θει τις τοξί­νες να στή­νουν χορό μέσα του και να θυμά­ται τη σπα­ρα­ξι­κάρ­δια ατά­κα από την κλα­σι­κή, ασπρό­μαυ­ρη ταινία:

-Εμ, δεν το ‘φαγες. Σε έφα­γε το αρνί, Μιχαλάκη…

Υπάρ­χει πάντως μια αγέ­λη πει­να­σμέ­νων λύκων, που ζει επι­κίν­δυ­να φρά­ζο­ντας τις αρτη­ρί­ες της με αρνά­κι. Ταυ­τί­ζε­ται με την εύλο­γη απο­ρία του Οβε­λίξ: “Δεν το ‘ξερα ότι μπο­ρεί κανείς να παρα­φά­ει”. Και κατά μία έννοια με το (συνά­δελ­φο) Καλό Λύκο του Αρκά, που δεν έχει παρά μόνο έναν και μόνο (ανεκ­πλή­ρω­το) πόθο: την προ­βα­τί­να του, με την ασύ­γκρι­τη ομορ­φιά (και τη μονα­δι­κή γεύ­ση). Έτσι επι­δί­δε­ται (η αγέ­λη που λέγα­με) σε ένα ευγε­νές κυνη­γη­τό και παίρ­νουν σβάρ­να τις χασα­πο­τα­βέρ­νες και τις ψηστα­ριές της Αττι­κής, για να βρουν την καλύ­τε­ρη (ψητή) προ­βα­τί­να της πρω­τεύ­ου­σας και περι­χώ­ρων. Αφή­νου­με συνε­πώς εκτός συνα­γω­νι­σμού τα κρη­τι­κά αμνο­ε­ρί­φια, την παρά­δο­ση της Βοιω­τί­ας κι άλλες προ­βα­το­μά­νες περιο­χές της ελλη­νι­κής επαρ­χί­ας, για να εστιά­σου­με σε ό,τι βρί­σκε­ται σε από­στα­ση βολής από το κλει­νόν άστυ.

Η πρώ­τη πρό­τα­ση είναι ένα από τα κρυμ­μέ­να μυστι­κά της Αττι­κής: μια καντί­να λίγο έξω από τα Σπά­τα, στην οδό Αγί­ου Θωμά, με υπαί­θρια καθί­σμα­τα, που προ­στα­τεύ­ο­νται με ένα σκέ­πα­στρο και λίγα δέντρα από τη ζέστη, ή με μου­σα­μά και σόμπες από το κρύο του χει­μώ­να. Η οποία δε σου γεμί­ζει το μάτι, μέχρι να σου γεμί­σει το στό­μα με σάλια απ’ ό,τι δοκι­μά­ζεις, καθώς σου αλλά­ζει γνώ­μη για την αρχι­κή εντύ­πω­ση. Στην τελι­κή το περι­βάλ­λον δεν τρώγεται.

Η καλή μέρα από το τυρί φαί­νε­ται (φέτα ή γρα­βιέ­ρα), με την πολύ έντο­νη, φυσι­κή γεύ­ση, που ίσως ξενί­σει όσους έχουν συνη­θί­σει τα (άγευ­στα κι άχρω­μα) τυπο­ποι­η­μέ­να προ­ϊ­ό­ντα (τόσο το καλύ­τε­ρο, για­τί θα μεί­νει περισ­σό­τε­ρο για τους υπό­λοι­πους). Η κορύ­φω­ση έρχε­ται σύντο­μα με τα κρε­α­τι­κά και το φινά­λε με την προ­βα­τί­να, αν και η πιο δυνα­τή γεύ­ση είναι μάλ­λον τα απα­ρά­μιλ­λα κεμπάπ με την ντο­μά­τα, που λιώ­νουν γλυ­κά στο στό­μα, μαζί με τις αντι­στά­σεις, καθώς παραγ­γέλ­νεις και δεύ­τε­ρη (και τρί­τη) μερί­δα. Ο ιδιο­κτή­της δεί­χνει τη φιλο­ξε­νία του και στις τιμές, που είναι για λαϊ­κά βαλά­ντια και συγκα­τα­λέ­γο­νται στα δυνα­τά σημεία της καντί­νας, μιας από τις πιο ιδιαί­τε­ρες στο είδος της, στο λεκα­νο­πέ­διο. Στα αρνη­τι­κά μπο­ρεί να βάλει κανείς το κρα­σί, που υστε­ρεί αισθη­τά σε σχέ­ση με τα υπό­λοι­πα. Ίσως σε κάποιους δεν αρέ­σει η σχε­τι­κά μικρή ποι­κι­λία — δυνα­τό­τη­τα επι­λο­γών, αν και προ­σω­πι­κά εκτι­μώ τα μαγα­ζιά, που προ­σφέ­ρουν συγκε­κρι­μέ­να πιά­τα, κινού­με­να στη λογι­κή ‘λίγα και καλά’.

Η δεύ­τε­ρη πρό­τα­ση είναι ο Τζί­μης στο Βύρω­να κι η παρου­σί­α­ση του βασί­ζε­ται στην περι­γρα­φή ενός συντρό­φου (με την κυριο­λε­κτι­κή έννοια του όρου: δηλ του καλο­φα­γά) και της κυνη­γε­τι­κής αγέ­λης του που ανα­ζη­τά την προ­βα­τί­να την καλή, σαν το ιερό δισκο­πό­τη­ρο. Ο Τζί­μης προ­σφέ­ρει διά­φο­ρες επι­λο­γές με βάση το κρέ­ας, αλλά για τους εν λόγω πει­να­σμέ­νους λύκους υπήρ­χε μόνο μία: προ­βα­ΤΙ­ΝΑ. There Is No Alternative (δεν υπάρ­χει εναλλακτική).

Τα προ­βα­τί­σια παϊ­δά­κια ήταν καλά, ορια­κά λίγο ξερο­ψη­μέ­να. Το κοκο­ρέ­τσι επί­σης καλό, ζου­με­ρό χωρίς να έχει στε­γνώ­σει.  Η τελι­κή βαθ­μο­λο­γία ήταν κοντά στο 7, αλλά σε μια κλί­μα­κα όπου το 10 α(ρ)νήκει στο θεό και το 9 στην Κρή­τη ή τη Λιβα­δειά ή βασι­κά στη Θρά­κη. Οπό­τε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν βαθ­μός που αγγί­ζει το άρι­στα. Και ο Τζί­μης παρα­μέ­νει, σε κάθε περί­πτω­ση, μία από τις καλύ­τε­ρες προ­σο­μοιώ­σεις του αγνού, επαρ­χιώ­τι­κου κρέ­α­τος, για τις αγέ­λες της πρωτεύουσας.

Στα θετι­κά του μαγα­ζιού περι­λαμ­βά­νε­ται ο Θρα­κιώ­της σερ­βι­τό­ρος, αδύ­να­τος σαν Δον Κιχώ­της, που αν σε συμπα­θή­σει, μπο­ρεί να σου διη­γη­θεί ωραί­ες ιστο­ρί­ες από τα νιά­τα του, όταν έτρω­γε ένα αρνί ολό­κλη­ρο, χωρίς ψωμί, πατά­τες και λοι­πά συνο­δευ­τι­κά (μόνο κρα­σά­κι να μην κατε­βαί­νει ξερο­σφύ­ρι), με τη συν­δρο­μή ενός φίλου του (όχι του Σάν­τσο Πάν­τσα), εξί­σου αδύ­να­του. Από αυτές που ακού­νε τα παι­διά, για να τρώ­νε όλο το αρνί τους και να μεγα­λώ­σουν χωρίς να είναι πετσί και κόκα­λο, απλώς εύσω­μοι, όπως λέει ο Οβελίξ.

Εξάλ­λου, όπως προ­σθέ­τει η λαϊ­κή σοφία του αρχη­γού Μαζε­στίξ: όταν έχεις ορε­ξού­λα, όλα πάνε κατ’ ευχού­λα… Κι ας βρί­σκε­ται μια στα τόσα ένας Μιχα­λά­κης ή μια φραγ­μέ­νη αρτη­ρία, να χαλά­σει έναν τόσο ωραίο συλ­λο­γι­σμό και συμπέρασμα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο