Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το μέγεθος μετράει

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Όχι, να τα βάλου­με κάτω να τα μετρή­σου­με, τα πιτό­γυ­ρά μας, βόρειοι και νότιοι, να δού­με ποιος έχει τα μεγα­λύ­τε­ρα και ποιος είναι κομπλε­ξι­κός. Ναι, τα ακρι­βά αρώ­μα­τα μπαί­νουν σε μικρά μπου­κα­λά­κια. Κι ισχύ­ει γενι­κά πως ουκ εν τω πολ­λώ το ευ. Αλλά όταν μιλά­με για φαγη­τό, δε γίνε­ται να ξεχνά­με το βασι­κό κανό­να της δια­λε­κτι­κής που συν­δέ­ει την ποιό­τη­τα με την ποσό­τη­τα. Για­τί τα αντί­θε­τα επι­χει­ρή­μα­τα μοιά­ζουν λίγο με τις τετριμ­μέ­νες δικαιο­λο­γί­ες του απο­τυ­χη­μέ­νου ερα­στή και ξεπέ­φτει στη φτη­νή απο­λο­γη­τι­κή των μικρών, πρω­τευου­σιά­νι­κων πιτό­γυ­ρων. Που αν δεν πει­νάς, σου ανοί­γουν απλώς την όρε­ξη και σε αφή­νουν με αυτήν, ενώ αν πει­νάς, δε σε χορταίνουν.

Είναι λοι­πόν αρκε­τά παρή­γο­ρο να συνα­ντά κανείς περι­πτώ­σεις που δια­ψεύ­δουν το στε­ρε­ό­τυ­πο ή έστω τις εξαι­ρέ­σεις που επι­βε­βαιώ­νουν τον κανό­να, όχι ως προς το γύρο αλλά στην ευρύ­τε­ρη κατη­γο­ρία των σάντουιτς. Μια τέτοια είναι ο Nick στο Βοτα­νι­κό (ή Νικ Βοτα­νίκ, ποι­η­τι­κή αδεία), πέντε λεπτά από το σταθ­μό του Μετρό στον Κερα­μει­κό, δίπλα στο αμα­ξο­στά­σιο της ΕΘΕΛ (οδός Αιγά­λεω). Αν τυχόν είστε από τους φορ­μα­λι­στές, που δίνουν σημα­σία στη μορ­φή αντί για το περιε­χό­με­νο και στο περι­βάλ­λον ενός φαγά­δι­κου, μπο­ρεί­τε να δια­κό­ψε­τε εδώ την ανά­γνω­ση, να πάτε σε κάποιο άλλο κεί­με­νο ή πέρα από τις ράγες, σε κάποια από τις τρέ­ντι σου­βλα­κε­ρί στο Γκά­ζι. Ο Nick είναι παρακ­μια­κό μαγα­ζί, θέλει προ­σο­χή κι εγρή­γορ­ση για να μην το προ­σπε­ρά­σεις, καθώς το ψάχνεις, κι έχει μια ταμπέ­λα με το έτος ίδρυ­σης (89′), που έχει να καθα­ρι­στεί από τότε πιθα­νό­τα­τα. Αλλά δεν είναι υπο­νο­ού­με­νο περί βρώ­μι­κου 89′. Και, ας είμα­στε ειλι­κρι­νείς, δεν είναι αυτός ο λόγος που θα το επι­σκε­φτεί κανείς.

Προ­χω­ρά­με λοι­πόν στην επό­με­νη δυσκο­λία, που είναι να πεί­σεις τον εαυ­τό σου κι όσους δεν ξέρουν τι εστί Nick, για τα μεγέ­θη με τα οποία θα ανα­με­τρη­θεί­τε και το πόσο φει­δω­λή πρέ­πει να είναι η παραγ­γε­λία της παρέ­ας, όχι για να μη ξεφύ­γει στο λογα­ρια­σμό (δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση να συμ­βεί αυτό), αλλά για­τί θα μεί­νει στο τρα­πέ­ζι, να κοι­τά­τε ό,τι δε φάγα­τε, προ­σπα­θώ­ντας να χωνέ­ψε­τε τα υπό­λοι­πα. Οι έννοιες “ατο­μι­κό”, “μερί­δα” και “γίγας” είναι σχε­τι­κές, πχ όπως στα ταξί­δια του Γκιού­λι­βερ. Τα σάντουιτς μοιά­ζουν με φασκιω­μέ­να βρέ­φη, και τα σου­βλά­κια (καλα­μά­κια, δε θα τα χαλά­σου­με εκεί τώρα, το θέμα είναι ποιος θα τα φάει) ζυγί­ζουν 250 γραμ­μά­ρια το τεμά­χιο. Μόνο οι χίλιες λέξεις μιας φωτο­γρα­φί­ας μπο­ρούν να πεί­σουν ίσως τους δύσπι­στους Θωμάδες.

Στην κεντρι­κή φωτό μπο­ρεί­τε να δεί­τε τα σου­βλά­κια (καλα­μά­κια) με μέτρο σύγκρι­σης ένα μισό­λι­τρο ανα­ψυ­κτι­κό, για να γίνουν καλύ­τε­ρα αντι­λη­πτές οι δια­στά­σεις τους. Ενώ παρα­κά­τω μπο­ρεί­τε να δεί­τε ένα σάντουιτς, που είναι μόλις το μισό γίγας, που κόβε­ται στα δύο, για να μπο­ρείς να το πιά­σεις κάπως. Το ατο­μι­κό είναι λίγο μεγα­λύ­τε­ρο από αυτό και κοστί­ζει 3,5 ευρώ!

1930429_10207613460607897_6153699887576811984_n

Το παι­δί που συνα­ντάς συνή­θως στο σέρ­βις, είναι ένα ντού­κι (κοι­νώς χτι­στός, φου­σκω­τός) που υπο­ψιά­ζε­σαι, αλλά προ­τι­μάς να μη μάθεις πού κινεί­ται πολι­τι­κά, και σε κάνει να ανα­ρω­τιέ­σαι αν βάζει και στα σάντουιτς, από αυτό που παίρ­νει, για να φου­σκώ­σει. Αλλά αυτό δε μειώ­νει στο ελά­χι­στο τη λαϊ­κό­τη­τα του μαγα­ζιού. Αφε­νός, για­τί τα πιά­τα τα ετοι­μά­ζει ο πατέ­ρας, κι όπως λέει ο σύντρο­φος Οβε­λίξ, απο­κλεί­ε­ται κάποιος που μαγει­ρεύ­ει τόσο καλά να είναι κακός άνθρω­πος, κατά βάση. Αφε­τέ­ρου, για­τί η βάση της πελα­τεί­ας είναι οι οδη­γοί της ΕΘΕΛ (όχι πως δε βρί­σκεις κι εκεί φασί­στες) κι οι πει­να­σμέ­νοι φοι­τη­τές της Γεω­πο­νι­κής, οπό­τε έχει καθη­με­ρι­νή κατα­νά­λω­ση και δε  σερ­βί­ρει σάπια στο λαό. Και… αφε­τρί­του, για­τί μπο­ρεί ειλι­κρι­νά (ντό­μπρα και παλι­κα­ρί­σια) να χορ­τά­σει μια τυπι­κή 4μελής οικο­γέ­νεια με έξι ευρώ σύνο­λο (δηλ με ένα γίγας), συν τα ανα­ψυ­κτι­κά που θα χρεια­στεί για τη χώνεψη.

Οι γεύ­σεις είναι απλές και αξιο­πρε­πέ­στα­τες κι η ποι­κι­λία σχε­τι­κά μικρή (ας είναι και κάτι μικρό σε αυτό το μαγα­ζί): μπι­φτέ­κι, σου­βλά­κι και καπνι­στό για τους μερα­κλή­δες. Προ­σω­πι­κά έχω μια ελα­φρά προ­τί­μη­ση στη μερί­δα-σου­βλά­κι και στο μπι­φτέ­κι σε σάντουιτς, ένα μεγά­λο καρ­βέ­λι που περιέ­χει πάντα μου­στάρ­δα, κέτσαπ και ψητό τυρί (φέτα). Στις μερί­δες έρχο­νται και οι πατά­τες σε ξεχω­ρι­στό πιά­το (!), ενώ ακό­μα και η σαλά­τα είναι εντυ­πω­σια­κή σε μέγε­θος, οπό­τε μην απο­ρή­σε­τε που αργεί να έρθει, θέλει μπό­λι­κα υλι­κά και προ­ε­τοι­μα­σία, για να έρθει στο τραπέζι.

Η στή­λη προει­δο­ποιεί τον ανα­γνώ­στη-κατα­να­λω­τή. Η συγκε­κρι­μέ­νη επι­λο­γή-πρό­τα­ση έχει σαφώς προ­λε­κάλτ (στα όρια του luben) στοι­χεία. Αλλά είναι πρό­κλη­ση κι εμπει­ρία ζωής για τους ρέκτες του είδους. Μια δοκι­μή θα σας/τους πείσει…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο