Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

TO  ZHTHMA  THΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Υπάρ­χουν οι αντι­λή­ψεις ή τα ρεύ­μα­τα εκεί­να που θεω­ρούν ότι η θρη­σκεία υπήρ­χε πάντο­τε, ότι η συνεί­δη­ση του ανθρώ­που συν­δέ­ε­ται γενε­τι­κά με την ανα­φο­ρά και πίστη σε θεό ή θεούς, σε θείο ή ιερό στοι­χείο, σε υπερ­φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γενι­κά. Οι αντι­λή­ψεις αυτές συν­δέ­ο­νται άμε­σα ή έμμε­σα με τις σύγ­χρο­νες θεο­λο­γί­ες (θρη­σκευ­τι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες), δόγ­μα­τα και εκκλη­σί­ες.  […] Από την άλλη μεριά, υπάρ­χουν οι επι­στη­μο­νι­κές αντι­λή­ψεις πάνω στο θέμα της θρη­σκεί­ας, που υπο­στη­ρί­ζουν ότι η θρη­σκεία δεν υπήρ­χε πάντα, αλλά και ότι συνι­στά μάλι­στα ένα σχε­τι­κά πρό­σφα­το φαι­νό­με­νο στην ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας». Και μάλι­στα σύμ­φω­να με το Φιλο­σο­φι­κό Εγκυ­κλο­παι­δι­κό Λεξι­κό αυτό που λέμε θρη­σκεία εμφα­νί­ζε­ται περί­που 50.000 χιλιά­δες  χρό­νια πριν, δηλα­δή σε μια επο­χή με σχε­τι­κά υψη­λό επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης της προ­τα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας των γενών στην ανώ­τε­ρη φάση της παλαιο­λι­θι­κής επο­χής. Τα παρα­πά­νω λόγια υπάρ­χουν στο βιβλίο του Απο­στό­λη Χαρί­ση Θρη­σκεία και Πολι­τι­κή στην Ελλά­δα  από τις εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», πρώ­τη έκδο­ση, 2001, σελ. 16.

«Χρο­νιά­ρες μέρες» περ­νά­με, οι οποί­ες συχνά ξανα­φέρ­νουν τη συζή­τη­ση γύρω από τη θρη­σκεία. Συχνά η συζή­τη­ση φου­ντώ­νει με αφορ­μή το Ισλάμ σε δήθεν αντι­πα­ρά­θε­ση με το χρι­στια­νι­σμό ή γενι­κό­τε­ρα τις «δημο­κρα­τι­κές δυτι­κές αξί­ες» — απο­κρύ­πτο­ντας τα πραγ­μα­τι­κά αίτια των συγκρού­σε­ων — όπως μετά την επί­θε­ση στους δίδυ­μους πύρ­γους στη Νέα Υόρ­κη το Σεπτέμ­βρη του 2001 και ξανά πρό­σφα­τα με το λεγό­με­νο «Ισλα­μι­κό Κρά­τος» ενο­χο­ποιώ­ντας το  «εξτρε­μι­στι­κό» Ισλάμ για τρο­μο­κρα­τία και συνο­λι­κό­τε­ρα περιο­ρί­ζο­ντας το θέμα στη «σύγκρου­ση πολι­τι­σμών». Για το τελευ­ταίο έκα­νε θραύ­ση το βιβλίο του Χάντινγ­κτον, Η σύγκρου­ση των πολι­τι­σμών ‑ιδιαί­τε­ρα το 2001 και μετά — απο­σπώ­ντας την κοι­νή γνώ­μη από τα πραγ­μα­τι­κά ταξι­κά αντα­γω­νι­στι­κά αίτια της «τρο­μο­κρα­τί­ας» και των πολέ­μων στη Μέση Ανα­το­λή.  Εφι­στού­με λοι­πόν την προ­σο­χή στο παρα­πά­νω εξαι­ρε­τι­κό βιβλίο του Απο­στό­λη Χαρί­ση. Χωρί­ζε­ται σε τρία κεφά­λαια με το πρώ­το να πραγ­μα­τεύ­ε­ται την εμφά­νι­ση και την ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη της θρη­σκεί­ας, το χρι­στια­νι­κό μονο­θεϊ­σμό και την ιστο­ρι­κή πορεία της ορθο­δο­ξί­ας. Το δεύ­τε­ρο κεφά­λαιο – πολύ ενδια­φέ­ρον χωρίς ωστό­σο να βρί­σκε­ται στο προ­σκή­νιο των δημό­σιων συζη­τή­σε­ων – πραγ­μα­τεύ­ε­ται πλευ­ρές της θρη­σκευ­τι­κής ψυχο­λο­γί­ας και ιδε­ο­λο­γί­ας. Το τρί­το κεφά­λαιο ασχο­λεί­ται με το πάντα επί­και­ρο θέμα της θρη­σκεί­ας σε σχέ­ση με την πολι­τι­κή στην Ελλά­δα και στον κόσμο χωρίς ο συγ­γρα­φέ­ας να έχει τη φιλο­δο­ξία να έχει πιά­σει το σύνο­λο ενός τόσο πολυ­σύν­θε­του θέμα­τος. Γι’ αυτό και προ­σθέ­τει στον τίτλο του τρί­του μέρους «πτυ­χές του προ­βλή­μα­τος». Στο παρόν άρθρο θα στα­θού­με στο πρώ­το μέρος και στο επό­με­νο στο δεύ­τε­ρο και τρίτο.

Η εμφά­νι­ση της θρησκείας

Τα πρώ­τα σκιρ­τή­μα­τα θρη­σκεί­ας συμπί­πτουν με την ανά­πτυ­ξη στην ανθρώ­πι­νη νόη­ση των πρώ­των εμβρύ­ων θεω­ρη­τι­κής σκέ­ψης, όταν ο άνθρω­πος προ­σπα­θού­σε να εξη­γή­σει τα φυσι­κά φαι­νό­με­να γύρω του και δεν μπο­ρού­σε παρά να τα απο­δώ­σει σε ανώ­τε­ρες αόρα­τες δυνά­μεις. Σε πεί­σμα των δυτι­κο­κε­ντρι­κών (δηλα­δή καπι­τα­λι­στι­κών) αντι­λή­ψε­ων ότι η «Δύση» ήταν εκ φύσε­ως ορθο­λο­γι­κή και η «Ανα­το­λή» ανορ­θο­λο­γι­κή, μυστι­κι­στι­κή, η επι­στη­μο­νι­κή έρευ­να έχει δεί­ξει ότι η κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση όλων των λαών και μάλι­στα σε απο­μα­κρυ­σμέ­νες μετα­ξύ τους περι­φέ­ρειες του κόσμου έχει δια­νύ­σει τον ίδιο δρό­μο: τοτε­μι­σμός, φετι­χι­σμός, ανι­μι­σμός, λατρεία των προ­γό­νων ή των ηρώ­ων, μυθο­λο­γία, πολυ­θεϊ­σμός και τελι­κά μονο­θεϊ­σμός. Απλώς δεν γίνο­νται ταυ­τό­χρο­να παντού και δεν έχουν ολο­κλη­ρω­θεί σε όλους τους λαούς όλα τα στά­δια και αυτό έχει σχέ­ση με τη βαθ­μί­δα ανά­πτυ­ξης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων σε κάθε χώρα ή μέρος του κόσμου. Με την ανά­πτυ­ξη της ταξι­κής κοι­νω­νί­ας η θρη­σκεία εξε­λίσ­σε­ται σε θεσμό που στα χέρια των κυρί­αρ­χων χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως μέσο να κρα­τά­ει τους υπο­δε­έ­στε­ρους, τους φτω­χούς, τους από­κλη­ρους της κοι­νω­νί­ας σε αδρά­νεια, φόβο και υπα­κοή. Και σ’ αυτή την κατεύ­θυν­ση καλ­λιερ­γεί­ται από κει και πέρα. Ο χρι­στια­νι­σμός εμφα­νί­στη­κε στη φάση της διά­λυ­σης της αρχαί­ας δου­λο­κτη­τι­κής κοι­νω­νί­ας. Στο κεφά­λαιο με τίτλο Η δια­μόρ­φω­ση του χρι­στια­νι­κού μονο­θεϊ­σμού δια­βά­ζου­με: «Ο Χρι­στια­νι­σμός εμφα­νί­στη­κε κατά την τρί­τη και τελευ­ταία φάση (περί­ο­δο) του δου­λο­κτη­τι­κού κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού σχη­μα­τι­σμού, όταν το σύστη­μα αυτό, από τη μία, έφτα­σε στο κορυ­φαίο σημείο ανά­πτυ­ξης και ιστο­ρι­κών δυνα­το­τή­των του και, από την άλλη, άρχι­σε ήδη να μπαί­νει στη δια­δι­κα­σία απο­σύν­θε­σης και της κατα­στρο­φι­κής διά­λυ­σης-μετά­βα­σής του στο φεου­δα­λι­σμό. Αυτή η τελευ­ταία περί­ο­δος των δου­λο­κτη­τι­κών κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων αρχί­ζει (συμ­βα­τι­κά) με το τέλος της δημο­κρα­τί­ας στη Ρώμη και την αρχή των αυτο­κρα­το­ρι­κών χρό­νων. Η  υπο­τα­γή και έντα­ξη του συνό­λου της γύρω από τη Μεσό­γειο περιο­χής υπό ενιαία κρα­τι­κή διοί­κη­ση, μια δια­δι­κα­σία που είχε ξεκι­νή­σει από τους ελλη­νι­στι­κούς χρό­νους και ολο­κλη­ρώ­θη­κε στους ρωμαϊ­κούς, καθώς και η ανα­συ­γκρό­τη­ση της κοι­νω­νι­κής δομής όλης της αυτο­κρα­το­ρί­ας, οδή­γη­σε στα­δια­κά στην κατα­στρο­φή των παλιών τοπι­κών «εθνι­κών» θρη­σκειών […] στο βαθ­μό που οι «εθνι­κές» θρη­σκεί­ες βασί­ζο­νταν σε αντί­στοι­χες τοπι­κές «εθνι­κές» κρα­τι­κές δομές […] Επρό­κει­το για μια μακρό­χρο­νη σύν­θε­τη δια­δι­κα­σία δια­μόρ­φω­σης  μιας παγκό­σμιας μονο­θεϊ­στι­κής θρη­σκεί­ας που αντι­στοι­χού­σε στις νέες συν­θή­κες της «παγκό­σμιας» πλέ­ον αυτο­κρα­το­ρί­ας (…) και υπήρ­ξε απο­τέ­λε­σμα αυθόρ­μη­της δημιουρ­γί­ας ενός πλή­θους λαών της ρωμαϊ­κής «οικου­μέ­νης» (σελ. 35/36).

Η νέα «οικου­με­νι­κό­τη­τα»

Όπως βλέ­που­με, η «παγκο­σμιο­ποί­η­ση» είναι μια παλιά ιστο­ρία που από την άνο­δο του καπι­τα­λι­σμού πολύ αργό­τε­ρα θα πάρει πολύ μεγα­λύ­τε­ρες δια­στά­σεις με τις γεω­γρα­φι­κές ανα­κα­λύ­ψεις στα πέρα­τα της γης. Στην αρχαία παγκο­σμιο­ποί­η­ση αντι­στοι­χού­σε λοι­πόν και μια πιο οικου­με­νι­κή θρη­σκεία και στα απαι­τού­με­νά της αντα­πο­κρι­νό­ταν ο χρι­στια­νι­σμός που πρέ­σβευε την ισό­τη­τα όλων (των λαών) μπρο­στά στο θεό (αφη­ρη­μέ­νη έννοια πια σε σχέ­ση με τον ανθρω­πό­μορ­φο πολυ­θεϊ­σμό), ότι όλοι είναι μεν αμαρ­τω­λοί, αλλά ωστό­σο θα συγ­χω­ρε­θούν από το θεό (αργό­τε­ρα δημιουρ­γή­θη­κε η κόλα­ση ως τιμω­ρία για όσους δεν «έκα­τσαν» φρό­νι­μα). Έπει­τα, ο πρώ­ι­μος χρι­στια­νι­σμός δεν επέ­βαλ­λε ένα περί­πλο­κο σύνο­λο κανό­νων και κανο­νι­σμών, εθί­μων και παρα­δό­σε­ων (στε­νά συν­δε­δε­μέ­να με την γεω­γρα­φι­κή, παρα­γω­γι­κή, ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της κάθε φυλής, λαό­τη­τας, εθνό­τη­τας), όπως υπήρ­χαν στις «εθνι­κές» θρη­σκεί­ες των λαών που είχαν μαζευ­τεί στην αρχαία Ρώμη απ’ όλα τα μέρη της ρωμαϊ­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας διευ­κο­λύ­νο­ντας έτσι την προ­σχώ­ρη­ση από δια­φο­ρε­τι­κής κατα­γω­γής ανθρώ­πους, δια­φό­ρων φυλών-εθνο­τή­των (βλ. Καρλ Μαρξ — Φρί­ντριχ Ενγκελς, Ο Λού­ντ­βιχ Φόυ­ερ­μπαχ και το τέλος της κλα­σι­κής γερ­μα­νι­κής φιλο­σο­φί­ας, το κεφά­λαιο για τη θρη­σκεία και Καρλ Κάου­τσκι, Η κατα­γω­γή του χρι­στια­νι­σμού για τις πρώ­τες χρι­στια­νι­κές κοι­νό­τη­τες). Ένα ιστο­ρι­κό παρά­δειγ­μα του πώς το κοι­νω­νι­κό εποι­κο­δό­μη­μα (το θρη­σκευ­τι­κό σ’ αυτή την περί­πτω­ση) ακο­λου­θεί τα κελεύ­σμα­τα των ανα­γκών της ανά­πτυ­ξης της κοι­νω­νι­κής-οικο­νο­μι­κής βάσης. Τη δου­λεία θα την ξανα­δού­με μαζι­κά πολύ αργό­τε­ρα, όταν οι καπι­τα­λι­στές αποι­κιο­κρά­τες έφερ­ναν με τη βία εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες μαύ­ρους σκλά­βους από την Αφρι­κή για να δου­λέ­ψουν στις φυτεί­ες τους. Τότε όμως, η δου­λο­κτη­σία δεν ήταν πια ο κύριος τρό­πος παρα­γω­γής σε αντί­θε­ση με την αρχαιό­τη­τα, όταν ήταν το κυρί­αρ­χο σύστη­μα παρα­γω­γι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­πι­νης εργα­σί­ας. Κατά και­ρούς μετέ­πει­τα κοι­νω­νι­κά συστή­μα­τα χρη­σι­μο­ποιούν στοι­χεία εκμε­τάλ­λευ­σης από παλαιό­τε­ρους κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κούς σχη­μα­τι­σμούς επι­πρό­σθε­τα στον και­νούρ­γιο τρό­πο παρα­γω­γής, όταν οι ανά­γκες της κερ­δο­φο­ρί­ας το επι­βάλ­λουν (βλ. Eric Williams, Capitalism and Slavery).

Η δια­τα­ξι­κό­τη­τα του χριστιανισμού

Μπο­ρεί ο χρι­στια­νι­σμός να ξεκί­νη­σε σαν θρη­σκεία των κατα­πιε­σμέ­νων, ανα­λύ­ει ο Απο­στό­λης Χαρί­σης στο βιβλίο του, αλλά βαθ­μιαία στα­μά­τη­σαν οι κυρί­αρ­χοι να τον κυνη­γούν, όταν πλέ­ον δεν μπο­ρού­σαν να αντι­με­τω­πί­σουν την κοι­νω­νι­κή απο­σύν­θε­ση του βασι­κού ιστού της δου­λο­κτη­τι­κής κοι­νω­νί­ας. Σαν «θερα­πεία» της μαζι­κής κοι­νω­νι­κής παρακ­μής και ανη­θι­κό­τη­τας έμπαι­νε η θρη­σκευ­τι­κή ηθι­κο­ποί­η­ση. Γρά­φει ο Καρλ Κάου­τσκι: «Μόνο διά της οδού του ηθι­κού μυστι­κι­σμού μπο­ρού­σε σε εκεί­νες τις συν­θή­κες το άτο­μο να υψω­θεί πάνω από τον εαυ­τό του, θέτο­ντας στό­χους που υπε­ρέ­βαι­ναν τα προ­σω­πι­κά και εφή­με­ρα οφέ­λη, δηλα­δή μόνο διά της οδού εκεί­νου του τρό­που σκέ­ψης που ονο­μά­ζε­ται θρη­σκευ­τι­κός. Μόνο οι θρη­σκευ­τι­κές συλ­λο­γι­κό­τη­τες μπο­ρού­σαν να στα­θούν στην επο­χή της Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας (Κ. Κάου­τσκι, Η κατα­γω­γή του χρι­στια­νι­σμού, Μόσχα-Λένιν­γκραντ, 1930, σελ. 139, στο Α. Χαρί­ση, Θρη­σκεία και Πολι­τι­κή στην Ελλά­δα, σελ. 41/42). Τονί­ζο­ντας, βέβαια, ότι πίσω από τη θρη­σκευ­τι­κή μορ­φή πρέ­πει πάντα να δού­με το κοι­νω­νι­κό περιε­χό­με­νο. Δηλα­δή: «…την προ­σπά­θεια να υψω­θούν πάνω από τις υφι­στά­με­νες θλι­βε­ρές συν­θή­κες, την ανα­ζή­τη­ση ανώ­τε­ρων κοι­νω­νι­κών μορ­φών, την παθια­σμέ­νη δίψα για στε­νή επι­κοι­νω­νία και αμοι­βαία υπο­στή­ρι­ξη που κατέ­λα­βε τους αβο­ή­θη­τους μέσα στην απο­μό­νω­σή τους ανθρώ­πους, που αντλού­σαν απ’ αυτή τη συνέ­νω­ση γύρω από τους υψη­λούς σκο­πούς, και­νούρ­γιες πηγές χαράς και δύνα­μης» (στο ίδιο). Δεν είναι δύσκο­λο να κατα­λά­βου­με, ότι αυτό το κοι­νω­νι­κο­ψυ­χο­λο­γι­κό κίνη­μα-υπό­βα­θρο που ξεκί­νη­σε σαν δια­μαρ­τυ­ρία, εύκο­λα (και καλ­λιερ­γη­μέ­να από τα πάνω) περ­νού­σε βαθ­μιαία σε κοι­νω­νι­κή παθη­τι­κό­τη­τα, με παρη­γο­ριά και την προ­ο­πτι­κή να περ­νάς καλύ­τε­ρα μετά από το θάνα­το στον παρά­δει­σο. Αντί να κινη­θούν οι οπα­δοί της νέας θρη­σκεί­ας για να ανα­τρέ­ψουν τις αιτί­ες της δυστυ­χί­ας τους, στρά­φη­καν στην ηθι­κή δια­μαρ­τυ­ρία ενά­ντια στην εξα­πλω­μέ­νη ανη­θι­κό­τη­τα που –βεβαί­ως- φώλια­ζε στην ανθρώ­πι­νη φύση…Γι’ αυτό, αλλά 20 αιώ­νες αργό­τε­ρα, ο Κώστας Βάρ­να­λης θα πει τόσο εύστο­χα αυτό το «δεν δίνω λέξες παρη­γό­ριας, αλλά μαχαί­ρι σ’ ολο­νούς». Η ιστο­ρία ξεκί­νη­σε από τα παλαιά: οι κυρί­αρ­χοι να «υιο­θε­τούν» τη θρη­σκεία σαν μέσο για να κρα­τά­νε σε λήθαρ­γο τη συνεί­δη­ση των μαζών ή να την οδη­γή­σουν σε ανώ­δυ­νες για την κυριαρ­χία τους ατρα­πούς, ώστε να μην τους περ­νά­ει από το μυα­λό να ανα­τρέ­ψουν την καθε­στη­κυία τάξη.

Στο πρώ­το μέρος του βιβλί­ου ανα­λύ­ε­ται επί­σης η ορι­στι­κή δια­μόρ­φω­ση του χρι­στια­νι­κού δόγ­μα­τος στην ύστε­ρη αρχαιό­τη­τα, η εμφά­νι­ση της «Ορθο­δο­ξί­ας», η Δυτι­κή Ευρώ­πη και το Βυζά­ντιο, αλλά και η εξέ­λι­ξή της επί τουρ­κο­κρα­τί­ας και νεο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους για να κατα­λή­ξει στις τρεις εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρου­σες πτυ­χές «Ορθο­δο­ξία», Δια­φω­τι­σμός, εθνι­κή συνείδηση.

Συνε­χί­ζε­ται

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο