Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τρίκερι: το νησί της πολιτικής εξορίας πέντε χιλιάδων γυναικών (1948 – 1953)

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

viktoria-theodorouΗ  Βικτω­ρία Θεο­δώ­ρου, ποι­ή­τρια της Α’ Μετα­πο­λε­μι­κής Γενιάς,  γεν­νή­θη­κε το 1926 στα Χανιά. Δεκα­έ­ξι χρο­νών εντά­χθη­κε στην ΕΠΟΝ. Το 1947, φοι­τή­τρια στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή της Αθή­νας, την συνέ­λα­βαν και μετά από τρί­μη­νη κρά­τη­ση στην Ασφά­λεια την εξό­ρι­σαν αρχι­κά στη Χίο, μετά στο Τρί­κε­ρι και στη Μακρό­νη­σο. Οι εμπει­ρί­ες της από την εξο­ρία έχουν απο­δο­θεί ποι­η­τι­κά. Υπάρ­χουν όμως και οι γρα­πτές της μαρ­τυ­ρί­ες από το Στρα­τό­πε­δο Γυναι­κών του Τρί­κε­ρι. Οι μαρ­τυ­ρί­ες αυτές μαζί με εκεί­νες από τη Χίο και τη Μακρό­νη­σο που έγρα­ψαν άλλες γυναί­κες βρέ­θη­καν  στα «θαμ­μέ­να τετρά­δια», τα οποία έκρυ­ψαν οι γυναί­κες στις κου­φά­λες των δέντρων στο Τρί­κε­ρι. Το υλι­κό περιέ­σω­σε η Ρόζα Ιμβριώ­τη και εξέ­δω­σε η Βικτω­ρία Θεο­δώ­ρου. Από αυτό το υλι­κό είναι το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί και ανή­κει στην ενό­τη­τα Τρί­κε­ρι Α’ – Γρά­φει η Βικτω­ρία Θεο­δώ­ρου. Είναι το πρώ­το κεί­με­νο της ενό­τη­τας και φέρει τον τίτλο «Βρή­κα­με εξό­ρι­στες στο Μονα­στή­ρι του Τρί­κε­ρι». Η γρα­φή της λιτή και συγ­χρό­νως συντα­ρα­κτι­κή παρου­σιά­ζει το νησί και τις σκλη­ρές και απάν­θρω­πες συν­θή­κες ζωής των εξό­ρι­στων και  κυρί­ως των  γυναι­κών στο Στρα­τό­πε­δο Γυναι­κών Πολι­τι­κών Εξο­ρί­στων στο Τρίκερι.

Το κεί­με­νο αυτό μαζί με τα υπό­λοι­πα  και φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό βρί­σκο­νται στο βιβλίο «Στρα­τό­πε­δα Γυναι­κών. Χίος – Τρί­κε­ρι – Μακρό­νη­σος – Αϊ – Στρά­της 1948 – 1954, που εξέ­δω­σαν  ο Σύλ­λο­γος Πολι­τι­κών Εξο­ρί­στων Γυναι­κών  και οι εκδό­σεις Αλφειός  το 2006.»

trikeri3

Το Τρί­κε­ρι είναι ένα σχε­δόν ακα­τοί­κη­το νησί στην άκρη του Πηλί­ου, δεξιά μόλις μπαί­νου­με στον Παγα­ση­τι­κό κόλ­πο. Απο­μο­νω­μέ­νο καθώς είναι – το περι­τρι­γυ­ρί­ζουν από τα δυτι­κά τα βου­νά της Ρού­με­λης, από τα νότια της Εύβοιας οι κορ­φές κι από τα βόρεια κι ανα­το­λι­κά ο κορ­μός του Πηλί­ου – κρί­θη­κε κατάλ­λη­λο για την ίδρυ­ση στρα­το­πέ­δου συγκέ­ντρω­σης εξορίστων.

Είναι τόσο μικρό που δεν χρειά­ζε­ται περισ­σό­τε­ρο από τρεις ώρες πεζο­πο­ρία για να κάμεις το γύρο του, κατά­φυ­το από λιό­δεν­δρα κι αει­θα­λείς θάμνους, ήσυ­χο και υγρό. Βρο­χές ορμη­τι­κές πέφτουν όλο το χρό­νο ακό­μα και στη μέση του καλο­και­ριού, για­τί πάντα είναι σκε­πα­σμέ­νο με υδρα­τμούς. Τους μήνες του χει­μώ­να, ο γραί­γος το δέρ­νει και το χιονίζει.

Από το καλο­καί­ρι του 1947 άρχι­σαν να μαζεύ­ουν τους άντρες που έπια­σαν από τους διά­φο­ρους τόπους, χωριά και πόλεις της κεντρι­κής Ελλά­δας, όπου μαι­νό­ταν ο εμφύ­λιος πόλε­μος.  Έτσι ιδρύ­θη­κε το στρα­τό­πε­δο των αντρών, που έφτα­σε τις τρεις ως τέσ­σε­ρις χιλιά­δες κρα­τού­με­νους, και που το Μάρ­τη του 1949 μετα­φέρ­θη­κε στο Μακρο­νή­σι. Τον ίδιο χρό­νο μαζί με τους άντρες έφερ­ναν «προ­λη­πτι­κά» και γυναί­κες από τις οικο­γέ­νειες των ανταρ­τών και τις μάντρω­ναν στο μεγά­λο Μονα­στή­ρι του νησιού. Όλες σχε­δόν ήταν αγρό­τισ­σες κάθε ηλι­κί­ας και δεν είχαν παρά μονά­χα τα ρού­χα που φορού­σαν, ενώ πολ­λές απ’ αυτές κρα­τού­σαν τα μωρά στην αγκα­λιά τους. Ο αριθ­μός τους δεν ήταν σταθερός.Μερικές έφευ­γαν με « δηλώ­σεις μετα­νοί­ας», που ανα­γκά­ζο­νταν να κάνουν κάτω από τις άθλιες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης, τις αρρώ­στιες και την πεί­να, ενώ άλλες έφτα­ναν με νέες απο­στο­λές. Το 1948 έφτα­σαν τις πεντα­κό­σιες, μα το Φλε­βά­ρη του 1949 είχαν μεί­νει ενε­νή­ντα τρεις. Το στρα­τό­πε­δο για τις «προ­λη­πτι­κές» κρά­τη­σε μέχρι το τέλος του Δεκέμ­βρη του 1949. Κατά το φθι­νό­πω­ρο άρχι­σαν να φεύ­γουν τσα­κι­σμέ­νες, απελ­πι­σμέ­νες. Κι όταν το Γενά­ρη μας πήγαν στη Μακρό­νη­σο μας ακο­λού­θη­σαν δεκαέξι.

Μεγά­λο γεγο­νός για το στρα­τό­πε­δο των «προ­λη­πτι­κών» ήταν ο ερχο­μός στο Τρί­κε­ρι των γυναι­κών του στρα­το­πέ­δου της Χίου τις πρώ­τες μέρες του Απρί­λη του 1949. Οι και­νού­ριες στε­γα­στή­κα­με στις άδειες σκη­νές του στρα­το­πέ­δου των ανδρών, ενώ οι «προ­λη­πτι­κές» έμε­ναν ακό­μα στα κελιά και σε σκη­νές γύρω από το Μονα­στή­ρι. Απο­τε­λού­σαν ξεχω­ρι­στό τμή­μα του στρα­το­πέ­δου. Σύντο­μα οι χίλιες δια­κό­σιες γυναί­κες της Χίου ενώ­θη­καν με τις εξό­ρι­στες του Μονα­στη­ριού, κι όταν το Μάη ήρθαν οι Σλα­βο­μα­κε­δό­νισ­σες και οι Ηπει­ρώ­τισ­σες έφθα­σαν συνο­λι­κά τις τρει­σί­μι­σι χιλιά­δες. Το Σεπτέμ­βριο του 1949 όλες μαζί με τα παι­διά ήμα­σταν τέσ­σε­ρις χιλιά­δες επτα­κό­σιες γυναί­κες απ’ όλη την Ελλάδα.

Οι απο­στο­λές απο­τε­λού­νταν από γυναί­κες κάθε περιο­χής χωρι­στά. Στις 23 του Φλε­βά­ρη έφτα­σε στο νησί μια καρα­βιά από δια­κό­σιες περί­που Θεσ­σα­λές. Το Μάρ­τη του ίδιου χρό­νου είχαν έρθει οι Ηπει­ρώ­τισ­σες και στις 24 του Μάη μια μεγά­λη απο­στο­λή με το αρμα­τα­γω­γό από χίλιες πεντα­κό­σιες γυναί­κες και παι­διά, που τις είχαν μαζέ­ψει από τη Θεσ­σα­λία, τη Μακε­δο­νία και τη Ρούμελη.

Το Μάη του 1949 άρχι­σαν επί­σης να’ ρχο­νται οι Σλα­βο­μα­κε­δό­νισ­σες, κοπα­δια­στά, πεντα­κό­σιες τόσες σε κάθε απο­στο­λή, και το καλο­καί­ρι μαζεύ­τη­καν χίλιες επτα­κό­σιες με δύο χιλιά­δες γυναί­κες και παιδιά.

Το Μονα­στή­ρι του Τρί­κε­ρι χτί­στη­κε το 1841 στο ψηλό­τε­ρο μέρος του νησιού. Στη μέση μιας πλα­κό­στρω­της αυλής βρί­σκε­ται η εκκλη­σία, αφιε­ρω­μέ­νη στην Κοί­μη­ση της Θεο­τό­κου. Το ωραίο τέμπλο της το είχε ανα­και­νί­σει ένας εξό­ρι­στος καλ­λι­τέ­χνης που αργό­τε­ρα κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το κι εκτελέστηκε.

Ολό­γυ­ρα τα κελιά σχη­μα­τί­ζουν ένα παραλ­λη­λό­γραμ­μο. Τα ισό­γεια των κελιών τα χρη­σι­μο­ποιού­σαν  για απο­θή­κες, στά­βλους, μαγει­ρειά, λου­τρά κλπ. για­τί ήταν ακα­τάλ­λη­λα για να κατοι­κη­θούν. Αργό­τε­ρα κατοι­κή­θη­καν κι αυτά. Τα πατώ­μα­τά τους είναι γκρε­μι­σμέ­να, δεν έχουν πόρ­τες μήτε παρα­θυ­ρό­φυλ­λα. Ήλιος ποτέ δεν μπή­κε στο εσω­τε­ρι­κό τους, είναι υγρά και μου­χλια­σμέ­να. Από την άνοι­ξη του 1948 έβα­λαν τις γυναί­κες σε μικρά ατο­μι­κά αντί­σκη­να γύρω από το Μονα­στή­ρι, όταν όμως το φθι­νό­πω­ρο άρχι­σαν οι βρο­χές κι η παγω­νιά η Διοί­κη­ση απο­φά­σι­σε να τις στρι­μώ­ξει μέσα στα κελιά και στα υπό­γεια. Από τις 23 του Φλε­βά­ρη που έφτα­ναν οι μεγά­λες απο­στο­λές δεν υπήρ­χε τόπος να στε­γα­στούν. Τις άφη­ναν μέρες κάτω απ’ τα υπό­στε­γα του Μονα­στη­ριού κατα­γής, να κοι­μού­νται μαζί με τα μωρά τους. Μα σαν οι βρο­χές έγι­ναν πιο συχνές, έστη­σαν στο λασπω­μέ­νο χώμα επτά μεγά­λες αμε­ρι­κά­νι­κες σκη­νές, που κανο­νι­κά χωρούν είκο­σι ανθρώ­πους η κάθε μία. Εκεί μέσα, όμως έρι­ξαν πενή­ντα με πενη­ντα­πέ­ντε γυναίκες.

Στρώ­μα­τα δεν είχαν ούτε ρού­χα. Έτσι έμει­ναν για πολ­λά βρά­δια όσο να μαζέ­ψουν και να στρώ­σουν κλα­διά, στέ­κο­νταν όρθιες βαστώ­ντας τα μωρά στην αγκα­λιά τους ή κάθο­νταν σε κάποια στε­γνή πέτρα.

Οι σκη­νές αυτές έγι­ναν τα σπι­τι­κά τους καθ’ όλη τη διάρ­κεια της εξο­ρί­ας. Συχνά με τους αγέ­ρη­δες και τις θύελ­λες ξερι­ζώ­νο­νταν οι πάσ­σα­λοι, χαλά­ρω­ναν τα σκοι­νιά και οι τέντες ανέ­μι­ζαν λασπω­μέ­νες πάνω απ’ τα κορ­μιά τους.

Μ’ όλο που ο αριθ­μός των γυναι­κών ολο­έ­να αυξα­νό­ταν, η Διοί­κη­ση αδια­φο­ρού­σε και δεν έστη­νε και­νού­ριες σκη­νές. Κι υπήρ­χαν ακό­μα πολ­λά υπό­γεια κελιά κλει­δω­μέ­να , με την πρό­φα­ση πως ήταν απο­θή­κες της εκκλησίας.

Μια πτέ­ρυ­γα και μισή, από τα επά­νω κελιά που ήταν πιο γερά, τη χρη­σι­μο­ποιού­σε η Διοί­κη­ση για γραφεία.

Όταν την άνοι­ξη του 1949 μαζεύ­τη­καν τρεις χιλιά­δες περί­που γυναί­κες στο νησί, έστη­σαν και μικρά ατο­μι­κά λιό­φυ­τα του Μονα­στη­ριού. Όλες αυτές οι μικρές τέντες ήταν τρύ­πιες και κατα­στραμ­μέ­νες και μόλις έβρε­χε έστα­ζαν και μού­σκευαν τα στρώ­μα­τα ή τα ξερά χόρ­τα που πάνω κει πλά­για­ζαν οι εξό­ρι­στες με τα μωρά τους. Ήταν τόσο χαμη­λές, που έπρε­πε να διπλώ­σεις το κορ­μί σου για να μπεις μέσα και να βρί­σκε­σαι συνε­χώς καμπου­ρια­σμέ­νη. Όταν έπε­φταν οι μεγά­λες βρο­χές τα πάντα πλημ­μύ­ρι­ζαν με λάσπη και νερά και τα μικρά έκλαι­γαν αντά­μα με τις μάνες και τις για­γιά­δες τους.

Όλο το διά­στη­μα από το 1947 έως το 1949 Διοι­κη­τής στο στρα­τό­πε­δο του Τρί­κε­ρι ήταν ο συνταγ­μα­τάρ­χης Ι.Κ., άνθρω­πος πολύ αυστη­ρός και σκλη­ρός. Ύστε­ρα από πολ­λά δια­βή­μα­τα, οι εξό­ρι­στες κατά­φε­ραν να συνεν­νο­ού­νται μαζί του για τα καθη­με­ρι­νά τους προ­βλή­μα­τα και προ­πά­ντων για την καντί­να. Τη φρου­ρά την απο­τε­λού­σαν στρα­τιώ­τες «ανα­νή­ψα­ντες» της Μακρο­νή­σου και άλλοι.

Σκο­πός της Διοί­κη­σης ήταν ν’ αχρη­στέ­ψει πολι­τι­κά όσο μπο­ρού­σε περισ­σό­τε­ρες εξό­ρι­στες και να εξευ­τε­λί­σει στα μάτια τους το δίκαιο αγώ­να που συνέ­χι­ζαν οι δικοί τους. Με διά­φο­ρα σωνα­τι­κά βάσα­να, με ψυχο­λο­γι­κά μέσα μελε­τη­μέ­να για να σπά­νε το ηθι­κό, με την αδια­φο­ρία στις δυσκο­λί­ες που αντι­με­τώ­πι­ζαν, την απα­γό­ρευ­ση κάθε μέσου μόρ­φω­σης, ψυχα­γω­γί­ας και ξεκού­ρα­σης επι­δί­ω­καν να τους απο­σπά­σουν μια υπο­γρα­φή κάτω από μια «δήλω­ση μετανοίας».

Επέ­βα­λαν στη ζωή τους στρα­τιω­τι­κή πει­θαρ­χία. Δύο φορές την ημέ­ρα, με βρο­χή και με χιό­νι, τις ανά­γκα­ζαν να βγαί­νουν για το προ­σκλη­τή­ριο το πρωί οκτώ με εννιά και το βρά­δυ τέσ­σε­ρις με πέντε. Εκεί τις είχαν να στέ­κο­νται ώρες, πει­να­σμέ­νες και εξα­ντλη­μέ­νες, έχο­ντας αφή­σει τα μωρά τους μόνα μέσα στ’ αντίσκηνα.

Μόλις τελεί­ω­νε το προ­σκλη­τή­ριο, κατά τη διάρ­κεια του οποί­ου στέ­κο­νταν νηστι­κές από το προη­γού­με­νο βρά­δυ για­τί έδι­ναν πρω­ι­νό ρόφη­μα, έτρε­χαν στην ουρά για νερό πέρα στα πηγά­δια. Και στις δώδε­κα το μεση­μέ­ρι βιά­ζο­νταν να τρέ­ξουν σ’ άλλη σει­ρά για το συσ­σί­τιο, που μοι­ρα­ζό­ταν κατά το στρα­τιω­τι­κό σύστη­μα. Μετά το μεση­μέ­ρι έφτα­νε το καΐ­κι με τα εφό­δια, που έπρε­πε να το ξεφορ­τώ­σουν. Στις τέσ­σε­ρις το από­γευ­μα όλες μαζεύ­ο­νταν πάλι στην πλα­τεία για το βρα­δι­νό προ­σκλη­τή­ριο, κι αμέ­σως μετά για τη δια­νο­μή του δεύ­τε­ρου συσ­σι­τί­ου της μέρας. Στις οκτώ το βρά­δυ δεν έπρε­πε να φαί­νε­ται φως στις σκη­νές και κάθε κυκλο­φο­ρία σταματούσε.

Κάθε μέρα στο πρω­ι­νό προ­σκλη­τή­ριο ο στρα­το­πε­δάρ­χης διά­βα­ζε το δελ­τίο ειδή­σε­ων της ημέ­ρα, για να τις πλη­ρο­φο­ρή­σει πως ο αγώ­νας ολο­έ­να εξα­σθε­νί­ζει και πως οι αντάρ­τες «καθη­με­ρι­νά παρα­δί­δο­νται στα χέρια του νικη­φό­ρου στρατού».

Το Φλε­βά­ρη του 1948 η Διοί­κη­ση διαί­ρε­σε τις γυναί­κες σε δεκα­τέσ­σε­ρις διμοι­ρί­ες, που απο­τε­λού­σαν ένα λόχο κι έβα­λε τη δικη­γο­ρί­να Θ.Ξ. από τη Λάρι­σα να τις αντι­προ­σω­πεύ­ει. Οι στρα­τιώ­τες της φρου­ράς φύλα­γαν τα στρα­τό­πε­δα των αντρών και των γυναι­κών. Είχαν εγκα­τα­στή­σει σκο­πιές στα κοντι­νά ακρω­τή­ρια του νησιού, όπως και στο δρό­μο που οδη­γού­σε στο χωριό. Οι περισ­σό­τε­ροι ήταν άλλο­τε αγω­νι­στές της Αντί­στα­σης, που κάτω από τη μακρο­νη­σιώ­τι­κη βία απο­κή­ρυ­ξαν το Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό και υπη­ρε­τού­σαν από φόβο τους βασα­νι­στές τους. Υπήρ­χαν μερι­κοί που έδει­χναν ανθρω­πιά και φέρο­νταν καλά στους κρα­τού­με­νους. Οι γυναί­κες, όμως, διη­γού­νταν πως κάπο­τε οι φρου­ροί χτύ­πη­σαν τις κοπέ­λες που είχαν φέρει από μια περιο­χή που γίνο­νταν μάχες. Τις γυναί­κες αυτές, που ήταν αντάρ­τισ­σες, τις μάντρω­σαν με συρ­μα­τό­πλεγ­μα ξέχω­ρα από τις άλλες.

Η σκλη­ρό­τη­τα και η απο­νιά των φρου­ρών ήταν απε­ρί­γρα­πτη. Εκτός από τις καθη­με­ρι­νές αγγα­ρεί­ες έβα­ζαν τις γυναί­κες, που οι περισ­σό­τε­ρες ήταν μωρο­μά­νες ή γερό­ντισ­σες, να τους κου­βα­λούν νερό, να τους πλέ­νουν τα ρού­χα και να τους καθα­ρί­ζουν τα κελιά που έμε­ναν. Κι όπως δεν έβρι­σκαν καμιά αντί­δρα­ση απ’ αυτές, τις έβα­ζαν να τους κου­βα­λούν και τα μπα­ού­λα τους ακό­μα από το λιμα­νά­κι. Έτσι τις εξευ­τέ­λι­ζαν καθημερινά.

Το κρά­τος έδι­νε για τις εξό­ρι­στες 2.700 δρχ. την ημέ­ρα για το συσ­σί­τιο των γυναι­κών. Το μαγεί­ρευαν οι ίδιες σε μεγά­λα καζά­νια, κι επει­δή η δου­λειά του μαγει­ρεί­ου ήταν πολύ σκλη­ρή άλλα­ζαν κάθε δύο μήνες. Το φαγη­τό ήταν λιγο­στό και φτω­χό. Τα γυφτο­φά­σου­λα, τ’ άσπρα φασό­λια και τα ρεβύ­θια ήταν τα πιο συνη­θι­σμέ­να γεύ­μα­τα. Σπά­νια μαγεί­ρευαν ζυμα­ρι­κά, πατά­τες ή λαχα­νι­κά, και κρέ­ας μαγεί­ρευαν μία ή  δύο φορές το μήνα.

trikeri2

Πρω­ι­νό ρόφη­μα δεν έδι­ναν για ένα μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα, έτσι έμε­ναν νηστι­κές οι γυναί­κες από τ’ από­γευ­μα της μια μέρας ως το μεση­μέ­ρι της άλλης. Τα 80 δρά­μια ψωμί δεν έφτα­ναν παρά μονά­χα για το μεση­με­ρια­νό γεύ­μα, για­τί απ’ αυτό έπρε­πε να φάνε και τα παι­δά­κια, που δεν συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νταν στον αριθ­μό των κρα­του­μέ­νων. Έτσι τα δια­κό­σια είκο­σι τέσ­σε­ρα παι­δά­κια, που ολο­έ­να πλή­θαι­ναν, τρέ­φο­νταν από το φαΐ που έδι­ναν στις μάνες τους.

Ποτέ δεν έδω­σαν λάδι ή φωτι­στι­κό πετρέ­λαιο για ν’ ανά­βουν ένα φως μέσα στις σκη­νές και οι γυναί­κες ανα­γκά­ζο­νταν να φτιά­χνουν μικρά καντη­λά­κια με τα 4 ‑5 δρά­μια λάδι που τους έδι­ναν για τις βρα­στές πατά­τες. Για το μαγεί­ρε­μα του συσ­σι­τί­ου κου­βα­λού­σαν νερό από το μονα­δι­κό με τρό­μπα πηγά­δι και έφερ­ναν τα τρό­φι­μα από την απο­θή­κη που βρι­σκό­ταν κοντά στο λιμα­νά­κι του νησιού, καμιά εφτα­κο­σα­ριά μέτρα ανη­φο­ρι­κού δρό­μου ως το Μοναστήρι.

Κου­βα­λού­σαν ακό­μα και τα ξύλα για τη φωτιά από μακριά, για­τί δεν υπήρ­χαν ζώα ή κάποιο άλλο μετα­φο­ρι­κό μέσο. Η αγγα­ρεία αυτή γινό­ταν πιο σκλη­ρή τις μέρες του χει­μώ­να, που το καΐ­κι δεν μπο­ρού­σε να φέρει τα ξύλα του στρα­το­πέ­δου από τα χωριά του Πηλίου.

Η τρα­χιά ζωή των γυναι­κών γινό­ταν χίλιες φορές πιο ανυ­πό­φο­ρη εξαι­τί­ας της ανυ­δρί­ας του νησιού. Αν και υπήρ­χαν τέσ­σε­ρα πηγά­δια, τα οποία οι εξό­ρι­στοι είχαν ανοί­ξει το 1947, το νερό δεν μπο­ρού­σε να δια­τη­ρη­θεί καθα­ρό μήτε ν’ ανέ­βει εύκο­λα για­τί δεν είχαν τρόμπες.

Υπήρ­χε μία τρό­μπα στο πηγά­δι κοντά στο «χωριό», απ’ όπου έπαιρ­ναν νερό οι γυναί­κες , κι άλλη μία σ’ εκεί­νο που βρι­σκό­ταν έξω από το μαγει­ρείο των αντρών. Αργό­τε­ρα όμως διόρ­θω­σαν τις παλιές τρό­μπες και εφο­δί­α­σαν μ’ αυτές ακό­μα δύο πηγά­δια, που’ ναι κοντά στον όρμο του Αϊ – Γιώργη.

Κάθε μέρα στις εννιά ένας στρα­τιώ­της οδη­γού­σε  στη γραμ­μή τις εξό­ρι­στες για να γεμί­σουν τα κανά­τια τους κι άλλοι δύο τις επέ­βλε­παν . Μα την άνοι­ξη του 1949, που οι γυναί­κες πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν για­τί συνε­χώς έφτα­ναν νέες απο­στο­λές, η ανυ­δρία που χρό­νια βασά­νι­ζε τους εξό­ρι­στους άρχι­σε από το Πάσχα.

Όλο το πλή­θος , πέντε χιλιά­δες περί­που γυναί­κες, έπρε­πε να πιεί, να μαγει­ρέ­ψει και να πλυ­θεί απ’ το νερό τριών πηγα­διών. ΄Ετσι ανα­γκά­ζο­νταν να ξεκι­νή­σουν πριν χαρά­ξει, για να γεμί­σουν τους κου­βά­δες του συσ­σι­τί­ου ή τα κανά­τια τους. Οι τρό­μπες απέ­δι­δαν στην αρχή, μετά όμως αγκο­μα­χού­σαν ανε­βά­ζο­ντας λάσπη. Δεν άκου­γες όλη μέρα τίπο­τα άλλο παρά μόνο εκεί­νον τον κου­φό κρό­το που μεγά­λω­νε την απελπισία.

Πριν φύγουν οι εξό­ρι­στοι για το Μακρο­νή­σι οι βαριές αγγα­ρεί­ες – όπως το ξεφόρ­τω­μα του καϊ­κιού ή το κου­βά­λη­μα των ξύλων – ήταν απο­κλει­στι­κά δου­λειά των αντρών. Οι γυναί­κες κατέ­βαι­ναν στην απο­θή­κη και κου­βα­λού­σαν από κει ως το Μονα­στή­ρι τα τρό­φι­μα και τ’ άλλα εφόδια.

Μετά το Μάρ­τη του 1948 που έφυ­γαν οι άντρες, μονά­χες τους ξεφόρ­τω­ναν οκά­δες από τρό­φι­μα, ξύλα, τσι­μέ­ντα, ασβέ­στη, εφό­δια για τέσ­σε­ρις και πέντε χιλιά­δες ψυχές και τ’ ανέ­βα­ζαν από ένα μαρ­τυ­ρι­κό ανή­φο­ρο στην απο­θή­κη. Η δου­λειά αυτή γινό­ταν καθη­με­ρι­νά από τρεις διμοι­ρί­ες και κρα­τού­σε συχνά τέσ­σε­ρις ώρες.

Μα η πιο εξα­ντλη­τι­κή κι άσκο­πη αγγα­ρεία, που θύμι­ζε το κάτερ­γο του Μακρο­νη­σιού, ήταν να κου­βα­λούν από το για­λό βότσα­λα, άμμο και νερό της θάλασ­σας για να φτιά­ξουν ένα πελώ­ριο στέμ­μα σε μια πλα­γιά του νησιού, ώστε  να φαί­νε­ται από τη θάλασ­σα απ’ όπου περ­νού­σαν τα πλοία.

Όταν διέ­τα­ξαν τους εξό­ρι­στους να επι­σκευά­σουν τα γκρε­μι­σμέ­να κελιά του Μονα­στη­ριού, οι γυναί­κες μονά­χες τους κου­βα­λού­σαν από το λιμα­νά­κι τσι­μέ­ντα, τού­βλα, ασβέ­στη, ξυλεία και θαλασ­σι­νό νερό. Οι αγγα­ρεί­ες αυτές κρα­τού­σαν μήνες ολά­κε­ρους και ήταν οι πιο βαριές και βάρβαρες.

Για το μαρ­τύ­ριο του νερού μιλή­σα­με και πρω­τύ­τε­ρα. Καθη­με­ρι­νά για το μαγεί­ρε­μα του συσ­σι­τί­ου και για το καθά­ρι­σμα της αυλής και των άλλων χώρων του Μονα­στη­ριού, οι εξό­ρι­στες κατέ­βαι­ναν χαρά­μα­τα  κι έστε­καν ώρες περι­μέ­νο­ντας να μαζευ­τεί νερό στα ξεροπήγαδα.

Επει­δή για πολύ και­ρό απο­χω­ρη­τή­ρια δεν υπήρ­χαν στο στρα­τό­πε­δο, οι εξό­ρι­στες ανα­γκά­ζο­νταν να απο­πα­τούν στα γύρω χωρά­φια και στα λιό­φυ­τα και κάθε βδο­μά­δα να βγαί­νουν με κασμά­δες , φτυά­ρια ή ξύλα για να σκε­πά­σουν τις ακα­θαρ­σί­ες, να κάψουν τα σκου­πί­δια και να ραντί­σουν με ασβέ­στη τα χώμα­τα. Μα και πάλι τα κορά­κια κι οι κάρ­γιες , που σμή­νη πετού­σαν στο νησί, ξέθα­βαν τις ακα­θαρ­σί­ες και σκορ­πού­σαν τα ματω­μέ­να κουρέλια.

Βλέ­πο­ντας οι διά­φο­ροι αξιω­μα­τι­κοί της φρου­ράς ή οι απλοί χωρο­φύ­λα­κες πως δού­λευαν αδια­μαρ­τύ­ρη­τα, καθη­με­ρι­νά τις φόρ­τω­ναν και τα δικά τους τρό­φι­μα ή τα μπα­γκά­ζια από τα καΐ­κια για να τ’ ανε­βά­σουν από τον ανή­φο­ρο του Μονα­στη­ριού κι αυτοί ακο­λου­θού­σαν πίσω τους με αδεια­νά τα χέρια χασκο­γε­λώ­ντας και πει­ρά­ζο­ντάς τες.

Όλη αυτή η βασα­νι­σμέ­νη ζωή του σκλά­βου, που καθη­με­ρι­νά γινό­ταν όλο και πιο βαριά, έκα­νε όσες είχαν παι­διά να τα παρα­με­λούν μοι­ρο­λα­τρι­κά. Αδιά­κο­πα έκλαι­γαν τα σπυ­ρια­σμέ­να και ακά­θαρ­τα εκεί­να παι­δά­κια, ζητια­νεύ­ο­ντας και γυρεύ­ο­ντας τις μάνες τους στα χωρά­φια. Όσο για τις ίδιες όσο περ­νού­σαν οι μέρες τσα­κί­ζο­νταν από τις κακου­χί­ες, χλώ­μια­ζαν από την πεί­να και κου­ρε­λια­ζό­ταν η μονα­δι­κή τους φορε­σιά και τα παπού­τσια τους. Πάνω στα πρό­σω­πά τους ήταν φανε­ρή η αγω­νία για τους δικούς τους, που και­ρό τώρα πολε­μού­σαν στα βου­νά και είχαν χάσει τα ίχνη τους.

Γράμ­μα­τα, επι­τα­γές, εφη­με­ρί­δες και λιγο­στά δέμα­τα έρχο­νταν μια φορά τη βδο­μά­δα με το καΐ­κι του στρα­το­πέ­δου. Όλα τα λογό­κρι­ναν πολύ αυστη­ρά πριν τα δώσουν στις εξό­ρι­στες, καθυ­στε­ρού­σαν τα λίγα χρή­μα­τα από τις επι­τα­γές κι έσβη­ναν ή έκο­βαν ένα μέρος από το περιε­χό­με­νο των γραμμάτων.

Συνη­θι­σμέ­νο ήταν να τα κρα­τούν, θέλο­ντας να τιμω­ρή­σουν ορι­σμέ­νες γυναί­κες επει­δή βαρυ­γκό­μη­σαν την ώρα της αγγα­ρεί­ας ή για να τις κρα­τούν σε αγω­νία. Η στέ­ρη­ση αυτή από τα γράμ­μα­τα και τα μηνύ­μα­τα ήταν η πιο πρό­χει­ρη τιμω­ρία στα χέρια της Διοίκησης.

Το ταχυ­δρο­μείο το μοί­ρα­ζε ο ίδιος ο Διοι­κη­τής στο πρω­ι­νό προ­σκλη­τή­ριο, όπου οι γυναί­κες στέ­κο­νταν στη σει­ρά. Αν καμιά αργού­σε να τρέ­ξει μόλις φώνα­ζε το όνο­μά της, κρα­τού­σε το γράμ­μα και της το’ δινε ύστε­ρα από μέρες, ενώ τα γράμ­μα­τα που έρχο­νταν να φέρουν το μήνυ­μα για το θάνα­το κανε­νός αντάρ­τη τα φύλα­γε τελευ­ταία και τα διά­βα­ζε άπο­να μπρο­στά στη δύστυ­χη μάνα, αδερ­φή ή σύζυ­γο. λέγο­ντάς της αμέ­σως να κάνει δήλω­ση για­τί λόγος πια δεν υπάρ­χει να βρί­σκε­ται εκεί. Οι εξό­ρι­στες έγρα­φαν ένα γράμ­μα τη βδο­μά­δα, που κι αυτό το λογό­κρι­ναν το ίδιο αυστη­ρά, και συχνά όλα τα μαζί τα έκαι­γαν για να μην πάνε στον προ­ο­ρι­σμό τους. Τις εφη­με­ρί­δες, που πριν έρχο­νταν, τις απα­γό­ρε­ψαν μόλις το στρα­τό­πε­δο των αντρών έφυ­γε για το Μακρονήσι.

Μέχρι το Φλε­βά­ρη του 1948, που οι γυναί­κες ήταν πολύ λιγό­τε­ρες, πήγαι­ναν σχε­δόν ελεύ­θε­ρα στο στρα­τό­πε­δο των αντρών για να ψωνί­σουν από την καντί­να και για να πάρουν τα τρό­φι­μα όταν ερχό­ταν το καΐκι.

Στις μεγά­λες γιορ­τές ( Πάσχα, Χρι­στού­γεν­να, Ευαγ­γε­λι­σμού) έτρω­γαν όλοι μαζί. Όταν όμως έφτα­σαν οι μεγά­λες καρα­βιές και το Μονα­στή­ρι γέμι­σε από εξό­ρι­στες η επι­κοι­νω­νία απα­γο­ρεύ­τη­κε. Ο Διοι­κη­τής έδι­νε άδεια κάθε φορά μόνο σ’ έναν ορι­σμέ­νο αριθ­μό γυναι­κών και για ορι­σμέ­νη ώρα για τα ψώνια τους.

Οι άντρες εκτός από την καντί­να είχαν παπου­τσά­δι­κο, μαρα­γκού­δι­κο, ένα συνερ­γείο που διόρ­θω­νε τα διά­φο­ρα σκεύη τους, έφτια­χναν σκά­φες, σκα­μνιά και άλλα εργα­λεία. Είχαν και ραφτά­δι­κο με δική τους ραπτομηχανή.

Με άδεια μονά­χα μονά­χα μπο­ρού­σαν οι γυναί­κες να περά­σουν από τη σκο­πιά για να πάνε τα παπού­τσια τους στον μπα­λω­μα­τή ή στ’ άλλα συνεργεία.

Στην καντί­να μπο­ρού­σες να βρεις τα πιο απα­ραί­τη­τα πράγ­μα­τα, από χαρ­το­φά­κελ­λα, γραμ­μα­τό­ση­μα, κλω­στές και βελό­νες, μέχρι κον­σέρ­βες και ψωμί. Όλα αυτά τα είδη τα που­λού­σαν οι εξό­ρι­στοι σε πολύ χαμη­λό­τε­ρες τιμές από το μαγα­ζά­κι του χωριού.

Η καντί­να αυτή, που τόσο εξυ­πη­ρε­τού­σε τον εξό­ρι­στο κόσμο του Τρί­κε­ρι, έγι­νε ύστε­ρα από αδιά­κο­πες αιτή­σεις και δια­βή­μα­τα στο Διοικητή.

Ένα μέρος από τα κέρ­δη, όπως μας είπαν, τα κρα­τού­σε η Διοί­κη­ση και το υπό­λοι­πο 7%, το διέ­θε­ταν για συμπλη­ρω­μα­τι­κό λάδι στο καζά­νι του γενι­κού συσ­σι­τί­ου, για τις διά­φο­ρες ανά­γκες των συνερ­γεί­ων και για τους εντε­λώς άπο­ρους εξό­ρι­στους άντρες ή γυναίκες.

Το Φλε­βά­ρη, που οι άντρες έφυ­γαν για το Μακρο­νή­σι, παρέ­δω­σαν τα είδη της καντί­νας σε δυο τρεις γυναί­κες να τα δια­χει­ρι­στούν και να τα που­λή­σουν και έδω­σαν εντο­λή για όσα πράγ­μα­τα δεν που­λη­θούν να μοι­ρα­στούν στις μικρομάνες.

Από διά­φο­ρες οικο­νο­μί­ες τους οι άντρες είχαν αγο­ρά­σει μια ραπτο­μη­χα­νή που την άφη­σαν κι αυτή στο στρα­τό­πε­δο γυναι­κών και που όταν το Γενά­ρη του 1950 μας μπάρ­κα­ραν για το Μακρο­νή­σι, μέσα στη γενι­κή τρο­μο­κρα­τία και σύγ­χυ­ση, επω­φε­λή­θη­καν και μας την πήραν με τη δικαιο­λο­γία πως οι εξό­ρι­στοι την έκα­ναν δώρο στην εκκλησία.

Οι εξό­ρι­στοι άντρες ήταν ηθι­κό στή­ριγ­μα στις εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νες εκεί­νες γυναί­κες, που ίσως πρώ­τη φορά έβγαι­ναν από τα σπί­τια τους κι αντι­με­τώ­πι­ζαν τη σκλη­ρό­τη­τα και τη στρα­τιω­τι­κή πει­θαρ­χία. Εκτός απ’ την πρα­κτι­κή και ηθι­κή βοή­θεια που πρό­σφε­ραν φρό­ντι­ζαν να παίρ­νουν μέρος και εκεί­νες στις εκδη­λώ­σεις ψυχα­γω­γί­ας – για­τί είχαν θέα­τρο, χορω­δία και καλό γήπε­δο γυμνα­στι­κής. Αλλά ας ξανα­γυ­ρί­ο­συ­με στις δύστυ­χες συνεξόριστες.

Η ελο­νο­σία ήταν καθη­με­ρι­νή αρρώ­στια στο στρα­τό­πε­δο. Πολ­λές γυναί­κες και παι­δά­κια είχαν την ωχρό­τη­τα που τη χαρα­κτη­ρί­ζει. Οι θέρ­μες και τα ρίγη τις έρι­χναν συχνά χάμω στο στρώ­μα, τις έλου­ζαν στον ιδρώ­τα, τις έλιω­ναν, κι ύστε­ρα έφευ­γαν όπως ήρθαν δίχως φάρ­μα­κα και νοσηλεία.

Την άλλη μέρα, μετά από την κρί­ση ή και με πυρε­τό ακό­μη, πήγαι­ναν στις αγγαρείες.

Η ελο­νο­σία πρώ­τη, κι ύστε­ρα η φυμα­τί­ω­ση. Για τις φυμα­τι­κές δεν υπήρ­χε καμιά ξεχω­ρι­στή έγνοια. Κοι­μό­νταν μέσα στ’ αντί­σκη­να μαζί με τις άλλες, πλάι  πλάι με τα μωρά. Εκεί αιμό­πτυαν, εκεί έβη­χαν κι αγκομαχούσαν.

Η Παρα­σκευή Κρι­μέ­κη, μια νέα εξό­ρι­στη γυναί­κα, μόλις έφτα­σε στο Τρί­κε­ρι ύστε­ρα από τις ταλαι­πω­ρί­ες άρχι­σε να χλω­μιά­ζει και να λιώ­νει. Αργό­τε­ρα έκα­νε συνε­χείς αιμο­πτύ­σεις μέσα στη σκη­νή της μπρο­στά στις τρο­μο­κρα­τη­μέ­νες γυναί­κες. Σε λίγο και­ρό, εξα­ντλη­μέ­νη καθώς ήταν κι απελ­πι­σμέ­νη υπέ­γρα­ψε δήλω­ση κι έφυ­γε με το φορείο. Έζη­σε άραγε;

Η Βαγ­γε­λί­τσα Εργά­τη, μια μικρή χωρια­το­πού­λα 18 χρο­νών, πέθα­νε από φυμα­τί­ω­ση λίγες μέρες μετά τον ερχο­μό της στο στρα­τό­πε­δο. Την έθα­ψαν εκεί σαν ζώο, αλλά εγώ δεν πρέ­πει να την ξεχάσω…

Ήταν λίγες εκεί­νες, προ­πά­ντων οι ηλι­κιω­μέ­νες, που δεν βογκού­σαν από την κού­ρα­ση και την υγρα­σία, που δεν είχαν πόνους στα σπλά­χνα τους χωρίς να ξέρουν την αιτία και τη για­τρειά τους. Εκεί­νο που τις έλιω­νε περισ­σό­τε­ρο δεν ήταν η βαριά δου­λειά, για­τί ήταν μαθη­μέ­νες στη σκλη­ρή αγρο­τι­κή ζωή, όσο η παγω­νιά, η πεί­να, το στρί­μωγ­μα στις σκη­νές, οι γκρί­νιες, τα κλά­μα­τα, η κλει­σού­ρα και η απλυσιά.

Μαύ­ρα σμή­νη από μύγες έφευ­γαν από τους λάκ­κους και τις ακά­λυ­πτες ακα­θαρ­σί­ες κι έβο­σκαν πάνω στο ψωμί, στο φαΐ, κάθο­νταν επί­μο­να γύρω απ’ το στό­μα και τα ματά­κια των παι­διών. Οι μύγες μετέ­δι­δαν τα μικρό­βια της δυσε­ντε­ρί­ας και του πονό­μα­του, τις δυο πλη­γές του Τρί­κε­ρι. Η δυσε­ντε­ρία ήταν η πιο συχνή κι η χει­ρό­τε­ρη απ’ τις αρρώ­στιες στο στρα­τό­πε­δο. Έρι­χνε κάτω διμοι­ρί­ες ολά­κε­ρες, και συχνά απλω­νό­ταν γρή­γο­ρα σ’ όλο το λόχο για­τί δεν υπήρ­χαν απο­χω­ρη­τή­ρια και φάρ­μα­κα. Σιγά σιγά η ελε­ει­νή αυτή αρρώ­στια γινό­ταν χρό­νια, για­τί έβρι­σκε εξα­ντλη­μέ­νους οργα­νι­σμούς. Ήταν σαν ένα είδος χολέ­ρας που έφερ­νε αφυ­δά­τω­ση, ωχρό­τη­τα και μελαγχολία.

Μα δεν έλει­ψε και ο τύφος, που ερχό­ταν από τα θολά νερά των πηγα­διών κι από τα κακο­πλυ­μέ­να λαχα­νι­κά. Τα προ­σω­πά­κια των παι­διών ήταν πλη­για­σμέ­να από σπυ­ριά, που τα βασά­νι­ζαν και τα έκα­ναν γκρι­νιά­ρι­κα κι ενο­χλη­τι­κά. Η στα­φυ­λο­κοκ­κί­α­ση κι η ψώρα ήταν πολύ δια­δε­δο­μέ­νες στις εξό­ρι­στες και πιο βασα­νι­στι­κές και από τους ίδιους τους βασα­νι­στές τους.

Γι’ αυτές τις φοβε­ρές επι­δη­μί­ες η Διοί­κη­ση δεν έδι­νε ρύζι, ζάχα­ρη, λεμό­νια, ούτε καν φάρ­μα­κα. Το συσ­σί­τιο με τα όσπρια το πετού­σαν στη θάλασ­σα να παχαί­νουν τα ψάρια, για­τί οι πιο πολ­λές δεν μπο­ρού­σαν να το φάνε κι άλλες πάλι που το έτρω­γαν γίνο­νταν χειρότερα.

Αν και υπήρ­χαν αρκε­τοί εξό­ρι­στοι για­τροί στο στρα­τό­πε­δο των αντρών, δεν τους επέ­τρε­παν να περι­θάλ­ψουν τις άρρω­στες. Ο για­τρός του στρα­το­πέ­δου είχε το ιατρείο του σ’ ένα κελί του Μονα­στη­ριού και δίπλα υπήρ­χε ένα δωμά­τιο, το «αναρ­ρω­τή­ριο», που είχε τρία τέσ­σε­ρα στρώ­μα­τα για τις βαριά άρρωστες.

Από τα φάρ­μα­κα του Ερυ­θρού Σταυ­ρού δεν έφτα­ναν σε μας παρά μονά­χα ασπι­ρί­νη, ιώδιο, και ελά­χι­στο κινί­νο για την ελο­νο­σία. Δεν υπήρ­χε μήτε ψωρα­λοι­φή ούτε αλοι­φές με σουλ­φα­μί­δες για τα σπυ­ριά των παιδιών.

Πολ­λές από τις «προ­λη­πτι­κές» εξό­ρι­στες κρα­τού­σαν μαζί τους τα παι­διά τους, βρέ­φη, νήπια ή μεγα­λύ­τε­ρα, από 6 έως 12 χρο­νών. Το καλο­καί­ρι του 1949 ήταν περί­που εκα­τόν ογδό­ντα παι­διά. Γι’ όλα αυτά τα παι­δά­κια δεν έδι­ναν το επί­δο­μα των 2.700 δρχ., που το κρά­τος διέ­θε­τε για κάθε εξό­ρι­στο, ούτε καμία άλλη βοή­θεια. Έτσι δεν είχαν μερί­δα ψωμιού ή φαγη­τού και θα έμε­ναν τελεί­ως νηστι­κά αν δεν τρέ­φο­νταν από τα 80 δρά­μια ψωμί που έδι­ναν στις μάνες τους.

Από το μεγά­λο καζά­νι του συσ­σί­τιου φρό­ντι­ζαν πάντα οι γυναί­κες να βγά­λουν το φαγη­τό των παι­διών, κρυ­φά απ’ τη Διοί­κη­ση, ελατ­τώ­νο­ντας έτσι τη γενι­κή μερί­δα. Το πρό­βλη­μα όμως του ψωμιού έμε­νε άλυ­το για­τί δεν έφτα­νε για κανέ­ναν, κι αυτό που έφερ­ναν από το κάτω στρα­τό­πε­δο, που είχε λιγό­τε­ρα παι­διά, ήταν ασή­μα­ντο μπρο­στά στη φοβε­ρή έλλειψη.

trikeri

Ο Ελλη­νι­κός Ερυ­θρός Σταυ­ρός ποτέ δεν ενί­σχυ­σε αυτά τα παι­διά ούτε τα ανα­γνώ­ρι­ζε σαν κρα­τού­με­νους. Τα κρα­τού­σαν εκεί ως αντί­ποι­να για το «παι­δο­μά­ζω­μα» των ανταρτών.

Επει­δή το σαπού­νι και το νερό ήταν τόσο σπά­νια κι ακρι­βά έμε­ναν λερω­μέ­να, κου­ρε­λια­σμέ­να, χλω­μά και γεμά­τα σπυ­ριά. Σκιές, όμοιες με φαντά­σμα­τα παι­διών. Γι’ αυτά τα παι­διά προ­πά­ντων πολ­λές μάνες έκα­ναν δήλω­ση και έφυ­γαν από το κατα­ρα­μέ­νο νησί.

Μπρο­στά σ’ αυτή τη δυστυ­χία είναι περιτ­τό ν’ ανα­φέ­ρου­με πως τα μεγά­λα παι­διά έμε­ναν δίχως καμιά εκπαί­δευ­ση ή παι­δα­γω­γι­κή φρο­ντί­δα, κι όλη μέρα τρι­γύ­ρι­ζαν στα χωρά­φια και στις από­το­μες ακρο­για­λιές ή έμε­ναν ζαρω­μέ­να μέσα στα μου­χλια­σμέ­να κελιά και στις σκο­τει­νές σκη­νές χωρίς να παίζουν.

Τα βρέ­φη υπέ­φε­ραν περισ­σό­τε­ρο για­τί γάλα δεν υπήρ­χε, κι αν ακό­μα οι μητέ­ρες τους είχαν να τα θηλά­σουν οι καθη­με­ρι­νές αγγα­ρεί­ες δεν τια άφηναν.

Οι κρα­τού­με­νες έγκυ­ες γυναί­κες – και υπήρ­χαν αρκε­τές σ’ αυτή την κατά­στα­ση  — με τρό­μο αντί­κρι­ζαν τη δύσκο­λη ώρα της γέν­νας. Δεν υπήρ­χε καμία φρο­ντί­δα για τις λεχώ­νες και τα μικρά. Μήτε σπάρ­γα­να για να τα τυλί­ξουν και να τα προ­φυ­λά­ξουν από την παγωνιά.

Το χει­μώ­να του 1948 πέθα­νε ένα νεο­γέν­νη­το αμέ­σως μετά τη γέν­νη­σή του. Το Σεπτέμ­βριο του 1949 μια Σλα­βο­μα­κε­δό­νισ­σα γέν­νη­σε δίδυ­μα. Μέχρι τις τελευ­ταί­ες  μέρες της εγκυ­μο­σύ­νης της έτρε­χε στις αγγα­ρεί­ες  και κου­βα­λού­σε με μια παρά­ξε­νη περη­φά­νια την ανη­μπό­ρια της. Γέν­νη­σε δίδυ­μα πάνω στο χωμα­τέ­νιο πάτω­μα ενός υπο­γεί­ου του Μονα­στη­ριού, χωρίς κανέ­νας σχε­δόν να το ξέρει. Το ένα μωρό πέθα­νε σε δυο μέρες και τ’ άλλο το βάφτι­σαν Ελευ­θε­ρία μερι­κές κοπέ­λες από το κάτω στρα­τό­πε­δο. Πέθα­νε κι αυτό μια βδο­μά­δα αργότερα.

Έξω από το Μονα­στή­ρι, λίγα μέτρα από την κεντρι­κή πύλη, είναι το μικρό νεκρο­τα­φείο για τους κατά­δι­κους του Τρί­κε­ρι. Δεν έχει τίπο­τα που να μοιά­ζει με τα νεκρο­τα­φεία που ξέρου­με. Είναι ένας μικρός τετρά­γω­νος χώρος με πέντε έξι φρέ­σκα μνή­μα­τα, που με τα πρω­το­βρό­χια παρ­σί­νι­ζε όπως τα γύρω χωράφια.

Κάποιοι παλιοί εξό­ρι­στοι φύτε­ψαν σ’ εκεί­νο το μέρος μια πικρο­δάφ­νη και στε­ρέ­ω­σαν  μέσα στη γη ένα ξυλό­γλυ­πτο σταυ­ρό από ελιά. Άλλοι μικρό­τε­ροι σταυ­ροί είναι σπαρ­μέ­νοι τρι­γύ­ρω, σάπιοι από τις βρο­χές και τον ήλιο, και πάνω τους μόλις που ξεχω­ρί­ζουν κάτι αχνά γράμ­μα­τα με το όνο­μα και την πατρί­δα των νεκρών.

Οι τάφοι των μικρών παι­διών δεν ξεχω­ρί­ζουν καθό­λου. Τα νερά της βρο­χής μονά­χα λιμνά­ζουν στις μικρές λακ­κου­βί­τσες τους και την άνοι­ξη πρω­το­φυ­τρώ­νουν εκεί οι παπα­ρού­νες και τα χαμομήλια.

Δυο βήμα­τα από τους ανώ­νυ­μους αυτούς τάφους, που μόνο εμείς τους ξέρου­με, είναι τ’ αντί­σκη­να. Εκεί στο πλάι πηγαι­νο­έρ­χο­νται οι γυναί­κες και κάπο­τε παί­ζο­ντας τα παι­δά­κια πάνε και κρύ­βο­νται πίσω απ’ τη φου­ντω­τή πικρο­δάφ­νη και το μεγά­λο ξύλι­νο σταυρό.

Είναι όλοι τους τόσο κοντά στα μνή­μα­τα, που η καθη­με­ρι­νή γει­το­νιά τους με τους πεθα­μέ­νους δεν τους κάνει καμία εντύ­πω­ση. Ίσως επει­δή ύστε­ρα από μια βαριά κρί­ση ελο­νο­σί­ας, μια πνευ­μο­νία, μια φυμα­τί­ω­ση, μια γρί­πη, ή ακό­μα κι ένα γρα­τζού­νι­σμα πάνω στα φαρ­μα­κε­ρά σύρ­μα­τα, μπο­ρεί κι αυτές να βρε­θούν κάτω από το αρμυ­ρό χώμα.

Βικτω­ρία Θεο­δώ­ρου                     Τρί­κε­ρι, Οκτώ­βρης 1950

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο