Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Upton Sinclair, Η ζούγκλα

Γρά­φει η ofisofi //

Παλιό­τε­ρα συνή­θι­ζα να παρα­κο­λου­θώ μέσα από τις σελί­δες των εφη­με­ρί­δων την κίνη­ση των βιβλί­ων και να σημειώ­νω όσα επι­πλέ­ον εύρι­σκα στις παρα­πο­μπές των δια­φό­ρων άρθρων. Τα αγό­ρα­ζα και συνή­θως τα διά­βα­ζα πολύ μετά με αφορ­μή ένα γεγο­νός, μια συζή­τη­ση, έναν προ­βλη­μα­τι­σμό ή μια τυχαία συγκυρία.

Έτσι συνέ­βη και με το μυθι­στό­ρη­μα του Upton Sinclair, Η ζού­γκλα. Είχα εντο­πί­σει το βιβλίο στη βιβλιο­γρα­φία ενός άρθρου του Πέτρου Παπα­κων­στα­ντί­νου με θέμα ” Ο βδε­λυ­ρός χοί­ρος και το χρυ­σό μοσχά­ρι” δημο­σιευ­μέ­νο στην εφη­με­ρί­δα Καθη­με­ρι­νή στις 17/5/2009.

Έκδο­ση του 1993 από τη Σύγ­χρο­νη Επο­χή. Το ανα­ζή­τη­σα στο ομώ­νυ­μο βιβλιο­πω­λείο και ευτυ­χώς το βρή­κα. Του έδω­σα μια θέση στο ράφι της βιβλιο­θή­κης και το ξέχασα.

Συνή­θως όταν τελειώ­νω ένα βιβλίο βρί­σκο­μαι σε αμη­χα­νία, για­τί δεν ξέρω ποιο άλλο να ξεκι­νή­σω να δια­βά­ζω. Πριν μερι­κές μέρες ψάχνο­ντας στη βιβλιο­θή­κη, το μάτι μου έπε­σε σ’ αυτό. Μάλ­λον ήρθε η ώρα του, σκέφτηκα.

Από τις πρώ­τες του σελί­δες με συνε­πή­ρε. Ένα μυθι­στό­ρη­μα σπα­ρα­κτι­κό, που προ­σφέ­ρε­ται για πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις. Τις περισ­σό­τε­ρες σελί­δες του τις έχω τσα­κι­σμέ­νες. Κάθε σελί­δα και πόνος στο στή­θος (χωρίς υπερ­βο­λή και χωρίς διά­θε­ση μελοδραματική).

Ο συγ­γρα­φέ­ας Upton Sinclair (1878 — 1968) θεω­ρεί­ται από τους πιο δια­βα­σμέ­νους αμε­ρι­κά­νους συγ­γρα­φείς . Σοσια­λι­στής και ενερ­γό μέλος του σοσια­λι­στι­κού κινή­μα­τος της Αμερικής.Έγραψε το συγκε­κρι­μέ­νο μυθι­στό­ρη­μα το 1906 ” μέσα σ’έ­να σανι­δέ­νιο καλύ­βι, δυό­μι­σι επί τρία, στην πλα­γιά ενός λόφου στα βόρεια του Πρίν­στον, αφού ο Σίν­κλερ είχε ζήσει για εφτά βδο­μά­δες μαζί με τους από­κλη­ρους, αξιο­λύ­πη­τους ξένους στα σφα­γεία του Σικά­γου” (οπι­σθό­φυλ­λο).

Είναι η ιστο­ρία μιας οικο­γέ­νειας Λιθουα­νών που μετα­να­στεύ­ει στην Αμε­ρι­κή, στο Σικά­γο, συγκε­κρι­μέ­να στις αρχές του 20ου αι. πιστεύ­ο­ντας στο αμε­ρι­κα­νι­κό όνει­ρο. Πίστευαν ότι μπο­ρούν να βρουν εύκο­λα δου­λειά, να αξιο­ποι­ή­σουν τις ευκαι­ρί­ες, να απο­κτή­σουν χρή­μα­τα και να ζήσουν ελεύ­θε­ρα και πλού­σια. Έτσι τους είχαν πει , ότι όποιος είναι δου­λευ­τα­ράς στην Αμε­ρι­κή , μπο­ρεί να ζήσει το όνει­ρο μιας όμορ­φης ζωής.

Ο Γιούρ­γκις είναι ο βασι­κός ήρω­ας και μέσα από τη δική του ζωή παρα­κο­λου­θού­με όλες τις φάσεις της εξα­θλί­ω­σης του ανθρώ­που . Βρί­σκει δου­λειά στα Σφα­γεία του Σικά­γου. Νέος και εργα­τι­κός νομί­ζει ότι έχει όλα τα προ­σό­ντα για να ζήσει αξιο­πρε­πώς αυτός και η οικο­γέ­νειά του.

Ο συγ­γρα­φέ­ας με πολύ ρεα­λι­σμό περι­γρά­φει τις σκλη­ρές, άθλιες και φρι­χτές συν­θή­κες εργα­σί­ας των ανθρώ­πων στα Σφα­γεία του Σικά­γου. Ένα κύκλω­μα εκμε­τάλ­λευ­σης δρα σε όλους τους τομείς της εργα­σί­ας. Από τη μετα­φο­ρά των ζώων στα σφα­γεία, το σφά­ξι­μο, την παρα­γω­γή κρέ­α­τος, τη μετα­τρο­πή αυτού του κρέ­α­τος σε διά­φο­ρα άλλα μετα­ποι­η­μέ­να είδη.

Η μυρω­διά του αίμα­τος των σφαγ­μέ­νων ζώων ανα­κα­τεύ­ε­ται με τη μυρω­διά των σπλά­χνων, των ακα­θαρ­σιών , των ατμών και του ανθρώ­πι­νου ιδρώ­τα. Τίπο­τε δεν πάει χαμέ­νο . Όλα μετα­ποιού­νται αρκεί να αφή­νουν κέρ­δος για τους ιδιο­κτή­τες των σφα­γεί­ων. Άρρω­στα ζώα, χαλα­σμέ­να κρέ­α­τα, κόκ­κα­λα που κονιορ­το­ποιού­νται και γίνο­νται λιπά­σμα­τα, από­βλη­τα που γίνο­νται τρο­φές πολυ­τε­λεί­ας και πωλού­νται πανά­κρι­βα στις αγο­ρές του κόσμου. Και μέσα σε όλη αυτή τη βρώ­μι­κη ατμό­σφαι­ρα, άνδρες, γυναί­κες και παι­διά προ­σπα­θούν δου­λεύ­ο­ντας από το πρωί μέχρι το βρά­δυ με ελά­χι­στο φαγη­τό, χωρίς ανά­σα, χωρίς δικαί­ω­μα, χωρίς έλε­ος να κερ­δί­σουν ένα ευτε­λές μεροκάματο.
Οι συν­θή­κες ακό­μη πιο οδυ­νη­ρές το καλο­καί­ρι με τη ζέστη και το χει­μώ­να με το κρύο.

Μέσα σ’ αυτούς τους χώρους προ­σπα­θούν να δου­λέ­ψουν ο Γιούρ­κις και η οικο­γέ­νεια του. Ξένοι σε ξένο τόπο, δεν γνω­ρί­ζουν τη γλώσ­σα και πέφτουν συνε­χώς θύμα­τα της εκμε­τάλ­λευ­σης δια­φό­ρων απα­τε­ώ­νων που τους κλέ­βουν και τις τελευ­ταί­ες τους οικο­νο­μί­ες είτε που­λώ­ντας τους το όνει­ρο της από­κτη­σης ενός σπι­τιού είτε που­λώ­ντας τους υπο­τυ­πώ­δεις υπηρεσίες.

Η περιο­χή που κατοι­κούν δεν θυμί­ζει ανθρώ­πι­νο οικι­σμό. Ανύ­παρ­κτες υπο­δο­μές. Δεν υπάρ­χουν δρό­μοι, απο­χε­τευ­τι­κό, ύδρευ­ση. Τα ποντί­κια και οι κατσα­ρί­δες σχη­μα­τί­ζουν στρα­τό. Το χιό­νι εχθρός τους , η ζέστη εφιάλ­της τους.

Σιγά σιγά το όνει­ρο αρχί­ζει να ξεθω­ριά­ζει. Οι αρρώ­στιες και τα ατυ­χή­μα­τα είναι καθη­με­ρι­νά, αλλά επει­δή έχουν ανά­γκη ακό­μη και αυτό το άθλιο μερο­κά­μα­το προ­σπα­θούν να δουλέψουν.

Ο ήρω­ας βλέ­πει τη ζωή του να αλλά­ζει μέρα με τη μέρα. Δεν ξέρει ποιος φταί­ει. Περ­νά­ει από διά­φο­ρα στά­δια ταπεί­νω­σης και εξευ­τε­λι­σμού. Χάνει τη γυναί­κα του, χάνει το παι­δί του. Φεύ­γει. Περι­πλα­νιέ­ται . Γίνε­ται περι­θω­ρια­κός, αλή­της, αλκο­ο­λι­κός. Κάποια στιγ­μή μπλέ­κει με συμ­μο­ρί­ες και κατα­λή­γει να γίνει απερ­γο­σπά­στης στη διάρ­κεια μιας μεγά­λης απερ­γί­ας στο Σικά­γο. Μπαί­νει στα διά­φο­ρα κυκλώ­μα­τα , ζει για λίγο το όνει­ρο και μετά τον πετούν σαν σκου­πί­δι. Έχει φτά­σει στο πάτο , δεν έχει τίπο­τε , κιν­δυ­νεύ­ει να πεθά­νει από το κρύο και την ασιτία.

Και εντε­λώς τυχαία μπαί­νο­ντας σε μια αίθου­σα συγκε­ντρώ­σε­ων για να ζεστα­θεί, παρα­κο­λου­θεί την ομι­λία ενός σοσια­λι­στή. Και τότε αρχί­ζει η αλλα­γή . Έρχε­ται η συνει­δη­το­ποί­η­ση , η δια­μόρ­φω­ση ταξι­κής συνεί­δη­σης και ο αγώ­νας για την κοι­νω­νι­κή ανατροπή.

” Ακού­τε αυτά τα πράγ­μα­τα “, έλε­γε ο ομι­λη­τής, και λέτε: ναι, είν’ αλή­θεια, αλλά έτσι ήταν πάντα. Ή λέτε: μπο­ρεί να γίνει, αλλά όχι στον και­ρό μου, δε θα με ωφε­λή­σει. Κι έτσι, ξανα­γυρ­νά­τε στον καθη­με­ρι­νό σας μόχθο, γυρ­νά­τε για να σας αλέ­σουν για κέρ­δη στον παγκό­σμιο μύλο της οικο­νο­μι­κής δύνα­μης! Να δου­λεύ­ε­τε ώρες και ώρες για όφε­λος αλλω­νών. Να ζεί­τε σ’ άθλια παλιό­σπι­τα, να δου­λεύ­ε­τε σ’ επι­κίν­δυ­νους κι ανθυ­γιει­νούς χώρους. Να παλεύ­ε­τε με το φάσμα της πεί­νας και της στέ­ρη­σης, ν’ αντι­με­τω­πί­ζε­τε τον κίν­δυ­νο ατυ­χή­μα­τος, αρρώ­στιας και θανά­του. Και κάθε μέρα ο αγώ­νας να γίνε­ται πιο άγριος, ο ρυθ­μός πιο εξα­ντλη­τι­κός. Κάθε μέρα πρέ­πει να μοχθεί­τε λίγο παρα­πά­νω και να νιώ­θε­τε το σιδε­ρέ­νιο χέρι της μοί­ρας να σας σφίγ­γει λίγο πιο σφι­χτά. Περ­νά­νε μήνες , ίσως και χρό­νια, και τότε έρχε­στε πάλι. Και πάλι εγώ είμαι εδώ για να συζη­τή­σω μαζί σας, να μάθω αν η ανά­γκη κι η φτώ­χεια έχουν κάνει τη δου­λειά τους με σας, αν η αδι­κία κι η κατα­πί­ε­ση σας έχουν ανοί­ξει επι­τέ­λους τα μάτια! Και θα περι­μέ­νω πάντα , τίπο­τε άλλο δεν μπο­ρώ να κάνω[…] Αν απο­τύ­χω από­ψε δεν έχω παρά να δοκι­μά­σω πάλι αύριο, ξέρο­ντας ότι το λάθος είναι ασφα­λώς δικό μου, ότι, αν το όρα­μα της ψυχής μου ακου­γό­ταν μια φορά πάνω στη γη, αν το άγχος της ήττας του εκφρα­ζό­ταν μια φορά με ανθρώ­πι­νη λαλιά, θα γκρέ­μι­ζε ακό­μη και τους πιο γερούς φραγ­μούς της προ­κα­τά­λη­ψης, θα παρα­κι­νού­σε σε δρά­ση ακό­μη και την πιο νωθρή ψυχή![…] Για­τί μιλώ με τη φωνή των εκα­τομ­μυ­ρί­ων που είναι άφω­νοι. Αυτών που κατα­πιέ­ζο­νται και δεν έχουν ποιον να τους δώσει κου­ρά­γιο! Με τη φωνή των από­κλη­ρων της ζωής, που γι’ αυτούς δεν υπάρ­χει ούτε ανά­παυ­λα ούτε λυτρω­μός, που γι’ αυτούς ο κόσμος είναι φυλα­κή , μπου­ντρού­μι βασα­νι­στη­ρί­ων, τάφος![…] Με τη φωνή της ανθρω­πό­τη­τας που ζητά­ει λυτρω­μό! Της αιώ­νιας ψυχής του ανθρώ­που που ορθώ­νε­ται από το χώμα, που γκρε­μί­ζει τους τοί­χους της φυλα­κής της, σκορ­πά­ει τις συμ­μο­ρί­ες της κατα­πί­ε­σης και της αμά­θειας, προ­χω­ρώ­ντας ψηλα­φη­τά προς το φως!”

Παράλ­λη­λα με την ιστο­ρία του Γιούρ­κις παρα­κο­λου­θού­με την αδυ­σώ­πη­τη εκμε­τάλ­λευ­ση των εργα­ζο­μέ­νων από τους κεφα­λαιο­κρά­τες. Τον τρό­πο που κτί­στη­κε και εδραιώ­θη­κε το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα στην Αμε­ρι­κή. Τα διά­φο­ρα κυκλώ­μα­τα εξα­πά­τη­σης των εργα­ζο­μέ­νων και την εξα­γο­ρά των συνει­δή­σε­ων. Την παι­δι­κή εργα­σία, τις δωρο­δο­κί­ες, τα λαδώ­μα­τα των κρα­τι­κών υπαλ­λή­λων, την ανύ­παρ­κτη δικαιο­σύ­νη. Δια­τρο­φι­κά σκάν­δα­λα που απο­κρύ­πτο­νται. Στρα­τιές ανέρ­γων ανδρών που κατα­λή­γουν στη ζητια­νιά και στο αλκο­όλ και άλλες τόσες γυναι­κών που κατα­λή­γουν στην πορ­νεία για να ζήσουν τις οικο­γέ­νειες τους. Κύκλω­μα δια­κί­νη­σης γυναι­κών και εθι­σμός στα ναρ­κω­τι­κά. Πεί­να, αρρώ­στιες, βρώ­μι­κος αέρας , μολυ­σμέ­νο γάλα, αλλοιω­μέ­νες τρο­φές. Άνθρωποι
” με σκο­τω­μέ­νη ψυχή ” κυριαρ­χούν σε όλο το βιβλίο.

Και μέσα σε όλη αυτή τη μπό­χα και τη γλί­τσα ο συγ­γρα­φέ­ας αφή­νει μια ελπί­δα , μια χαρα­μά­δα φωτός. Υπάρ­χει δυνα­τό­τη­τα να αλλά­ξει αυτή η κατά­στα­ση αλλά χρειά­ζε­ται να το πιστέ­ψουν οι περισ­σό­τε­ροι , να αγω­νι­στούν, να απο­κτή­σουν ταξι­κή συνεί­δη­ση, να μάθουν πώς να πολε­μή­σουν τον εχθρό. Τη δου­λειά αυτή ανα­λαμ­βά­νει το Σοσια­λι­στι­κό Κόμ­μα Της Αμε­ρι­κής. Το όνει­ρο μπο­ρεί να γίνει πραγματικότητα.

” Οργα­νω­θεί­τε! Οργα­νω­θεί­τε!”[…] Οι εκλο­γές θα περά­σουν, η έξα­ψη θα ξεθυ­μά­νει κι ο κόσμος θα τις ξεχά­σει. Κι αν τις ξεχά­σε­τε κι εσείς, αν γεί­ρε­τε πίσω κι επα­να­παυ­θεί­τε, θα χάσου­με αυτές τις ψήφους που μαζέ­ψα­με σήμε­ρα κι οι εχθροί μας θα μας περι­γε­λούν! Σε σας από­κει­ται να πάρε­τε την από­φα­σή σας. Τώρα , μεσ’ στη μέθη της νίκης, να βρεί­τε αυτούς τους ανθρώ­πους που μας ψήφι­σαν και να τους οργα­νώ­σε­τε και να τους δέσε­τε μαζί μας! Δεν θα βρού­με όλους τους προ­ε­κλο­γι­κούς αγώ­νες μας το ίδιο εύκο­λους όπως αυτόν. Παντού στη χώρα , από­ψε οι παλαιο­κομ­μα­τι­κοί μελε­τούν αυτή την ψήφο και κανο­νί­ζουν την πορεία τους ανά­λο­γα. Και που­θε­νά δεν θα είναι πιο γρή­γο­ροι και πιο πονη­ροί απ’ όσο εδώ , στην πόλη μας. Πενή­ντα χιλιά­δες σοσια­λι­στι­κές ψήφοι στο Σικά­γο σημαί­νει δημο­κρα­τία δημο­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας την άνοι­ξη! Και τότε θα ξεγε­λά­σουν για μια ακό­μη φορά τους ψηφο­φό­ρους κι όλες οι δυνά­μεις του πλιά­τσι­κου και της δια­φθο­ράς θα βρε­θούν πάλι στην εξου­σία! Όμως , ό,τι κι αν κάνουν όταν πάρουν την εξου­σία, ένα πράγ­μα δε θα κάνουν κι αυτό θα είναι το πράγ­μα για το οποίο εκλέ­χτη­καν! […] Αυτό που θα κάνουν, θα είναι να δώσουν στο κόμ­μα μας , στο Σικά­γο, τη μεγα­λύ­τε­ρη ευκαι­ρία που δόθη­κε ποτέ στο σοσια­λι­σμό στην Αμε­ρι­κή![…] Και τότε θ’ αρχί­σει η εξόρ­μη­ση που δε θ’ ανα­κο­πεί ποτέ, η παλίρ­ροια που δε θα γυρί­σει ποτέ πίσω μέχρι να γίνει μια πλημ­μύ­ρα που θα είναι ασυ­γκρά­τη­τη, συντρι­πτι­κή: η συνά­θροι­ση των απαυ­δι­σμέ­νων εργα­τών του Σικά­γου κάτω απ’ τη σημαία μας[…] 

Μια ιστο­ρία σκλη­ρή και απάν­θρω­πη όπως ο καπι­τα­λι­σμός, οδυ­νη­ρή όπως ο ρατσι­σμός, φρι­χτή όπως οι συν­θή­κες εργα­σί­ας, άγρια όπως η εκμε­τάλ­λευ­ση των εργα­τών, εξα­ντλη­τι­κή όπως η φτώ­χεια , η πεί­να , η αρρώ­στια, τρο­μα­κτι­κή όπως ο θάνα­τος , αμο­ρα­λι­στι­κή όπως το τσα­λα­πά­τη­μα της ανθρώ­πι­νης αξιο­πρέ­πειας , πικρή όπως το δηλη­τή­ριο αλλά και ελπι­δο­φό­ρα όπως η μόρ­φω­ση, η γνώ­ση , η συνει­δη­το­ποί­η­ση, η φώτι­ση , το σοσια­λι­στι­κό όραμα.

Ένα μυθι­στό­ρη­μα εξαι­ρε­τι­κά επί­και­ρο, που θα μπο­ρού­σε να περι­γρά­φει τις συν­θή­κες εργα­σί­ας και δια­βί­ω­σης εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων, ντό­πιων και ξένων, σε όλο τον κόσμο σήμε­ρα, γρο­θιά σε όλους εκεί­νους που πιστεύ­ουν ότι η αγριό­τη­τα του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος υπο­χώ­ρη­σε και οι συν­θή­κες άλλαξαν.Μια πιο βαθιά ματιά στην εικό­να του κόσμου μας θα μας πεί­σει για την όξυν­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης και της εξαθλίωσης.

Δίκαια θεω­ρή­θη­κε σταθ­μός στην ιστο­ρία του νατου­ρα­λι­στι­κού και προ­λε­τα­ρια­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος. Το μυθι­στό­ρη­μα είναι αφιε­ρω­μέ­νο στους εργά­τες της Αμερικής.

Σοσια­λι­σμός στην Αμε­ρι­κή; Κάπο­τε υπήρ­ξε και αυτό το ενδε­χό­με­νο και έχει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον να μελε­τή­σει κανείς ιστο­ρι­κά πώς σ’ αυτή τη χώρα τσα­κί­στη­κε εντε­λώς το σοσια­λι­στι­κό κίνημα .

ζουγκλα

Άπτον Σίν­κλερ, Η ζού­γκλα , Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 1993

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το ιστο­λό­γιο ofisofi

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο