Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βούλα Δαμιανάκου, Τιμιότατο να’ σαι Έλληνας Να’ σαι ο Γιάννης Ρίτσος

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Πριν λίγες μέρες έφυ­γε από τη ζωή η συγ­γρα­φέ­ας, ποι­ή­τρια, μετα­φρά­στρια και μαχή­τρια της Εθνι­κής Αντί­στα­σης Βού­λα Δαμια­νά­κου. Ανά­με­σα στα έργα της υπάρ­χει ένα μικρό βιβλίο αφιε­ρω­μέ­νο στο Γιάν­νη Ρίτσο με τον τίτλο

«Τιμιό­τα­το να’ σαι Έλλη­νας Να’ σαι ο Γιάν­νης Ρίτσος», το οποίο κυκλο­φό­ρη­σε τον Οκτώ­βριο του 1991 από τις εκδό­σεις Επικαιρότητα.

«Τα κεί­με­να που περιέ­χο­νται στο μικρό τού­το βιβλίο, έξω από δύο, ανα­φέ­ρο­νται στον θάνα­το του ποιητή.

Από τα δύο, που εγρά­φτη­καν όταν ζού­σε ο Γιάν­νης Ρίτσος, το πρώ­το, με τίτλο « Γιάν­νης Ρίτσος» έχει δημο­σιευ­τεί στην εφη­με­ρί­δα της Λακωνίας

«Δεσμός». Και το δεύ­τε­ρο, με τίτλο, « Αφιέ­ρω­μα στον Γιάν­νη Ρίτσο», είναι αφιε­ρω­τι­κό κεί­με­νο προς τον ποι­η­τή και απλώ­νε­ται στα τριά­ντα έξι (αριθ­μη­μέ­να με σει­ρά) από τα τριά­ντα εννέα έργα του Σαίξπηρ.

Τα υπό­λοι­πα, έξω από το τελευ­ταίο, γρά­φτη­καν κατά τις δύο ημέ­ρες, της αναγ­γε­λί­ας του θανά­του και της κηδεί­ας του Γιάν­νη Ρίτσου. Κι έξω από ένα με τίτλο « Σήμε­ρα η Ρωμιο­σύ­νη κηδεύ­ει τον Γιάν­νη Ρίτσο», που δημο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα «Αυρια­νή» στις 14 Νοέμ­βρη του 1990 (ημέ­ρα της κηδεί­ας), όλα τ’ άλλα είναι αδημοσίευτα.

Το τελευ­ταίο, «ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ», υπα­γο­ρεύ­τη­κε από τη Β.Δ. από το τηλέ­φω­νο σε φίλους από τη Μονεμ­βα­σιά που της το ζήτη­σαν, και ειπώ­θη­κε στο μνη­μό­συ­νο ( Σαρά­ντα) που έγι­νε στο σπί­τι του ποιητή.

ΣΗΜ.: Το πρώ­το μισό του τίτλου: «Τιμιό­τα­το το να’ σαι Έλλη­νας», είναι του Κ. Καβά­φη»

Από τα αδη­μο­σί­ευ­τα κεί­με­να επι­λέ­γου­με το παρακάτω:

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

«Ου χρη πανύ­χιον εύδειν βου­λη­φό­ρον άνδρα»

                                                                       (Όμη­ρος, Ιλιάδα)

Κι εσύ, Γιάν­νη Ρίτσο, αγρύ­πνη­σες πολύ. Εφύ­λα­ξες άγρυπνος…τιμητική φρου­ρά, πλάι σε σκο­τω­μέ­νους για να μην τους σπα­ρά­ξουν τ’ αγρί­μια και τους χάρι­σες αθα­να­σία με το τρα­γού­δι σου…Αγρύπνησες πλάι σε βασα­νι­σμέ­νους, εστά­λα­ξες μπάλ­σα­μο τρυ­φε­ρό­τη­τας στις πλη­γές τους κι εμέ­τρη­σες του μαρ­τυ­ρί­ου τους τα βογγητά…

Από φυλα­κή σ’ εξο­ρία και από αγώ­να σε αγώ­να κου­βά­λη­σες την ΥΔΡΙΑ με την τέφρα από χαμέ­νες πατρί­δες, από χαμέ­νους συντρό­φους, από χαμέ­να οράματα….

Αλλά ποια υδρία θα χωρέ­σει την τέφρα από το ολο­καύ­τω­μα που – πλη­ρω­μέ­νος εμπρη­στής – η τεχνο­λο­γι­κή ηλι­θιό­τη­τα ετοιμάζει;

Από τα βάθη των και­ρών, ανθρώ­πι­να ράκη, αρα­δί­ζει του κόσμου η προ­σφυ­γιά μπρος από τ’ αδιά­φο­ρα μάτια απο­χτη­νω­μέ­νων τζο­γα­δό­ρων και…φιλοσοφούντων αδιάντροπων…

Οι γυναί­κες της Τροίας…Οι γυναί­κες της Μήλου…Οι γυναί­κες της Κύπρου…Οι γυναί­κες της Παλαιστίνης…Οι γυναί­κες των Κούρ­δων σημα­δεύ­ουν  με τα νεκρά τους τέκνα τη μαρ­τυ­ρι­κή τους πορεία…Και πού να φτά­σει σε κεί­νο το αυχ­μη­ρό τοπίο, σε κεί­νη την απο­τρό­παιη αγριά­δα, η φωνή του ποι­η­τή, η φωνή σου; «Καλη­νυ­χτού­δια…»

Το’ βλε­πες πως μας έχουν απο­φα­σί­σει, πως είμα­στε προγραμματισμένοι…Η πατρί­δα μας είναι μελλοθάνατη…Όλη η ανθρω­πό­τη­τα είναι σε θανά­σι­μο κλοιό. Τερα­τώ­δεις υπερ­μη­χα­νι­σμοί – εχτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα – την έχουν βάλει στο στό­χα­στρο και τη σημαδεύουν…

Αβά­στα­χτη ήταν η αγω­νία σου: Θ’ αντέ­ξει άρα­γε η ανθρω­πό­τη­τα σ’ αυτήν την επί­θε­ση την πάνω από τα ανθρώ­πι­να μέτρα; Η παγκό­σμια συνεί­δη­ση θα το παρα­δε­χτεί; Θα υπο­κύ­ψει στον επερ­χό­με­νο όλε­θρο; Το πνεύ­μα θα εξα­κο­λου­θή­σει να που­λά­ει με «φακε­λά­κι» τα πρω­το­τό­κια του ή θα ξεση­κω­θεί και θα κηρύ­ξει «τον Άνε­μο της Νέας Γενέ­σε­ως». Θα βρε­θούν  ακό­μη μια φορά οι ωραί­οι «τρε­λοί» να μπού­νε μπρο­στά και να σημά­νουν γενι­κό συναγερμό…Μέσα από τόσους αλλο­τριω­τι­κούς μηχα­νι­σμούς, από τα τόσα υπο­κα­τά­στα­τα, θα ξεπε­τα­χτεί μια γερή κοι­νω­νι­κή γνώ­μη που θ’ απο­δει­χτεί απο­τε­λε­σμα­τι­κός αντί­δι­κος στον πιο θανά­σι­μο αντίπαλο;…

 

Βού­λα Δαμια­νά­κου, Τιμιό­τα­το να’ σαι Έλλη­νας Να’ σαι ο Γιάν­νης Ρίτσος, Επι­και­ρό­τη­τα, Αθή­να 1991

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο