Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρήστος Νταβαντζής: εννιά δεκαετίες συνεπής στο δρόμο του αγώνα

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Ούτε μία, ούτε δύο. Εννιά δεκαετίες…

Τόσα είναι τα χρό­νια που καλύ­πτει το αυτο­βιο­γρα­φι­κό (και όχι μόνο) βιβλίο του Χρή­στου Ντα­βαν­τζή, που οργα­νώ­θη­κε έφη­βος στο ΚΚΕ και παρα­μέ­νει μάχι­μος στις γραμ­μές του, σαν ακού­ρα­στος έφη­βος, ως τις μέρες μας.

Κι αν ο λόγος για τη χτε­σι­νή εκδή­λω­ση ήταν όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη του και μετέ­φε­ρε στο βιβλίο του, αυτοί που παρέ­στη­σαν χτες, απέ­τι­σαν ένα μικρό φόρο τιμής στο συγ­γρα­φέα, αλλά και σε όλους όσους επέ­ζη­σαν από αυτήν τη δρα­κο­γε­νιά. Που δεν είναι απλοί επι­ζώ­ντες, αλλά μαχη­τές και νικη­τές της ζωής, που την έχουν πάρα πολύ αγα­πή­σει και τη γέμι­σαν με τον αγώ­να τους, ακό­μα κι αν αυτός δε δικαιώ­θη­κε από το αποτέλεσμα.

aithoysa

Μια εκδή­λω­ση που έμοια­ζε και αυτή κατά κάποιον τρό­πο με την πολυ­κύ­μα­ντη δια­δρο­μή του τιμώ­με­νου προ­σώ­που: αντι­με­τώ­πι­σε αντι­κει­με­νι­κές δυσκο­λί­ες (ένα τεχνι­κό πρό­βλη­μα με το μικρό­φω­νο) αλλά κατά­φε­ρε να τις υπερ­βεί και να φτά­σει στο στό­χο της, κερ­δί­ζο­ντας τα δια­κό­σια σχε­δόν άτο­μα που έδω­σαν το “παρών” στη ζεστή και φιλό­ξε­νη αίθου­σα του κινη­μα­το­γρά­φου “Αλκυο­νίς”.

Πολ­λά τα κεφά­λια με άσπρα ή αραιά μαλ­λιά, από τις μεγα­λύ­τε­ρες ηλι­κί­ες. Αλλά παρού­σες ήταν κι οι νεό­τε­ρες γενιές συν­δέ­ο­ντας το παρελ­θόν με το παρόν και το μέλ­λον, την προ­ο­πτι­κή και την υπό­σχε­ση πως θα συνε­χί­σουν τον αγώ­να των ηρω­ι­κών ζευ­γά­δων που φεύ­γουν ένας-ένας από το προσκήνιο.

Μετα­ξύ άλλων παρα­βρέ­θη­καν κι οι εξής: ο Ελι­σαί­ος Βαγε­νάς, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και συντο­πί­της του συγ­γρα­φέα από την Κυψέ­λη (Χώσε­ψη) Άρτας. Η βου­λευ­τής του ΚΚΕ και δημο­σιο­γρά­φος Λιά­να Κανέλ­λη. Η υπο­ψή­φια βου­λευ­τής του ΚΚΕ και πρώ­ην βου­λευ­τής με το ΔΗΚΚΙ, Βίκυ Αρά­πη-Καρα­γιάν­νη. Ο Παντε­λής Τάτσης, πρό­ε­δρος της Πανελ­λή­νιας Ομο­σπον­δί­ας Συντα­ξιού­χων (ΠΟΣ)-ΟΑΕΕ. Η Νομι­κή Γλυ­νά­τση, Γραμ­μα­τέ­ας της ΚΟΒ Νέου Κόσμου του ΚΚΕ. Ο Χρή­στος Λανα­ράς, πρό­ε­δρος της Ομο­σπον­δί­ας Αδελ­φο­τή­των Τζου­μερ­κιω­τών. Ο Κώστας Τάτσης, πρό­ε­δρος παραρ­τή­μα­τος ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Νέας Ιωνί­ας. Ο παλιός δημο­σιο­γρά­φος του Ριζο­σπά­στη, Γιώρ­γος Μου­σγάς. Και εκπρό­σω­ποι του ΔΣ της Πανη­πει­ρω­τι­κής Συνο­μο­σπον­δί­ας Ελλάδας.

ai8oysa

Στο σύντο­μο άνοιγ­μα, ο επι­με­λη­τής του βιβλί­ου και συνεκ­δό­της του Ατέ­χνως, Νίκος Πουρ­να­ράς, καλω­σό­ρι­σε τους παρευ­ρι­σκό­με­νους και συνέ­δε­σε τη μέρα και το θέμα της εκδή­λω­σης με την επέ­τειο των παρα­μο­νών της απε­λευ­θέ­ρω­σης της πρω­τεύ­ου­σας από τον ΕΛΑΣ, το 1944, και της εκτέ­λε­σης του μεγά­λου επα­να­στά­τη, Ερνέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα, από ένα δει­λό ένστο­λο του στρα­τού της Βολι­βί­ας, με την καθο­δή­γη­ση της CIA.

tsintzilonis

Ο Χρή­στος Τσιν­τζι­λώ­νης, πρό­ε­δρος της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, στην ειση­γη­τι­κή του παρέμ­βα­ση μίλη­σε για τη γνω­ρι­μία του με το συγ­γρα­φέα, το πόσο εύκο­λα διά­βα­σε μονο­ρού­φι το βιβλίο του χάρη στο ενδια­φέ­ρον θέμα του, και πόσο πολ­λά στοι­χεία επέ­ζη­σαν στη μνή­μη του Χ. Ντα­βαν­τζή, για μια τόσο σημα­ντι­κή περί­ο­δο: το έπος της Αντί­στα­σης και την τρί­χρο­νη επο­ποι­ία του ΔΣΕ, που τόσο συκο­φα­ντή­θη­κε από εχθρούς και “φίλους”. Ένα βιβλίο πολύ­τι­μο για τους νέους που θέλουν να μάθουν την ιστο­ρία του τόπου τους, της Χώσε­ψης, της ευρύ­τε­ρης περιο­χής των Τζου­μέρ­κων και όχι μόνο. Στο τέλος προ­λό­γι­σε και τον επό­με­νο ομι­λη­τή, τον Κώστα Μαρα­γκου­δά­κη, που “είναι κατά δύο χρό­νια νεό­τε­ρος από τον 90χρονο σχε­δόν Χρή­στο Ντα­βαν­τζή” (ή μήπως ανάποδα);

maragoudakis

Ο Κ. Μαρα­γκου­δά­κης, πρό­ε­δρος του Ιδρύ­μα­τος Περί­θαλ­ψης Ηλι­κιω­μέ­νων «Το Σπί­τι του Αγω­νι­στή», μίλη­σε πιο ανα­λυ­τι­κά για το βιβλίο, μνη­μο­νεύ­ο­ντας τις δεκά­δες μορ­φές που περ­νά­νε μέσα από τις σελί­δες του: τον Άρη Βελου­χιώ­τη (που απο­κα­λού­σε τον έφη­βο τότε σύν­δε­σμο του ΕΛΑΣ, Χ. Ντα­βαν­τζή, “χελι­δό­νι”), τον Ηπει­ρώ­τη φωτο­γρά­φο Κώστα Μπα­λά­φα, το δάσκα­λο Κώστα Μπό­ση (που στά­θη­κε καθο­ρι­στι­κός στη δια­μόρ­φω­ση της συνεί­δη­σής του), τον ηρω­ι­κό δάσκα­λο Γ. Βαγε­νά, τον αδι­κο­χα­μέ­νο φοι­τη­τή Καρα­μπού­λα, και τους μαχη­τές του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ που γνώ­ρι­σε και συμπο­ρεύ­τη­κε μαζί τους: από τον Δ. Φλού­δα, που δολο­φο­νή­θη­κε άναν­δρα από ΕΔΕ­Σί­τες μέχρι τον Θ. Παλιού­ρα (Ζαλο­κώ­στα), και τα αδέλ­φια του που έπε­σαν στο πεδίο της μάχης.

Ανα­φέρ­θη­κε επί­σης σε άλλες κομ­βι­κές στιγ­μές που σημά­δε­ψαν τη ζωή του Χρή­στου Ντα­βαν­τζή: τις περι­πέ­τειες στο στρα­τό (όπου αρνή­θη­κε σθε­να­ρά να πολε­μή­σει στην Κορέα), τη δρά­ση του σε συν­θή­κες παρα­νο­μί­ας, την καθη­με­ρι­νή σύγκρου­ση με τον ασφα­λί­τη της γει­το­νιάς, την πορεία του ως οδο­ντο­τε­χνί­της, τα ταξί­δια του στις χώρες του σοσιαλισμού.
Μικρές και μεγά­λες ψηφί­δες που συνέ­θε­σαν μια ζωή τίμια, καθα­ρή και δύσκο­λη, μα γι’ αυτό ακρι­βώς τόσο όμορφη.

poyrnaras

Ο Νίκος Πουρ­να­ράς μίλη­σε μετ’ εμπο­δί­ων, τεχνι­κής φύσε­ως (συμ­βαί­νουν αυτά σε… ζωντα­νές εκπο­μπές, όπως είπε κι ο ίδιος αστειευό­με­νος) αλλά από καρ­διάς και με ανα­πό­φευ­κτα προ­σω­πι­κό τόνο για τον μικρό το δέμας, αλλά γίγα­ντα στην ψυχή Χρή­στο Ντα­βαν­τζή. Που δε γρά­φει από τη ζεστα­σιά της πολυ­θρό­νας του, αλλά ενερ­γός στον αγώ­να, ανή­κο­ντας στη σπά­νια κατη­γο­ρία των (κατά Μπρεχτ) πιο δυνα­τών, που παλεύ­ουν για πάντα. Δε γρά­φει για να θίξει υπο­λή­ψεις και ονό­μα­τα, αλλά για να απο­τυ­πώ­σει όσα έζη­σε, χωρίς φτια­σι­δώ­μα­τα, δίνο­ντας παράλ­λη­λα ένα πολύ­τι­μο εργα­λείο ενά­ντια στον καλ­λιερ­γού­με­νο αντι­κομ­μου­νι­σμό και τη θεω­ρία των δύο άκρων. Κι αυτή είναι η ιδιαί­τε­ρη αξία ενός βιβλί­ου που έρχε­ται να προ­στε­θεί ως μαρ­τυ­ρία στις πολ­λές γραμ­μέ­νες κι άγρα­φες ιστο­ρί­ες χιλιά­δων αγωνιστών.

Ο Ν. Πουρ­να­ράς ανα­φέρ­θη­κε ανα­λυ­τι­κά και με εκτε­νή απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο, στους σημα­ντι­κό­τε­ρους σταθ­μούς αυτής της 90χρονης πορεί­ας: τα δύσκο­λα παι­δι­κά χρό­νια, όπου ο συγ­γρα­φέ­ας βίω­σε τη φτώ­χεια, την πεί­να και το θάνα­το του μικρού του αδελ­φού (που η μάνα του απλοϊ­κά απέ­δω­σε στην… αμαρ­τία του πατέ­ρα να φάει τυρί ημέ­ρα Τετάρ­τη). Το ξέσπα­σμα του πολέ­μου, τη συγκρό­τη­ση των πρώ­των αντάρ­τι­κων ομά­δων, τις μάχες, την αυτο­ά­μυ­να απέ­να­ντι στους “εθνι­κό­φρο­νες”, την από­πει­ρα δολο­φο­νί­ας του από τους ΜΑΥ­δες, τη δια­φυ­γή του στην ανω­νυ­μία της πρω­τεύ­ου­σας, στη καρό­τσα ενός φορ­τη­γού γεμά­του ελιές. Και μετά, το Απρι­λια­νό πρα­ξι­κό­πη­μα (που δεν ήταν επα­νά­στα­ση, για­τί αλλιώς θα ήταν κι αυτός μέσα σε αυτό).

Πάντο­τε ακο­λου­θώ­ντας τη συμ­βου­λή του Άρη στο βου­νό, που έλε­γε πως “όταν δε φοβά­ται κανείς, πάντα τα κατα­φέρ­νει”. Κι ο Χρ. Ντα­βαν­τζής δε φοβή­θη­κε και δε λύγι­σε ποτέ, ακό­μα κι όταν οι επί­δο­ξοι δολο­φό­νοι του του ζήτη­σαν να σκά­ψει το λάκ­κο του και να ξεγυ­μνω­θεί, για να τον πετά­ξουν αργό­τε­ρα (ντυ­μέ­νο) σε μια χαρά­δρα, όπου ένα μικρό ξυλα­ρά­κι καρ­φώ­θη­κε στο μάτι του και τον συνό­δευε σαν παρά­ση­μο για μισό περί­που αιώ­να, ώσπου να υπο­βλη­θεί σε εγχείριση.

nomiki

Ακο­λού­θη­σε ένας σύντο­μος χαι­ρε­τι­σμός από τη γραμ­μα­τέα του στην ΚΟΒ του Νέου Κόσμου, Νομι­κή Γλυ­νά­τση, και δυο λόγια για το βιβλίο του, που καλύ­πτει το πιο σημα­ντι­κό κομ­μά­τι της ιστο­ρί­ας του λαού μας, ιδί­ως τη δεκα­ε­τία του 40′, που δεν απο­τε­λεί μόνο ιστο­ρι­κή μνή­μη, αλλά και πεί­ρα από την οποία αντλού­με διδάγ­μα­τα, από την ηρω­ι­κή δρά­ση αλλά και τις ανε­πάρ­κειες του λαϊ­κού κινή­μα­τος. Μια περί­ο­δος κορύ­φω­σης της ταξι­κής πάλης, όπου οι απλοί άνθρω­ποι μετα­τρέ­πο­νταν σε ήρω­ες. Και τέτοια είναι κι η περί­πτω­ση του Χρή­στου Ντα­βαν­τζή, που ανδρώ­θη­κε και δια­μορ­φώ­θη­κε ως προ­σω­πι­κό­τη­τα μέσα στους αγώ­νες, και δίνει μέχρι σήμε­ρα ακού­ρα­στο “παρών”, απο­τε­λώ­ντας παρά­δειγ­μα για τα κομ­μα­τι­κά μέλη και τους νεολαίους.

Η εκδή­λω­ση έκλει­σε με το συγ­γρα­φέα, φανε­ρά συγκι­νη­μέ­νο, να δια­βά­ζει δυο λόγια με τις απα­ραί­τη­τες ευχα­ρι­στί­ες. Πριν και μετά την εκδή­λω­ση έγρα­φε όρθιος (κι ακού­ρα­στος) για πολ­λή ώρα αφιε­ρώ­σεις στα αντί­τυ­πα του βιβλί­ου του, πιά­νο­ντας πρό­θυ­μα κου­βέ­ντα σε όσους έρχο­νταν να τον συγ­χα­ρούν και να ανταλ­λά­ξουν δυο λόγια μαζί του. Το βιβλίο βρι­σκό­ταν στο αίθριο του κινη­μα­το­γρά­φου και σχε­δόν… ξεπού­λη­σε, ενώ στην κεντρι­κή αίθου­σα, πριν ξεκι­νή­σει η εκδή­λω­ση, προ­βάλ­λο­νταν δια­φά­νειες με εικό­νες από το 70σέλιδο φωτο­γρα­φι­κό παράρ­τη­μα της έκδο­σης, με τη μου­σι­κή υπό­κρου­ση αντάρ­τι­κων τραγουδιών.

vivlio

Τις επό­με­νες μέρες στο Περιο­δι­κό μας θα δημο­σιευ­τούν οι ειση­γη­τι­κές παρεμ­βά­σεις της εκδήλωσης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο