Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Your own sleepwalking man in an absent afternoon

Φωτογραφία: Ελπίδα Πουρναρά

Φωτο­γρα­φία: Ελπί­δα Πουρναρά

Χάσα­με πάλι αυτό το δείλι.

Κανείς δε μας είδε από­ψε με ενω­μέ­να τα χέρια
ενώ η γαλά­ζια νύχτα έπε­φτε πάνω στον κόσμο.

Από το παρά­θυ­ρο μου είδα
τη γιορ­τή της δύσης πάνω στους μακρι­νούς λόφους.

Καμιά φορά σαν ένα νόμισμα
άνα­βε ένα κομ­μά­τι ήλιου ανά­με­σα στα χέρια μου.

Εγώ σε θυμό­μου­να με την ψυχή σφιγμένη
από εκεί­νη τη θλί­ψη μου που εσύ ξέρεις.

Τότε πού ήσουνα;
Ανά­με­σα σε ποιους ανθρώπους;
Λέγο­ντας ποια λόγια;
Για­τί θα έρθει σε ένα ξαφ­νι­κά όλος ο έρωτας
όταν νιώ­θω θλιμ­μέ­νος, και σε νιώ­θω μακρινή;

Το βιβλίο που πάντα παίρ­νου­με το δεί­λι έπεσε,
και το παλ­τό μου κύλη­σε στα πόδια μου σαν λαβω­μέ­νος σκύλος.

Πάντα, πάντα απο­μα­κρύ­νε­σαι τα βράδια
εκεί που τρέ­χει το δεί­λι σβή­νο­ντας αγάλματα.

Αυτό είναι το Poema X (Χάσα­με πάλι αυτό το δεί­λι), του Pablo Neruda. Ένα δει­λι­νό χαμέ­νο, σαν κι αυτό που μας τρα­γου­δούν οι Calexico. Ένα από τα δει­λι­νά ανά­με­σα στις πολυ­κα­τοι­κί­ες και τα δια­με­ρί­σμα­τα, που σου φέρ­νει στο μυα­λό εκεί­νο το ξημέ­ρω­μα, όταν ο ήλιος πρό­βαλ­λε ανά­με­σα από τα μπαλ­κό­νια κι έμοια­ζε σα να «άνα­βε ένα κομ­μά­τι ήλιου ανά­με­σα στα χέρια μου».

Επι­μέ­λεια: Ελπί­δα Πουρναρά

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο