Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Ρίτσος: Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο

mpelogiannis4

 

30 Μάρ­τη 1952. Ο Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης και οι σύντρο­φοί του Δ. Μπά­τσης, Ν. Καλού­με­νος και Ηλί­ας Αργυ­ριά­δης εκτε­λού­νται στου Γου­δί, πίσω από το νοσο­κο­μείο Σωτη­ρία. Τιμώ­ντας την επέ­τειο το περιο­δι­κό αφιε­ρώ­νει τις λογο­τε­χνι­κές του στή­λες στον Νίκο Μπελογιάννη.

 

 

Ο άνθρω­πος με το γαρίφαλο

Γιάν­νης Ρίτσος

ΣΗΜΕΡΑ το στρα­τό­πε­δο σωπαίνει.
Σήμε­ρα ο ήλιος τρέ­μει αγκι­στρω­μέ­νος στη σιωπή
όπως τρέ­μει το σακά­κι του σκο­τω­μέ­νου στο συρματόπλεγμα.
Σήμε­ρα ο κόσμος είναι λυπημένος.

Ξεκρέ­μα­σαν μια μεγά­λη καμπά­να και την ακού­μπη­σαν στη γη.
Μες στο χαλ­κό της καρ­διο­χτυ­πά η ειρήνη.
Σιω­πή. Ακού­στε τού­τη την καμπάνα.
Σιω­πή. Οι λαοί περ­νούν σηκώ­νο­ντας στους ώμους τους
το μέγα φέρε­τρο του Μπελογιάννη.

Οι δολο­φό­νοι κρύ­βο­νται πίσω από τα μαχαί­ρια τους.
Τρα­βη­χτεί­τε πέρα δολο­φό­νοι. Τρα­βη­χτεί­τε πέρα.
Σιω­πή. Οι λαοί περ­νούν σηκώ­νο­ντας στους ώμους τους
το μέγα φέρε­τρο του Μπελογιάννη.

ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΑΝ. Τους σκότωσαν.
Ένας άνε­μος που πέρα­σε μες απ’ το σκο­τει­νό τού­νελ της σιω­πής μας έφε­ρε το μαντάτο.
Τους σκό­τω­σαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχα­σμέ­νοι γλό­μποι ξεθω­ριά­ζου­νε στην ξώπορ­τα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
Ο Πέτρος που ξυρί­ζο­νταν στην αυλή μπρος σ’ ένα καθρε­φτά­κι της τσέ­πης από­μει­νε με το χέρι στον αέρα κρα­τώ­ντας την ξυρι­στι­κή του μηχα­νή σα να κρα­τού­σε με τα δύο του δάχτυ­λα το χέρι του κόσμου και να μετρού­σε το σφυγ­μό του.

Ο Βαγ­γέ­λης που ’πινε το πρω­ι­νό του τσάι
από­μει­νε με τη μπου­κιά στο στόμα
σα να κρα­τού­σε ανά­με­σα στα δόντια του μια πέτρα.

Είταν πικρό το τσάι σήμε­ρα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγά­λο αμά­ξι που στα­μά­τη­σε στο δρόμο –
ένας τρο­χός του χτύ­πη­σε στο βράχο.
Μπο­ρεί να ’ταν ο τρο­χός της ιστορίας.
Για­τί η γριού­λα που βούρ­τσι­ζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύ­ρο κυρια­κά­τι­κο φου­στά­νι της
πέτρω­σε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύ­ρο που ’ναι το μαύ­ρο χρώμα
σα να ’δε ανε­βα­σμέ­νη μια μαύ­ρη σημαία στο κατάρ­τι του χρόνου.

Μπο­ρεί και να ’ταν ο τρο­χός της ιστο­ρί­ας. Τους σκότωσαν.
Σάλε­ψε ή γη. Σάλε­ψαν τ’ αγκω­νά­ρια του ουρανού.
Σάλε­ψε το δοκά­ρι του σπι­τιού. Σάλε­ψε ή κρε­μα­σμέ­νη λάμπα
όπως σαλεύ­ει το καρύ­δι στο λαι­μό του ανθρώ­που που κατα­πί­νει το λυγ­μό του.

Σιω­πή. Σιω­πή. Τους σκότωσαν.
Κι είταν παρά­ξε­νο να βλέ­πεις που δε σαλέ­ψα­νε καθό­λου οι αγε­λά­δες και τ αρνά­κια στην ταμπέ­λα του χασάπικου,
μόνο σα να ’σκυ­ψαν λιγά­κι τα κεφά­λια τους
και ν’ αφου­γκρά­ζο­νταν κάτου απ’ της γης ένα βαθύ-βαθύ ποτάμι.

Σιω­πή. Σιω­πή. Τους σκότωσαν.

ΛΟΓΑΡΙΑΖΑΜΕ στα δάχτυ­λα: μεθαύριο,
μεθαύ­ριο, ναι, μπαί­νει ο Απρίλης.
Λέγα­με: θα βρού­με στο πανέ­ρι της άνοιξης
πολ­λές χρυ­σές βελό­νες, πολ­λές χρω­μα­τι­στές κουβαρίστρες
να μπα­λώ­σου­με το γέλιο του παιδιού
να μπα­λώ­σου­με τις ρυτί­δες της μάνας
να ράψου­με ακό­μα κι ένα κομ­μέ­νο πόδι, ένα σπα­σμέ­νο κρα­νίο — λέγαμε.

Μια καρ­διά χωρι­σμέ­νη στα δύο,
απ’ τη μια το ψωμί και το φιλί
απ’ την άλλη το χρέ­ος — θα σμί­ξει, λέγαμε,
μεθαύ­ριο Απρί­λης. Κάτου απ’ τα δέντρα η ειρήνη,
θα χαι­ρε­τιού­νται οι άνθρω­ποι μες απ’ τα δίχτυα των αχτίνων
το φως θα κλεί­σει με τη φού­χτα του την υψω­μέ­νη κάννη
θα χαμη­λώ­σει η κάν­νη και θα γρά­ψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστε­ρα γύρω στο μηδέν γραμ­μές — γραμμές
σαν τις αχτί­νες του ήλιου που χαρά­ζουν τα παι­διά στον άμμο.
Λογα­ριά­ζα­με στα δάχτυλα:
μεθαύ­ριο Απρί­λης και το Πάσχα
θα φιλη­θού­νε οι άνθρωποι.
Τους σκότωσαν.

ΤΟΥΤΑ τα πρό­σω­πα είναι σαν τα στα­μα­τη­μέ­να ρολόγια.
Τι ώρα να ’ναι; Τι ώρα να ’ναι σήμερα;
Ποιος στα­μά­τη­σε τού­τα τα ρολόγια;
Ποιος στα­μά­τη­σε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγρα­ψε με κάρ­βου­νο σταυ­ρούς πάνου στις πόρτες;
Ποιος στα­μά­τη­σε το χαμό­γε­λο στα μάτια της μάνας; Τι ώρα να ’ναι;
Ποιος έκο­ψε στα δυο την ελπί­δα; Τι ώρα να ’ναι; Πέστε μου λοιπόν.

Η κυρα-Λένη γύρι­σε απ’ την αγο­ρά μ’ άδειο το καλά­θι της.
Δε θυμά­μαι, είπε, για­τί πήγα.
Όπου πηγαί­νω βρί­σκου­μαι μπρο­στά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκο­τω­μέ­νους. Το φου­στά­νι μου
αγγριώ­νει στους σταυ­ρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ό,τι μου πουν θα κάνω. Παι­δί μου, παι­δί μου,
αυτοί πέθα­ναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμά­σαι αυτοί δε θα πεθάνουν.

Ο Αλέ­κος δε μιλά­ει. Μες απ’ την τρύ­πια κάλ­τσα του
τα δάχτυ­λά του παί­ζουν νευ­ρι­κά. Τίποτ’ άλλο δε φαί­νε­ται. Σιωπή.
Οι άνθρω­ποι στέ­κο­νται βου­βοί μες στον αγέρα
με δυο χοντρές γρο­θιές σφιγ­μέ­νες μες στις τσέ­πες τους.
Δεν ακούς τίπο­τα. Μόνο που τρί­ζου­νε οι αρμοί στα δάχτυ­λά τους
καθώς σφίγ­γουν στη φού­χτα τους τον πόνο.

Τι ώρα να ’ναι λοι­πόν; Τι ώρα να ’ναι;
Σιω­πή. Σιω­πή. Παι­δί μου να θυμάσαι.

Σιω­πή. Οι λαοί περ­νούν σηκώ­νο­ντας στους ώμους τους
το μέγα φέρε­τρο του Μπελογιάννη.

Όχι δε σου ται­ριά­ζει εσέ­να Μπε­λο­γιάν­νη τού­το το σιω­πη­λό πένθος
τού­τες οι μαύ­ρες κορ­δέ­λες άκρη άκρη στο φου­στά­νι της άνοιξης
τού­το το πρά­σι­νο σαπού­νι που λιώ­νει ξεχα­σμέ­νο στη σκά­φη θολώ­νο­ντας το νερό.

Για σένα­νε είναι οι μεγά­λες σάλ­πιγ­γες, τα μεγά­λα τύμπανα,
οι μεγά­λες καμπά­νες και οι μεγά­λες παρελάσεις,
ο μεγά­λος όρκος των λαών πάνω στο φέρε­τρό σου
η μεγά­λη μέρα της τριά­ντα του Μάρτη
που μπαί­νει στο και­νούρ­γιο εορ­το­λό­γιο των ηρώ­ων και των μαρ­τύ­ρων της ειρήνης.

ΤΟΥΤΑ τα πρό­σω­πα είναι σαν τα στα­μα­τη­μέ­να ρολόγια.
Τι ώρα να ’ναι σήμε­ρα; Τί ώρα να ’ναι αύριο;
Τί ώρα να ’ναι του χρόνου;

Εσύ σκαρ­φά­λω­σες στη ράχη του χάρου
κουρ­ντί­ζο­ντας με γρή­γο­ρο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρή­γο­ρα οι δείχτες.
Να φύγει τού­τη η μέρα.
Να φύγει το μαύ­ρο απ’ τα μάτια μας.
Να φύγει τ’ άδι­κο απ’ τον κόσμο.
Οι δεί­χτες τρέ­χουν στον ορίζοντα
τρέ­χει το φως στα πρό­σω­πα. Εσύ κούρ­ντι­σες το ρολόι του ήλιου
ως ν’ αντα­μώ­σουν οι δυο δεί­χτες στην ειρήνη
ως ν’ αντα­μώ­σει όλος ό κόσμος στην αγάπη.

Τώρα ας βρο­ντή­σου­νε της Λευ­τε­ριάς τα τύμπα­να κι οι σάλπιγγες.

ΝΙΚΟ, είχες μια καρ­διά γεμά­τη απ’ το αίμα του ήλιου.
Οταν περ­πα­τού­σες στα ερεί­πια του φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέ­πη του σακα­κιού σου το σχέ­διο της και­νούρ­γιας πολι­τεί­ας μας,
γι’ αυτό χαμο­γε­λού­σε ο λαός μέσα στα μάτια σου.

Έφυ­γες τώρα Νίκο
ανά­βο­ντας μ’ ένα γαρύ­φαλ­λο από φλό­γα το κου­ρά­γιο του κόσμου,
ανά­βο­ντας την ελπί­δα στην καρ­διά των λαών,
ανά­βο­ντας τους αστε­ρι­σμούς της ειρή­νης στο στε­ρέ­ω­μα του κόσμου,
πάνω απ’ τις πεδιά­δες τις σπαρ­μέ­νες με κόκαλα.

Έπε­σες, Νίκο, με τ’ αφτί σου κολ­λη­μέ­νο στην καρ­διά του κόσμου,
ν’ ακούς τα βήμα­τα της λευ­τε­ριάς να βαδί­ζουν στο μέλλον,
ν’ ακούς το μέλ­λον να ξεδι­πλώ­νει εκα­τομ­μύ­ρια κόκ­κι­νες σημαίες
πάνω απ’ το γέλιο των παι­διών και των κήπων.
Να κιό­λας βλέ­που­με τη νύχτα ετούτη
ανά­με­σα στο άνοιγ­μα της σιωπής
να κρέ­με­ται απ’ τούς κρί­κους δυο μεγά­λων άστρων
το λου­κέ­το της οικου­μέ­νης ξεκλείδωτο.

ΠΕΡΑΣΕ η μέρα. Ήρθε κι η νύχτα με το σπα­σμέ­νο στα­μνί της.
Μη μου πεί­τε τίπο­τα για τη λύπη της. Μη σκύ­φτε τα μέτω­πα. Ακουστε:
Ένας κου­τσός περ­νά­ει· το μονό βήμα του στο πεζοδρόμιο –
Ορκι­στεί­τε στ’ όνο­μα του Μπε­λο­γιάν­νη: να ’ναι τα βήμα­τα ζυγά.
Ένας τρελ­λός φωνά­ζει κυνη­γώ­ντας τον άνεμο:
Ποιός μου πήρε το κόκ­κι­νο άλο­γό μου, κλέ­φτες, κλέφτες –
δέστε τα χέρια γύρω στο λαι­μό του.

Ορκι­στεί­τε στ’ όνο­μα του Μπε­λο­γιάν­νη να βρού­με το άλο­γό του.

Η νύχτα κόβει με το σου­γιά της μικρά κομ­μά­τια τ’ όνειρο.
Ένα δέντρο κάνει φτε­ρά. Ένα παι­δί μεγαλώνει.
Ορκι­στεί­τε να ’χει το παι­δί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γρά­φει σ’ αγαπώ,
να κρα­τά­ει μπρά­τσο τον ήλιο σ’ ένα ανθι­σμέ­νο περιβόλι. –

Ο κομ­μου­νι­σμός είναι η νιό­τη του κόσμου,
η λευ­τε­ριά και η ομορ­φιά του κόσμου. Ορκιστείτε.

Ο Μπε­λο­γιάν­νης κλαί­ει όπου σκο­ντά­φτου­με. Ορκιστείτε
να ’ναι γερές οι ρόδες πού κυλά­νε τη μέρα
να ’ναι η φωνή του κου­λουρ­τζή μπρο­στά στις πρω­ι­νές πόρτες
σαν τη σιγου­ριά: θα πάρου­με και­νούρ­για παπούτσια,
θα φτιά­ξου­με ένα σπί­τι με τρία κάτα­σπρα δωμάτια,
με ηλε­κτρι­κή κου­ζί­να, ηλε­κτρι­κό σίδερο,
να σιδε­ρώ­νου­με τ’ αλα­τζα­δέ­νια που­κά­μι­σα του Απρίλη
να δια­βά­ζου­με ποι­ή­μα­τα κάτου απ’ την πασχαλιά.

Θα ξεπε­ρά­σου­με το πλά­νο μας· – κάθε ώρα, κάθε στιγμή,
λίγο πιό­τε­ρη λευ­τε­ριά, λίγο πιό­τε­ρη αγά­πη· – το και­νούρ­γιο εργοστάσιο
η και­νούρ­για εργα­τι­κή συνοι­κία· – παρά­ξε­νη που ’ναι η χαρά μας.
Κι όταν πεθαί­νου­με – παρά­ξε­νη που ’ναι ή χαρά μας,
να κοι­τά­ζου­με τις μέρες που ’ρχο­νται
χαρού­με­νες στην καμπύ­λη του ορίζοντα
όπως κοι­τά­ζου­με τα βαγό­νια της ενα­έ­ριας σιδη­ρο­δρο­μι­κής γραμ­μής στην και­νούρ­για σοσια­λι­στι­κή πολι­τεία μας
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΙΓΚΡΑΝΤ.
Ορκιστείτε.

ΑΥΡΙΟ ΜΕΘΑΥΡΙΟ θα επι­στρέ­ψου­με απ’ το μεγά­λο πόνο μας στις καθη­με­ρι­νές δου­λειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέ­πει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέ­πει να ζήσου­με, να διεκ­δι­κή­σου­με τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώ­με θα ’μαστε έτοι­μοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κλη­ρο­νο­μιά σου Μπελογιάννη –
θαν τη σηκώ­σου­με στους ώμους μας.

Συχνά δυσκο­λευό­μα­στε, θα δυσκο­λευ­τού­με πιότερο –
θα την κρα­τή­σου­με στους ώμους μας.

Η πλη­γή μας μεγα­λώ­νει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.

Θα φέρου­με την κλη­ρο­νο­μιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρ­τα του ήλιου, Μπελογιάννη.

Καλη­μέ­ρα αδέρ­φια μου.
Καλη­μέ­ρα ήλιε
Καλη­μέ­ρα κόσμε.

Ο Μπε­λο­γιάν­νης μας έμα­θε άλλη μια φορά
πώς να ζού­με και πώς να πεθαίνουμε.

Μ’ ένα γαρύ­φαλ­λο ξεκλεί­δω­σε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμό­γε­λο έλαμ­ψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.

Καλη­μέ­ρα σύντροφοι
Καλη­μέ­ρα ήλιε
Καλη­μέ­ρα Μπελογιάννη.

Τώρα, ας βρο­ντή­σου­νε της λευ­τε­ριάς τα τύμπα­να κι οι σάλπιγγες.

Καλη­μέ­ρα Μπελογιάννη.

ΑΚΟΜΗ μια φορά. Ακό­μη μια φορά
εσύ Νίκο πολέ­μη­σες για όλους μας
εσύ νίκη­σες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτή την ώρα τα μικρά όνειρα,
η ψάθι­νη πολυ­θρό­να του περι­βο­λιού, το πρά­σι­νο τραπεζάκι,
η σιγου­ριά απ’ τα κάγκε­λα του κρε­βα­τιού τις νύχτες – πόσο μικρά
μπρο­στά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά του κόσμου.

Εσύ από­δει­ξες
πόσο μικρή είναι η λευ­τε­ριά να φιλάς ένα στόμα
να κάθε­σαι βου­βός στο πεζού­λι της βραδιάς
δίχως να δίνεις λόγο που κοι­τά­ζουν τα μάτια σου,
να βάζεις κάτου άπ’ τήν καρ­διά σου δυο ζεστά αστρουλάκια
όπως βάζεις πριν κοι­μη­θείς, κάτου απ’ το προ­σκέ­φα­λό σου,
το κλει­δί του σπι­τιού σου και το ρολόι σου.

Πόσο μικρή είναι τού­τη η λευ­τε­ριά μπρο­στά στην άγρια λευτεριά
να βγά­ζεις την καρ­διά σου σα γαρύ­φαλ­λο απ’ τον κόρ­φο σου
για να μοσκο­βο­λάν τα σύμπα­ντα θυσία και ειρήνη.

Α, ναι, πονά­με απ’ τη χαρά να ’μαστε οι άνθρωποι,
κρα­τώ­ντας τη βάρ­δια μας μερό­νυ­χτα σε μια κορ­φή του κόσμου,
βόσκο­ντας το κοπά­δι των άστρων πάνω απ’ τα ερείπια,
βρά­ζο­ντας στο μεγά­λο καζά­νι της νύχτας
το πηχτό γάλα της χαράς για τα παι­διά που αύριο θα γεννηθούνε.
Νίκο, πονά­με καθώς πόνε­σες και συ, απ’ τη χαρά να ’μαστε οι άνθρωποι.

Καλη­μέ­ρα ανθρώ­ποι μου
Καλη­μέ­ρα ήλιε
Καλη­μέ­ρα Μπελογιάννη.

(το ποί­η­μα ο Γιάν­νης Ρίτσος το έγρα­ψε στον Αϊ-Στρά­τη το 1952)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο