Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Άγιον Όρος» του Θ. Κορνάρου (απόσπασμα)

Την ίδια μέρα έφυ­γα κι εγώ για τα μονα­στή­ρια. Φοβό­μου­να την τρο­με­ρή ερη­μιά που νιώ­θει κανέ­νας, μέσα σ’ ένα πλή­θος άβου­λων ανθρώ­πων που τρώ­νε, κοι­μού­νται και πεθαί­νουν. Έτσι κάνουν όλη τη ζωή τους, σ’ αυτό τον άγιο τόπο.

Μπο­ρεί κι ο Σπύ­ρος να ‘φυγε για τον ίδιο λόγο…

III

Βρί­σκο­μαι στη Σκή­τη του Άγιου Παντε­λε­ή­μο­να. Πού βρί­σκε­ται; Ευχα­ρίστως να σας πω. Μετα­ξύ Καρυών και Καλ­λιά­γρας. Να σας περι­γρά­ψω τη σκή­τη; Να την «πλαι­σιώ­σω» με ποι­η­τι­κές εικό­νες; Δεν ξέρω. Δεν είμαι ποι­η­τής. Ξέρω μονά­χα να κοι­τά­ζω λίγο τα καμώ­μα­τα των ανθρώ­πων. Γι’ αυτό μπο­ρώ να σας πω, πως οι άγιοι ασκη­τές τον κοσμι­κό τον θεω­ρού­νε γι’ άνθρω­πο χαμέ­νο πια.

Kornaros4Τα πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα του Παρά­δει­σου κλεί­σα­νε γι’ αυτόν. Μόνο το μαύ­ρο, χαώ­δι­κο στό­μα της Κόλα­σης γαβγί­ζει και περι­μέ­νει να τον κατα­πιεί. Γι’ αυτό, μόλις φανεί κανέ­νας νέος κοσμι­κός στη Σκή­τη, οι ασκη­τές τον τρι­γυρ­νού­νε και προ­σπα­θού­νε να τ’ ανοί­ξου­νε τα μάτια…

Το ίδιο γίνε­ται και για μένα. «Σωτη­ρία δεν έχω». «Το ράσο μόνο θα με προ­στα­τέ­ψει». Όλη τη δύνα­μη της φαντα­σί­ας τους τη θέσα­νε σ’ ενέρ­γεια για να μου παρα­στή­σου­νε τον τόπο που πηγαί­νει, άμα πεθά­νει, όποιος «ασπα­σθεί το αγγε­λι­κό σχήμα».

Ο «πάτερ Δομέ­τιος» ο πιο άγιος της Σκή­της, το παρα­κά­νει: «Η Πανα­γία μ’ έστει­λε στο Όρος. Ο Χρι­στός με πήρε απ’ το χέρι και μ’ έβγα­λε απ’ τον κόσμο τον αμαρ­τω­λό… Ο Θεός με προί­κι­σε με ωραία φωνή για να ψάλ­λω τρο­πά­ρια στην Άγια και Μεγά­λη Σοφία…». Όξω χιο­νί­ζει κι εμείς καθό­μα­στε στ’ αρχο­ντα­ρί­κι της Σκήτης.

Κάποιος άλλος που κατοι­κεί μέσα μου, σωστό πει­ρα­χτή­ριο, προ­σπα­θεί να με κάμει να γελά­σω… ο αθε­ό­φο­βος! «Για κοί­τα τόνε τον “πάτερ Δομέ­τιο”, δεν είναι ίδια βαρέ­λα χιλιά­ρα; Και το κεφα­λά­κι του, το τοσο­δού­τσι­κο, κοί­τα πώς το κατα­πί­νει η βαρέ­λα… Σα να ‘ναι ο φελ­λός… Κοντεύ­ει να βου­λιά­ξει μέσα…».

Και σα να μου φαί­νε­ται πως ακούω τη μυρου­διά του βαρε­λιού… Κι ακό­μα, σα να ξίνι­σε το κρα­σί της βαρέλας…

Δυο μάτια μεγά­λα, σαν αγε­λά­δας, είναι τρυ­πω­μέ­να στις τετρά­πα­χες κόχες τους. Το άσπρο του ματιού τ’ αυλα­κώ­νουν άτα­χτα κόκ­κι­νες κλωστές.

Κάθε τόσο χώνει τη χερού­κλα του στην τσέ­πη του ράσου του, βγά­ζει ένα μπου­κα­λά­κι πρά­σι­νο, πίνει δυο-τρεις γου­λιές και το ξανα­βά­ζει ήσυ­χα ήσυ­χα στην τσέπη.

Για την ώρα, δυο ώρες μιλού­με τώρα, έχει αδειά­σει δυο φορές. Το ξαναγε­μίζει ο Ανα­νί­ας, ο υπο­τα­χτι­κός του, όταν θα πάρει την εντο­λή: «Βάλε φάρμακο».

Το φάρ­μα­κο του, φαί­νε­ται, το δια­λύ­ει με ρακί ο πάτερ Δομέ­τιος, για­τί ακού­γε­ται, βαριά βαριά, η μυρου­διά του.

Ένα πρά­μα μου φαί­νε­ται παρά­ξε­νο: Για­τί με πνι­γού­νε μ’ ερω­τή­σεις για τη ζωή στον έξω Κόσμο, αφού αυτός είναι η μαύ­ρη Κόλα­ση; Κανέ­νας από τους οκτώ ασκη­τές της παρέ­ας δεν έχει μεί­νει, που να μην έκα­νε την ερώ­τη­ση του.

Εγώ τους διη­γού­μαι διά­φο­ρα πρά­μα­τα απ’ τη ζωή, για τις προ­ό­δους των ανθρώ­πων, για τις γυναί­κες τις σημε­ρι­νές, για θανά­τους από πείνα…

Κι ακού­νε χωρίς να σου­φρώ­νου­νε καθό­λου τα φρύ­δια τους, τα μπερ­δε­μέ­να με τα μαλ­λιά τα λίγδι­κα του κεφαλιού.

Ο πάτερ Ησα­ΐ­ας με ρωτά για την πατρί­δα του το Βόλο, σαν άκου­σε πως έχω πάει κι εκεί.
— Την έχει ακό­μα την ταβέρ­να στην παρα­λία ο Κρητικός;
— Δεν την ξέρω αυτή την ταβέρ­να. Του λέω μόνο πως στην παρα­λία δεν υπάρ­χουν πια ταβέρ­νες παρά πολυ­τε­λέ­στα­τα εστια­τό­ρια μ’ ευρω­παϊ­κές επι­γραφές, καφε­νεία με μαρ­μα­ρέ­νια τρα­πε­ζά­κια και ψαθω­τές κομ­ψές καρέ­κλες. Και πως όλη η παρα­λία λάμπει το βρά­δυ από τα ηλε­χτρι­κά και σου φαί­νε­ται πως βρί­σκε­σαι σε μεγά­λη Πολιτεία.
— Ουφ! Τι βρο­μιές! Τι Κόλαση!

Έτσι ξεφυ­σά, πότε πότε, ο πάτερ Δομέ­τιος. Κι ύστε­ρα πάλι: «Έχει και θέα­τρα είπες; Και πηγαί­νουν και γυναί­κες στα καφε­νεία;». Για να ξανα­πεί μέσ’ απ’ τα δόντια του: «Αχ, τι κόλα­ση, Θεέ μου!… Και επι­τρέ­πε­ται σ’ όποιο να ‘ναι να κάθε­ται στα καφε­νεία αυτά που κάθο­νται και γυναίκες;».
— Πώς, του λέω, δεν είναι οικο­γε­νεια­κά. Οι περισ­σό­τε­ροι είν’ ερω­τι­κά ζευγάρια…
— Βρο­με­ρό! Βρομερό!

Ώρες ώρες, υπο­φέ­ρω τρο­με­ρά από το φοβε­ρό ξεχεί­λι­σμα οίχτου γι’ αυτούς τους υποκριτές.

Αν μπο­ρού­σα, αντίς για οίχτο, να νιώ­θω μίσος, σιχα­σιά, βάρ­βα­ρη εχθρό­τητα, θα υπέ­φε­ρα λιγό­τε­ρο… Και θα ‘μου­να πιο σωστός άνθρωπος.

Σαν κάτι να πέτα­ξε από μέσα μου και το ‘χασα.

Κι είμαι μέρες ολό­κλη­ρες πνιγ­μέ­νος μέσα σ’ εξα­ντλη­τι­κή λύπη, σιχα­μερά, σοφά γερατειά…

Δου­λειά δε μπό­ρε­σα να βρω. Στη Σκή­τη δε μπο­ρώ να μεί­νω περισ­σό­τε­ρο. Μου το δηλώ­σα­νε νέτα-σκέ­τα οι ασκητές.

Κι ο Φλε­βά­ρης άλλη δου­λειά δεν κάνει, παρά να γεμί­ζει τις γδυ­μνές, μαδι­σμέ­νες καστα­νιές με τεχνη­τούς κάτα­σπρους ανθούς και τους δρό­μους να τους κρύ­βει, απλώ­νο­ντας τερά­στιο ολό­λευ­κο σεντόνι…

Σ’ όλα τα μονα­στή­ρια, έχω μεί­νει τη μέρα της «φιλο­ξε­νί­ας», που δικαιού­μαι. Τη νύχτα, την τελευ­ταία, πήρα την από­φα­ση· θα τους δηλώ­σω, πρωί πρωί, πως δέχο­μαι να γενώ καλόγερος.

«Τι μ’ εμπο­δί­ζει, σκέ­φτο­μαι, μόλις ανοί­ξει ο και­ρός να ράψω τις άκρες του ράσου, να το γεμί­σω χορ­τά­ρι και ν’ απο­χτή­σω, μ’ αυτόν τον εύκο­λο τρό­πο και στρώμα;…»

Κανέ­να άσκη­μο όνει­ρο δε μ’ έκα­νε ν’ αλλά­ξω από­φα­ση. Μόλις ξύπνη­σα, το πει­ρα­χτή­ριο που στρογ­γυ­λο­κά­θι­σε μέσα μου, με προ­σφω­νά κιό­λας: «άγιε πάτερ».

Μού­γκρι­σμα ανθρώ­που που πνί­γε­ται ανα­κα­τεύ­ε­ται με στρι­γκλιές γυναί­κας που γεν­νά, τρυ­πά τα τζα­μέ­νια παρα­θυ­ρό­φυλ­λα τ’ αρχο­ντι­κού, πλημ­μυ­ρά­ει τ’ αφτιά μου, ξεχει­λά. με κάνει κι ανατριχιάζω.

Ανοί­γω το παρα­θύ­ρι της αυλής, που είναι κι αυλή της εκκλη­σιάς. Στον κορ­μό της παγο­φορ­τω­μέ­νης γέρι­κης καρυ­διάς είναι δεμέ­νος, με σκοι­νιά βρε­μένα, ένας ολό­γδυ­μνος άνθρω­πος. Αυτός μουγγρίζει…

Τα σκοι­νιά είναι περα­σμέ­να κάτω από τις μασκά­λες, απ’ τη μέση κι απ’ τα πόδια κι είναι δεμέ­να τόσο σφι­χτά στον κορ­μό του δέντρου, που ανθρώ­πι­νο κορ­μί και ξύλο έχουν κολ­λή­σει, έχου­νε γίνει ένα κορμί…

Με κατα­πιω­μέ­νη τη γλώσ­σα πετά­χτη­κα όξω. Αρχί­ζω να φοβού­μαι… μην έπα­θα τίπο­τα. Μα ησύ­χα­σα λίγο, αφού βλέ­πω και τους ασκη­τές μαζε­μέ­νους, στην αυλή, να μιλού­νε, ήρε­μα ήρε­μα, συνα­με­τα­ξύ τους.

Προ­σπα­θώ να πεί­σω τον εαυ­τό μου πως έπα­θα οφθαλ­μα­πά­τη. Μα το μού­γκρι­σμα κι οι στρι­γκλιές δε μ’ αφή­νου­νε να το πιστέ­ψω κι εξα­κο­λου­θού­νε να σκί­ζου­νε την ομι­χλο­τυ­λιγ­μέ­νη μέρα και την αλα­φια­σμέ­νη αιμά­τι­νη καρδιά.
— Τι γίνε­ται; ρωτώ έναν υπο­τα­χτι­κό σιγά.
— Κάνε το σταυ­ρό σου και μη μιλάς! Θαύ­μα!… Έτσι μ’ απάντησε.

Την ίδια στιγ­μή, ένας ασκη­τής προ­χω­ρεί προς το δεμέ­νο αργά, βαριά, επί­ση­μα, με πρό­σω­πο σκε­πα­σμέ­νο, κι ένα σκοι­νί διπλω­μέ­νο στα δυο κρέ­με­ται απ’ το δεξί του χέρι γεμά­το σφι­χτο­δε­μέ­νους κόμπους.

Το θάμα δε μπο­ρώ να πιστέ­ψω. Την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τρο­μά­ζω να την ξηγή­σω και στέ­κο­μαι ακί­νη­τος, ανί­σχυ­ρος και κοι­τά­ζω μόνο.

Ο δεμέ­νος είναι ένας νέος με μού­τρο σα φθι­σι­κού, ψηλός με κοκα­λιά­ρι­κο κορ­μί. Όπου κι αν τον κοι­τά­ξεις, βλέ­πεις σφρα­γί­δες πεί­νας και κατατρεγμού.

Ο ασκη­τής, με το σκε­πα­σμέ­νο πρό­σω­πο, τον σιμώ­νει και στέ­κε­ται ακί­νη­τος, σα μαρ­μα­ρω­μέ­νο φάντα­σμα μπρο­στά του. Το μούγ­γρν­σμα στα­μά­τη­σε και τα μάτια του δεμέ­νου ανθρώ­που αστρά­φτου­νε, λογιώ λογιώ αστρα­πές, την ίδια στιγ­μή: Ελπί­δα, μίσος, παρά­κλη­ση, εμπι­στο­σύ­νη και τρο­μά­ρα, χοροπη­δούνε το ίδιο δευ­τε­ρό­λε­πτο και χάνου­νται πίσω απ’ την κόρη του ματιού.

Κι ο αέρας έχει στα­μα­τή­σει. Κι οι ανα­πνο­ές κοπή­κα­νε. Σιω­πή! Μια σιω­πή παρά­με­ρου τάφου. Μόνο το βου­η­τό της θάλασ­σας, που έρχε­ται από μακριά, κάνει πιο απαί­σια και πιο τρο­με­ρή αυτή τη γενι­κή σιωπή.

Με το βου­η­τό αυτό ανα­κα­τεύ­ε­ται μια φωνή βαριά, βρα­χνή, προ­στα­κτι­κή, σα δια­τα­γή αξιω­μα­τι­κού σ’ εχτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Και λέει: «Μαρτύρη­σε!».

Ένα κρύο πασπα­τεύ­ει την πλά­τη μου και με κάνει ν’ ανατριχιάζω.
— Μαρ­τύ­ρη­σε, κολα­σμέ­νε!… Ξανα­κού­γε­ται η φωνή, μα άγρια, πιο σκλη­ρή τώρα.

Η ματιά του «κολα­σμέ­νου» είναι καρ­φω­μέ­νη πάνω μου, σα να γυρεύ­ει κάτι γραμ­μέ­νο στο μέτω­πο μου.
— Μα τι του ζητά να μαρ­τυ­ρή­σει λοι­πόν; λέω δυνα­τά στο Βαρ­θο­λο­μαίο που στέ­κε­ται δίπλα μου, βου­βός κι ασά­λευ­τος, σα φάντα­σμα σε μαύ­ρη νύχτα.
— Ποιος; με ρωτά­ει μ’ απο­ρία, ανοί­γο­ντας το στό­μα και την ίδια στιγ­μή γεμί­ζου­νε τα μάτια του ερω­τη­μα­τι­κά, σα να μη βλέ­πει τίπο­τα απ’ ό,τι θωρώ εγώ.

Ένας ανε­ξή­γη­τος τρό­μος με συνεπήρε.
— Μ’ αυτός, ο δεμέ­νος, του λέω…
— Κι εμείς δεν ξέρου­με τι συμ­βαί­νει. Τον ξέρεις ελό­γου σου; Κι ο ασκη­τής που του φωνά­ζει να μαρτυρήσει;
— Ποιος ασκη­τής; Βλέ­πεις κανέ­ναν ασκη­τή; μου λέει και τινά­ζε­ται τρομαγμένος.
— Μ’ αυτός που στέ­κε­ται μπρο­στά του λοι­πόν; Δε βλέπεις;

Δε μ’ απά­ντη­σε, παρά γονα­τί­ζει και σηκώ­νει τα χέρια του στον ουρα­νό, σα να προσεύχεται.
Ετοι­μά­στη­κα να κάνω το ίδιο, τα γόνα­τα μου λυγί­ζου­νε, τρε­μου­λιά­ζουν απ’ την τρο­μά­ρα, δε με σηκώνουνε.

Το διπλω­μέ­νο σκοι­νί, που κρε­μό­τα­νε στο χέρι του σκε­πα­σμέ­νου μυστη­ριώ­δι­κου ρασο­φό­ρου που πρό­στα­ξε «μαρ­τύ­ρη­σε κολα­σμέ­νε», ανεβοκατε­βαίνει τώρα μ’ ορμή και χτυ­πά όπου τύχει, τυλί­γο­ντας το δέντρο και το κοκα­λιά­ρι­κο κορ­μί του δεμέ­νου γδυμνού.

Κοκ­κι­νό­μπλα­βες στε­νές λου­ρί­δες ζώνου­νε το γδυ­μνό κορ­μί. Το αίμα όλο έχει μπλα­βί­σει τόσο απ’ το μαστί­γιο, όσο δε μπλά­βι­σε απ’ το χιο­νι­σμέ­νο το βοριά.

Ο δεμέ­νος, με βρα­χνή φωνή μισο­πνιγ­μέ­νου, παρα­κα­λεί: «Λυπή­σου με! Έλεος!…»
— Μαρ­τύ­ρη­σε! ακού­γε­ται πάλι η φωνή του μουτροσκεπασμένου.
— Ψέμα­τα σου είπα, Άγιε Παντε­λε­ή­μο­να μου! Ψέμα­τα σου είπα! Έλεος!

Δεν το βρή­κα στην τσέ­πη μου το αση­μέ­νιο κου­τα­λά­κι. όχι, ψέμα­τα είπα, Άγιέ μου, πως δεν ξέρω ποιος το ‘βαλε στην τσέ­πη μου. Συχώ­ρε­σε με!…
Έτσι φωνά­ζει τώρα ο δεμέ­νος. Το μαστί­γιο δε σταματά.
Εγώ δε ξέρω τι να υπο­θέ­σω πια, μα θαρ­ρώ πως έχω διά­θε­ση να γονα­τί­σω, να παρα­κα­λέ­σω τους αγί­ους να συχω­ρέ­σου­νε τη δυσπι­στία που είχα… Πίστε­ψα στο θάμα!
— Λύσε με, Άγιέ μου, θαμα­τουρ­γέ. Λυπή­σου με και θα σου το φέρω χρυ­σό! Θα δου­λεύω τζά­μπα στην περιου­σία σου, μεγά­λε μου προ­στά­τη!… μουγ­γρί­ζει εξα­κο­λου­θη­τι­κά ο μάρτυρας.

Όλοι μαζί οι ασκη­τές τινα­χτή­κα­νε μια στιγ­μή απά­νω, μα βήμα δεν κάνα­νε προς τον τόπο του βασα­νι­στη­ρί­ου. Μόνον ο ασκη­τής με το σκε­πα­σμέ­νο μού­τρο, που τον μαστί­γω­νε, βγά­ζει απ’ την τσέ­πη του ράσου του ένα μαχαι­ρά­κι και κόβει τα σκοινιά.

Ο δαρ­μέ­νος δε μπο­ρεί να κάμει βήμα. Δοκι­μά­ζει να περ­πα­τή­σει μα τα πόδια του, μου­δια­σμέ­να όπως θα ‘ναι, δεν τον βοη­θού­νε. Γονα­τί­ζει στο ίδιο μέρος και κλαί­ο­ντας προ­σκυ­νά­ει τα πόδια του μυστη­ριώ­δι­κου ρασο­φό­ρου. Όλο το κορ­μί του το δέρ­νου­νε σπα­σμοί. Μα δε μοιά­ζει πια με κορ­μί ανθρώ­που. Σα γύψι­νο άγαλ­μα μπο­για­τι­σμέ­νο με μπλά­βη στο­τει­νή μπο­γιά είναι τε­ντωμένο χάμω… Έχει λιπο­θυ­μή­σει. Ο άγνω­στος ρασο­φό­ρος, μαζεύ­ει τα σκοι­νιά και με βήμα αργό, βαρύ, μπή­κε στην εκκλη­σιά και χάθηκε.

Τώρα οι ασκη­τές, όλοι μαζί, βοη­θού­νε τον άνθρω­πο να σηκω­θεί, μουρμου­ρίζοντας προ­σευ­χές με σιγα­νή φωνή που σε γεμί­ζει τρομάρα…

* * *

Ντυ­μέ­νος τώρα, δίπλα στη σόμπα τ’ αρχο­ντα­ρι­κιού, διη­γιέ­ται πως τη νύχτα, ξημε­ρώ­μα­τα, παρου­σιά­στη­κε ο ρασο­φό­ρος στο υπό­γειο που κοι­μό­τα­νε, τον έδε­σε και δεμέ­νο τον έσυ­ρε ως την αυλή και τον έδε­σε στο δέντρο, αφού τον έγδυ­σε πρώτα!
Οι καλό­γε­ροι σταυ­ρο­κο­πιού­νται και μουρ­μου­ρί­ζου­νε τα λόγια του ευαγγελίου.
Κι ο τιμω­ρη­μέ­νος συνεχίζει:
«Αφού μ’ έδε­σε, έψα­ξε τις τσέ­πες μου, έβγα­λε ένα αση­μέ­νιο κου­τα­λά­κι και μου το ‘δει­ξε. Για­τί το ‘κλε­ψες απ’ την εικό­να μου;» μου είπε.
«Δεν το ‘κλε­ψα, του είπα». Κι αλή­θεια, δε θυμό­μου­να να το ‘χα κλέ­ψει. Ο σατα­νάς θα σκό­τι­σε το μνη­μο­νι­κό μου επί­τη­δες!! Τότες, λοι­πόν, αρχί­νη­σε να με δέρ­νει μ’ ένα σκοι­νί. Αυτή την ώρα φτά­σα­τε σεις κι είδα­τε τι γίνη­κε κατόπιν.
— Κι ήταν ακό­μα μπρο­στά σου ο άγιος την ώρα που ήρθα­με; Ρωτά ο Ανα­νί­ας με μισο­τρο­μαγ­μέ­νη φωνή.
— Ναι, αφού μ’ έδερ­νε τότε! Αυτός που μ’ έδερ­νε. Αυτός, με το πανί το μαύ­ρο, που είχε σκε­πα­σμέ­νο το πρό­σω­πο του… ο ψηλός… μόνο αυτός μ’ έδειρε…
— Ο Αγιος Παντε­λε­ή­μο­νας!! ακού­γε­ται σχε­δόν απ’ όλα τα στόματα.
— Κι ο μου­σα­φί­ρης τον είδε! λέει ο Σωφρό­νιος κι έδει­ξε εμέ­να, που κάθο­μαι σε μια γωνιά και προ­σπα­θώ τώρα και κάμπο­ση ώρα να μη λέει τίπο­τα η έκφρα­ση του προ­σώ­που μου.

Όλοι μαζί σχε­δόν αρχίσανε:
«Τα βλέ­πεις; Επί­τη­δες άνοι­ξε τα μάτια σου ο Αγιος για να σου δεί­ξει το θάμα!… Να σε κάνει να μετα­νο­ή­σεις! Βλέ­πεις; Πώς δεν είδα­με τίπο­τα εμείς; ε;…»

* * *

Έμει­να κι αυτή τη μέρα στη Σκή­τη. Δε με διώ­ξα­νε. Ίσως με ξεχά­σα­νε μέσα στη φασα­ρία που είχα­νε να ετοι­μά­σουν τους ασκη­τές που θα βγαί­να­νε στον Κόσμο περιο­δεία. Για «ζητεία», για το λάδι του καντη­λιού της θαμα­τουρ­γής εικό­νας. Ίσως πάλι μ’ αφή­κα­νε για να σκε­φτώ ακό­μα λίγο, αν έπρε­πε να… ασπα­σθώ το «αγγε­λι­κό σχήμα».

Μα εγώ, χωρίς να σκε­φτώ περισ­σό­τε­ρο, αφή­κα την επο­μέ­νη, πρωί πρωί, τη Σκή­τη του Αγί­ου Παντε­λε­ή­μο­να, με πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη την ψυχή από οίχτο και μίσος ανα­κα­τε­μέ­να για τον άνθρω­πο που τον απο­θε­ριώ­νει, τον απο­χτη­νώ­νει η λάμ­ψη του χρυ­σού, η λίγδα του πλούτου…

Θέλω να γυρί­σω πίσω στον κόσμο ζωντα­νός, να τα καταγ­γεί­λω όλα τού­τα, και γι’ αυτό δε βγά­ζω μιλιά…

IV

Το καφε­νείο μας παρου­σιά­ζει σήμε­ρα όψη στρα­το­πέ­δου. Παντού βλέ­πεις την έξα­ψη την πολε­μι­κή. Ως κι οι τοί­χοι είναι ηλε­χτρι­σμέ­νοι. Κι ο… μαυροπίνα­κας. Αυτός δα προ­πά­ντων. Δια­γρα­φές γίνου­νται, χέρια νευ­ρι­κά γρά­φουν και­νούρια ονό­μα­τα, μεγα­λώ­νο­ντας και μικραί­νο­ντας τετραγωνάκια.

Σε δυο κόμ­μα­τα έχου­νε διαι­ρε­θεί οι εργά­τες. Το ένα είναι μ’ αρχη­γό τον Τάσο και τ’ άλλο, το πιο μεγά­λο, με το Γιάν­νη τον Πασ­σά. Εγώ είμαι ουδέτε­ρος. Από και­ρό πάψα­νε να με λογα­ριά­ζου­νε. Από τότε που μου χρειά­στη­κε να φορέ­σω τη μάσκα της ηλιθιότητας…

Βέβαια, αρκε­τούς μήνες τώρα τρι­γυρ­νώ μ’ αυτή τη μάσκα, όπου μου καπνί­σει. Μα, να που ο Τάσος, ίσα ίσα σήμε­ρα, με χρειά­στη­κε. Μου κάνει τα παρά­πο­να του. Βρί­ζει — όσο μπο­ρεί όμως πιο σιγά — το Σαμιώ­τη. Του άρπα­ξε, λέει, τη δου­λειά που βρή­κε. Και: «Ο Σαμιώ­της είναι χαρα­μο­φά­ης. Δηλα­δής δεν είναι αυτή δου­λειά, μα όσο και να ‘ναι… περί ψωμί πρόκειται…».

Κάθε λίγο με ρωτά­ει: «Κατά­λα­βες;». Όλο «ναι» του λέω. Κι αυτό δεν του αρέ­σει πια του Τάσου. Μα αν του πω «όχι» θα με παρα­τή­σει και θα φύγει. Κι αυτό δεν το θέλω, για­τί είναι πολύ ευχά­ρι­στο πρά­μα να σου μιλεί εμπιστευ­τικά ένας… δυνα­τός, ένας αρχη­γός! Η αφορ­μή του… πολέ­μου είναι τού­τη, μου λέει ο Τάσος. «Ο Διά­κος Χ., μου ‘πε να πάω να δου­λέ­ψω… Δηλα­δής όχι αμπέ­λι, αλλά… κατα­λα­βαί­νεις… Και το ίδιο θα πλη­ρω­νό­μου­νε σα να ‘σκα­βα κι αμπέ­λι… οκτώ δραχ­μές… κατα­λα­βαί­νεις… Βέβαια, βγαί­νει κατι­τίς. Δεν είν’ έτσι; κατάλαβες;».
— Όχι, δεν κατάλαβα!…
— Μα μπιτ, κου­τε­ντές είσαι; Πρό­κει­ται περί… τιμής, δηλα­δής… Περί αυτός νύφη… κατάλαβες;
— Κατά­λα­βα, του λέω.
— Ε, δηλα­δής είναι ντρο­πής πρά­μα­τα αυτά, μα… πρέ­πει να κάνω το ναύ­λος μου, να του δίνω από δω. Κι ο Σαμιώ­της μου ‘καμε χαλά­στρα. Και θα πάει αυτός… χωρίς λεφτά! Μόνο φαγο­πό­τι και καπνό! Ε, είναι τιμής κι υπό­λη­ψης πρά­μα­τα αυτά; Να σου παίρ­νου­νε το ψωμί απ’ το στό­μα; Δεν είναι που­τά­να των αντρώ­νε ο Σαμιώτης;

Περι­μέ­νει να τ’ απα­ντή­σω. Σκέ­φτη­κα πως καλό είναι να τ’ απα­ντή­σω σαν «ηλί­θιος» για να σιγου­ρά­ρω την και­νούρ­για μου αυτή ιδιό­τη­τα, που μ’ αφή­νει να θωρώ τόσα παρά­ξε­να σ’ αυτό τον τόπο. Και τον ρωτώ αφε­λέ­στα­τα: Κι άμα θα πιά­σεις… δου­λειά, θα φορέ­σεις κι εσύ ράσο;».
— Ας στο διά­ο­λο! μου λέει. Μα δεν έχεις κου­κού­τσι! Να, μήτε δρα­μά­ριο δεν έχεις. Κατάλαβες;
— Κατά­λα­βα! του ξανα­λέω. Μα ύστε­ρα, με το ράσο θα γυρίζεις;
— Βρε, για­τί θα φορέ­σω ράσο, κου­τέ­ντιε; Κι αυτός θα βγά­λει το δικό του.
— Όχι — επι­μέ­νω ηλι­θιό­τα­τα — εγώ άμα πήγα, μου ‘δωκε ράσο και φόρε­σα. Κι ύστερα…

Ο Τάσος μένει χασκού­με­νος μια στιγ­μή. Ύστερ’ αρχί­ζει και μου κάνει διά­φο­ρες ξετσί­πω­τες ερω­τή­σεις. Κοκ­κι­νί­ζω όπως τον ακούω. Μα η μάσκα πρέ­πει να στε­ρε­ω­θεί. Γι’ αυτό σκύ­βω το κεφά­λι, σαν παι­δά­κι που ντρέ­πε­ται και σε κάθ’ ερώ­τη­ση τ’ απα­ντώ: «Δε σου λέω. Δε σου λέω…» και χτυ­πώ, πει­σμα­τω­μέ­νος τάχα, τις παλά­μες των χεριών μου, σα ναζά­ρι­κο παιδάκι.

Ο Σαμιώ­της, από την άλλη άκρη, ακού­γε­ται να κάνει θεω­ρία στο Κόμ­μα του, μεσο­με­θυ­σμέ­νος, «περί τι θα πει μπα­μπε­σιά!». Και πως «ο Διά­κος είναι καλοπληρωτής!».

Από­σπα­σμα από το «Άγιον Όρος» έκδο­ση Γ’. Εκδ. Α. Καρα­βία. Αθή­να 1946

Το βιβλίο περιεί­χε βιώ­μα­τα και παρα­τη­ρή­σεις του, όταν δού­λευε ως σκα­φτιάς στον Αθω, το 1931. Ενα βιβλίο «μαστί­γιο», όπως χαρα­κτη­ρί­στη­κε και που έφε­ρε στη δημο­σιό­τη­τα μια από τις σκο­τει­νές πτυ­χές της ελλη­νι­κής ζωής, μαστι­γώ­νο­ντας τη βρω­μιά και την υπο­κρι­σία του καλογερισμού.

Το βιβλίο σημεί­ω­σε τρο­με­ρή επι­τυ­χία. Εκδό­θη­κε 3 φορές σε 2 μήνες. Προ­κά­λε­σε την αντί­δρα­ση της εκκλη­σί­ας και των κρα­τι­κών αρχών που κατά­σχε­σαν τη 2η έκδο­ση. Ωστό­σο, παρά την επι­τυ­χία του «Αγί­ου Ορους» συνέ­χι­σε να δου­λεύ­ει ως εργά­της έως και το 1944.

(Αφιέ­ρω­μα του περιο­δι­κού — επι­μέ­λεια Ηρα­κλή Κακα­βά­νη — στη ζωή και το έργο του Θέμου Κορ­νά­ρου, με αφορ­μή την εκδή­λω­ση προς τιμήν του στις 6 Μάη 2015)

Το έργο του Θέμου Κορνάρου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο