Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Άμα έχεις σώγαμπρο στο σπίτι, έχεις γαϊδούρι στην αυλή»

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Και ποιος δεν ξέρει πως ο σώγα­μπρους παλιά, ο γαμπρός δηλα­δή που έμε­νε με τα πεθε­ρι­κά ή ακό­μη περισ­σό­τε­ρο που δού­λευε υπό την εξου­σία και τις δια­τα­γές του πεθε­ρού ήταν κάτι χει­ρό­τε­ρο από γδαρ­μέ­νη αλε­πού; Άκου­γε και τι δεν άκου­γε. Τον ανή­κου­στο. Και φανε­ρά και πίσω από τις πλά­τες του. «Ανί­κα­νος, ανε­πρό­κο­πος, κοπρί­της που έτυ­χε στο δρό­μο της κόρης μας» και πάει λέγο­ντας. Γι’ αυτό και ο λαός με τη θυμο­σο­φία του είπε πολ­λά. «Κάλ­λιο στο παλούκ’ παρά σώγαμπρος».

Ο σώγα­μπρος ήταν ο σώγα­μπρος. Η ιστο­ρία μας όμως έχει πρω­τα­γω­νι­στή τον Μήτσο, τον λεβέ­ντη, τον καρα­μπου­ζου­κλή, τον μέγα κοπρι­τά­να­κτα και το αλη­θι­νό τεμπελ­χα­νείο . Έναν άχρη­στο και ανε­πρό­κο­πο άνθρω­πο που ‑λέμε τώρα- μεγά­λω­σε δυο παι­διά και μια κοπέ­λα. (Η κοπέ­λα ήταν κοπέ­λα. Δεν ήταν παι­δί). Έτσι το ‘λγαν τότε. Στην ουσία δεν είχε συνει­σφέ­ρει τίπο­τε στην οικο­γέ­νεια. Η Ανθού­λα η γυναί­κα του έκα­νε όλες τις δου­λειές. Τι στα Δασι­κά έργα, τι οργώ­μα­τα, τι σκά­ψι­μο… Όλες τις δου­λειές για να μεγα­λώ­σει τη φαμπλιά της. Και τη μεγά­λω­σε. Ο Μήτρος «κάπα, ντρου­βά και ντφέκ’». Άρπα­ζε ό,τι άρπα­ζε από την Ανθού­λα και διά­βαι­νε κατευ­θεί­αν στο καφε­νείο για να τα μετα­τρέ­ψει σε πιώ­μα. Και γύρ­να­γε στο σπί­τι αργά, λιώ­μα στο μεθύ­σι κι έπε­φτε και ξεραί­νο­νταν μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι.

Τα αγό­ρια μόλις τέλειω­σαν το στρα­τό έφυ­γαν για την Αθή­να και έπια­σαν δου­λειά στις οικο­δο­μές. Καη­μό είχαν να μαζέ­ψουν καμιά δραχ­μή να μπο­ρέ­σουν να πάρουν τη μάνα τους και την αδελ­φή τους στην πρω­τεύ­ου­σα, να ξεφύ­γουν κι αυτές την τυραν­νία. Ο Μήτρος, ας έμε­νε στο χωριό. Θαύ­μα θα ήταν να ξεσου­ρώ­σει μια μέρα. Είχε δεθεί όμως πολύ και με τον Κίτσο το γαϊ­δού­ρι που είχε η Ανθού­λα για να κάνει τις μετα­φο­ρές. Ο Κίτσος και η Ανθού­λα συνα­πο­τε­λού­σαν ένα εξαι­ρε­τι­κό φορ­το­τα­ξί. Την ημέ­ρα, για­τί το βρά­δυ ο Κίτσος είχε άλλη δου­λειά. Πήγαι­νε αργά το βρά­δυ μόνος του στο καφε­νείο, κατέ­βαι­νε όλη την κατη­φο­ριά και περί­με­νε έξω από το καφε­νείο. Όταν τέλειω­νε ‑τρό­πος του λέγειν- το ποτό του ο Μήτρος πια­νό­ταν από την ουρά του γαϊ­δά­ρου και περ­νού­σαν την ανη­φό­ρα μέχρι να φτά­σουν στο σπίτι.

Μόνι­μη πια η κατά­στα­ση. Ώσπου πάντρε­ψαν και την κοπέ­λα, την Βασί­λου με ένα καλό παι­δί από το διπλα­νό χωριό. Ορφα­νό παι­δί αλλά με καλή καρ­διά και εργα­τι­κό. Όλη η περιο­χή καλά λόγια έλε­γε. Πήγε λοι­πόν κι αυτός σώγα­μπρος στο σπί­τι και απ’ ό,τι φάνη­κε θα ησύ­χα­ζε το κοκα­λά­κι της Ανθού­λας. Θα καθό­ταν στο σπί­τι και θα ασχο­λού­νταν με το συγύ­ριο του σπι­τιού. Η κοπέ­λα θα έκα­νε και κανέ­να κού­τσκο και όλα θα πήγαι­ναν καλά. Ας περι­μέν’ η Αθή­να. Και πέρ­να­γε ο και­ρός, ώσπου ένα πρωί δια­πί­στω­σε η Ανθού­λα πως ο Κίτσος δεν ήταν στην καλύ­βα. Από­ρη­σε για­τί. Ο γαμπρός δεν το έπαιρ­νε το γαϊ­δού­ρι στη δου­λειά που πήγαινε.

Πήγε και ξύπνη­σε τον Μήτρο. «Ξέρεις τίπο­τε, Μήτρο μου, για το γαϊ­δούρ’. Το έδω­σες σε κανέ­ναν να μετα­φέρ’ φορ­τίο;» Και ο Μήτρος, κρα­τού­σε ακό­μα η σού­ρα του, απά­ντη­σε. ΚΙΤΣΟΣ ΕΠΩΛΗΘΗ. Μόλις το άκου­σε αυτό η Ανθού­λα έπε­σε του θανα­τά. «Πώς θα κάνω εγώ τις δου­λειές;», τον ρώτη­σε. Και εδό­θη η θεϊ­κή απά­ντη­ση. «Ολό­κλη­ρο σώγα­μπο­ρο έχου­με. Εσύ δεν θα κάνεις δου­λειές» . «Μήτρο μ’ για το γαϊ­δού­ρι μιλάω και όχι για τον γαμπρό». «Το ίδιο είναι μη χολιάς καθό­λου», απά­ντη­σε. «Άμα έχεις σώγα­μπρο στο σπίτ’ έχεις γαϊ­δούρ’ στην αυλή». 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο